⚫Κεφαλαιο 32

- Λοιπον...Πόσος καιρός εχει περασει απο την τελευταία φορα που τον είδες;
Ρώτησε η Ηλέκτρα ένα πρωί στο σχολείο.

- Τον Αντρεα; Ένας ολόκληρος μήνας.
Απάντησα με εναν μεγάλο αναστεναγμό.

Μου ειχε λείψει.

- Δεν πιστεύεις οτι ειναι καιρός να τον συναντήσεις; Εχεις καταλήξει κάπου στις σκέψεις σου;
Ρώτησε ο Πετρος.

- Ναι. Ειμαι... Είμαι ερωτευμενη μαζι του.
Απάντησα ολο αυτοπεποίθηση αν και κομπιαζα.

Δεν μου ηταν εύκολο να δηλώνω τα συναισθήματα μου. Ετσι μπορούσα να απογοητευτώ πιο εύκολα και οι άνθρωποι γύρω μου δεν έκαναν και τιποτα αλλο.

- Θα του μιλήσω το συντομότερο δυνατόν.
Εξήγησα χαμογελώντας.

- Επιτέλους. Σε λιγο καιρό θα εχουμε χριστουγεννα...
Σχολίασε η Ηλεκτρα και εγω γέλασα.

- Ναι οντως.

- Με τον Αντώνη τι γίνεται;
Ρώτησε ο Πέτρος.

- Συνεχίζει να μου στέλνει μηνύματα και να μου την πέφτει όποτε τον συναντάω.
Εξήγησα αναστενάζοντας.

- Αλλα εγω τον αγνοώ. Τσαντίζεται περισσότερο αλλά δεν μπορω να κανω κατι αλλο.
Συνέχισα και εκείνος έγνεψε.

- Νομίζω ειναι το καλύτερο. Θα του περασει καποια στιγμή.
Σχολίασε η Ηλεκτρα.

- Καλύτερα να ανέβουμε πάνω.
Ειπε οταν το κουδούνι χτύπησε.

- Θελω να παω σπιτι μου όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.

- Ξερεις οτι οι τελευταίες ώρες πάντα φαίνεται να ειναι οι μεγαλύτερες.
Γέλασα και εκείνη έγνεψε αναστενάζοντας.

- Τουλάχιστον εμας ειναι η τελευταία μας χρονια.
Σχολίασε ο Πετρος και η Ηλεκτρα τον αγριοκοιταξε.

- Πας καλα;

- Τι;

- Δεν πειραζει Ηλεκτρα... Μπορει να μην ήθελα να χάσω αυτη την μια χρονια αλλα ο Πετρος δεν το εννοούσε ετσι.
Εξήγησα και τον κοίταξα με κατανόηση.

Ο Πέτρος; Ηταν ένας απο τους πολυ καλούς μου φίλους. Δεν με πρόσβαλε ποτε και πάντα ηταν εκει για εμενα.

Ηταν κολλητός του Δημήτρη απο τοτε που ηταν παιδιά και ειχε πολλά και εννοώ ΠΟΛΛΑ προβλήματα στο σπιτι.

- Τα λεμε αύριο.
Τους αποχαιρέτησα και μπήκα στην τάξη αργοπορημένα.

~~~

Έφυγα από το σχολείο με χαρά.

Θα πήγαινα σπίτι και το απόγευμα θα έπαιρνα τηλέφωνο τον Αντρέα.

Ήθελα να τον δω και να του πω τι αισθάνομαι.

Έτρεξα σχεδόν προς την έπαυλη με μια περίεργη όρεξη.

Ειχα καιρό να αισθανθώ τόσο γεματη ζωη.

- Γεια σας.
Χαιρέτησα τον φύλακα που φαινόταν ανήσυχος.

- Λυδια; Γεια σου... Τωρα γύρισες;
Ρώτησε και τον κοίταξα παραξενεμενη.

- Εμενα ρωτάτε; Είστε εδω όλη μερα.
Γέλασα και εκείνος έγνεψε κοιτώντας προς την έπαυλη.

- Ακου...
Ειπε και έκανε μια μικρή παύση.

- Μέσα είναι η αστυνομία. Αν έχεις κάτι στο δωμάτιο σου που να μην θές να βρούν... Καλύτερα να το ξεφορτωθείς.
Σχολίασε και τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια.

- Γιατί... Γιατί είναι η αστυνομία εδω;

- Καλύτερα να σου τα εξηγήσουν αυτοί.
Σχολίασε και μου άνοιξε την πόρτα.

Εγω απλά έγνεψα και προχώρησα προς το εσωτερικό.

Περνούσαν απο το μυαλό μου ολοι οι λόγοι για τους οποίους θα μπορούσε να ηταν εδω η αστυνομία.

Μπορει να έπιασαν τον Δημήτρη και να έμαθαν για τις συναλλαγές μας.

Μπορεί να έπαθε κάτι ο αδελφός μου.

Μπορεί... Δεν ξερω.

- Καλημέρα. Μπορούμε να ελέγξουμε τα πραγματα σας πριν προχωρήσετε;
Ρώτησε ένας αστυνομικός που με σταμάτησε.

- Φυσικά.
Απάντησα και του έδωσα την τσάντα μου με αυτοπεποίθηση.

Άνοιξε την τσάντα και άπλωσε τα υπάρχοντα μου στο καπό του αυτοκινήτου.

Μετα απο λιγο τα ξανα έβαλε μεσα και έκλεισε την τσάντα.

- Εισαι η Λυδια Παπασταύρου;
Ρώτησε και εγω έγνεψα.

- Δεν εχουμε καλα νέα.
Εξήγησε και συνέχισα να τον κοιτάζω σαν χαμένη.

- Τι έγινε;

- Απήγαγαν τον πατέρα σου.
Είπε η Πολυξένη βγαίνοντας έξω.

ΤΙ;

~~~

Καθόμουν στον καναπέ και οι αστυνομικοί έτρεχαν πέρα δώθε στο σπιτι.

Η Πολυξένη μίλαγε μαζι τους και δεν φαινόταν καθολου ταραγμένη.

Εγω, από την άλλη, ήμουν χαμένη.

Δεν μπορώ να πώ οτι ξαφνικά νοιαζομουν και έτρεμα για τον Στέφανο αλλά όπως και να το κάνουμε ήταν πατέρας μου.

Τον φυλούσαν ολο το εικοσιτετράωρο και δεν πήγαινε πουθενά μόνος του.

Πώς...;

- Συγνώμη. Μπορω να σας μιλήσω;
Ρώτησα τον αστυνομικό που μιλούσε στην μητέρα μου.

Φαινόταν να γνωρίζει περισσότερα απο τους υπόλοιπους ή τέλος πάντων του φέρονταν σαν να ηταν ανώτερος τους.

- Φυσικά. Εισαι η Λυδια ετσι; Με λενε Γεράσιμο αλλα μπορείς να με φώναζες Μάκη.
Εξήγησε χαμογελώντας πλατιά.

Τι στο πουτσο; Απήγαγαν τον πατέρα μου και ολοι φαίνονται τόσο χαλαροί και άνετοι.

- Θελω να μάθω πως. Πως έγινε ολο αυτό.

- Ηταν αρκετά οργανωμένοι. Ο κύριος Παπασταύρου ξεκίνησε να παει σημερα στο γραφείο του με την συνοδεία 3 αντρών.
Εξήγησε και έκανε μια παύση.

- Οδηγούσαν σε έναν απομονωμένο δρόμο και ξαφνικά ένα αγροτικό τους χτύπησε. Πριν μπορέσουν να αντιδράσουν δυο άντρες τους σημάδευαν με τα όπλα τους. Έσυραν τον πατέρα σου έξω απο το αυτοκίνητο και τον ανάγκασαν να τους ακολουθήσει.
Ολοκλήρωσε και με κοίταξε συμπονετικά.

- Αυτες ηταν οι μαρτυρίες της ασφαλείας;
Ρώτησα και εκείνος έγνεψε.

- Οι απαγωγείς δεν έχουν επικοινωνήσει μαζι μας ακόμα και ετσι δεν μπορουμε να ξέρουμε τι θελουν. Σχολίασε κοιτώντας την Πολυξένη.

- Υπάρχει κάποιος που μπορει να θέλει να τον βλάψει;
Μας ρώτησε και εγω κοίταξα την μητέρα μου.

- Οχι. Εκτός από πολιτικούς εχθρούς δεν υπάρχει κανένας που να θέλει το κακό του.
Σχολίασε εκείνη και ο αστυνομικός έγνεψε.

- Εμείς θα φύγουμε αλλα ενα περιπολικό θα ειναι συνεχεια έξω απο το σπιτι.

- Το τηλέφωνο σας παρακολουθείτε και οτι χρειαστείτε... Μην διστάσετε να απευθυνθείτε στους αστυνομικούς.
Ειπε και μας χαμογέλασε.

Δεν μπορούσα άλλο να τον ακούω να μιλάει.

Το πιο πιθανόν ειναι οι απαγωγείς να θέλουν χρήματα αλλα ποιος ξερει ποσο θα τον βασανίσουν πρώτα.

Ειδα τους αστυνομικούς να φεύγουν και οταν κοίταξα έξω απο το παράθυρο ενα περιπολικό περίμενε οπως μας υποσχέθηκαν.

- Ο Χρηστος ξερει;
Ρώτησα και η Πολυξένη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

Μα τι περιμένει...

- Δεν πρεπει να του το πεις;

- Ναι... Άλλη δουλεια δεν εχω! Θα μιλαω με τον αδελφό σου στα τηλέφωνα.

- Δουλεια; Τι δουλεια μπορείς να εχεις εδω που φτάσαμε.

- Μπορει να απήγαγαν τον πατέρα σου αλλα να σου θυμίσω οτι η ζωη δεν τελειώνει εδω. Με ολα αυτά σήμερα κανένας δεν έλεγξε την παραγωγή στα εργοστάσια.
Σχολίασε στέλνοντας καποια μηνύματα στο κινητο.

- Μονο αυτο σε νοιάζει; Τα εργοστάσια και το χρήμα;
Ρώτησα χαμογελώντας ειρωνικά.

- Αρκετή κριτική για σημερα. Δεν νομίζεις. Στο δωματιο σου. Τωρα.
Διεταξε κοιτώντας με στα μάτια.

Ανέκφραστα.

- Δεν σε πιστεύω.
Σχολίασα και ξεκίνησα να απομακρύνομαι.

- Έστειλα μήνυμα στον αδελφό σου. Ευχαριστημένη;
Φώναξε καθως ανέβαινα τις σκάλες.

Απογοητευμένη...

I took some food for thought. It might be poisoned.

~Forest~
~Twenty one pilots~

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top