⚫️Κεφαλαιο 4

_________________________________
Δεύτερη αποτυχημένη απόπειρα:
Σύγκρουση με κινούμενο όχημα
_________________________________

- Που πας;
Ρώτησε η Πολυξένη όταν κατέβηκα τα σκαλιά.

Είχα βαλει ενα σχετικά κοντό, λευκό φόρεμα θέλοντας να κανει αντίθεση το αίμα πάνω του.

- Πάω να αυτοκτονήσω.
Απάντησα χαμογελώντας πλατιά.

Η Πολυξένη γύρισε να με κοιτάξει και μου χαμογέλασε ειρωνικά.

- Να γυρίσεις πριν το φαγητό.
Απάντησε και έριξα ξανά το βλέμμα της στην εφημερίδα που διάβαζε.

- Να είσαι σίγουρη.
Μουρμούρισα και άρπαξα το κινητό και τα κλειδιά μου.

Άνοιξα την πόρτα και βγήκα απο την έπαυλη.

- Καλημέρα κυρία.
Χαιρέτησε ο κηπουρός βγάζοντας το καπέλο του.

- Καλημέρα!
Τον πλησίασα χαμογελώντας.

- Ωραια ημέρα σήμερα.
Σχολίασε κοιτώντας τριγύρω.

- Πράγματι...
Σχολίασα αδιάφορα.

- Μακαρι να υπήρχε και λόγος να ζω και να την χαιρομαι...
Ψιθύρισα αλλα εκείνος με άκουσε.

- Αν δεν έχετε εσείς λόγο, ποιος εχει;
Απάντησε βάζοντας ξανά το καπέλο του.

- Εσύ. Η γυναίκα σου το βράδυ, σε περιμένει στο σπίτι με μια ζεστή αγκαλιά και ενα γλυκό φιλί. Εγώ, από την άλλη, δεν εχω τίποτα και κανέναν να προσμένει την εμφάνιση μου.
Απάντησα σβήνοντας το χαμόγελο απο τα χείλη μου.

- Λέτε χαζομάρες. Αν μου επιτρέπεται, όλοι έχουν λόγο για να ζούν. Και αν δεν έχουν την αγάπη, έχουν την ελπίδα οτι θα βρούν αγάπη.
Απάντησε εκείνος σκαλίζοντας το χώμα ενός φυτού.

- Υποθέτω οτι έχετε δικιο.
Χαμογέλασα στραβά, σκύβοντας δίπλα του.

- Πως, όμως, μπορούν να σας αγαπήσουν, αν δεν αγαπάτε εσείς τον εαυτό σας;
Ρώτησα κόβοντας ενα μικρό τριαντάφυλλο.

- Καλη σας μερα.
Τον αποχαιρέτησα και έφυγα με βιαστικά βήματα.

Δεν ήθελα να τον αφήσω να μου αλλάξει γνώμη.

Άφησα, έτσι, την έπαυλη πίσω μου περπατώντας μέχρι την πιο κοντινή πυκνοκατοικημένη περιοχή με ένα τριαντάφυλλο στο χέρι.

Περπάτησα ανάμεσα σε δρόμους και δρομάκια. Πάνω στο πεζοδρόμιο, πάνω στο γρασίδι, στην άσφαλτο. Πέρασα απο παρκάκια και μαγαζιά με πολυτελή βιτρίνες. Χάζεψα τον κόσμο να με προσπερνά βιαστικός, κάποιοι ακομα νευριαζαν με την χαλαρή, σχετικά, ταχύτητα με την οποία περπατούσα.

Που πηγαίνει μια 17χρονη μόνη της, μήνα Ιούλιο. Αναρωτιώντουσαν.

Αχ και να ξέρατε. Σκεφτόμουν βλέποντας τα, χαρούμενα μεν, κουρασμένα δε, πρόσωπα τους.

Στάθηκα στην άκρη του δρόμου και είδα το πράσινο φανάρι να γίνεται κόκκινο όταν οι πεζοί σταμάτησαν να περνάνε.

Τα αυτοκίνητα ξεκίνησαν αναπτύσσοντας ταχύτητα.

Σκεφτόμουν να το κάνω.

Μπορούσα σχεδόν να δώ τις μητέρες να κλείνουν τα μάτια των παιδιών τους και να τα σφίγγουν στις αγκαλιές τους. Οι οδηγοί θα σταματούσαν τρομαγμένοι τα αυτοκίνητα και οι μαγαζάτορες θα έτρεχαν έξω απο τα μαγαζιά τους.

Θα έκλειναν το στόμα με το χέρι τους και θα κοίταζαν αλλού. Κάποιοι θα έτρεχαν να βοηθήσουν και εκείνος, ο συγκεκριμένος οδηγός, θα έβγαινε απο το αυτοκίνητο του. Ή ισως να συνέχιζε τον δρόμο του, μην θελωντας να αναλάβει την ευθύνη.

Φάνταζε τόσο εύκολο. Ακαριαίος θάνατος. Δεν θα καταλάβαινα τιποτα.

Ετσι έκλεισα τα μάτια μου και πήρα μια βαθιά ανάσα.

Έφερα το πόδι μου μπροστά πατώντας κάτω απο το πεζοδρόμιο.

- Μα δεν βλέπεις τα αυτοκίνητα που περνάνε;
Άκουσα μια φωνή και ενα χέρι με τράβηξε πίσω.

Είδα τα αυτοκίνητα να κόβουν ταχύτητα και κάποια να κορνάρουν. Οι άνθρωποι με κοίταζαν περίεργα και κουνούσαν το κεφάλι τους αγανακτισμένα.

Γύρισα να δω ποιος με τράβηξε και για λιγο έμεινα να τον χαζεύω σοκαρισμένη.

Ήταν αυτός. Ο Αντρέας. Το χέρι του ήταν ακόμα στο στομάχι μου και το πρόσωπο του υπερβολικά κοντά στο δικό μου.

POV Αντρέα

Περπατούσαμε στο πεζοδρόμιο με τον Alex ώσπου τα βήματα του σταμάτησαν και σκέφτηκα οτι έπρεπε να κάνουν το ίδιο και τα δικά μου.

Περιμέναμε να ανάψει το πράσινο φανάρι μιας και τα αυτοκίνητα ηχούσαν πολύ δυνατά στα αυτιά μου.

Έχοντας τον Alex κοντα στο σώμα μου, μπορούσα να νιώσω την καθε του κίνηση και μεγαλώνοντας τον απο μικρό μπορούσα και να μεταφράσω αυτές τις κινήσεις.

Ετσι, όταν σε κάποια στιγμή τον ένιωσα να πετάγεται πρός τα δεξιά χωρίς να χάνει πάντα επαφή με το σώμα μου, κατάλαβα πώς κάτι δεν πάει καλά.

Χωρίς να το σκεφτώ άπλωσα το χέρι μου και τράβηξα την κοπέλα πρός το μέρος μου.

Υπέθεσα οτι ήταν κοπέλα απο την λεπτή μέση της και το απαλό ύφασμα.

-Μα δεν βλέπεις τα αυτοκίνητα που περνάνε;
Ρώτησα απότομα.

Εκείνη δεν μίλησε για λίγη ώρα. Ίσως με κοιτούσε προσπαθώντας να καταλάβει τι γίνεται ή... Δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να κάνει όλη αυτή την ώρα.

Είχα αρχίσει να βαριέμαι

- Τι κάνεις εσύ εδώ;
Ρώτησε μια φωνή κάπως γνώριμη.

Έμοιαζε παραξενεμένη.

- Λυδία... Εσύ είσαι έτσι;
Ρώτησα και απομακρύνθηκα λίγο.

- Ναι, εγώ είμαι.
Απάντησε εκείνη απότομα.

- Ουαου. Η δεύτερη απόπειρα που διακόπτω ε;
Ρώτησα χαμογελώντας πλατιά.

Ηταν σιωπηλή. Δεν ήξερα κάν αν ήταν ακόμα εκεί.

- Συμφωνείς; Ξέρεις αν δεν μου το πεις δεν μπορώ να καταλάβω.
Γέλασα με ηρεμία.

- Ναι, ναι. Ηταν η δεύτερη απόπειρα και επίσης η δεύτερη που διακόπτεις.

- Ακούγεσαι αποφασισμένη.

- Τι θες να σου πω; Ναι, ήμουν έτοιμη.
Απάντησε με νεύρο, Ακουγόταν απογοητευμένη.

- Συγνώμη. Ίσως δεν είναι ο καλύτερος τρόπος τελικά. Σκέφτηκες τις συνέπειες;
Ρώτησα χαϊδεύοντας στα τυφλά το κεφάλι του Alex.

- Ποιες συνέπειες;
Ψιθύρισε, χαϊδεύοντας και εκείνη τον σκύλο μου, ακουμπώντας κάθε τόσο το χέρι μου.

- Ο οδηγός αυτός μπορεί να ειχε οικογένεια! Δεν θα ήταν ωραίο να χάσει τις καλύτερες στιγμές των παιδιών του κλεισμένος στην φυλακή για κάτι που δεν-

- Ναι, ναι το κατάλαβα.
Απάντησε απότομα, διακόπτοντας με.

Το μισούσα όταν με διέκοπταν.

- Νευράκια;
Ρώτησα χαμογελώντας ειρωνικά.

- Εισαι μεγάλος μαλάκας ε;

- Έτσι μου έχουν πει. Θέλεις να το σιγουρεψεις;
Ρώτησα με ενα μεγάλο στραβό χαμόγελο.

- Τι προτείνεις;
Ρώτησε γρήγορα, γρήγορα.

- Θα μπορούσαμε να πάρουμε κανένα καφέ, ισως;
Απάντησα αμήχανα.

Ήθελα να την γνωρίσω. Εγω πάλευα για χρόνια να κρατηθώ στην ζωή και εκείνη ήθελε να χαραμίσει την δική της. Ήθελα να μάθω γιατί.

- Μπα. Ευχαριστώ για την πρόταση.
Απάντησε με έναν τόνο αμηχανίας.

- Εισαι σίγουρη; Θα ρισκάρεις να μην μάθεις ποτέ γιατί είμαι τυφλός.

- Μπορεί να μην θέλω.

- Θέλεις. Όλοι θέλετε.
Απάντησα, σοβαρεύοντας απότομα.

Ειμαι τυφλός και με έχουν ρωτήσει χιλιάδες φορές γιατί. Καταντάει σπαστικό αλλα δεν πρόκειται να σταματήσει, έτσι και εγώ έχω μάθει να το δέχομαι.

- Εχω το προαίσθημα οτι θα σε ξανά δω οπότε...
Ψιθύρισε στο αυτί μου και σχεδόν την ενοιωθα να χαμογελά.

- Δεν πιστεύεις πλέον οτι είμαι μαλάκας;

- Ποιος ειπε οτι θα σταματήσω ποτέ; Τέλος πάντων, πρέπει να φύγω.

- Τα λέμε φρικιό.
Χαμογέλασα αλλά δεν πηρα απάντηση.

Υπέθεσα οτι έφυγε και συνέχισα να κοιτάζω το απέραντο σκοτάδι μπροστά μου.

POV Λυδιας

Τον είδα να κοιτάει προς την μεριά μου ακόμα και αν δεν με έβλεπε στην πραγματικότητα.

Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά και χαμογέλασα.

Περπατούσα παλι προς την έπαυλη ώσπου κοντοστάθηκα και σκέφτηκα να αλλάξω κατεύθυνση. Το πάρκο της γειτονιάς ηταν ο ιδανικός προορισμός, ξέροντας ποιος θα με περίμενε εκεί.

Πέρασα μπροστά απο τα σπίτια κανα-δυό επωνύμων Ελλήνων ηθοποιών και ανέβηκα αρκετές ανηφόρες μέχρι να φτάσω.

- ΝΑ ΤΗΗΗ...
Ακούστηκε η φωνή του Πέτρου απο ενα παγκάκι.

- Ωω Δημήτρη, άσε το χόρτο και έλα να καλωσορίσεις την κοπέλα σου.
Συνέχισε γελώντας δυνατα.

- Λυδια; Νόμιζα οτι είχες φύγει ταξίδι.
Σχολίασε ο Δημήτρης χαμογελώντας πλατιά.

- Δεν έφυγα ποτέ, τελικά.
Απάντησα δίνοντας του ένα αχόρταγο φιλί.

- Το αγόρι σου ειναι ο απόλυτος τζέντλεμαν. Δεν γαμησε ούτε ενα κωλαράκι όσο νόμιζε οτι ελειπες.
Γέλασε ο Πετρος πειράζοντας τον Δημήτρη.

- Με εκπλήσσεις. Ξέρεις οτι δεν έχουμε αποκλειστικότητα, έτσι;
Γέλασα καπνίζοντας λίγο από το τσιγάρο του Δημήτρη.

Εξέπνευσα αργά, νιώθοντας τους μύες μου να χαλαρώνουν και άφησα ένα χαμόγελο να σκαρφαλώσει στα χείλη μου.

- Το ξέρω. Ήρθε και το καινούργιο πακέτο...

- Που είναι;

- Σπίτι μου φυσικά.

- Θα περάσω μια βόλτα κάποια στιγμή. Απάντησα κλείνοντας του το μάτι.

- Θα σε περιμένω.
Χαμογέλασε εκείνος πλατιά.

- Ωω μα δεν είμαστε μια μεγάλη χαρούμενη παρέα;
Γέλασε ο Πέτρος σφίγγοντας μας στην αγκαλιά του.

- Εχει μαστουρωσει αρκετα, δεν νομίζεις;

- Χαλάρωσε... Κανεις δεν πέθανε απο το χόρτο.
Γέλασε ο Δημήτρης φιλώντας με.

- Εσύ τι κάνεις;
Ρώτησε χωρίς να με αφήσει απο την αγκαλιά του.

- Έκανα μια βόλτα. Βαριόμουν στο σπίτι.
Είπα ψέματα.

- Αυτό το χαριτωμένο φορεματάκι σου με ανάβει.
Μου ψιθύρισε στο αυτί, χαμογελώντας.

- Βγαίνει και πολυ εύκολα, ξέρεις.
Απάντησα προκλητικά.

- Ίσως αυτή την βόλτα από το σπίτι μου, να την έκανες σύντομα.
Σχολίασε κλείνοντας μου το μάτι.

- Να έρθω και εγώ;
Ρώτησε ο Πετρος χαμογελώντας σαν χαζό.

- Οχι. Εσύ θα πας σπίτι σου και θα πέσεις για ύπνο.

- Στις 2 το μεσημέρι;

- Θα φας ξύλο αν σε δει ο πατέρας σου έτσι.

- Πφφ. Εφοπλιστές...
Γέλασε ξεφυσώντας.

Σηκώθηκα απο το παγκάκι που καθόμασταν.

- Εγω λέω να αφήσουμε τον Πέτρο σπίτι του, μετά να περάσουμε από το δικό μου να πάρω κάποια πράγματα και μετά να πάμε στο δικό σου.
Είπα απευθυνόμενη στον Δημήτρη.

- Πολύ καλή ιδέα. Μόνο, σε παρακαλώ, μην βγάλεις αυτό το φόρεμα.

- Μπα... Αυτό το αφήνω σε εσένα.
Είπα χαμογελώντας πονηρά.

Έτσι, σηκώθηκαν και αυτοί και ξεκινήσαμε, όλοι μαζί, να περπατάμε σε έναν δρόμο που ίσως να μην έβγαζε πουθενά...

You the judge, oh no. Set me free.
I know my soul's freezing, hell's hot for good reason.

~The judge~
~Twenty one pilots~

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top