⚫️Κεφαλαιο 5

- Ωω ελάτε παιδιά... Με αφήνετε;

- Ναι σε αφήνουμε. Και πήγαινε στο δωμάτιο σου πρίν σε δει ο πατέρας σου.

- Και πρίν δεί και εμάς.
Ψιθύρισα.

- Καλά. Αλλά να το θυμάστε... Εγώ κάποια μέρα θα φύγω από εδώ μέσα. Φώναξε κάνοντας κάποιες αδέξιες κινήσεις.

- Εντάξει, εντάξει. Μην φωνάζεις όμως.
Βιάστηκα να πω σπρώχνοντας τον πάνω στα σκαλιά.

- Δημήτρη... Σταμάτα να με χουφτώνεις, σε παρακαλώ πολύ.
Είπε σοβαρά ο Πέτρος αλλά σύντομα ξέσπασε σε γέλια.

- Συγνώμη φιλαράκι. Ξέρεις οτι κατά βάθος μου αρέσει.
Γέλασε στέλνοντας ενα φιλάκι πρός τον Δημήτρη που δυσανασχέτησε ξεφυσώντας.

- Μήπως ήπιατε και τίποτα;
Ρώτησα με το ένα φρύδι σηκωμένο.

- Κάτι μπίρες μόνο.
Ψιθύρισε εκείνος κάτω απο την ανάσα του.

- Μόνο... Κατάλαβα.

- Νομίζω οτι τώρα μπορούμε να φύγουμε.

- Ναί Ναί... Εγώ θα μπώ μέσα και θα τρέξω στο δωμάτιο μου. Ε; Καλά τα λεω;

- Ναι Πέτρο. Καλά τα λές.

- Θα τα πούμε αύριο.
Χαιρέτησε ο Δημήτρης και εγώ απλά χαμογέλασα αχνά.

Φύγαμε λοιπόν απο το σπίτι του Πέτρου με γρήγορα βήματα μέχρι που φτάσαμε στο δικό μου.

- Καλημέρα παιδιά.
Χαιρέτησε ο φύλακας της έπαυλης.

- Καλημέρα. Οι γονείς μου έφυγαν;
Ρώτησα χαμογελώντας.

- Φυσικά. Εδώ και ώρα.

- Τέλεια. Μην τους πείς οτι μας είδες.
Είπα πονηρά.

- Θα είναι το μυστικό μας.
Ψιθύρισε ο φύλακας.

Έπιασα το χέρι του Δημήτρη και μαζί τρέξαμε προς την έπαυλη.

Άνοιξα με τα κλειδιά μου και χαθήκαμε στο εσωτερικό του σπιτιού.

- Περίμενε εδώ.
Είπα στον Δημήτρη, αφήνοντας τον στο σαλόνι.

Έτρεξα στο δωμάτιο μου και πήρα κάποια λεφτά μαζί μου. Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη, έβαλα λίγο άρωμα και έπιασα τα μαλλιά μου μια ψηλή αλογοουρά. Χαμογέλασα και έγνεψα.

Έφυγα απο το δωμάτιο και με όρεξη κατέβηκα τις σκάλες.

- Πάμε;
Φώναξα στον Δημήτρη και εκείνος χαμογέλασε μόλις με είδε.

Στηριζόταν στον καναπέ και έστελνε κάτι μηνύματα στο κινητό.

- Φυσικά.
Απάντησε και στερέωσε τον εαυτό του, ξανά, στα πόδια του.

Βγήκαμε απο το σπίτι βιαστικά και κλείδωσα την εξώπορτα.

- Που ειναι η μητέρα σου;
Ρώτησα όσο περπατούσαμε πρός τον δρόμο.

- Στον κόσμο της όπως πάντα.
Απάντησε ο Δημήτρης αδιάφορα.

- Εννοώ αυτή την ώρα. Δεν μπορώ να διακινδυνεύω να με δει να αγοράζω κοκαΐνη.
Εξήγησα.

- Στην δουλεια φυσικά. Εξάλλου μην φοβάσαι, η μισή Αθήνα αγόραζε από τον πατέρα μου.
Απάντησε χαλαρά.

Ένιωθα την ματιά του επάνω στο πρόσωπο μου για λιγο ώσπου χαμογέλασε.

- Τι;
Ρώτησα παραξενεμενη.

- Τιποτα. Απλά... Εισαι τόσο όμορφη οταν γελας.
Απάντησε κοκκινίζοντας.

- Ωω Δημήτρη... Σε εχω χαλάσει. Που ειναι το "κακό" αγόρι που ήξερα; Που με απατούσε καθε δεύτερη μερα και απολάμβανε να καπνίζει χόρτο μαζι μου επι ώρες;
Ρώτησα χαμογελώντας ειρωνικά.

- Εχεις ποτε σκεφτεί οτι μπορεί να κανεις κακό στον εαυτό σου;
Με ρώτησε ξαφνικά.

Τι ειρωνεία Θεέ μου... Σκέφτηκα χαμογελώντας.

- Δεν είμαι μαζί σου για να σκέφτομαι. Είμαι μαζί σου για να κάνω όλα τα άλλα εκτός από το να σκέφτομαι. Νόμιζα οτι το ήξερες αυτό.
Απάντησα αποφεύγοντας το βλέμμα του επιδεικτικά.

Πριν το καταλάβω, ήμασταν σπίτι του και εκείνος άνοιγε με τα κλειδιά την πόρτα.

- Περάστε.
Μου χαμογέλασε κάνοντας στην άκρη.

Βάδισα προς το εσωτερικό του σπιτιού και στάθηκα στην μέση του σαλονιού.

Πάντα μου άρεσε το σπίτι του. Ήταν ιδιαίτερο. Πεντακάθαρο και στην εντέλεια.

Απο χρώματα, κυριαρχούσε το λευκό και το γαλάζιο και τριγύρω μπορούσες να διακρίνεις ελάχιστα έπιπλα.

- Πάμε πάνω;
Ρώτησε τρομάζοντας με.

Δεν είχα συνειδητοποιήσει οτι ήταν από πίσω μου. Ένιωσα τα χείλη του να αφήνουν μικρά, γλυκά φιλιά στον λαιμό μου.

- Πάμε.
Απάντησα προσπαθώντας να ηρεμήσω την καρδιά μου.

Ανεβήκαμε τις σκάλες μέχρι το δωμάτιο του και το χέρι του δεν άφησε το δικό μου.

Ήξερα οτι ο Δημήτρης με αγαπούσε. Απο την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε. Απο την άλλη μεριά, εγώ όχι. Ειχε καταλάβει οτι δεν ήμουν καλα ψυχολογικά και είχαμε συμφωνήσει η σχέση μας να μην ειναι αποκλειστική. Φοβόμουν να αποκτήσω συναισθήματα. Φυσικά, εκείνος, δεν ήξερε οτι ήθελα να αυτοκτονήσω. Δεν μπορούσα να του το πω. Ποιος ξέρει τι μαλακία θα έκανε;

Εξάλλου κανείς δεν νοιαζόταν...

Μόλις έκλεισε την πόρτα του δωματίου του, με πλησίασε σταθερά και πονηρά.

Η πλάτη μου ακούμπησε τον τοίχο και τα μάτια του σκάναραν όλο το πρόσωπο μου απο μικρή απόσταση.

Κατι εντελώς αμήχανο για εμένα.

Έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να μην κοκκινίσω και ξαφνικά ένιωσα τα χείλη του να ακουμπάνε τα δικά μου.

Σύντομα ενέδωσα στα φιλιά του και τον άφησα να καθαρίσει τις σκέψεις μου.

Το μόνο που ένιωθα ηταν γαλήνη. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο στο μυαλό μου εκτός απο αυτόν.

Το σώμα του ακουμπούσε στο δικό μου και το ένα του χέρι κρατούσε το δεξί μου πόδι γύρω απο την μέση του. Τα φιλιά του μετατοπίστηκαν λίγο πιο κάτω. Στον λαιμό μου. Και εγώ ασυναίσθητα έγειρα το κεφάλι μου για να του παραχωρήσω περισσότερο γυμνό δέρμα.

- Σ'αγαπώ.
Ψιθύρισε αλλά εγώ δεν απάντησα.

Τον έσπρωξα ελαφρά μακριά μου και ξεκόλλησα την πλάτη μου απο τον τοίχο.

Συνέχισα να τον σπρώχνω μέχρι που ξάπλωσε στο κρεβάτι και εγω ανέβηκα πάνω του.

Κάθισα στα πόδια του και έβγαλα με αργές κινήσεις το φόρεμα μου.

Πρόσεξα οτι κατάφερε τον σκοπό του και χαμογέλασα κοιτώντας τον στα μάτια.

Δεν κουνήθηκε. Σίγουρα το ήθελε αλλά δεν μπόρεσε.

Έτσι και εγω τον βοήθησα να βγάλει την μπλούζα του και έπειτα το παντελόνι του.

Μετά απο λιγο ήμασταν γυμνοί ο ένας μπροστά στον άλλο. Αυτό όμως που με τρέλανε είναι οτι τα μάτια του ποτέ δεν άφηναν τα δικά μου. Δεν τον ένοιαζε να κοιτάει τα γυμνά στήθη μου ή τους μηρούς μου.

Ήταν λες και χόρταινε κοιτώντας την ψυχή μου και αυτό με άναβε πιο πολύ από όλα.

- Και εγώ...
Ψιθύρισα και δεν με άκουσε.

Αλλα εγω άκουσα τον εαυτό μου και για πρώτη φορά, μετά απο πολύ καιρό, άκουσα και την καρδιά μου.



- Λοιπόν... Πρέπει να φύγω.
Σχολίασα βαριεστημένα χαϊδεύοντας το στήθος του.

Εκείνος αναστέναξε βαθιά και με κοίταξε.

- Κάτσε λίγο ακόμα. Μας παίρνει και για δεύτερο γύρο.
Γέλασε και με φίλησε απαλά.

- Οχι δεν μας παίρνει. Δεν μπορώ να αργήσω.
Απάντησα κοιτώντας το κενό.

Έπρεπε να γυρίσω σπίτι και να δουλέψω λίγο πάνω στην λίστα μου. Ορισμένοι τρόποι ήθελαν να προμηθευτώ κάποια πράγματα και δεν είχα ιδέα απο που.

Για φαντάσου. Πρίν απο λίγη ώρα παραδέχτηκα στον εαυτό μου οτι αγαπώ τον Δημήτρη και ήδη σχεδίαζα πως θα αυτοκτονήσω.

- Εξάλλου πρέπει να ξεκουραστείς. Αύριο πετάς για Αγγλία.
Συνέχισα και εκείνος έγνεψε θετικά.

- Θα μου λείψεις.
Απάντησε σκυθρωπά και του χάρισα ενα πλατύ χαμόγελο.

- Και εμένα.
Είπα και τον φίλησα στο στόμα.

Ανακάθησα στο κρεβάτι και ξεκίνησα να ντύνομαι.

- Ειναι στο κομοδίνο. Πρώτο συρτάρι.
Είπε και εγώ χαμογέλασα χωρις να με βλέπει.

Άνοιξα το κομοδίνο δίπλα μου και πήρα το μικρό σακουλάκι. Έκανα να βγάλω κάποια λεφτα αλλά εκείνος με σταμάτησε.

- Δεν θα με πληρώσεις, Λυδία. Αισθάνομαι ήδη άσχημα για όλο αυτό.
Είπε και τον κοίταξα παραξενεμένη.

- Για ποιο;

- Για το οτι σου παρέχω κοκαΐνη. Το ξέρεις οτι σου κάνει κακό.
Απάντησε ρίχνοντας το βλέμμα του στο πάτωμα.

- Χαλάρωσε. Δεν μου την δίνεις με το ζόρι. Αν θέλω να καταστρέψω τον εαυτό μου τότε εσένα-

- Τι; Δεν μου πέφτει λόγος; Αυτό θα έλεγες; Ακούς τον εαυτό σου;! Σ'αγαπώ ρε ηλίθιο. Φυσικά και δεν θα άφηνα ποτέ κανέναν να σου κάνει κακό. Ούτε κάν τον εαυτό σου.
Με διέκοψε, κοιτώντας με στα μάτια.

Του χαμογέλασα γλυκά και του έδωσα ενα φιλί στο μάγουλο.

- Ευχαριστω για το ενδιαφέρον.
Είπα και σηκώθηκα να φύγω.

Εκείνος με κοίταζε χωρίς να μιλάει.

Τι να πει;

Για άλλη μια φορά τον έδιωχνα όσο πιο μακριά μπορούσα.

I will tell you I love you
But the muffs on your ears will cater your fears.

~Oh Ms Believer~
~Twenty one pilots~

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top