⚫️Κεφαλαιο 52
- Τι θα ήθελες να δεις όταν βγάλεις τους επιδέσμους;
Ρώτησα ξαφνικά όσο βλέπαμε τηλεόραση.
- Τι ερώτηση ειναι αυτη; Εσένα φυσικα.
Γέλασε δίνοντας μου ενα φιλί στο μέτωπο.
Ήμουν στην αγκαλιά του, απολαμβάνοντας την ζεστασιά του κορμιού του, βλέποντας τηλεόραση στην σιωπή.
Ακόμα και που δεν κάναμε, στην ουσία, τίποτα... Ολα ηταν υπέροχα στα μάτια μου.
Δεν χρειαζόμουν τιποτα και κανεναν αλλο.
- Πως πήγε με τις εξετάσεις;
Ρώτησε μετα απο λιγο και εγω γύρισα να τον κοιτάξω.
- Καλα. Αν σκεφτείς οτι ολο, σχεδον, τον χρόνο δεν άνοιξα βιβλιο... Ειναι θαύμα που πέρασα.
Παρατήρησα και εκείνος χαμογέλασε.
- Το σχολείο μπορεί να φαίνεται ανούσιο αλλα με αυτο θα κερδίσεις το μέλλον σου. Και πλέον... Θέλεις να το κερδίσεις, ετσι;
Ρώτησε και εγω χαμογέλασα.
- Ναι το θελω και αυτο σημαίνει οτι με περιμένει μια πολυ δύσκολη χρονιά.
Εξήγησα και εκείνος έγνεψε.
- Ολα καλα θα πανε.
Χαμογέλασε και με φίλησε.
Η πόρτα άνοιξε και ειδα τους γονείς του να περνάνε μεσα μαζι με τις δίδυμες.
- ΛΥΔΙΑ!
Φώναξε η Σοφία και έπεσε πάνω μου.
Με αγκάλιασε σφιχτά οπως και η Αφροδίτη και κάθισαν διπλα μου.
- Θες να ζωγραφίσουμε;
- Οχι. Να χορέψουμε.
- Εγω λεω να μας φτιάξεις τα μαλλιά.
- Εγω λεω να την αφήσετε ήσυχη.
Γέλασε ο Αντρεας και με έφερε κοντά του χαμογελώντας.
Τον κοίταξα και τον φίλησα.
- Ιού...
Έκανε μια έκφραση αηδίας η Σοφια.
- Να σας βοηθήσω.
Είπα και σηκώθηκα τρέχοντας προς την κυρία Κατερινα.
- Δεν χρειάζεται κορίτσι μου. Ευχαριστούμε ομως.
Χαμογέλασε καθως σήκωσα δυο απο τις σακούλες που ειχε στο πάτωμα.
- Θα μείνεις για φαγητό. Ετσι;
Ρώτησε ο πατέρας του αντρεα και εγω τον κοίταξα.
Συνεχεια στα πόδια τους ειμαι.
- Δεν θελω να γίνομαι βάρος...
Σχολίασα και εκείνος γέλασε.
- Καθολου βάρος. Σε θεωρούμε οικογένεια πλέον.
Χαμογέλασε η κυρία Κατερίνα χαϊδεύοντας τον ώμο μου.
Πως γίνεται να υπάρχουν τόσο καλοί άνθρωποι;
- Ενταξει λοιπον.
Τους χαμογέλασα και πηγα μεσα τις σακούλες.
Κάθισα μαζι με τον αντρεα και τις δίδυμες που με κοίταγαν καλα καλα.
- Δηλαδή τωρα εσυ δεν θέλεις να πεθάνεις;
Ρώτησε η Αφροδίτη απο το πουθενά.
Ουαου. Οκ... Περίεργη ερώτηση. Σκέφτηκα αλλα χαμογέλασα.
- Οχι. Χάρη στον αδελφό σας, οχι.
Σχολίασα και εκείνος με φίλησε στο μέτωπο.
- Καλα κανεις. Εμενα πάντως τα ταξίδια με ζαλίζουν.
Παρατήρησε η Σοφία αλλάζοντας το καναλι στην τηλεόραση.
- Ναι σωστα. Γιατι ο θανατος ειναι ενα ταξίδι... Στην Αφρική.
Σχολίασε ο Αντρεας χαμογελώντας μου με νόημα.
- Ταξίδι. Ναι φυσικά.
Συμφώνησα και ξανα σηκώθηκα όρθια.
- Παω να βοηθήσω την μαμά σας.
Ανακοίνωσα και έφυγα με ενα μικρό χαμόγελο.
Οι ερωτήσεις των κοριτσιών ηταν πάντα τόσο ξαφνικές και ξεκάθαρες. Σίγουρα μπορούσαν να σε φέρουν σε δύσκολη θέση.
- Πως μπορω να βοηθήσω;
Ρώτησα μόλις μπήκα στην κουζίνα και εκείνη χαμογέλασε.
- Πήγαινε μέσα και πες στις δίδυμες να έρθουν εδω. Εσυ κανε παρέα στον Αντρεα.
- Εχω παρατηρήσει οτι σε θέλει συνεχεια κοντα του.
Γέλασε ο κύριος Νεκταριος.
- Σίγουρα;
Ρώτησα κοιτάζοντας τους.
- Μην ανησυχείς για τιποτα.
Χαμογέλασε εκείνη και εγω έγνεψα χαμογελώντας.
Βγηκα απο την κουζίνα και πλησίασα τις δίδυμες.
- Κοριτσια σας θέλει η μαμά σας.
Τους είπα και εκείνες με κοίταξαν.
Η μια αναστέναξε, η άλλη δυσανασχέτησε αλλα τελικά και οι δυο σηκώθηκαν και έφυγαν.
- Ποιος μπορει να φέρει αντίρρηση στην μαμα, ε;
Γέλασα και χώθηκα στην αγκαλια του Αντρεα.
- Ανυπομονώ να βγάλω αυτούς τους επιδέσμους. Θελω να σε δω. Ολόκληρη.
Χαμογέλασε πονηρά και με φίλησε.
- Μην βιάζεσαι. Εξάλλου δεν αργεί να γινει.
Χαμογέλασα πλατιά.
Ξεκίνησα να φιλάω τον λαιμό του και τον ειδα να ανατριχιάζει ολόκληρος.
- Ειναι οι γονεις μου στο διπλα δωματιο.
Ψιθύρισε και εγω χαμογέλασα.
- Μα δεν κανω κατι κακό.
Εξήγησα και τα χείλη μου συνέχισαν να φιλάνε τον λαιμό του όσο το χερι μου κατέβηκε χαμηλά στο σωμα του.
- Λυδια... Πρόσεχε τις συνέπειες των πράξεων σου.
Ειπε και εγω χαμογέλασα πλατιά.
- Απλα σου έδειχνα τι θα ακολουθήσει μετα.
Εξήγησα και απομάκρυνα τον εαυτό μου.
Του χαμογέλασα παιχνιδιάρικα και ξεκίνησα να βλεπω τηλεόραση.
Τον ένιωθα πιο δίπλα να κουνιέται καθε τρεις και λιγο. Τον κοίταξα. Ηταν αναψοκοκκινισμενος και χαμογελούσε σαν χαζο.
Η Σοφία όρμησε μεσα και φώναξε.
- ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΟ.
Ανακοίνωσε πόδια κολλημένα μεταξυ τους και χερια κοντα στο σωμα της.
- Δεν ζούμε σε παλάτι Σοφία... Μπορούμε να σε ακούσουμε.
Γέλασε ο Αντρεας και σηκώθηκε πάνω οπως και εγω.
- Ναι αλλα ετσι εχει πλάκα.
Εξήγησε και έτρεξε στην κουζίνα.
Την ακολουθήσαμε και εμείς βρίσκοντας τις θέσεις μας στο τραπέζι.
- Μυρίζει υπέροχα η μακαρονάδα σας. Εχω καιρό να φάω σπιτικό φαΐ.
Παρατήρησα και κάθισα διπλα στον αντρεα.
- Πως και ετσι;
Ρώτησε η μητερα του σερβίροντας με.
- Ε... Ο Χρηστος δεν ξερει να μαγειρεύει, εγω δεν προλαβαίνω και η Νάντια, η κοπελα του αδελφού μου, δεν μένει μαζι μας συνεχεια.
Εξήγησα και εκεινη έγνεψε.
- Εισαι ευπρόσδεκτη εδω, λοιπον, όποτε θέλεις.
Χαμογέλασε ο κύριος Νεκτάριος και εγω έγνεψα.
- Σας ευχαριστω. Για ολα...
~~~
Τελειώσαμε το φαΐ και οι δίδυμες πήγαν επάνω "για να μιλήσουν οι μεγάλοι".
Εμείς καθίσαμε ολοι μαζι στον καναπέ.
- Είχες κανενα νέο απο τους δικούς σου;
Ρώτησε η Κυρια Κατερίνα και εγω κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
- Οχι. Ξερω μονο οτι ο πατέρας μου κέρδισε το δικαστήριο και η Πολυξένη έμεινε με κατι σπίτια που της είχαν αφήσει οι γονείς της.
Εξήγησα και η μητερα του έγνεψε.
- Και; Πως νιώθεις για αυτο;
Ρώτησε και ο Αντρεας χαμογέλασε.
- Μαμα... Η Λυδια δεν ειναι εδω για ψυχανάλυση.
- Δίκιο εχει το παιδί. Αν η Λυδια θελήσει κατι... Ξερει που να σε βρει. Ετσι;
Ειπε ο κύριος Νεκταριος και εγω έγνεψα.
- Φυσικα.
Απάντησα κοιτάζοντας τους στα μάτια.
- Παμε πάνω;
Ρώτησε ο Αντρεας και σηκώθηκε όρθιος.
- Ναι...
Χαμογέλασα και αγκάλιασα τους γονεις του.
Ξαφνιάστηκαν αλλα με αγκάλιασαν και αυτοί.
- Σας ευχαριστω.
Ψιθύρισα και έφυγα με τον αντρεα για το δωματιο του.
- Ειμαι τόσο τυχερή που σε συνάντησα.
- Ναι εισαι.
Γέλασε μπαίνοντας στο δωματιο του.
Τον ακολούθησα και έκλεισα την πόρτα πισω μου.
- Και εσυ εισαι.
Χαμογέλασα ρίχνοντας τον στο κρεβάτι.
ΠΟΛΥ τυχερός...
I will fly with no hope, no fear
And the ground taunts my wings
~Isle of flightless birds~
~Twenty one pilots~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top