⚫️Κεφαλαιο 12

- Χάρηκα που σε γνώρισα καλύτερα.
Σχολίασε οταν τα βήματα μας, μας έφεραν μπροστα απο το σπιτι μου.

Με συγκοινωνίες και πολυ περπάτημα, κουβέντα και χαμόγελα, είχαμε φτάσει στην γειτονιά μας και η ωρα ειχε περασει πολυ.

- Και εγω. Να το ξανα κανουμε.
Απάντησα εύθυμα και έσκυψα.

Χάιδεψα τον Αλεξ και του χαμογέλασα γλυκά.

Όταν σηκώθηκα, ο Αντρεας έψαχνε με το βλέμμα του εμένα.

- Χάιδευα τον Αλεξ.
Εξήγησα και εκείνος χαμογέλασε.

- Δεν εχω αναπτύξει όλες τις αισθήσεις μου στο έπακρο ακομα.

- Να σε ρωτήσω κατι;
Είπα και φάνηκε οτι δεν το περιμενε.

- Τι...Τι έγινε με την κοπελα σου;
Ρώτησα και ξαφνιάστηκα με την ερώτηση μου.

Δεν ήμουν σίγουρη γιατι ρωτούσα. Απλή περιέργεια, υπέθεσα.

Εκείνος χαμογέλασε αδύναμα και έκανε δυο βήματα πιο μακριά.

Πριν να φύγει γύρισε και με κοίταξε.

- Ειπε οτι δεν μπορει να διαχειριστεί αυτη την καινούργια κατάσταση και με χώρισε. Εγωιστικό. Δεν νομίζεις;
Ρώτησε χωρις να περιμένει απάντηση και ξεκίνησε να κατηφορίζει τον δρόμο μαζι με τον Αλεξ.

Χαμογέλασα ικανοποιημένη. Οχι με το οτι η κοπελα του τον χώρισε αλλα με το όμορφο απόγευμα που μου ειχε χαρίσει. Ειχε καταφέρει να αποσπάσει το μυαλό μου απο την αυτοκτονία και για λίγα λεπτα ήμουν χαρούμενη για αυτο.

Μονο για λίγα.

- Λυδία; Πάμε μέσα, σε περίμενα.
Ακούστηκε η φωνή του Χρήστου απο πιο πισω.

Γύρισα να τον κοιτάξω και χαμογέλασα.

Στέκοταν στην πόρτα του κήπου και κοιτούσε προς την μεριά που έφυγε ο Αντρεας.

- Έγινε κατι;
Ρώτησα πλησιάζοντας τον.

- Πρεπει να μιλήσουμε.
Απάντησε σοβαρά.

Περπατήσαμε σιωπηλοί μεχρι το σπιτι, το σαλόνι και το δωματιο μου ώσπου έκλεισε την πόρτα.

- Με τρομάζεις.
Γέλασα ενώ εκείνος ήρθε και στάθηκε μπροστα μου.

- Έψαξα το ντουλάπι του γραφείου σου για να βρω στιλό και τελικά βρήκα κατι αλλο.
Ειπε και εγω άρχισα να πανικοβάλομαι.

Το μυαλό μου πήγε στην λίστα. Σίγουρα την ειχε βρει και δεν του αρεσε η ιδέα του να αυτοκτονήσει η μικρή του αδελφή.

- Πρεπει να σου εξηγήσω...
Χαμογέλασα αδύναμα και ξεκίνησα να λεω.

- Να μου εξηγήσεις τι; Βρήκα κοκαΐνη στο συρτάρι της μικρότερης αδελφής μου. Ειμαι το λιγότερο έξαλλος.
Απάντησε και εγω έμεινα να τον κοιτάζω σαν χαμένη.

Ξαφνικά, ξέσπασα σε γέλια. Σταμάτησα μόνο οταν εκείνος άρχισε να νευριάζει και η κοιλιά μου πλέον πονούσε.

- Γιατι γελάς;
Ρώτησε σοβαρά.

Σκούπισα τα δάκρυα απο τα μάτια μου και του χαμογέλασα.

- Δεν εχεις να ανησυχείς για τιποτα.
Τον καθησύχασα πλησιάζοντας τον.

- Μα εχεις δικιο. Πως δεν το σκέφτηκα νωρίτερα;
Ρώτησε σαρκαστικά.

- Μην εισαι ετσι. Η κακαΐνη μονο να με σκοτώσει δεν μπορει.
Απαντησα και τοτε γέλασε εκείνος.

- Συγνωμη αλλα κατι χιλιάδες άλλοι νεκροί έφηβοι λένε το αντίθετο.
Διαφώνησε εξοργισμένος.

- Εντάξει, λοιπον, άκου. Εχω να πάρω ναρκωτικά εδω και πολυ καιρό. Μην ανησυχείς. Μπορω να ελέγξω τον εαυτό μου.
Τον καθησύχασα και κάθισα πισω στο κρεβάτι μου.

- Τα ναρκωτικά ειναι εξάρτηση.

- Δεν ειμαι εξαρτημένη στα ναρκωτικά Χρήστο. Σε κατι αλλο ειμαι.
Μουρμούρισα.

- Δηλαδή;

- Ξεχνά το.
Αντιμιλησα κοιτώντας αλλού.

- Γιατι το κανεις αυτο;
Ρώτησε και κάθισε διπλα μου.

Ειχε το κεφάλι του σκυμμένο και δεν με κοίταζε στα μάτια.

- Εχεις ξεχάσει πως ειναι να ζεις με την Πολυξένη και τον Στέφανο.
Σχολίασα και μονο τοτε με κοίταξε.

- Δεν εχω ξεχάσει τιποτα. Και μετανιώνω, τωρα πιο πολυ απο ποτε, που έφυγα και σε άφησα εδω.
Απάντησε παίρνοντας με στην αγκαλιά του.

- Λοιπον αυτο δεν μου λεει τιποτα. Ειμαι ανήλικη και δεν μπορούσες να με πάρεις μακριά. Απο την άλλη ήθελες να ξεφύγεις απο αυτη την ζωη. Το καταλαβαίνω.
Εξήγησα και με κοίταξε στα μάτια.

- Αλλα, σε παρακαλώ, μην μου κανεις κήρυγμα για το πως ζω την ζωη μου. Δεν ειναι δα και τόσο σημαντική.
Συνέχισα, ψιθυρίζοντας την τελευταία πρόταση.

Με έσφιξε στην αγκαλιά του και φίλησε το μέτωπο μου.

- Συγνωμη...
Ψέλλισε και απομακρύνθηκε με ηρεμία.

Άφησα τον εαυτό μου να ξεχάσει οτι ηταν διπλα μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου κοιτώντας την μορφή του.

Αγαπούσα τον αδελφό μου πιο πολυ απο όλους και ηταν απο τα λίγα ατομα που θα μου έλειπαν αν έβρισκα το κουραγιο να κανω αυτο που ήθελα.

Μετα απο λίγο, μου χάρισε ενα πλατύ χαμόγελο και βγήκε απο το δωμάτιο πριν τον παρακαλέσω να μείνει.

Ετσι και εγω, με δυσκολία σηκώθηκα απο το κρεβάτι και έψαξα μεσα στο συρτάρι για την λίστα μου.

Οταν ομως την βρήκα, άρπαξα ενα στύλο και κάθισα στο κρεβάτι μου.

Την διαβασα γρήγορα ώσπου βρήκα αυτο που έψαχνα και έβαλα ενα τικ διπλα απο την λέξη "πνιγμός".

Δίπλωσα ξανα την λίστα και την άφησα στο κομοδίνο μου. Εκει, λιγο πιο διπλα απο το ξυπνητήρι μου, ηταν και το κινητο μου.

Το σήκωσα να δω την ωρα -ποιος κοιτάει τα ρολόγια πλέον;- και προς μεγάλη μου έκπληξη, είχα 10 αναπάντητες κλήσεις και 4 μηνύματα απο τον Δημήτρη.

Γιατί δεν το σηκώνεις;

Διαβασα την εφημερίδα. Ειδα το άρθρο. Εισαι καλα;

Ανησυχώ. Πάρε με τηλέφωνο οταν μπορέσεις.

Πέρασα απο το σπιτι σου και μου άνοιξε ο αδελφός σου. Ειπε οτι δεν ξερει που εισαι. Απο τοτε ψάχνω να σε βρω.

Διαβασα τα μηνύματα του και έσπευσα να τον πάρω τηλέφωνο.

Μόλις δυο φορές πρόλαβε να χτυπήσει και άκουσα την ανήσυχη φωνή του.

- Λυδια; Μα που εισαι γαμω το κέρατο μου;
Ρώτησε εκνευρισμένα.

- Συγνώμη. Είχα παει να κανω μια βόλτα και ξέχασα το κινητο στο σπιτι.
Απολογήθηκα κοιτάζοντας την ωρα ξανά.

Ηταν 1 το βραδυ και μπορούσα να ακούσω ακομα και την φασαρία που έκανε το αυτοκίνητο του στον δρόμο.

- Εσυ που εισαι;
Ρώτησα και για λιγο δεν πηρα απάντηση.

- Κανω βόλτες στα βόρεια προάστια προσπαθώντας να σε βρω.
Απάντησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε.

- Εγω ειμαι σπιτι. Θα έρθεις;
Ρώτησα και δεν πηρα απάντηση.

Μου το έκλεισε στα μούτρα.

Ηταν οντως θυμωμένος.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι και έμεινα να κοιτάζω το ταβάνι.

Σκεφτόμουν αν επρεπε να του πω για αυτο το απόγευμα με τον Αντρεα. Είχα περασει πολυ ωραια αλλα δεν μπορούσα να μοιραστώ τα παντα με τον Δημήτρη. Πως θα του ελεγα οτι γνώρισα τον αντρεα, για παράδειγμα; Δεν ήξερε οτι ήθελα να αυτοκτονήσω.

Αποφάσισα να μην πω τιποτα. Ο Αντρεας έβγαζε απο μεσα μου μια θέληση για ζωη και ταυτόχρονα μια επιθυμία για παραίτηση.

Ήθελα να κόψω τις φλέβες μου και ταυτόχρονα να βγω εκει έξω και να αγαπήσω. Οχι κάποιον άνθρωπο αλλα την ιδια την ζωη. Να αγαπήσω τον εαυτό μου, να πάρω απόφαση οτι αξίζω πολλα παραπάνω απο οτι νομίζω.

Αλλα δεν είχα ουτε κουράγιο, ουτε όρεξη, για κανενα απο αυτα.

Αρκετή ώρα μετά, η πόρτα του δωματίου μου χτύπησε και εγω σηκώθηκα να ανοίξω απρόθυμα.

Εκει στέκοταν ο Δημητρης που με κοιτούσε με μάτια θολά. Ξενυχτισμένα.

Τον τράβηξα μεσα σιωπηλά και έκλεισα την πόρτα.

- Πως βρέθηκες εδω; Ποιος σου άνοιξε;
Ρώτησα και εκείνος χαμογέλασε.

- Ο φύλακας με ξερει πλέον και δεν χτύπησα την εξώπορτα αλλα την πόρτα της κουζίνας. Μου άνοιξε η κυρία Μαρια.
Εξήγησε με ηρεμία.

Εγω έγνεψα και τον τράβηξα μαζι μου στο κρεβάτι.

Καθίσαμε διπλα διπλα χωρις να μιλάμε.

- Μην μου το ξανα κανεις αυτο.
Σχολίασε και με κοίταξε θλιμμένα.

- Πηγα να τρελαθώ σημερα.
Συνέχισε και τα μάτια του κάρφωσαν τα δικά μου.

- Συγνωμη...
Μουρμούρισα δίνοντας του ενα μεγάλο, αχόρταγο, φιλί.

Το χέρι του έκανε βόλτες πάνω στο κορμί μου και τα πόδια μου έτρεμαν ολο και πιο πολυ.

Με έσπρωξε απαλά προς τα πισω και ξάπλωσα στο κρεβάτι.

Το χέρι του χάιδεψε το πρόσωπο μου, κάνοντας με να χαμογελάσω.

Αρχικά, αφαίρεσε την μπλούζα μου, έπειτα το παντελόνι και μετα τα εσώρουχα μου.

Με κοίταξε απο πάνω μεχρι κατω και τα μάγουλα μου κοκκίνιζαν.

Μετα έβγαλε και τα δικά του ρούχα και ήρθε απο πάνω μου.

Ξεκίνησε να φιλάει τον λαιμό μου, που και που και τα χείλη μου προσπαθώντας να με σωπάσει.

Αυτός ο άνθρωπος ήξερε πως να με κανει να ανεβαίνω στα ουράνια και να με κατεβάζει σε δευτερόλεπτα.

Τα χέρια του χάιδεψαν, τα χείλη του φίλησαν τα στήθη μου και η ηδονή επεκτάθηκε. Στον λαιμό, στα χέρια, στο πρόσωπο και τελικά ανάμεσα στα πόδια μου.

Η ανάσα μου κοβόταν, τα χέρια μου χτύπαγαν το στρώμα και τα δάχτυλα μου μπλέκονταν στα σκεπάσματα.

Προσπάθησα να κρατήσω το στόμα μου κλειστό και τις κραυγές μεσα, σφίγγοντας τα δόντια μου.

Σιγά, σιγά μπήκε μέσα μου και τον άφησα, ετσι απλά, να καθαρίσει και να ξεπλύνει όλες τις "δύσκολες", αγχώδεις και καταθλιπτικές σκέψεις που πίεζαν την ψυχή μου να εγκαταλείψει το σώμα μου.

Σε ευχαριστω για αυτο.

You will never know what I'm thinking of, so won't you say goodnight so I can say goodbye.

~Anathema~
~Twenty one pilots~

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top