⚫️Κεφαλαιο 21

_________________________________
Πέμπτη αποτυχημένη προσπάθεια:
Απαγχονισμός
_________________________________

Ειμαι οντως πολυ όμορφη. Σκέφτηκα και ας με κοίταγαν ολοι στον δρόμο.

Δεν είχα δει κάν τον εαυτό μου στον καθρέπτη αλλα είχα εμπιστοσύνη στις δίδυμες.

Εξάλλου μονο η γνώμη του κόσμου δεν με ένοιαζε ποτε.

Ήμουν στο σπιτι κατα τις 10 το βραδυ και κλασσικά έμοιαζε σαν να ηταν εγκαταλελειμένο.

Ανέβηκα τις σκάλες αργά αργά απολαμβάνοντας το κάθε βήμα.

Μπήκα πρώτα στο μπανιο και κοιτάχτηκα στον καθρέπτη.

Η μάσκαρα ηταν γύρω γύρω απο τα μάτια μου πασαλειμμένη οπως και το μολύβι που ξεχώριζε απο την γραμμή των φρυδιών μου. Το κραγιόν ηταν έξω απο τα όρια των χειλιών μου και το ρουζ με έκανε να δείχνω σαν καμένη.

Θυμήθηκα όλες τις ωραίες στιγμές που περάσαμε. Οχι μονο με τις δίδυμες αλλα με τον Αντρεα και τους γονεις του.

Δεν ηταν επικριτικοί και δεν ρώτησαν τιποτα για το θεμα που σκέφτονταν συνεχεια.

Γελάσαμε πολυ ομως και μου θύμισε τις στιγμές τις παιδικής ηλικίας που θα επρεπε να εχω με τους γονεις μου αλλα ποτε δεν είχα. Με έκαναν να αισθανθώ οτι είχα και εγω οικογένεια και μετα συνειδητοποίησα οτι επρεπε να φύγω και να γυρίσω στην Πολυξένη και τον Στέφανο.

Ηταν άδικο.

Ίσως να βρω μια οικογένεια. Κάπου αλλου ομως. Σκέφτηκα και άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου.

Κοίταξα το μονόζυγο στην κάσα και χαμογέλασα.

Ειχε ερθει η στιγμή να το χρησιμοποιήσω.

Άνοιξα την ντουλάπα μου και άρπαξα απο το πάτωμα ενα χοντρό σκοινί.

Πριν καποιες μέρες είχα προμηθευτεί λιγο εκ μέρους του κηπουρού και αγόρασα παραπάνω απο όσο ηθελε. Ετσι κράτησα για εμενα λιγο και σε εκείνον έδωσα το υπόλοιπο.

Εχω να παω μια εβδομάδα στο σχολείο. Θα δικαιολογηθούν και οι απουσίες. Γέλασα και πηρα το σχοινί στα χέρια μου.

Εκανα μια χοντρή θηλιά για να χωράει το κεφάλι μου και το έδεσα στο μονόζυγο.

Το τράβηξα με όλη μου την δύναμη για να δω αν θα αντέξει το βάρος μου και ξεκίνησα να ψάχνω ενα μικρό σκαμπό.

Δεν ήθελα να βάλω καρέκλα γιατι οταν θα πηδούσα η φορα μου μπορει να έκανε το σκοινί να λυθεί ή το μονόζυγο να φύγει απο την θέση του.

Θυμήθηκα ενα σκαμπό που είχα μικρή για να φτάνω τον νιπτήρα και αν ήμουν τυχερή θα ηταν ακομα στο μπανιο κατω απο τον νιπτήρα.

Τελικά έκανα λάθος.

Ίσως να ειναι στην αποθήκη. Σκέφτηκα και έτρεξα να δω.

Παντα με τρόμαζε η αποθήκη. Ηταν γεματη σκόνη και άχρηστα πράγματα που ποτε δεν αγγίχθηκαν. Τελικά ομως βρήκα το σκαμπό και βάλθηκα να το καθαρίζω με ενα μικρό πανάκι.

Δεν ήθελα να με βρει η αστυνομία με αυτο το άθλιο πραγμα στα πόδια μου.

Οταν τελειωσα, ανέβηκα πάνω στο ισόγειο όπου περιμενε η Κυρία Μαρια.

- Τι το θες αυτο;
Ρώτησε παραξενεμενα.

- Ποιο;

- Το σκαμνί.

- Το σκαμνί... Ε... Θελω να κρεμάσω ενα κάδρο και δεν φτάνω.

- Και γιατι δεν χρησιμοποίησες την καρέκλα σου;

- Να σου πω, γιατι... Δεν καταλαβα. Ανάκριση μου κανεις;
Ρώτησα και εκεινη χαμογέλασε άχνα.

- Οχι. Με συγχωρείς. Αν θες βοήθεια φώναξε με.
Ειπε και έφυγε.

Ανέβηκα ξανα στο δωμάτιο μου και τοποθέτησα το σκαμνί στην πόρτα.

Παρα μια βαθιά ανάσα και ανέβηκα.

Έπειτα πέρασα την θηλιά στον λαιμό μου και κοίταξα τριγύρω στον διάδρομο. Δεν ερχόταν κανεις.

Η αλήθεια ειναι οτι μου ηταν δύσκολο.

Η καρδιά μου φώναζε ναι αλλα το  μυαλό μου έλεγε οχι.

Έκλεισα τα μάτια μου και έφερα το ενα πόδι μπροστά απο το άλλο.

Ήμουν έτοιμη να σπρώξω το σκαμνί προς τα πισω οταν το τηλέφωνο μου χτύπησε.

Πραγματικά τωρα; Απο όλες τις ωρες τωρα βρήκες να χτυπήσεις; Σκέφτηκα και έβγαλα την θηλιά.

Αν το άφηνα να χτυπάει μπορει κάποιος να το άκουγε και να έβγαινε έξω.

Κατέβηκα απο το σκαμνί με αργές κινήσεις και κοίταξα το κινητο μου.

Δεν το πιστεύω.

Ηταν ο Αντρεας.

- Αντρεα;
Ρώτησα χαμογελώντας.

- Γεια. Ενοχλώ;
Ρώτησε και εγω χαμογέλασα ακομα πιο πλατιά.

- Ναι, ναι ενοχλείς.
Απάντησα αλλα δεν ακούστηκε οπως το ήθελα.

- Συγνώμη απλά-

- Οχι δεν καταλαβες. Ήμουν έτοιμη να αυτοκτονήσω. Ξανά. Αυτη την φορα θα δοκίμαζα τον απαγχονισμό. Είχα την θηλιά στον λαιμό μου οταν πηρες τηλέφωνο.
Χαμογέλασα πλατιά.

- Δεν... Δεν ξερω τι να πω. Ισως πρεπει να το πάρεις απόφαση οτι και να θέλεις δεν θα καταφέρεις να αυτοκτονήσεις.
Γέλασε.

- Ναι. Ισως.

- Λοιπον; Γιατι πηρες τηλέφωνο;
Ρώτησα ξαπλωνοντας στο κρεβάτι.

- Ήθελα να σε ευχαριστήσω για σημερα. Πέρασα πολυ ωραία. Επίσης ήθελα να ζητήσω συγνώμη για τις αδελφές μου. Είπαν αρκετές βλακειες και σε ταλαιπώρησαν.

- Εγω ευχαριστω. Σημερα γέλασα με την ψυχή και με κάνατε να αισθάνομαι σαν να εχω μια οικογένεια. Και μην ζητάς συγνώμη. Οι αδελφές σου ειναι υπέροχες.

- Ευχαριστω. Καποιες φορές μπορούν να σε τρελάνουν.

- Μονο για αυτο πηρες;

- Ναι. Βασικα ενοιωθα οτι επρεπε να σου τηλεφωνήσω. Σε σκεφτόμουν συνεχεια.
Εξήγησε και εγω χαμογέλασα πλατιά.

- Θες να βγουμε μεθαύριο; Αυριο μου ειναι λιγο δύσκολο προσωπικά.
Συνέχισε και εγω έγνεψα.

- Φυσικά.

Αυριο εξάλλου ήθελα να μιλήσω στον Δημήτρη. Δεν μπορούσα να το αποφύγω κι'αλλο.

- Θα περάσω απο το σπιτι σου κατα τις 8, ενταξει;

- Ενταξει. Ευχαριστω και παλι.

Χαιρετηθήκαμε και κλείσαμε το τηλέφωνο.

Κοίταξα το μονόζυγο και έγνεψα.

Καποια άλλη μερα.

Πηρα το σκαμνί και το άφησα στο μπανιο μου. Δεν ήθελα να το αποχωρηστώ και να το καταδικάσω να περιμένει στο υπόγειο μαζι ο,τι αλλο δεν χρησιμοποιήθηκε ποτε.

Έλυσα το σχοινί και το πέταξα ξανα πισω στην ντουλάπα.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι και χάζεψα το ταβάνι.

Έφαγα το κινητο μπροστα απο το κεφάλι μου και οταν βρήκα την επαφή του Δημήτρη την κάλεσα.

Περίμενα για λιγο ώσπου το σήκωσε.

- Λυδια;

- Ναι εγω ειμαι.

- Θελω να σου μιλήσω.
Είπαμε ταυτόχρονα.

Γέλασα λιγο οπως και αυτός και μετα σιωπήσαμε.

- Αυριο;
Ρώτησα.

- Ναι. Θα περάσω κατα τις 7 να κανουμε καμία βόλτα.
Απάντησε και εγω έγνεψα.

- Θα σε δω τοτε.

- Ηθελα να σου δώσω λιγο χρόνο αλλα χαίρομαι που τηλεφώνησες.

Και εγω... Σκέφτηκα χαμογελώντας.


Won't you stay alive? I'll take you on a ride. I will make you believe you are lovely.

~Lovely~
~Twenty one pilots~

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top