⚫️Κεφαλαιο 17
POV Αντρέα
- Απορώ που δεν εχει ερθει κανένας για αυτη.
- Αφού δεν έδωσες σε κανέναν το ονομα της. Οι δημοσιογράφοι δεν μπορει να έχουν μάθει κάτι.
- Εννοούσα τους γονεις της γλυκέ μου. Είπες οτι τους ειδοποιήσες.
Ειπε η μητέρα μου κρατώντας μου το χέρι.
- Ναι σωστα... Υποθέτω οτι έχουν δουλειές.
Απάντησα αλλα δεν την ικανοποίησα.
Δεν μπορούσε να το δεχτεί.
- Σας ευχαριστώ που βοηθάτε. Δεν ήξερα τι αλλο να κανω απο το να ερθω σε εσας.
Εξήγησα και εκεινη με αγκάλιασε.
- Εισαι το παιδι μας Αντρέα. Θα σε βοηθήσουμε σε οτιδήποτε χρειαστείς.
Άκουσα την φωνή του πατέρα μου.
- Ευχαριστώ.
- Εχεις νέα;
Ρώτησε η μητέρα μου.
- Ναι. Θα τις κάνουν κάποιες ακόμα μεταγγίσεις και σε λίγες μέρες θα μπορει να φύγει. Έχει, ευτυχώς, κοινή ομάδα αίματος και βρήκαμε πολύ αίμα.
Εξήγησε παίρνοντας το χέρι μου.
Οι γονεις μου συνήθιζαν να με αγγίζουν. Είτε να με παίρνουν αγκαλιά, είτε να κρατάνε το χερι μου. Δεν μπορούσα να τους δω και ηταν ο μόνος τρόπος για να καταλάβω τα συναισθήματα τους. Μέσω της επαφής αισθανόμουν ποτε ηταν ήρεμοι, φοβισμένοι, αν γελούσαν ή αν ηταν χαρούμενοι.
- Ειναι καλά. Αυτο εχει σημασία.
Με καθησύχασε η μητέρα μου.
- Θελουμε κατι απο εσένα.
Ειπε ο πατέρας μου ξαφνικά και τον ένιωσα να κάθεται διπλα μου.
- Θέλουμε να μας πεις ποια ειναι αυτη η κοπελα και πως την γνώρισες.
Συνέχισε η μητέρα μου.
Η αλήθεια ειναι οτι τους χρωστούσα μια εξήγηση.
- Λοιπόν. Την λενε Λυδία Παπαστάυρου. Ναι... Της γνωστής οικογένειας.
Εξήγησα πριν ρωτήσουν.
- Την γνώρισα πριν ενα μήνα περίπου. Εκανα μια... Βραδινή βόλτα και την συνάντησα σε μια γέφυρα. Ηταν έτοιμη να πηδήξει αλλα την έπεισα οτι δεν ηταν και ο καλύτερος τρόπος.
Είπα και εκανα μια παύση.
Κανεις δεν αντέδρασε.
- Μετα απο κάποιο καιρό, την συνάντησα παλι τυχαία, για δεύτερη φορα, διακόπτοντας και την δεύτερη της απόπειρα. Πήγαινε να περασει τον δρόμο ενώ πέρναγαν αυτοκίνητα και εγω την τράβηξα πισω.
Συνέχισα και ξανα σταμάτησα.
- Επρεπε να την βοηθήσεις. Οχι να την αφήσεις να φύγει. Αυτη η κοπελα χρειάζεται βοήθεια.
Ειπε η μητέρα μου και Ακουγόταν νευριασμενη.
- Δεν πρόκειται να ακούσει μαμά. Κανεναν αλλο εκτός απο εμένα και δεν μπορω να την πείσω να μην το κανει. Μπορω ομως να απορρίπτω τους τρόπους που εχει σκεφτεί και να την βοηθήσω να βρει λόγους για να εγκαταλείψει την ιδέα της αυτοκτονίας. Ολα αυτα ομως πρεπει να τα κανω διακριτικά. Αν καταλάβει τι προσπαθώ να κανω θα απομακρυνθεί και δεν θα μπορεσω να την βοηθήσω.
Εξήγησα και δεν πηρα απάντηση.
- Την τριτη φορα που συναντηθήκαμε προσπαθούσε να πνιγεί. Δεν μπορούσε ομως να το κανει. Την πηρα και πήγαμε μια βόλτα. Έμαθα πραγματα για εκεινη και αυτη για εμένα. Ετσι έμαθα και που μένει.
Συνέχισα ολοκληρώνοντας.
- Και πως... Την βρήκες;
- Η αλήθεια ειναι οτι ανησύχησα. Πίστευα οτι δεν εχει δύναμη να το κανει αλλα είχα καιρό να ακούσω νέα της και σκέφτηκα να την επισκεπτώ.
Απαντησα με συντομία.
Δεν είχα σταματήσει να την σκέφτομαι αυτο το μήνα και απο το μυαλό μου πέρασαν άσχημα σενάρια. Κατηγόρησα τον εαυτό μου για πολλα πραγματα οπως το οτι η απουσία μου μπορει να της επέτρεπε να κανει και άλλη απόπειρα. Οπως φαίνεται ομως, εγω ειμαι αυτός που τις σταματάει όλες.
- Εχει ξυπνήσει. Θες να πας να την δεις;
Ρώτησε η μητέρα μου μετα απο λιγο.
- Γίνεται;
- Φυσικα και γίνεται. Ειμαστε το μονο επισκεπτήριο της. Τουλάχιστον μεχρι τωρα.
Εξήγησε ο πατέρας μου.
- Ενταξει. Βοήθησε με μεχρι εκει. Ξερεις οτι αντιπαθώ τα μπαστούνια.
Παρακάλεσα και μετα απο λιγο ένιωσα το χερι του να με βοηθά να σηκωθώ.
Περπατήσαμε ελάχιστα ώσπου με άφησε να ακουμπήσω σε μια πόρτα.
- Μην της πεις κατι για τους γονείς της. Ας μην την στεναχωρήσουμε απο τωρα.
Ειπε ο πατέρας μου και έχασα το άγγιγμα του.
Άκουσα τα βήματα του να απομακρύνονται και άνοιξα την πόρτα.
POV Λυδίας
Άκουσα την πόρτα να ανοίγει και τα μάτια μου κοίταξαν με προσμονή προς εκει.
Ηταν ο Αντρεας. Μόνος του. Χωρις τον Αλεξ, χωρις να κρατάει μπαστούνι ή να φοράει γυαλιά.
- Είσαι ξύπνια;
Ρώτησε.
- Ναι. Εδω και ωρα.
Απαντησα χαμογελώντας.
- Σε διέκοψα ξανά. Η Τετάρτη προσπάθεια;
Ρώτησε πλησιάζοντας το κρεβάτι μου.
- Ναι... Δεν ξερω πως τα καταφέρνεις καθε φορα.
Γέλασα και σηκώθηκα όρθια.
Τον πλησίασα με σταθερά βήματα. Δεν είχα ανακτήσει πλήρως ουτε τις δυνάμεις μου ουτε την ισορροπία μου.
Πιάστηκα απο το μπράτσο του λιγο πριν χάσω την ισορροπία μου και εκείνος χρησιμοποίησε και τα δυο του χέρια για να με βοηθήσει να σταθώ.
- Ελα να κάτσεις.
Είπα και τον οδήγησα στην καρέκλα διπλα απο το κρεβάτι μου.
Εκείνος κάθισε και εγω ξάπλωσα.
- Ευχαριστώ που με βοήθησες. Αν και θα προτιμούσα να με αφήσεις να το κανω.
Είπα και εκείνος χαμογέλασε.
- Ειναι παράδοση πλέον. Εσυ να προσπαθείς και εγω να μην σε αφήνω.
Γέλασε.
- Ο αδελφός μου έφυγε απο το σπιτι. Μετακόμισε στο καινούργιο του διαμέρισμα.
Σχολίασα ξαφνικά και εκείνος κοίταξε προς το μέρος μου.
- Και ειναι αυτός λόγος για να αυτοκτονήσεις;
Ρώτησε και εγω χαμογέλασα πλατιά.
- Δεν προσπάθησα να αυτοκτονήσω για αυτό. Ολα γύρω μου εξελίσσονται και εγω... Εγω μένω στάσιμη με τον Στέφανο και την Πολυξένη να μου γαμαει την ψυχολογία καθε τρεις και λιγο.
Εξήγησα και εκείνος σοβάρεψε.
- Δεν ειναι οτι με χτυπάνε. Ή οτι με βρίζουν -όχι πλέον τουλάχιστον- ειναι απλα σαν να μην υπάρχω. Και αυτο θελω να τους δώσω. Αφου αυτοί συμπεριφέρονται σαν να μην υπάρχω καλύτερα να τους κανω την χάρη. Ποτε δεν με θέλησαν εξάλλου.
Συνέχισα.
Τον ειδα να μετακινείτε στην θέση του, αμήχανα.
- Δεν μπορει να μην υπάρχει κανεις που να νοιάζεται για εσένα. Ο αδελφός για παράδειγμα. Φαίνεται πολυ καλός απο αυτα που μου εχεις πει. Φίλους εχεις; Αγόρι;
- Ο Δημήτρης... Ναι. Το ξερω οτι με αγαπάει αλλα αυτο δεν λεει τιποτα. Ακομα και αν σε αγαπάει κάποιος, αν δεν αγαπάς εσυ τον εαυτό σου...
Απάντησα και εκείνος έγνεψε.
- Ο Δημήτρης είναι το αγόρι σου;
Ρώτησε με ενα σοβαρο ύφος, κομπιαζοντας ομως.
Μα καλα. Απο ολα όσα είπα αυτο κράτησε; Σκέφτηκα και χαμογέλασα.
- Ναι. Αν και του εστειλα ενα πολυ μπερδεμένο μήνυμα πριν αυτοκτονήσω και δεν ξερω τι μπορει να εχει σκεφτεί μεχρι τωρα.
Απαντησα και εκείνος χαμογέλασε για λίγα δευτερόλεπτα.
Μετα ξανα σοβάρεψε και έκλεισε τα μάτια του.
- Δεν σε ξερω πολυ καιρό αλλά... Ειναι κατι που θελω να σου πω.
Ειπε και τον κοίταξα παραξενεμενη.
- Ενταξει... Τι θες να μου πεις;
Ρώτησα.
- Μου αρέσεις Λυδια. Απο την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα.
Ειπε τελειως απρόσμενα.
Δεν φανταζόμουν οτι θα έλεγε κατι τετοιο.
- Μα...
- Δεν σε εχω δει ποτε. Και ουτε πρόκειται. Δεν εχω δει το χαμόγελο σου. Δεν ξερω κάν τι χρώμα μαλλιά εχεις. Αλλα ξερω οτι απο την πρώτη στιγμή η φωνή σου με μάγεψε.
Εξήγησε και χαμογέλασε.
- Θεε μου μπορει να εισαι και μαύρη.
Γέλασε.
Αστειευόταν φυσικα.
Αλλα εγω είχα κολλήσει. Δεν ήξερα τι να πω.
Δεν μου περναγε απαρατήρητος. Ηταν και όμορφο παιδι και νοιαζόταν για εμένα. Αλλα εγω αγαπούσα τον Δημήτρη. Και υπήρχαν ακομα πραγματα που ο Αντρεας δεν ήξερε για εμένα. Οπως γιατι έχασα εκεινη την χρονια.
- Συγνώμη για αυτο. Ήθελα να ξερεις. Αλλα επίσης θελω να ειμαστε και φίλοι.
Εξήγησε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
- Μην φοβασαι. Δεν εχω σκοπό να πάψω να κανω παρέα μαζι σου.
Γέλασα.
Εκείνος χαμογέλασε και σηκώθηκε όρθιος.
- Το επισκεπτήριο τελειώνει σε λίγο. Θα σε δω αυριο.
Ειπε και με πλησίασε.
- Οτι χρειαστείς, θα ειμαι έξω απο το δωμάτιο.
Το χερι του ακούμπησε στην αρχή τα μαλλιά και μετα το πρόσωπο μου.
- Εχεις πολυ απαλό δέρμα.
Ειπε και χάιδεψε το μάγουλο μου.
- ... Ευχαριστω;
- Ναι το ξερω. Περίεργο κοπλιμέντο.
Μονο αυτό μπορω να καταλάβω ομως.
Ειπε χαμογελώντας πλατιά.
- Κοιτα να ξεκουραστείς.
Προειδοποίησε και έφυγε με αργα, προσεχτικά βήματα.
I will set my soul on fire. What have I become?
~Ode to sleep~
~Twenty one pilots~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top