⚫️Κεφαλαιο 42
Ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι όταν το κουδούνι χτύπησε.
Το αγνόησα ξέροντας οτι η Κυρία Μαρία θα απαντήσει και άνοιξα ένα βιβλίο να διαβάσω.
Λεγόταν "Τα δάκρυα του θεού" της Δημουλίδου και ήταν στα σίγουρα το αγαπημένο μου βιβλίο.
Ηταν η τριτη φορα που το διαβαζα και δεν ειχα καμία όρεξη να το αφήσω.
- ΚΥΡΙΑ! ΚΥΡΙΑ ΠΟΛΥΞΕΝΗ.
Ακούστηκε η κυρία Μαρία να φωνάζει.
Εγω τους αγνόησα και ξεκίνησα να διαβάζω.
[- "Έπαψες πια να μου χρωστάς;" Τον ρώτησα.
Ο θάνατος έγνεψε καταφατικά κι'αυτος. Και ειχε δικιο. Με ειχε πια ξοφλήσει. Μπορούσε να κανει οτι ηθελε.]
- ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΜΑΡΙΑ;
Ρώτησε η Πολυξένη αναστενάζοντας.
[Τελικα δεν την άντεξα τόση ευτυχία. Η καρδιά μου με πρόδωσε. Έφυγα εκείνο το βράδυ του Μαρτη, εκει, πάνω στον καναπέ του σαλονιού, διπλα στον Ντομενικο και κοντα σ'ολα τα πρόσωπα που ειχα αγαπήσει.]
- ΕΧΕΤΕ ΕΝΑ ΠΑΚΕΤΟ.
Φώναξε η κυρία Μαρία και άκουσα την μητέρα μου να κατεβαίνει τα σκαλιά.
Πακέτο; Αναρωτήθηκα και κοίταξα την πόρτα.
Ήθελα να μάθω απο ποιόν ήταν. Το μυαλό μου πήγαινε στον γκόμενο της.
[Στην αρχή πίστεψαν οτι με ειχε πάρει ο ύπνος, ετσι οπως ειχα γείρει το κεφάλι μου επάνω στον ωμο του Ντομενικο. Μετα η κόρη μου άρχισε να ουρλιάζει και να φωνάζει για γιατρό. Ο γιατρός ήρθε, ομως ηταν μάταιο... Ειχα φύγει ακολουθώντας απο πισω όλους αυτούς που ήρθαν να με πάρουνε.]
Σιγα μην δε μάθω. Σκέφτηκα και άφησα το βιβλίο δίπλα μου.
Σηκώθηκα όρθια.
Άνοιξα την πόρτα, έκλεισα την πόρτα.
Κατέβηκα με ήσυχα βήματα τις σκάλες προσπαθώντας να μην γίνω αντιληπτή.
Η Πολυξένη καθόταν στον καναπέ και μόλις είχε βάλει ενα DVD στην τηλεόραση.
Πάτησε τα κατάλληλα κουμπιά και μετά απο λίγο ξεκίνησαν να εμφανίζονται φιγούρες.
Εγω καθόμουν στο τέλος της σκάλας με τα πόδια μπροστα στο κεφάλι μου και κοιτούσα την τηλεόραση.
Εμφανίστηκαν τρία άτομα.
Ο Στέφανος που καθοταν σε μια καρέκλα και δίπλα του δυο άλλοι άντρες με μάσκες.
Δεν μίλησε κανένας.
Ο Στέφανος τους κοιτούσε ανήσυχα, τα χέρια του και τα πόδια του ήταν δεμένα.
Ηταν μεσα σε ενα δωματιο χωρις παράθυρα. Οι τοίχοι ηταν μαύροι και μια λάμπα κρεμόταν απο πάνω τους.
Ο Στέφανος κοίταξε την καμερα με ενα βλέμμα που φώναζε βοήθεια.
Ποιος να ακούσει; Κανεις.
- Γιατί Πολυξένη; Δεν σου έδωσα τα πάντα; Δεν εκανα οτι μου ζήτησες;
Ρώτησε κοιτάζοντας την καμερα.
Σιώπησε.
Ξεκίνησαν να τον χτυπάνε.
Μπουνιές στην κοιλιά, στο πρόσωπο, στο στήθος.
Έπεσε κάτω κλαίγοντας.
-ΣΥΓΝΩΜΗ. ΣΥΓΝΩΜΗ.
Φώναζε και δεν έπαιρνε τα μάτια του απο την καμερα.
Ένιωθα σαν να με κοιτάει. Σαν να απευθύνεται σε εμενα.
Συνέχισαν να τον κλωτσάνε με μανία και εκείνος έφτυνε αίμα κάθε τρεις και λιγο.
Ο ένας τον κλώτσησε στο κεφάλι, ο Στέφανος σταμάτησε να φωνάζει, το κεφάλι του έγειρε στο πλάι και ο άντρας χάθηκε απο το πλάνο.
Ξαναπλησιάσε τον πατέρα μου μετα απο λιγο, οταν κρατούσε ενα όπλο.
- Αρνήθηκες να δώσεις τα χρήματα. Τώρα ο άντρας σου θα πληρώσει όπως υποσχεθήκαμε.
Ακούστηκε μια αλλοιωμένη φωνή και ο άντρας σημάδεψε με το όπλο το κεφάλι του πατέρα μου.
Έκλεισα τα μάτια μου και άκουσα τον κρότο του όπλου.
Ηταν σαν να βλεπω ταινια δράσης.
Μονο που το θύμα ηταν ο πατέρας μου.
Τα άνοιξα, η οθόνη ηταν μαύρη και στην μέση έγραφε ένα μήνυμα.
"Ειναι εύκολο να κοστολογήσεις μια ζωη. Πρέπει, ομως, να υπολογίσεις οτι ίσως κανένας να μην νοιάζεται αρκετα για να πληρώσει."
Έγραφε με μεγάλα άσπρα γράμματα.
- Οχι. Δεν πιστεύω οτι πέθανε. ΔΕΝ ΤΟ ΕΔΕΙΞΕ. ΕΙΝΑΙ ΖΩΝΤΑΝΟΣ.
Φώναξε η Πολυξένη και πετάχτηκε πάνω.
Ηταν εξοργισμένη και ταραγμένη. Έτρεμε ολόκληρη.
- Ηρέμησε.
Προσπάθησα να την καλμαρω, μάταια.
Ο Στέφανος ηταν νεκρός και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τιποτα για αυτο.
- ΝΑ ΗΡΕΜΗΣΩ; Δεν καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό; Ολα καταστράφηκαν. Η καμπάνια του, η ζωη μας. Τωρα δεν θα ειμαι η γυναίκα του προθυπουργού αλλά η χήρα ενός πολιτικού.
Φώναξε κοιτάζοντας με, με μίσος.
Ειχε σφίξει τα χέρια της σε μπουνιές και κοιτούσε στο κενό.
- Τα εχεις χάσει; Ο άντρας σου πέθανε και εσυ νοιάζεσαι για την καμπάνια του; ΜΟΝΟ ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΣΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ;
Φώναξα και εκείνη χαμογέλασε κοιτάζοντας με.
- Γιατι απορείς; Αυτο δεν σου εχω δείξει όλα αυτα τα χρονια; Ποσώς με ενδιαφέρει ο πατέρας σου.
Σχολίασε με μια απέχθεια στο βλέμμα της.
- Σε σιχάθηκα πια. Δεν εχεις τσιπα πάνω σου.
Φώναξα κοιτάζοντας την με αηδία.
Ξεφύσηξε και κάθισε στον καναπέ σαν ο θάνατος του Στέφανου να ηταν ενα μικρό προβληματάκι.
- Πήγαινε στο δωμάτιο σου.
Ειπε και πήρε το κινητο στα χέρια της.
Κάλεσε την αστυνομία αλλά εγώ αδυνατούσα να συνεχίσω να ακούω τις μαλακίες της.
Ο Στέφανος ήταν νεκρός και εκείνη δεν έδινε δεκάρα.
Έτρεξα στο δωμάτιο μου και κλείστηκα εκει για ωρες.
Δεν ήθελα να την βλεπω. Ένιωθα οτι ζούσα σε ενα σπιτι με ενα τέρας.
Συμφέροντα, συμφέροντα, συμφέροντα.
Παντού σε οτι έκανε και ειπε ποτε της.
Σε μισώ. Σκεφτόμουν και δεν φοβόμουν να το φωνάξω.
- ΣΕ ΜΙΣΩ.
Ξέσπασα βάζοντας τα κλάμματα.
Δεν ήξερα γιατι έκλαιγα.
Για τον θάνατο του Στέφανου, για το αληθινό πρόσωπο που επιτέλους έδειξε η Πολυξένη ή για τον βασανιστικό πονο που προκαλούσε η απουσία του αντρεα;
Έκλαιγα για ολα αυτα και το βάρος αυτο καθοταν στο στήθος μου και αφαιρούσε όλη την θέληση για ζωη.
Η Πολυξένη...
Οχι, οχι Πολυξένη. Η μητέρα μου. Γιατι αυτο ηταν πάντα και ποτε δεν θέλησε να φερθεί ανάλογα.
Πίστευα απο μικρή οτι αγαπούσαν ο ένας τον αλλο και πέρα απο την παρουσία μου, οταν ηταν μόνοι τους έβρισκαν την γαλήνη ο ένας στον αλλο.
Γίνονταν καλοί άνθρωποι μονο μεταξυ τους.
Δεν ήξερα αν ο Στέφανος την αγάπησε ποτε αλλα εκείνη σίγουρα οχι.
Και ο Στέφανος. Ποτε δεν μου φέρθηκε καλά ένιωθα κοντα του ομως μια ηρεμία, μια ασφάλεια. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Με άφησε στην τύχη μου, χωρίς να νοιάζεται, άπειρες φορές, αλλα εγω για κάποιο λόγο δεν ήμουν θυμωμένη μαζι του.
Οχι τόσο όσο με την Πολυξένη.
Νύχτωσε.
Περιπολικά έχουν παρκάρει απ'εξω.
Τσάμπα ήρθατε.
Τωρα τελείωσε.
Ολα τελείωσαν.
Αποτύχαμε με επιτυχία.
Τι ειρωνία...
Hope you're dead
'Cause how could you sleep at a time like this.
~Message man~
~Twenty one pilots~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top