⚫️Κεφαλαιο 48

*3 μήνες μετά*

- Νάντια δεν σου κάνω πλάκα. Ο μουσακάς σου ειναι ολα τα λεφτά.
Σχολίασα με ενθουσιασμό.

Εκεινη καθοταν απέναντι μου, δίπλα στον Χρήστο και χαμογελούσε πλατιά.

- Τι να πω... Η μαγειρική ειναι το χόμπι μου.
Γέλασε και εγω έγνεψα χωρις να μιλαω.

Προτιμούσα να τρώω.

Το κουδούνι χτύπησε και τους κοίταξα.

- Παω εγω.
Σχολίασα δυσανασχετόντας και σκούπισα το στόμα μου με μια χαρτοπετσέτα.

Σηκώθηκα και έφυγα με γρήγορα βήματα για το σαλόνι.

Στάθηκα στην πόρτα και άνοιξα χωρις δεύτερη σκέψη.

- ΜΠΑΜΠΑ;

~~~

- Δεν-Δεν καταλαβαίνω...
Μουρμούρισα κλείνοντας την πόρτα.

- Ήσουν νεκρός.
Παρατήρησα και είδα τον αδελφό μου να τρέχει στο σαλόνι.

- Οχι, δεν ήμουν.
Χαμογέλασε κοιτάζοντας με.

- Μπαμπα...
Χαμογέλασε ο Χρηστος και τον αγκάλιασε.

- Χαιρομαι που σας βλεπω παιδιά.
Είπε και με πλησίασε.

Προσπάθησε να με αγκαλιάσει αλλα εγω απομακρύνθηκα.

- Ωρα για εξηγήσεις, ετσι;
Ρώτησε και εγω έγνεψα ακομα σοκαρισμένη.

Παρακολούθησα, χωρις να μιλαω, τον Χρήστο να συστήνει την Νάντια στον πατέρα μου όσο εγω ακομα επεξεργαζόμουν το γεγονός οτι στέκοταν μπροστα μου.

Ηταν διαφορετικός. Και εμφανισιακά και η συμπεριφορά του. Πάντα νόμιζα οτι ηταν ένας σοβαρός άνθρωπος που ποτε δεν χαμογελούσε και σπάνια ένιωθε κατι.

Τωρα ομως γελούσε και κοίταγε τον Χρήστο με υπερηφάνεια.

Ειχε γένια και τα μαλλιά του ηταν πιο μακριά απο οτι συνήθως.

- Λοιπον;
Ρώτησα μετα απο λιγο.

Όλους μας ενδιέφερε ενα πραγμα. Πως ηταν εδω διπλα μας και μας μίλαγε οταν πριν λίγους μήνες είδαμε ενα βίντεο στο οποίο πέθαινε.

- Δεν με πυροβόλησαν. Με λυπήθηκαν.
Εξήγησε και έκανε μια παύση.

- Στο βίντεο ακούσατε τον κρότο αλλα δεν είδατε ποτέ εμένα νεκρό.
Συνέχισε και για λιγο δεν μίλησε κανεις.

- Τι εννοείς σε λυπήθηκαν;
Ρώτησα σπάζοντας την σιωπή.

- Δεν νοιαζόταν κανένας λεει για εμενα και αφου η γυναίκα μου δεν έδινε τα χρήματα... Με σάπισαν στο ξύλο και με πέταξαν στον δρόμο.
Απάντησε και κάθισε στον καναπέ.

- Με βρήκε ένας άστεγος και με φρόντισε μεχρι που ανάρρωσα και βρήκα το θάρρος να ερθω εδω.
Συνέχισε και μου χαμογέλασε.

- Οφείλω και στους δυο σας μια μεγάλη συγνώμη.
Ειπε κοιτώντας εμενα και τον Χρήστο.

Οταν κοίταξα τριγύρω ειδα οτι η Νάντια δεν ηταν πλέον μαζι μας. Μάλλον ειχε παει πάνω.

- Για ποιο πραγμα;
Ρώτησα και σαν να συνήλθα λιγο απο το σοκ.

- Για ολα αυτα τα χρονια. Τον τροπο που σας φερόμουν.
Απάντησε με λύπη.

- Τωρα σε πιστέψαμε.
Σχολίασα και εκείνος έγνεψε σιωπηλά.

- Ήμουν μόνη σε όλη μου την ζωή. Ορφανή και τώρα ζητάς συγνώμη; Εισαι απαράδεκτος.
Σχολίασα και εκείνος σηκώθηκε όρθιος.

- Εχεις δικιο. Σας αγαπαω ομως. Πάντα σας αγαπούσα και ας μην το έδειχνα.
Εξήγησε και εγω γέλασα.

- Μας αγαπούσες και δεν το έδειχνες. Μαλιστα. Και μπορω να ρωτήσω γιατι;

- Γιατι αγαπούσα και την μητέρα σου. Εκείνη με ήθελε δίπλα της σκληρό, χωρίς αποτυχίες και χωρίς... Αποσπάσεις. Έλεγε οτι αν καταναλώνω χρόνο σε εσάς δεν θα γίνω ποτέ ο άντρας που θέλει να έχει δίπλα της.

- Είμαστε παιδιά σου. Πως μπορούσες να μας θυσιάσεις μονο και μονο για να είσαι ο "λεφτάς" που ηθελε η Πολυξένη;
Μίλησε ο Χρηστος και ο Στέφανος γύρισε να τον κοιτάξει.

- Νόμιζα οτι με αγαπούσε και ήθελα να ήμουν τουλάχιστον αρκετός για αυτη. Ήξερα οτι πάντα κοίταγε το χρήμα και την επιτυχία. Ειχα τυφλωθεί και μετανιώνω για τον τροπο που σας εκανα να νιώσετε.
Εξήγησε και εγω χαμογέλασα ειρωνικά.

- Ελπιζω καποια στιγμή να με συγχωρήσετε.
Συμπλήρωσε και εγω έγνεψα γελώντας.

- Βεβαίως. Θέλεις μήπως να έρθεις μεσα να φάμε σαν μια μεγάλη ευτυχισμένη οικογένεια;
Ειρωνεύτηκα και εκείνος με κοίταξε σαστισμένος.

- Η Λυδια μεσα σε αυτον το χρόνο προσπάθησε να αυτοκτονήσει 9 φορές και η μισή ευθύνη ειναι στις πλάτες σου.
Σχολίασε ο Χρηστος και εκείνος γουρλωσε τα μάτια του.

- Τι;
Σχεδόν φώναξε.

- Που ήσουν όταν κόντεψα να πεθάνω σε εκείνο το νοσοκομείο; Που ήσουν όταν η Πολυξένη με χτυπούσε αλύπητα γιατι "δεν κρατούσα σωστά το πηγούνι"; Λες οτι με αγαπάς. Για εμένα δεν ειναι ετσι αγαπη. Λυπάμαι αν κανω λαθος.
Σχολίασα και εκείνος έγνεψε με κατανόηση.

- Εχετε δίκιο. Υπόσχομαι ομως οτι η μητερα σας θα πληρώσει για αυτα που έκανε.

- Εσυ; Εσυ δεν θα πληρώσεις;
Ρώτησα κοιτάζοντας τον απο πάνω με το κατω και έφυγα τρέχοντας.

Δεν μπορούσα να ακούω άλλο τις μαλακιες του.

Ηταν πατέρας μου και δεν ήξερε κάν ποια ειμαι. Δεν ήξερε τι θελω στην ζωη μου, δεν ήξερε τις φιλίες μου, τα ενδιαφέροντα μου. Δεν ήξερε τα μικρά πραγματα. Αυτα που με έκαναν εμένα.

Κλείστηκα στο δωμάτιο μου για ώρες ώσπου η πόρτα χτύπησε.

- Φύγε Χρήστο.
Σχολίασα αλλά η φωνή που άκουσα δεν ηταν του αδελφού μου.

- Δεν ειμαι ο Χρήστος.
Ειπε και εγω έτρεξα στην πόρτα.

Άνοιξα και αγκάλιασα σφιχτά τον Αντρέα που μου χαμογελούσε στραβά.

- Λυδία; Ολα καλά;
Ρώτησε ανήσυχος.

- Δεν-Δεν ξέρω.
Ψέλλισα καθώς εκείνος με απομάκρυνε.

Περάσαμε μεσα στο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα πισω μας.

- Τι έγινε;
Ρώτησε και καθίσαμε μαζι στο κρεβάτι μου.

- Ο πατέρας μου... Δεν ειναι νεκρός.
Σχολίασα και εκείνος φάνηκε έκπληκτος.

- Τι εννοείς; Πως γίνεται αυτό;
Ρώτησε και εγω κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.

- Τον λυπήθηκαν λεει, τον πλάκωσαν στο ξύλο και τον άφησαν να φύγει.
Εξήγησα κοιτάζοντας τον στα μάτια.

- Μαλιστα... Σε παρακαλώ μην πεις κατι αλλο.
Ειπε και εγω το κοίταξα παραξενεμενη.

- Τελείωσε με τον Στέφανο και την Πολυξένη. Αρκετά σε πλήγωσαν.
Χαμογέλασε και με αγκάλιασε σφιχτά.

Με φίλησε και για αρκετή ωρα στο μυαλό μου ήταν μόνο αυτός.

Αυτός και... Το σεξ.

Όσο περίεργο και αν ακούγεται τον τελευταίο καιρό το σκεφτόμουν συνεχεια.

Με τον Αντρεα είχαμε περάσει τόσα πολλά και το σωμα μου τον αποζητούσε.

Το μυαλό μου έκανε συνεχεια βρώμικες σκέψεις οταν σκεφτόμουν τα χείλη του να με φιλάνε, τα χερια του να με αγγίζουν.

Φοβόμουν να του το πω. Φοβόμουν να κάνω κίνηση και να προχωρήσω μαζι του. Φοβόμουν οτι μπορεί να μην ήθελε, μπορεί να νόμιζε οτι παμε πολυ γρήγορα.

Δεν ήθελα να χαλάσω αυτο που είχαμε.

Το φιλί τελείωσε και το κεφάλι μου χώθηκε στην αγκαλιά του.

- Σ'αγαπαω μικρή.

- Και εγω.

I think about the end just way too much
but it's fun to fantasize.
~Ride~
~Twenty one pilots~

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top