⚫️Κεφαλαιο 6
Ξύπνησα το επόμενο πρωί στο ζεστό μου κρεβάτι.
Προς μεγάλη μου έκπληξη, ήμουν μούσκεμα και το φανελάκι κόλλαγε στην πλατη μου σαν να ηταν βρεγμένο.
Οταν έσπρωξα την λεπτή κουβερτούλα μου και σηκώθηκα όρθια, ενα αεράκι χτύπησε το σώμα μου και ένιωσα να κρυώνω.
Ηταν Αύγουστος και το να κρυώνεις δεν ειναι και το πιο συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο. Εγω γενικά ήμουν απο τα ατομα που αντέχουν την ζέστη. Ποτε δεν χρειάστηκε να ανάψω τον ανεμιστήρα ή το air condition για να κοιμηθώ.
Οι γονεις μου, αντίθετα, ηταν δυο υπερκινητικοι, νευρικοί άνθρωποι που νευριαζαν με την παραμικρή αίσθηση ζέστης.
Περπάτησα προς το μπανιο αργα και σταθερά. Βαριεστημένα ίσως.
Άνοιξα το νερό στην μπανιέρα και το άφησα να την γεμίσει.
Έβγαλα το σορτσάκι, το φανελάκι και τα εσώρουχα μου και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη.
Στην πραγματικότητα δεν κοιτούσα τον εαυτό μου. Κοιτούσα το κενό και σκεφτόμουν... Τον Δημήτρη. Μπορούσα ακομα να νιώσω το άγγιγμα του και την ανατριχίλα του δέρματος μου στα φιλιά του.
Ταρακούνησα λιγο τον εαυτό μου, χαλάρωσα του μύες μου και πηρα το κινητο στα χέρια μου. Εβαλα να παίζει στην τύχη ενα τραγουδι και έκλεισα την οθόνη.
Χαμογέλασα στην πολυ καλη επιλογή μου και άφησα το σώμα μου να γλιστρήσει σιγα σιγα μεσα στο μπανιο.
Ξάπλωσα στην μπανιέρα και απόλαυσα το καυτό νερο που αγκάλιαζε το σώμα μου.
- Of course I'll be here again see you tomorrow but it's the end of today, end of my ways as a walking dial, my trial was final as a crazy suicidal head case.
Τραγούδησα περήφανη για τον εαυτό μου που θυμόταν όλους τους στίχους του τραγουδιού απ'εξω.
Αυτο το παιχνίδι με τους στίχους το έκανα απο τοτε που θυμόμουν τον εαυτό μου. Μου άρεσε να απομνημονεύω και να τραγουδάω, πιο πολύ απ'ολα. Ετσι, οταν γνώρισα την μουσική των twenty one pilots και εφόσον αμέσως ταυτίστηκα με τους στίχους των τραγουδιών τους, δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο εκτός απο το να μάθω όλα τα τραγούδια απ'εξω.
Ηταν ενα γερό κόλλημα και παρ'ολες τις προσβολές που εχω ακούσει αν καιρούς για αυτούς, εγω συνεχίζω να τους λατρεύω.
Όταν συνειδητοποίησα οτι η ωρα πέρασε αρκετά, αποφάσισα να τελειώσω το μπάνιο μου και να βγώ απο εκει πέρα πριν αρχίσει να σκοτεινιάζει.
Ετσι, ντύθηκα, μάζεψα τα μαλλιά μου σε μια ψηλή κοτσίδα και βγήκα απο το μπάνιο με γρήγορες κινήσεις.
Η λίστα μου! Σκέφτηκα και έτρεξα στο φόρεμα που φόραγα την προηγούμενη μέρα.
Μπορεί να φαίνεται λίγο περίεργο περίεργο αλλά ήμουν ένα πολύ πρακτικό άτομο, έτσι, ακόμα και τα φορέματα μου -τα περισσότερα τουλάχιστον- είχαν τσέπες.
Μα που είναι; Σκέφτηκα ψάχνοντας τουλάχιστον τρεις φορές την κάθε τσέπη.
Άρχισα να πανικοβάλομαι, αποφάσισα όμως να ηρεμήσω. Θυμόμουν όλους τους τρόπους απ'εξω οπότε το να έφτιαχνα μια καινούργια δεν αποτελούσε πρόβλημα. Το πιο πιθανόν ήταν να ειχε ξεπέσει κάπου στον δρόμο όταν προσπαθούσαμε να γυρίσουμε τον Πέτρο σπίτι του.
Κάθισα στο γραφείο μου και άρπαξα ενα λευκό Α4 φύλλο και ενα μαύρο στύλο που βρήκα δίπλα σε μια στοίβα με βιβλία.
Ξεκίνησα να γράφω.
1. Πτώση απο μεγάλο ύψος ✅
2. Σύγκρουση με κινούμενο όχημα✅
3. πνιγμός✅
4. Αιμορραγία✅
5. Απαγχονισμός
6. Δηλητήριο
7. υπνωτικά χάπια
8. Υπερβολική δόση ναρκωτικών
9. Σφαίρα σε κεφάλι
10. Ζωή
Ναι... Η ζωή μπορεί να θεωρηθεί κι'αυτη ένας τρόπος για να αυτοκτονήσεις. Είτε γιατί τα άτομα που διαλέγεις να έχεις μέσα σε αυτή σε σκοτώνουν αργά και βασανιστικά, είτε γιατί κάποια μέρα όλοι θα πεθάνουμε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Όταν τελείωσα, δίπλωσα την λίστα και την έχωσα στην τσέπη του παντελονιού μου.
Αποφάσισα να κατέβω κάτω. Να φάω, ίσως, κάτι, ώσπου να ξανά κλειστώ στο δωμάτιο μου.
Στον καναπέ καθόταν η Πολυξένη και ο Στέφανος, ο πατέρας μου.
Περνώντας απο μπροστά τους, είδα την Πολυξένη να μου ρίχνει μια πολύ επικριτική και υποτιμητική μάτια. Ο πατέρας μου μιλούσε στο τηλέφωνο και χαμογελούσε άχνα χαζεύοντας το κενό.
- Θέλεις κάτι;
Ρώτησα την μητέρα μου, κοιτώντας την στα μάτια.
- Να πας να ετοιμαστείς. Στις 11 θα έρθει ο δημοσιογράφος για το εξώφυλλο του πατέρα σου.
Απάντησε ψυχρά κοιτώντας αλλού.
- Και εμένα τι με θέλεις;
- Θα πάρει συνέντευξη απο όλους μας.
Απάντησε ο πατέρας μου, κλείνοντας το τηλέφωνο και αφήνοντας την πλάτη του να ακουμπήσει πισω.
- Απο όλους;
Αναρωτήθηκα και εκείνη την στιγμή χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού.
Τους κοίταξα ενθουσιασμένα και έτρεξα προς την πόρτα.
Όταν άνοιξα, στην άλλη μεριά στέκοταν με ενα στραβό χαμόγελο στα χείλη ο αδελφός μου, ο Χρήστος.
Ο Χρήστος, 4 χρόνια μεγαλύτερος όπως ήταν, με την πρώτη ευκαιρία έφυγε μακριά απο τους γονεις μας και την καταθλιπτικά τεράστια έπαυλη. Μακριά όμως και απο εμένα και ας μου ειχε υποσχεθεί να με πάρει μαζί του. Του κράτησα μούτρα για κάποιο καιρό αλλά όχι για πολύ. Ήταν ο μεγάλος μου αδελφός και ο πρώτος που με αγάπησε αρκετά για να με κρατήσει στην ζωή, τουλάχιστον μέχρι που έφυγε.
- Σου έλειψα;
Ρώτησε ανοίγοντας τα χέρια του, περιμένοντας μια ζέστη αγκαλιά!
Αγκάλιασα, αμέσως, σφιχτά τον κορμό του χωρίς να απαντήσω. Μετά απο λίγο απομακρύνθηκα και τον κοίταξα χαμογελώντας.
-Γιατί δεν μου είπες οτι θα έρθεις;
Ρώτησα παραπονεμένα.
Εκείνος χαμογέλασε πλατιά και μου έδωσε ενα φιλί στο μέτωπο.
- Ήθελα να σου κάνω έκπληξη. Πάμε μέσα;
Με ακολούθησε στο εσωτερικό της έπαυλης κλείνοντας την πόρτα πίσω μας.
Η Πολυξένη και ο Στέφανος σηκώθηκαν απο τον καναπέ και ήρθαν να τον χαιρετήσουν.
Ο Στέφανος έσφιξε το χέρι του Χρήστου και η Πολυξένη του χαμογέλασε άχνα.
- Καλώς ήρθες.
Χαιρέτησε η μητέρα του και μετά απο λίγο κοίταξε αλλού.
- Καλώς σας βρήκα.
Απάντησε και εκείνος με το πιο ψυχρό βλέμμα του.
Δεν του έλειψε καθόλου η κρύα στάση τον γωνιών μας απέναντι στα παιδιά τους. Σκέφτηκα και συμφωνούσα μαζί του.
- Πάμε πάνω;
Ρώτησα ενθουσιασμένα.
Ήθελα να μάθω τα νέα του. Πως ήταν η ζωή μακριά απο την Πολυξένη και τον Στέφανο, μακριά απο την Αθήνα. Πως ηταν η ζωή στα Τρίκαλα. Μια πόλη που θύμιζε κάθε άλλο παρά την συνηθισμένη Ελλάδα! Θύμιζε μια Ελλάδα αναγέννησης, μια Ελλάδα πολιτισμού και φιλοξενίας.
Εκείνος έγνεψε χαμογελώντας και έτσι ξεκινήσαμε να απομακρυνόμαστε απο τους γονείς μας.
- Κοίταξε να ετοιμαστείς.
Προειδοποίησε η Πολυξένη κοιτάζοντας μας να φεύγουμε.
Ανεβήκαμε σιωπηλοί τα σκαλιά μέχρι το δωμάτιο μου.
- Αυτο το δωμάτιο δεν εχει αλλάξει καθόλου!
Γέλασε ο Χρήστος όταν το είδε.
Προφανώς ειρωνευόταν. 4 χρόνια πρίν, όταν έφυγε απο το σπίτι, το δωμάτιο μου ηταν βαμμένο ροζ και υπήρχαν παντού αφίσες διάσημων τραγουδιστών.
Τώρα τα χρώματα που κυριαρχούσαν ηταν το γκρι και το άσπρο. Λίγα έπιπλα και γενικότερα ενα καταθλιπτικά πεντακάθαρο δωμάτιο. Λες και κανένας δεν ζούσε εκει.
- Έφυγες και όλα άλλαξαν Χρήστο.
- Τι εννοείς;
- Δεν είμαι πλέον το μικρό αθώο κοριτσάκι που ονειρευόταν να φύγει μαζί σου μακριά. Όταν με "εγκατέλειψες" άλλαξα. Τωρα ονειρεύομαι αλλα πράγματα.
Απάντησα σοβαρά.
Και το πρόσωπο του έμοιαζε να ηρεμεί. Εμφανίστηκε μια στεναχωρημένη έκφραση και τα μάτια του έπεσαν στο πάτωμα.
- Τι ονειρεύεσαι δηλαδή;
Ρώτησε.
- Λυπάμαι αλλά δεν μπορείς να ξέρεις. Έχω 4 χρόνια να σε δω και περιμένεις να σου πω την ιστορία της ζωής μου;
Ρώτησα και εκείνος έγνεψε καταφατικά.
Ειχε τύψεις. Το έβλεπα στα μάτια του αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για αυτό. Δεν με ένοιαζε που είχε φύγει. Και εγώ αυτό θα έκανα στην θέση του. Με ένοιαζε που επι τόσα χρόνια δεν σκέφτηκε να με επισκεφτεί ούτε μια φορά. Μόνο την φωνή του άκουγα στο τηλέφωνο και ήταν πάνα βιαστική.
- Έχεις δίκιο Λυδια. Συγνώμη.
- Τι να το κάνω το συγνώμη;
Ρώτησα και πηρα μια βαθιά ανάσα.
- Αρκετό καιρό αφου έφυγες μπήκα στο νοσοκομείο και έμεινα εκει για μήνες με μώλωπες και σπασμένα πλευρά.
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και με κοίταξε τρομοκρατημένος.
- Δεν πιστεύω να το έκανε αυτο ο μπαμπας;
Ρώτησε σοκαρισμένος.
- Οχι βέβαια. Ο μπαμπας δεν ενδιαφέρεται κάν για εμένα.
Απαντησα κοιτώντας αλλού.
- Το πρώην αγόρι μου το έκανε.
Συνέχισα με απόλυτη ηρεμία.
- Ηταν μεθυσμένος. Πρώτα με βίασε και μετά άρχισε να με χτυπάει. Μπουνιές, κλωτσιές. Μονο την καρέκλα δεν έσπασε πάνω μου.
Εξήγησα και εκείνος με κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα.
- Και ο Στέφανος τι έκανε;
Ρώτησε και καθίσαμε στο κρεβάτι.
Γέλασα για λίγο και τον κοίταξα στα μάτια.
- Ξεκίνησε όλες αυτές τις εκστρατείες για την κακοποίηση της γυναίκας. Γελοίο αν με ρωτήσεις. Χαροπάλευα στο νοσοκομείο επι μήνες και εκείνος ήρθε ελάχιστες φορές να με δεί. Συγκεκριμένα μόνο δύο. Η κυρία Μαρία, μόνο, δεν άφησε το πλευρό στιγμή.
Απαντησα ειρωνικά.
Η κυρία Μαρία ήταν η γυναίκα του κηπουρού μας. Μια εξαιρετική γυναίκα που ήταν δίπλα μου απο τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου για οτι την χρειαστώ. Εκείνη ξημεροβραδιαζόταν στο νοσοκομείο για να με προσέχει και να μου δίνει κουραγιο. Ήταν οτι πιο κοντινό σε μητέρα είχα και ας της ειχε κάνει την ζωη κόλαση η Πολυξένη.
- Η κυρία Μαρια... Λυδια, πόσο χρόνων είσαι;
Ρώτησε ξαφνικά και τον κοίταξα παραξενεμένη.
- Λοιπόν... Έχασα μια χρονιά λόγω του νοσοκομείου. Έτσι, τώρα θα παω Β λυκείου και τον Φεβρουάριο θα γίνω 18.
Απάντησα και εκείνος χαμογέλασε άχνα.
- Γιατί ρωτάς;
- Μετακομίζω Αθήνα.
Απάντησε σύντομα.
Τον κοίταξα σοκαρισμένη και χαμογέλασα πλατιά.
- Αλήθεια; Μα αυτό είναι υπέροχο.
Σχεδόν τσίριξα και τον αγκάλιασα σφιχτά.
- Σκεφτόμουν λοιπόν, αφού γίνεις 18 να έρθεις να μείνεις μαζι μου.
Αν γίνω 18... Σκέφτηκα αλλά τον κοίταξα και έγνεψα θετικά.
Δεν ήθελα να του χαλάσω το όνειρο όμως τίποτα δεν θα με σταματούσε.
Σ'αγαπαω Χρήστο. Αλήθεια.
I'm so afraid of what you have to say cause I'm quiet now and silence gives you space.
~fake you out~
~Twenty one pilots~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top