⚫️Κεφαλαιο 16
_________________________________
Τετάρτη αποτυχημένη προσπάθεια:
Σημαντική απώλεια αίματος
_________________________________
- Λοιπόν. Μην με ξεχάσεις.
Παρακάλεσα τον Χρήστο που με κοίταξε χαμογελώντας.
- Εσένα; Ποτέ.
Ειπε και με αγκάλιασε σφιχτά.
Πριν με αφήσει, μου έδωσε ενα φιλί στο μέτωπο και ψυθίρισε στο αυτί μου.
- Ότι και αν χρειαστείς... Ξερεις που να με βρεις.
Εγω έγνεψα και του χαμογέλασα.
Έσκυψε με αργές κινήσεις και σήκωσε την βαλίτσα του. Με κοίταξε και έγνεψε και αυτός.
Έπειτα ομως γύρισε στους γονείς μου.
- Ευχαριστω για την φιλοξενία Στέφανε, Πολυξένη.
Ειπε και τους έσφιξε τα χέρια.
Εκείνοι δεν απάντησαν. Ο Στέφανος χαμογέλασε και η Πολυξένη συνέχισε να τον κοιτάει σαν χαμένη αγελάδα.
Τον ειδα να απομακρύνεται με γρήγορα βήματα ώσπου έχωσε την βαλίτσα στο πορτ παγκαζ του αυτοκινήτου του.
- Θα σας δω σύντομα.
Φώναξε και μπήκε στο αυτοκίνητο του.
- Εμένα όχι...
Μουρμούρισα κοιτάζοντας τον να φεύγει.
- Καλα ηταν όσο κράτησε. Στις δουλειές μας τώρα.
Ειπε η Πολυξένη "σέρνοντας" τον Στέφανο στο εσωτερικό του σπιτιού.
Κοίταξα τριγύρω ξεφυσώντας δυνατά.
Κάθισα στο σκαλάκι μπροστα απο την πόρτα και κοίταξα τον κήπο. Δεν υπήρχαν πολλά λουλούδια, κυρίως δέντρα ενώ ο καυτός ήλιος έμοιαζε να γυαλίζει τα καλοσχηματισμένα πράσινα φύλλα τους.
Έφερα τα χέρια μπροστά απο τα πόδια μου και άρχισα να επεξεργάζομαι τα δάχτυλα μου. Έπειτα τους καρπούς μου και προσπάθησα να ακολουθήσω με τα μάτια την πορεία που χάραζαν οι φλέβες μου.
Ήρθε η ώρα. Σκέφτηκα και σηκώθηκα πάνω με ενα καταθλιπτικό χαμόγελο στα χείλη.
Τώρα τίποτα δεν θα με σταματήσει.
Μπήκα στο σπιτι και ξεκίνησα να ανεβαίνω τις σκάλες μεχρι το δωματιο μου.
Ήταν ολα τόσο ήρεμα. Το κρεβάτι μου στρωμένο τέλεια και το γραφείο μου συμμαζεμένο. Η τσάντα μου στην ντουλάπα και τα άπλυτα στην θέση τους.
Αχ κυρία Μαρία... Σκέφτηκα και ξάπλωσα στο κρεβάτι.
Οταν ήμουν μικρή συνήθιζε να μου φέρνει πρωινό, με ξύπναγε με ενα απαλό χάδι και αρκετα γαργαλητά. Άνοιγα τα μάτια μου γελώντας και εκεινη μου έλεγε χαρακτηριστικά: "Ξύπνα πριγκίπισσα. Κάποιος περιμένει μα ανυπομονησία να σε δει να χαμογελάς.".
Οταν γύρισα απο το νοσοκομείο ολα άλλαξαν. Δεν γελούσα πλέον και μετα απο κάποιο καιρό σταμάτησε να με επισκέπτεται. Ηθελε να μου δώσει χώρο υποθέτω. Ισως να της το έκοψε η μητέρα μου. Ποιος ξερει...
Έφερα το κινητο μπροστα απο το πρόσωπο μου και πληκτρολόγησα ενα μήνυμα στον Δημήτρη.
Σ'αγαπώ. Αλλα δεν ειναι αρκετό.
Πάτησα αποστολή και πέταξα το κινητο πιο διπλα.
Δεν άκουσα καποια απάντηση να έρχεται, δεν ήθελα εξάλλου.
Ή μάλλον ήθελα. Βαθιά μεσα μου ήθελα κάποιος να με σταματήσει.
Τωρα δεν θα μπορούσε κανεις, ουτε κάν ο Αντρεας που τα ειχε καταφέρει τις προηγούμενες τρεις φορές.
Σκέφτηκα πολλα πραγματα εκεινη την τελευταία ωρα.
Τον Χρήστο, Τον Αντρεα, ακομα την Πολυξένη και τον Στέφανο.
Τουλάχιστον έκανα σε κάποιον χάρη.
Με αυτες τις σκέψεις σηκώθηκα σαν υπνωτισμένη και σύρθηκα μεχρι το μπανιο.
Πηρα ενα ξυράφι που είχα αγοράσει καιρό πριν και ξάπλωσα ξανα στο κρεβάτι μου.
Αν κόψω οριζόντια θα ειναι πιο εύκολο να με σώσουν αν με βρουν έγκαιρα και το αίμα θα κανει ωρες να φύγει όλο. Αν ομως κόψω κάθετα θα κόψω μεγαλύτερο μέρος του χεριού μου και θα χάσω αίμα πολυ πιο γρήγορα.
Σκέφτηκα και πηρα μια βαθιά ανάσα.
Αχ θεε μου αυτο θα πονέσει...
Χάραξα οπως το σκέφτηκα. Κατα μήκος της φλεβας και πόνεσε στα αλήθεια πολυ. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή και μετα απο λιγο φάνηκα να ηρεμώ.
Ώσπου η πόρτα χτύπησε και μπορούσα μονο να γυρίσω να κοιτάξω.
- Λυδία είσαι εδω;
Ρώτησε ανοίγοντας την πόρτα και ετσι ξεκίνησαν να ακούγονται γαβγίσματα.
Αντρεα... Σκέφτηκα.
- Τι κανεις εδω;
Ρώτησα λαχανιασμένη.
- Ήρεμα Αλεξ. Ήθελα να σε δω. Είχα καιρό να ακούσω νέα σου.
Απάντησε συγκρατώντας τον σκύλο.
- Αντρεα... Έκοψα τις φλέβες μου στο ενα χέρι. Γι'αυτο γαβγίζει ο Αλεξ.
Σχολίασα ψύχραιμα.
- ΤΙ;;
Σχεδόν φώναξε.
- Ηρέμησε και καθησύχασε τον σκύλο.
- Πως να ηρεμήσω;
Ρώτησε και με πλησίασε τρέχοντας.
Ακούμπησε το κρεβάτι άγαρμα και έπεσε στα γόνατα.
- Μην ακουμπάς την πληγή. Ουτε εγω πρεπει, μπορει να μολυνθεί.
- Ασε με να το κανω Αντρεα...
Ψιθύρισα.
Σηκώθηκε απο διπλα μου και άρχισε να χτυπιέται πάνω στους τοίχους.
- Τι κανεις;
- Ψάχνω να βρω την ντουλάπα. ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ;
Φώναξε και εγώ έδειξα διπλα του.
Γαμωτο.
- Δεξιά σου.
Είπα και τον ειδα να ανοίγει την ντουλάπα.
Πέταξε κάμποσα απο τα φορέματα μου κατω ώσπου τράβηξε μια μπλούζα.
Έτρεξε προς τα εμένα και στην διαδρομή έπεσε κατω. Σηκώθηκε ομως γρήγορα και ξανα γονάτισε διπλα μου.
- Το χέρι σου. Τωρα.
Διέταξε και του έδωσα το χέρι μου.
Τύλιξε σφιχτά και με αγαρμπες κινήσεις την μπλούζα.
- Θα σε παω στο νοσοκομείο.
Ανακοίνωσε και εγω τον έπιασα απο το χέρι τραβώντας τον.
- Οχι... Οχι στο νοσοκομείο. Ξερεις τι με περιμένει αν με σώσουν; Χιλιάδες ψυχολόγοι και γκρουπ ψυχανάλυσης.
Τον παρακάλεσα και φάνηκε να το σκέφτεται.
- Τοτε παμε σπιτι μου. Οι γονεις μου ειναι γιατροί.
Ανακοίνωσε και με τράβηξε να σηκωθώ.
Με το ζόρι περπατούσα και τα μάτια μου έκλειναν.
- Μην κλείνεις τα μάτια σου. Εχουμε δρόμο μπροστα μας.
Κατεβήκαμε τις σκάλες με πολυ προσπάθεια και τον Αλεξ να μας ακολουθεί.
Ανοίξαμε την πόρτα και βγήκαμε έξω πριν μας δει ο οποιοσδήποτε.
- Ο φύλακας.
- Ο φύλακας τι;
- Θα μας δει...
Είπα καθώς περπαταγαμε.
Ή μάλλον καθώς τρέχαμε.
- Θα τον απασχολήσει ο Αλεξ.
Απάντησε και χάιδεψε το κεφάλι του σκύλου.
Οταν φτάσαμε κοντά στον φύλακα ο Αντρεας με άφησε να καθίσω κατω και χάιδεψε τον Αλεξ.
- Δεν πρεπει να μας δει, Αλεξ. Θελω να πας να του κανεις γλύκιες. Ξερεις εσυ.
Ειπε και χαμογέλασε στον σκύλο δείχνοντας του το φύλακα.
Μετα απο λίγο ο φύλακας χάιδευε τον Αλεξ και ηταν γυρισμένος προς τα δεξιά, κοιτώντας τον δρόμο.
Ετσι, ο Αντρεας ήρθε και με βοήθησε να σηκωθώ.
- Κουράγιο.
Ειπε και εγω έγνεψα αδύναμα.
Φύγαμε προς τα αριστερα με κατεύθυνση το σπιτι του. Οταν πλέον χαθήκαμε απο το οπτικό πεδίο του φύλακα είδαμε τον Αλεξ να τρέχει πισω μας.
- Μπραβο.
Χαμογέλασε ο Αντρεας περήφανα.
Μετα απο λιγο φτάσαμε και εγω ήμουν υπερβολικά πολυ κουρασμένη.
Άνοιξε την πόρτα με εμένα κολλημένη στο πλευρό του και άρχισε να φωνάζει.
- ΜΑΜΑ. ΜΠΑΜΠΑ. ΒΟΗΘΕΙΑ.
Και με βοήθησε να καθίσω στον καναπέ.
Πρώτα ήρθαν δυο μικρά κοριτσάκια.
- Αντρεα; Ποια ειναι αυτη;
Ρώτησε το ενα με γουρλωμένα μάτια.
- Αφροδίτη, Σοφία. Στα δωμάτια σας. Τώρα.
Τους φώναξε και αυτα έδειξαν τρομαγμένα.
- Θα γινει καλα;
Ρώτησε το αλλο που με πλησίασε λιγο πιο πολυ.
- ΕΙΠΑ-
Πήγε να πει και εγω τον σταμάτησα.
- Θα ειμαι μια χαρα. Πρεπει ομως να πάτε στα δωμάτια σας οπως ειπε ο αδελφός σας.
Τους είπα με ενα πλατύ χαμόγελο και εκείνες έφυγαν τρέχοντας.
Δευτερόλεπτα μετα ήρθαν αυτοί που υπέθεσα οτι ηταν οι γονεις του.
- Αντρεα τι...
Ρώτησε η μητέρα του τρέχοντας διπλα μας.
- Δεν εχω καιρό να εξηγήσω. Σε παρακαλω βοήθησε την.
Τους παρακάλεσε και εκείνοι εγνεψαν.
Ηταν τελειως ήρεμοι αλλα εμένα τα μάτια μου άρχιζαν να κλείνουν.
- Προσπάθησε να μείνεις ξύπνια.
Ειπε ο πατέρας του όσο η μητέρα του έτρεχε να βρει βελόνα για τα ράμματα.
- Εισαι φιλη του Αντρέα;
Ρώτησε όταν τον έκλεισαν έξω απο το σαλόνι.
- Ναι. Υποθέτω...
Σχολίασα κοιτώντας το χέρι μου.
- Φαίνεται να νοιάζεται για εσένα.
- Ετσι φαίνεται...
Μουρμούρισα κλείνοντας τα μάτια μου μονο για λίγα δευτερόλεπτα.
POV Αντρέα
Ηταν μεσα με τους γονεις μου και εγω κλεισμένος στον διάδρομο να περιμένω.
Δεν μπορούσα να δω ή να ακούσω κατι.
Μπορούσα μόνο να μυρίσω το αίμα.
Ειναι τόσο ηλίθια. Βλαμμενη. Χαζη. Αχάριστη. Την έβριζα και δάκρυα κυλούσαν στα μάτια μου.
Κάθισα στο πάτωμα διπλα στις σκάλες και σκούπισα τα δάκρυα μου.
Την ήξερα ελάχιστα και έκλαιγα κυριολεκτικά για την βλακεια στο εγκέφαλο της.
Να αυτοκτονήσει. Πραγματικά. Γιατι; Γιατι ειναι τόσο χαζη ώστε να νομίζει οτι κανεις δεν νοιάζεται για αυτή; Οτι μετα απο αυτο δεν θα επηρεαστεί κανένας άλλος;
Άκουσα την πόρτα να ανοίγει και να κλείνει.
- Μαμα; Μπαμπά;
Ρώτησα και βιάστηκα να σηκωθώ.
Γλίστρησα αλλα τα κατάφερα.
- Εγω ειμαι. Ηρέμησε.
Άκουσα την φωνή του Αχιλλέα.
Του πατέρα μου.
- Πως είναι; Τα καταφέρατε;
Ρώτησα και εκείνος έμεινε σιωπηλός για λίγη ωρα.
- Σταματήσαμε την αιμορραγία αλλα δεν ειναι αρκετό. Χρειάζεται αίμα.
Εξήγησε με μια εξωπραγματική γαλήνη.
- Αν παμε στο νοσοκομείο θα γινει χαμός. Θα την κυνηγάνε οι δημοσιογράφοι και οι ψυχολόγοι. Θα γίνουν ολα χειρότερα.
Μουρμούρισα αρκετα δυνατα για να με ακούσει.
- Δεν γίνεται να μην παμε Αντρεα. Θα πεθάνει αν δεν γινει μετάγγιση τωρα αμεσως.
Απάντησε και εγω έγνεψα καταλαβαίνοντας.
Δεν επρεπε να πεθάνει.
- Εχω ανθρώπους που θα μας βοηθήσουν να περάσουμε απαρατήρητοι. Και θα πουμε οτι η μητέρα σου ειναι η ψυχολόγος της και οτι ολα ειναι υπό έλεγχο. Δεν θα μας πιστέψουν αλλα θα μας αφήσουν στην ησυχία μας.
Εξήγησε ακουμπώντας με στον ώμο.
- Ευχαριστω...
- Δεν ξερω ποια ειναι αυτη η κοπελα. Αλλα χρειάζεται ψυχολογική υποστήριξη. Άμεσα.
Εμένα χρειάζεται... Σκέφτηκα σκύβοντας το κεφάλι.
Αν μπορούσε κάποιος να την σταματήσει, αυτός ήμουν σίγουρα εγω.
Εγώ δεν μίλησα για θαύματα δεν είπα.
Δεν σου στάθηκε κανένας πιο πολύ.
~Εγω σ'αγάπησα εδω~
~Ελένη Τσαλιγοπουλου~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top