⚫️Κεφαλαιο 33

_________________________________
Έβδομη αποτυχημένη προσπάθεια:
Υπερβολική δόση ναρκωτικών.
_________________________________

Ο Φύλακας μου ειπε να ξεφορτωθώ οτι δεν θελω να βρει η αστυνομία...

Ισως αυτο πρεπει να κανω.

Σκέφτηκα και άνοιξα το συρτάρι στο κομοδίνο μου.

Υπερβολική δόση ναρκωτικών. Θα ειναι λιγο ακατάστατα, αφροί απο το στόμα, συσπάσεις του σώματος... Αλλα δεν πειράζει. Τουλάχιστον θα πεθάνω μαστουρωμένη και χαρούμενη.

Πήρα το σακουλάκι στο χέρι μου και σηκώθηκα να κλείσω την πόρτα.

Κάνεις δεν φαινόταν να ειναι στον πάνω όροφο και επικρατούσε απόλυτη ησυχία.

Κάθισα στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι και μπροστά απο το κομοδίνο.

Εβαλα να παίζει στο κινητο μου το "My medicine" των The pretty reckless και τραγούδησα τα λόγια σιγανά.

Somebody mixed my medicine. I don't know what I'm on.

Άπλωσα την λευκή σκόνη σε μια σειρα και ξεκίνησα την χρήση.

Somebody mixed my medicine. Oh baby it's all gone.

Μετά από λίγο ολα είχαν θολώσει και η σκόνη ειχε τελειώσει πάνω στο κομοδίνο.

Πηρα στα χέρια μου το σακούλι και εβαλα την υπόλοιπη.

Πλησίασα το κομοδίνο αλλά...

Μια εικόνα πετάχτηκε στο μυαλό μου.

Ο Αντρέας να μπαίνει στο δωμάτιο και να με βλέπει ετσι.

Σε αυτα τα χαλια. Παίρνοντας κοκαΐνη. Μαστουρωμένη να χαμογελάω σαν την χαζή.

Και μετα ήρθε κι'αλλη εικόνα στο μυαλό μου.

Ο Αντρεας να μπαίνει στο δωματιο και να με βλέπει πεσμένη στο πάτωμα.

Αφροί να βγαίνουν απο το στόμα μου και το σωμα μου να χτυπιέται ανελέητα.

Και μετα θυμήθηκα οτι ο Αντρεας δεν βλέπει. Θυμήθηκα οτι δεν θα με δει ποτε ετσι. Αντ'αυτού θα του εξηγήσουν τι έγινε και θα σκεφτεί οτι έφυγα με τον πιο αξιοθρήνητο τροπο.

Σαν ένας ναρκομανής που δεν μπόρεσε να ελέγξει τον εαυτό του.

Ήμουν ζαλισμένη και προσπάθησα να απομακρύνω τον εαυτό μου απο την κοκαΐνη.

Άρπαξα το κινητο μου και κουλουριστικα στην άλλη γωνία του δωματίου.

Ένιωθα το σώμα μου ανάλαφρο. Χαμογελούσα και πέταγα στα ουράνια.

Πως γίνεται κατι που σε σκοτώνει να σε κανει να νιώθεις τόσο ωραία.

Ζούσα σε μια άλλη γη. Μια γη χωρις βαρύτητα, χωρίς προβλήματα και άγχη.

Άνοιξα την οθόνη του κινητού μου όσο τα πάντα γύρω μου χόρευαν και πληκτρολόγησα τον αριθμό του Αντρεα με δυσκολία.

Περίμενα λίγο ώσπου το σήκωσε.

- Παρακαλώ;

- Γειαα!
Ξεφώνησα γελώντας.

- Λυδια; Εσυ εισαι;
Ρώτησε.

- Καλε ναι! Δεν εχεις αναγνώριση... Πως το λενε; Αναγνώριση κλάσης;

- Κλήσης θες να πεις.

- Ναι αυτο.

- Να σου θυμίσω οτι ειμαι τυφλός; Δεν μπορω να δω ποιος με καλεί.
Εξήγησε.

- Σωσταα...

- Εισαι μεθυσμένη;

- Μεθυσμένη;
Ρώτησα και άρχισα να γελάω.

- Μπαα. Μαστουρωμένο ειμαι.
Φώναξα και γέλασα ακομα πιο δυνατα.

- Προσπάθησα να αυτοκτονήσω με κοκαΐνη αλλα δεν μπορω να σταματήσω να σε σκέφτομαι ρε παιδι μου.
Εξήγησα χαμογελώντας πλατιά.

- Έρχομαι από εκεί. Μην κάνεις καμία βλακεία.

- Βλακεία; Οπως; Εχω ήδη τελειώσει το μισό σακουλάκι μου. Ωω μιλάμε για πολλα γραμμάρια.

- Δεν ήξερα οτι κανεις χρήση.
Σχολίασε και τον άκουγα που έτρεχε σχεδόν.

- Χροονια τωρα. Αλλα ξερεις τι; Πρεπει να σε κλείσω. Δεν εχω πεθάνει ακομα απο υπερβολική δόση.
Γέλασα και πέταξα το κινητο πιο διπλα.

- Λυδια. ΜΗΝ ΤΟΛΜΗΣΕΙΣ. ΛΥΔΙΑ.
Ακουγόταν να φωνάζει ο Αντρεας απο το ανοιχτό ακομα τηλέφωνο.

Εγω προσπαθούσα να συρθω μεχρι το κομοδίνο και καθε τόσο σταματούσα και γέλαγα χωρίς λόγο και αιτία.

Κανένας ναρκομανής δεν αντιδρά ετσι οταν παίρνει την δόση του ή ακομα και ένας απλός μετρημένος χρήστης. Κανένας δεν γελάει σαν εμένα λέγοντας βλακειες.

Ίσως εγω να φερόμουν ετσι επειδή ειχα πολυ μεγάλη ανάγκη να γελάσω.

Όταν έφτασα στο κομοδίνο και πλησίασα την σκόνη ένιωσα δυο χέρια να με τραβάνε και ενα σκυλί να γαβγίζει.

- Ήρθες...
Μουρμούρισα και έθαψα το κεφάλι μου στο στήθος του.

- Κόντεψαν να με πατήσουν 2-3 αυτοκίνητα αλλά ήρθα.
Χαμογέλασε κοιτάζοντας με στα μάτια.

- Αυτη την στιγμή με εχεις ανάψει τρελά.
Χαμογέλασα σαν βλαμμένη και τύλιξα τα χέρια μου πάνω του.

- Σε θελω.
Ψέλλισα και προσπαθησα να του βγάλω την μπλούζα.

- Λυδια. Σταματα.
Μουρμούρισε αλλα εγω έγινα πιο επιθετική.

- ΣΤΑΜΑΤΑ ΕΙΠΑ.
Φώναξε μετα απο λιγο και με έσπρωξε ελαφρά.

Τον κοιτούσα στα μάτια και εκείνος κατέβασε το κεφάλι του χαμηλά.

- Συγνωμη αλλα αυτη την στιγμή δεν σκέφτεσαι. Δεν το θέλεις πραγματικά αυτο. Εισαι απλα μαστουρωμένη.
Εξήγησε και με οδήγησε στο κρεβάτι.

Κάθισα διπλα του και τον κοίταξα στα μάτια. Έπειτα εξέτασα το πρόσωπο του.

Τα καλοσχηματισμένα χείλη του τα όμορφα μάτια και τα απαλά μαύρα μαλλιά του.

- Ποσα γραμμάρια πηρες;
Ρώτησε και εγω κούνησα το κεφάλι μου.

- Δεν ξερω.

- Πολλά φαντάζομαι.

- Μήπως θες να μπεις φυλακή;

- Τι;

- Η αστυνομία ειναι απο κατω και εσυ κανεις χρήση σε τόσο μεγάλη ποσότητα; Θα μπορούσαν άνετα να σε κλείσουν φυλακή για καμία πενταετία αν σε έβρισκαν εδω.
Εξήγησε και με κοίταξε με παράπονο.

- Θυμάσαι που σου είπα οτι μου αρέσεις; Το εννοούσα και δεν μπορω να σε βλεπω άλλο να καταστρέφεις τον εαυτό σου.

- Και εμενα μου αρέσεις. Αλλά δεν ειναι καλη στιγμή.
Εξήγησα κοιτώντας τον και πηγαίνοντας μια θέση πιο μακριά του.

- Καλύτερα να πέσεις για υπνο.

- Μα δεν θελω. Δεν θελω να μείνω μόνη μου. Οχι αλλο. Την μισώ αυτη την μοναξιά. Με σκοτώνει.

- Ξάπλωσε.
Ειπε και με έσπρωξε ελαφρά προς τα πισω.

Το κεφάλι μου ακούμπησε το μαξιλάρι και έφερα το πόδια μου σε μια ευθεία.

- Ο Δημητρης με απάτησε. Το ξερεις;
Μουρμούρισα κοιτώντας τριγύρω το δωμάτιο.

- Ενταξει. Ηρέμησε τωρα.

- Χωρίσαμε. Ακούς;
Ρώτησα κλείνοντας τα μάτια μου.

- Οταν ξυπνήσεις θα ειμαι εδω. Στο υπόσχομαι.

Σκοτάδι.

POV Αντρεα

Έμεινα δίπλα της. Ξύπνιος. Ολο το βραδυ να της κρατάω το χερι.

Ένιωθα το απαλό τρέμουλο της και την ζεστασιά του κορμιού της.

Ο Αλεξ αποκοιμήθηκε δίπλα της και δεν έβγαλε άχνα για να μην την τρομάξει.

Την ειχε αγαπήσει τόσο πολύ.

Όταν την έβλεπε έκανε σαν τρελός. Γαβγίζε και έτρεχε τριγύρω, χτύπαγε στο πόδι μου και της κρυβόταν.

Δεν τον αδικώ.

Ειχε μια γοητευτική προσωπικότητα και η αύρα της σε μάγευε.

Μάζεψα την σκόνη απο το κομοδίνο και την πέταξα στα σκουπίδια τυλιγμένη σε χαρτί.

Ξανά κάθισα δίπλα της και της χάιδεψα τα μαλλιά.

-Δεν παω πουθενά.
Ψέλλισα δίνοντας της ενα φιλί.

Απομακρύνθηκα σιγα σιγα με φόβο μήπως την ξύπνησα αλλα εκείνη... Δεν ειχε καταλάβει τιποτα.

~~~

- Καλημέρα.
Χαιρέτησε το επόμενο πρωί οταν ξύπνησε.

- Καλημέρα.
Χαμογέλασα εγω.

Καθόμουν στο πάτωμα δίπλα της και κρατούσε το χέρι της.

- Πως είσαι;
Ρώτησα όταν άφησε το χερι μου και ανακάθησε στο κρεβάτι.

- Σκατά.

- Το έχουν αυτο τα ναρκωτικά. Σε-

- Ναι ξερω. Σε κάνουν να πετάς στα ουράνια και μετα σε πετάνε στα τάρταρα.
Σχολίασε χωρις να με αφήσει να ολοκληρώσω.

Δεν με ενοχλούσε οταν με διέκοπτε. Το έβρισκα αστείο για κάποιο λόγο.

- Δεν πρεπει να ξανακάνεις χρήση. Κινδυνεύεις να εθιστεις.

- Δεν πρόκειται. Σε περίπτωση που δεν θυμάσαι μάλωσα με τον προμηθευτή μου.
Εξήγησε και την κοίταξα παραξενεμενος.

- Τι εννοείς; Ποιος ηταν ο προμηθευτής σου;

- Ο Δημητρης.

- Το αγόρι σου; Αυτός που υποτίθεται οτι σε αγαπούσε;
Ρώτησα μεσ'την ειρωνεία.

Απο όσο γνωρίζω, οταν αγαπάς κάποιον δεν προσπαθείς να τον καταστρέψεις.

- Ειμαι στην έβδομη προσπάθεια. Πρεπει να σταματήσει να γίνεται αυτο. Θα ξεμεινω.
Σχολιασε μετα απο λιγο.

- Αυτη την φορα δεν φταίω εγω. Εσυ με πηρες τηλέφωνο.

- Δικαιολογίες.
Γέλασε.

- Και βγάλε επιτέλους αυτα τα μαύρα γυαλιά. Εχεις τόσο ωραια μάτια.
Είπε και τράβηξε τα μαύρα γυαλιά απο το κεφάλι μου.

Χαμογέλασα αλλα έκλεισα αμεσως τα μάτια μου.

- Οι άνθρωποι νομίζουν οτι τους κοιτάω επίμονα. Καποιες φορές προσβάλλονται και με ρωτάνε τι κοιτάω. Οταν τους εξηγώ οτι ειμαι τυφλός μου κάνουν επίπληξη που δεν φοράω γυαλιά. "Ειναι απόκοσμο να μας κοιτάς ετσι ενώ στην πραγματικότητα κοιτάς το κενό." Ετσι λενε.
Εξήγησα χαμογελώντας αδύναμα.

Τα χέρια της χάιδεψαν το πρόσωπο μου και ένιωσα τα μάγουλα μου να κοκκινίζουν.

- Άνοιξε τα μάτια σου. Δεν υπάρχει κανένας άλλος εδω εκτός απο εμένα.
Είπε και ακολουθησα την συμβουλή της.

Για λιγο δεν την άκουγα ουτε να μιλάει, ουτε να κινείται.

Την ένιωσα ομως πολυ κοντα μου και πριν το καταλάβω τα χείλη της ακούμπησαν στα δικά μου και φιληθήκαμε χωρίς κάτι να μας σταματήσει.

Μετά απο λιγο το μέτωπο μου ακουμπούσε στο δικό της και τα μάτια μου ηταν ανοιχτά.

- Δεν μπορω να το κανω.

- Σς... Το ξερω. Θα περιμένω.
Είπα βιαστικά.

- Δεν χρειάζεται να περιμένεις. Αν οχι η επόμενη τοτε σίγουρα η τελευταία απόπειρα θα ειναι επιτυχημένη.

- Μην το λες αυτο. Δεν θα σε αφήσω.
Εξήγησα και προσπάθησα να την ξανα φιλήσω.

Απομάκρυνε το κεφάλι της πριν μπορέσω και την άκουσα να σηκώνεται.

- Ω έλα τωρα...
Μουρμούρισε λιγο πιο μετα.

- Τι έγινε;
Ρώτησα ανήσυχα.

- Τίποτα σημαντικό.

- θέλεις ακόμα να μείνεις μακριά μου;
Ρώτησα ξαφνικά αλλα η αλήθεια ειναι οτι το σκεφτόμουν επι ωρα.

- Οχι. Σκέφτηκα αρκετά και τωρα ξερω οτι μου αρέσεις. Περισσότερο απ'οσο θελω.

- Αρκετα για να σε κρατήσω στην ζωη;

- Θα πρεπει να το ανακαλύψουμε μαζι αυτό.
Σχολίασε.

- Λοιπον... Να φανταστώ δεν εχεις παει ποτε στην παμπ της γειτονιάς ετσι; Οχι απο τοτε που σε "έδιωξα".

- Ακριβως.

- Το σαββατο θα πας. Περνα απο το σπιτι μου κατα τις 8 και θα παμε μαζι.
Εξήγησε και εγω χαμογέλασα πλατιά.

- Αυτο ειναι ραντεβού;

- Οχι. Μην ξεχνάς οτι ειμαστε ακομα φίλοι.
Γέλασε.

- Καλύτερα να φευγω. Ξεφορτώθηκα την κόκα και τωρα εχω το κεφάλι μου ήσυχο.
Χαμογέλασα και φώναξα τον Αλεξ διπλα μου.

- Το σαββατο λοιπον.
Ειπε εκεινη ενώ αποχαιρετιστήκαμε.

Το σαββατο.

Και έμεινα εδω, να μην σου λείψει τίποτα. Έμεινα εδω, να μην φοβηθείς.

~Έμεινα εδω~

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top