⚫️Κεφαλαιο 38
*Πιο πριν εκεινη την ημερα*
- Λυδια... Η Νάντια ειναι η κοπελα μου.
Χαμογέλασε ο Χρηστος πλατιά κρατώντας της το χερι.
- Εχω ακούσει τόσα για εσένα και απο το λιγο που σε ξερω χαιρομαι που θα εισαι μαζι μας για σημερα.
Χαμογέλασε εκείνη κοιτάζοντας με στα μάτια.
Διέκρινα μια λύπηση. Ήξερε τα πάντα για την ζωη μου σύμφωνα με τον Χρήστο και ειχε αρχίσει να με λυπάται.
Πίστευα οτι θα περνούσα την πρωτοχρονιά με κάποιον που μπορούσα να λεω οικογένεια και μονο με αυτον.
Έκανα λάθος.
- Ισχύει ακόμα η πρόσκληση για το πάρτι σου;
Ρώτησα την Ηλέκτρα στο τηλέφωνο.
- Εννοείται. Ομως δεν θα περνούσες το βραδυ στον αδελφό σου;
- Ναι... Θυμάσαι την Νάντια; Λοιπον ειναι η καινούργια του κοπελα και σκέφτηκε να περάσουμε την πρωτοχρονιά ολοι μαζι. Σαν οικογένεια. Ένιωθα σαν να ήταν έτοιμοι να με υιοθετήσουν.
Εξήγησα.
- Καταλαβα. Ετοιμάσου και έλα. Πες και στο Αντρεα να ερθει.
Σχολίασε και εγω χαμογέλασα αμήχανα.
- Ναι... Δεν το νομίζω. Θα τα πουμε απο κοντα.
Υποσχέθηκα και έκλεισα το τηλέφωνο.
Ήμουν ηδη ντυμένη και έτοιμη αφου μόλις ειχα γυρίσει απο τον Χρήστο.
Φόραγα ένα μαύρο φόρεμα και ειχα ισιώσει τα μαλλιά μου.
Το σπίτι ήταν άδειο.
Η Πολυξένη έλειπε όπως συνήθως και ο Στέφανος ηταν ακόμα άφαντος.
Πρωτοχρονιά και η κυρία Μαρία θα ηταν σπίτι της με την οικογένεια της.
Απο την άλλη, ο φύλακας που θα έπαιρνε και αυτός άδεια, δεν τα κατάφερε αφού η κακιασμένη Πολυξένη τον έβαλε να φυλάει την άδεια έπαυλη και ας ηταν το περιπολικό εκει 24/7.
Ετσι και εγω αφου ευχήθηκα καλη χρονιά στο φύλακα, έφυγα για το σπιτι της Ηλεκτρας.
Θα μεθούσα και μάταια θα προσπαθούσα να ξεχάσω.
Τον Αντρεα, την λίστα, την Πολυξένη. Τα πάντα.
Για ενα βράδυ θα ξεχνούσα την Λυδία και τα προβλήματα της.
Το σπιτι της ηταν γεμάτο κόσμο.
Στην αυλή αλλα και μεσα.
Ποτά, τσιγάρα και πολύ, ΠΟΛΥ δυνατή μουσική.
- Ηρθεες!
Φώναξε η Ηλεκτρα τρέχοντας σε εμενα.
- Καλή χρονιά.
Χαμογέλασα και φιληθήκαμε σταυρωτά.
- Καλή χρονιά.
Χαμογέλασε και ο Πετρος.
- Επίσης.
Ευχήθηκα φιλώντας και αυτον.
- Εγω σας αφήνω να τα πείτε. Θα ειμαι με τον Δημήτρη.
Εξήγησε εκείνος και έφυγε ψαχνοντας τριγύρω.
- Λοιπον λέγε. Τι έγινε με τον Αντρεα;
Ρώτησε εκείνη χωρίς να χάνει καιρό.
- Μαλώσαμε. Του είπα οτι δεν θελω να τον ξαναδώ. Δεν θελω να μιλήσω για αυτο.
Σχολίασα και εκεινη έγνεψε.
- Ξερεις τι; Αυτο σηκώνει ποτό και ενα σου λεω. Σήμερα θα μεθυσεις.
Ειπε και με αγκάλιασε απο τους ώμους.
- Μπορω να ρωτήσω και γιατι;
Είπα κοιτώντας την χαμογελώντας.
Ειχε κανει κεφάλι και ηταν μεσ'την εφημερία.
- Γιατι ειναι πρωτοχρονιά; Πίστευες οτι θα είσαι νεκρή το καλοκαίρι και τωρα εισαι εδω. Υποδέχεσαι μια ακόμα χρονιά γεμάτη... Σκατά.
Χαμογέλασε πλατιά και με οδήγησε στο τραπέζι με τα ποτά.
- Τι θα πάρετε;
Ρώτησε εξηγώντας μου τις επιλογές.
- Ουίσκι με πάγο παρακαλώ.
Απάντησα και εκεινη γέλασε.
- Χαχα καλο. Ουίσκι χωρίς πάγο λοιπον.
Ειπε και μου έδωσε ενα ποτήρι.
Λες και με πάγο θα με πειράξει λιγότερο.
- ΛΑΤΡΕΥΩ τα πάρτι σου.
Σχολίασα γελώντας.
- Μμ... Το ξερω.
Χαμογέλασε κοιτάζοντας τριγύρω.
Έβλεπα πολλά γνωστά πρόσωπα.
Άλλοι φιλιοντουσαν, άλλοι χόρευαν ή έπιναν.
Τα πάρτι της είχαν πάντα επιτυχία.
Το ζήλευα αυτο γιατι ολοι την συμπαθούσαν.
- Θα κοιμηθείς εδω έτσι;
- Δεν νομίζω να μπορέσω να φύγω.
Κοιταξα τα ποτά απο πισω.
- Ετσι σε θελω.
Γέλασε και μου έδωσε το ποτό της.
- ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΠΑΙΞΕΙ ΜΠΟΥΚΑΛΑ;
Φώναξε και γύρω στα 10 ατομα σήκωσαν το χερι τους.
- Τελεια.
Χαμογέλασε και με τράβηξε να καθίσω κατω.
- Νέοι κανόνες.
Ανακοίνωσε στα παιδιά που μας ακολούθησαν.
- Οταν ειναι η σειρά του καθενός θα πίνει ενα ποτήρι ουίσκι και μετα θα γυρνάει το μπουκάλι. Οποίος αντέξει περισσότερο κερδίζει.
Ειπε και εγω την κοίταξα καλα καλα.
- Θελεις να μας πεθάνεις;
- Ωω έλα τωρα Λυδια. Ολοι το ξέρουμε οτι εσυ θα κερδίσεις.
- Θα το δουμε αυτο.
Χαμογέλασε ο Δημητρης που κάθισε απέναντι μου.
Μια πρόκληση. Για να δουμε.
Κάθισαν και οι υπόλοιποι και σχηματησαμε εναν κύκλο.
Το μπουκάλι τοποθετήθηκε στο κέντρο του κύκλου και ανα δυο ατομα βάλαμε ενα γεμάτο μπουκάλι ουίσκι μπροστα μας.
- Ξεκινάω εγω.
Είπε η Ηλεκτρα και ήπιε λιγο ουίσκι.
Γύρισε το μπουκάλι και μετα απο λιγο αυτο σταμάτησε στον Πετρο.
- Κοιτα τύχη.
Χαμογέλασε εκείνος και την πλησίασε.
Εκεινη του έδωσε ενα γενναιόδωρο φιλί και για λιγο πίστευα οτι δεν θα σταματούσαν.
Έκανε, ομως, πισω και του χαμογέλασε.
- Λυδια. Σειρα σου.
Σχολίασε και κάθισε ξανά διπλα μου.
Εγω γύρισα το μπουκάλι αφου ήπια λιγο απο το ουίσκι μου και αυτο σταμάτησε μπροστά στην Κωνσταντινα.
- Πρεπει.
Χαμογέλασα και εκείνη με πλησίασε.
Την φίλησα στο στόμα και ξανά κάθισε στην θέση της.
- Φιλάς ωραία.
Γέλασε κλείνοντας μου το ματι.
- Αν θες κι'άλλο είμαι ελεύθερη μετά το παιχνίδι. Αφου κερδίσω.
Γέλασα κοιτώντας τον Δημήτρη.
Η διπλανή μου ήπιε κι'αυτη και μετα γύρισε το μπουκάλι.
Κάπως έτσι συνεχίσαμε ώσπου ηταν η σειρά μου ξανά.
Λιγο πριν ο Δημητρης ειχε φιλήσει τον Σακη και η Ηλέκτρα τον Δημήτρη (μεγάλη αμηχανία).
Χαλάρωσε Πετρο.
Ήπια ξανα λίγο και γύρισα το μπουκάλι περιμένοντας.
Εκείνο σταμάτησε μπροστά στον Δημήτρη ο οποίος χαμογέλασε πλατιά.
- Καιρός να θυμηθούμε τα παλιά.
Χαμογέλασε και εγω έγνεψα.
- Μηπως θες και κανενα χαστούκι;
Ρώτησα γελώντας αλλα ολοι οι υπόλοιποι μας κοίταζαν αμήχανα.
- Ελάτε ρε παιδιά. Πλάκα κάνω.
Γέλασα κοιτάζοντας τους.
Το ποτό ειχε ηδη αρχίσει να με πειραζει.
Πλησίασα τον Δημήτρη πονηρά και τον φίλησα οπως τοτε.
Που ήμασταν μαζι.
Κανείς απο τους δυο δεν τραβήχτηκε πισω. Ένιωθα σαν να φιλιομασταν μια αιωνιότητα.
Μεχρι που ο Αντρεας ήρθε στο μυαλό μου και άκουσα την Ηλεκτρα να ξεροβήχει.
Ετσι κάθισα πισω παλι στην θέση μου. Αναψοκοκκινισμένη και με τρεμουλιαστή φωνή.
Ο κύκλος συνέχισε το παιχνίδι και στους επόμενους γύρους ειχα φιλήσει σχεδόν ολα τα ατομα της ομάδας.
Και πολλα απο αυτα εμενα.
Όπως ειχα προβλέψει ήμουν η νικήτρια αλλα με δυσκολία μπορούσα μετα να σταθώ.
Γέλαγα συνέχεια και ζαλιζομουν.
Έπεσα δυο-τρεις φορές στο δρόμο για το τραπέζι με τα ποτά.
Η Ηλεκτρα με οδήγησε στο δωματιο της και με έβαλε στο κρεβάτι της.
Δεν θυμάμαι πολλα πραγματα.
Μονο την πόρτα να ανοίγει και να μπαίνει μέσα η Κωνσταντινα.
- Τι κανεις εδω;
- Είπες οτι εισαι ελεύθερη.
- Δεν...
Τα χέρια της άγγιζαν το σωμα μου και τα χείλη της φιλούσαν τα δικά μου.
Δυο φορέματα στο πάτωμα.
Φιλιά.
Οργασμός.
Σκοτάδι.
On trampolines so high, we reach for the sky, but I,
Do not look up anymore and I don't know why.
~Slowtown~
~Twenty one pilots~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top