⚫️Κεφαλαιο 11
_________________________________
Τρίτη αποτυχημένη προσπάθεια:
Πνιγμός.
_________________________________
Μπλε λιμανάκι, λοιπόν.
Μπορεί να μην είναι όντως λιμάνι αλλά παραλία, και αυτό σίγουρα θα με δυσκολέψει. Σκέφτηκα και παρολ'αυτά πήγα.
Ήταν το κοντινότερο που μπορούσα να βρώ και η ώρα είχε πάει 8 το απόγευμα.
Αυτή η απομονωμένη παραλία αποτελούσε ενα επίγειο παράδεισο και σίγουρα κανείς δεν θα με ενοχλούσε εδώ.
Έβγαλα τα ρούχα μου και τα άφησα λίγο πιο πίσω.
Λένε οτι ο πνιγμός είναι ένας αρκετά γαλήνιος τρόπος για να φύγεις. Στην αρχή κρατάς την ανάσα σου και το μυαλό σου τρελαίνεται θελωντας να πάρει αέρα. Νιώθεις έναν πονο στο κεφάλι και στο σώμα όσο παλεύεις να κρατηθείς στην ζωή. Μετά όμως κουράζεσαι και αφήνεις τον εαυτό σου ελεύθερο, πίνοντας αρκετό νερο ώστε να χάσεις τις αισθήσεις σου και στο τέλος να πεθάνεις.
Οταν γεννιομαστε εχουμε μεγαλύτερη οικειότητα με το νερο παρά με τον αέρα και την γη. Αν λοιπον η φυσική κατάσταση σου ειναι μεσα στο νερο τότε γιατι να μην πεθάνεις και μέσα στο νερο;
Χαμένη στις σκέψεις μου, προχώρησα λίγα βήματα και η στάθμη του νερού ειχε φτάσει τα γόνατα μου.
Έπειτα την μέση.
Μετα το στήθος μου.
Έκλεισα τα μάτια μου και έγειρα το κεφάλι μπροστά, κρατώντας το στο νερο.
Μετα απο καποια δευτερόλεπτα η καρδιά μου χτύπαγε δυνατά και το μυαλό μου μού έλεγε να πεταχτώ έξω.
Προσπάθησα να συγκρατήσω τον εαυτό μου αλλα δεν μπόρεσα.
Κολύμπησα μακριά ακόμα και αν μπορούσα να περπατήσω. Βγήκα έξω και ξάπλωσα στα βότσαλα.
Έπαιρνα βαθιές ανάσες, με δυσκολία.
Αλλα ήμουν αποφασισμένη να ξανά προσπαθήσω.
- Εισαι καλα;
Ρώτησε μια φωνή.
Δεν άνοιξα τα μάτια μου να δω ποιος ηταν. Δεν χρειαζόταν.
- Ο σκύλος μου άρχισε να γαβγίζει και τον έχασα για λιγο. Μετα σε άκουσα να περπατάς και να ανασαίνεις βαριά.
Συνέχισε με ανήσυχη φωνή.
- Ειμαι καλα, Αντρέα.
Απάντησα και άνοιξα τα μάτια μου να τον κοιτάξω.
Ηταν σχεδόν διπλα μου αλλα κοίταζε μπροστα του και οχι κατω, όπου καθόμουν.
- Πάλι εσυ; Να φανταστώ δεν ήρθες εδω για ενα απλό μπανιο. Ε;
Ρώτησε χαμογελώντας πλατιά.
Σηκώθηκα πάνω και έπιασα τα χέρια του. Τον τράβηξα απαλά προς τα κατω και με ακολούθησε πρόθυμα.
Καθίσαμε διπλα διπλα και κοιτάγαμε τα κύματα που έσκαγαν μπροστα μας.
Βασικα εγω κοιτούσα.
- Προσπάθησα αλλά...
- Θέλει πολυ μεγάλη προσπάθεια για να αυτοκτονήσεις έτσι.
Σχολίασε και τον κοίταξα χαμογελώντας.
- Ναι... Το καταλαβα.
Απαντησα χαϊδεύοντας τον σκύλο.
- Πως τον λένε;
Ρώτησα υποθέτοντας οτι θα καταλάβαινε για ποιο πράγμα μιλαω.
- Τον σκύλο μου; Αλεξ.
Απάντησε χαμογελώντας.
Ο Αλεξ, λοιπον, τρίφτηκε στα πόδια του Αντρέα και έγλυψε την γάμπα του.
- Με γαργαλάς, χαζό.
Γέλασε και τέντωσε το χέρι του για να τον χαϊδέψει.
Ο Αλεξ έβαλε το κεφάλι του κατω απο το χέρι του Αντρέα και φαινόταν να ευχαριστιέται τα χάδια του αφεντικού του.
- Τον είχα απο μικρός. Πριν ακόμα τυφλωθώ.
Είπε και κοίταξε προς το μέρος μου.
- Θα ξανα προσπαθήσεις;
Ρώτησε και εγω έγνεψα.
- Ετσι έλεγα... Ομως παντα καταφέρνεις να μου αλλάξεις τα σχέδια.
Απάντησα και εκείνος γέλασε.
- Λοιπον... Εγω λεω να παμε για αυτόν τον καφε. Αφου σου χαλάω τα σχέδια, μπορω να δημιουργήσω νέα. Σωστα;
Ρώτησε και εγω χαμογέλασα πλατιά.
- Ναι, σωστα. Αλλα... Ειμαι μούσκεμα.
Παραπονέθηκα κοιτώντας το σώμα μου που ηταν ακομα βρεγμένο.
- Θα περιμένουμε λιγο να στεγνώσουν τα ρούχα σου ή θα παμε να αλλάξεις.
Απάντησε τελείως φυσικα.
- Δεν φοράω ρούχα. Ειμαι γυμνή.
Εξήγησα γελώντας.
Δεν το ειχα πολυ σκεφτεί οταν έβγαλα τα ρούχα μου. Λες και το μυαλό μου ειχε χαραγμένο στο υποσυνείδητο μου οτι δεν θα τα καταφέρω και θα πρεπει να εχω στεγνά ρούχα.
Λες και βαθιά μεσα μου δεν το ήθελα...
- Αλήθεια; Καποιες φορές, μισώ τον εαυτό μου που ειναι τυφλός.
Γέλασε όπως και εγω.
- Θα περιμένουμε λιγο να στεγνώσω και θα φύγουμε.
Ανακοίνωσα και εκείνος έγνεψε.
- Λοιπον... Δεν πιστεύω να προσπάθησες να ξανα αυτοκτονήσεις χωρις να ειμαι παρόν ετσι;
Ρώτησε χαμογελώντας πλατιά.
- Οχι βέβαια. Εισαι απαραίτητη προϋπόθεση.
Γέλασα και εκείνος έγνεψε ευχαριστημένος.
- Τι κανεις εδω τέλος πάντων;
Ρώτησα κοιτώντας τριγύρω.
- Και πως ειναι δυνατόν να κόβεις βόλτες στην Αθήνα, όντας τυφλός, μονο μαζι με τον σκύλο σου;
Αναρωτήθηκα και εκείνος χαμογέλασε.
Γύρισε προς το μέρος μου και έβγαλε τα γυαλιά του.
- Ο Αλεξ ειναι πραγματικά πολυ καλός οδηγός.
Εξήγησε.
Δεν είχα τι να πω. Η απάντηση του δεν με ικανοποιούσε. Υπάρχουν χιλιάδες κίνδυνοι ακομα και για κάποιον που βλέπει. Ποσο μάλλον για έναν τυφλό.
- Μην το σκέφτεσαι πολυ. Απλά δεν μου αρέσει να βασίζομαι στους άλλους.
Εξήγησε απότομα.
- Μα εισαι τυφλός... Συγνώμη κιολας αλλα ειναι φυσικό να βασίζεσαι στους άλλους.
- Οχι δεν ειναι. Φυσικό να βασίζεται σε άλλους ειναι ενα μωρο. Οχι ενα 19 χρόνο αγόρι. Το να εισαι τυφλός δεν ειναι "φυσικό".
Απάντησε και μου φάνηκε λιγο θυμωμένος.
- Συγνώμη...
Ψέλλισα.
Ξεφύσηξε δυνατά και έγνεψε χαμογελώντας.
- Εγω συγνώμη. Απλά ειναι πολυ συχνό οι άνθρωποι να με βγάζουν απο τα ρούχα μου.
- Ο μόνος που δεν φοράει ρούχα εδω, ειμαι εγω.
Χαμογέλασα πειράζοντας τον.
Ήθελα να ελαφρύνω λίγο το κλίμα και αν έκρινα απο το χαμόγελο του, τα είχα καταφέρει.
- Νομίζω οτι πρεπει να πηγαίνουμε. Εχουμε πολλα να πουμε.
Ειπε και σηκώθηκε όρθιος.
Ο Αλεξ τον ακολούθησε πίστα και στάθηκε διπλα στο αφεντικό του, κοιτάζοντας με όσο ντυνόμουν.
- Ο σκύλος σου ειναι πολυ νευρικός αλλα και φιλικός οταν ειναι διπλα μου.
Σχολίασα και εκείνος γέλασε.
- Δεν ειναι ο μόνος.
- Εγω ειμαι έτοιμη. Παμε;
- Φυσικά.
Απάντησε και ξεκίνησε να περπατάει.
Περπατήσαμε χωρις να μιλάμε μέχρι που αφήσαμε την παραλία πισω μας και τα πόδια μας πάτησαν στην άσφαλτο.
- Που θα παμε για αυτό τον καφε;
Ρώτησα και εκείνος ανασηκωσε τους ώμους του αδιάφορα.
- Ιδέα δεν εχω.
Γέλασε.
- Συγνώμη αλλα δεν εχω όρεξη για καφε.
Ομολόγησα κοιτώντας τριγύρω.
Ηταν μια πολυ ήσυχη γειτονιά παρα το ποσο νωρίς ηταν.
- Να σου πω την αλήθεια... Ουτε εγω. Θα μπορούσαμε ομως να κανουμε καμία βόλτα. Σωστα;
Ρώτησε και εγω έγνεψα.
Ξαχαστηκα. Γαμωτο.
- Ναι! Σωστα...
Συνεχίσαμε να περπατάμε αλλά μιλάγαμε πολυ λιγο. Μονο για να μάθουμε καποια βασικα πράγματα ο ένας για τον αλλο. Κανεις δεν ρώταγε αυτα που ηθελε.
Γιατι εισαι τυφλός;
Γιατι θες να αυτοκτονήσεις;
Έμαθα ομως οτι μέναμε στην ιδια περιοχή. Συγκεκριμένα δυο στενά πιο πέρα. Οτι οι γονεις του ηταν γιατροί και οτι ηταν μόλις 2 χρόνων τυφλός.
- Εχεις αδέλφια;
Ρώτησα ξαφνικά.
Ηταν εντελώς ανούσια ερώτηση αλλα ήθελα να τον μάθω καλύτερα.
- Ναι, εχω. Δύο μικρές δίδυμες αδελφές. 6 χρονων.
Απάντησε χαμογελώντας άχνα.
- Εσυ;
- Και εγω. Έναν μεγαλύτερο αδελφό. 23 χρονων.
Απάντησα χαμογελώντας πλατιά.
- Λοιπον... Θα πας τριτη λυκείου να φανταστώ;
Ρώτησε και εγω δεν μίλησα για λιγο.
Δεν ήθελα να του πω για αυτο το κεφάλαιο της ζωής μου. Οχι ακομα.
- Βασικα οχι. Θα παω δευτερα λυκείου. Έχασα μια χρονια λόγω προβλημάτων υγείας.
Απαντησα μη θελωντας να δώσω έκταση στο θεμα.
Εκείνος έγνεψε και δεν απάντησε.
Δεν ρώτησε.
Ευτυχώς.
- Λεω να κανω εγω την αρχή.
Ειπε ξαφνικά και τον κοίταξα.
- Γιατι θες να αυτοκτονήσεις;
Ρώτησε λιγο απρόσμενα.
POV Αντρέα
- Γιατι θες να αυτοκτονήσεις;
Ρώτησα και θαρώ πως την ξάφνιασα.
Ο Αλεξ διπλα μου περπατούσε ήρεμα. Πιο αργα απο οτι συνήθως αλλα και πιο ελεύθερα. Πιο ξέγνοιαστα. Ειχε καταλάβει οτι η Λυδια έβλεπε και η βοήθεια της ηταν σημαντική για αυτόν.
Για λίγη ωρα έμεινε σιωπηλή. Περίμενα κατι να πει και στο τέλος μίλησε.
- Δεν ειναι ένας και δυο οι λόγοι. Καθε φορα που προσπαθώ, υπάρχει ένας διαφορετικός λόγος.
Εξήγησε πρόθυμα.
- Δηλαδή;
- Την πρώτη φορα που προσπαθησα και σε συνάντησα ηταν γενικα όλη μου η ζωη. Ο λόγος που έχασα αυτόν το ενα χρόνο απο το σχολειο, η αδιαφορία των γωνιών μου σε οτι εχει να κανει με εμένα και καθετί γύρω μου, το οτι δεν ειμαι ικανή για τιποτα και αρκετα καλη για κανεναν... Και αλλα πολλά.
Απάντησε και φαινόταν οτι ηταν δύσκολο να μιλάει για αυτο.
Η φωνή της καθε τόσο έσπαγε αλλα ήξερα οτι δεν έκλαιγε. Μιλούσε για ολα αυτα λες και ηταν κάποιος τρίτος που απλά εξιστορούσε την ζωη μιας 17χρονης με αυτοκτονικές τάσεις. Φαινόταν, ωστόσο, ποσο πονούσε και μια φράση της καρφώθηκε στο μυαλό μου. "δεν ειμαι ικανή για τιποτα και αρκετα καλη για κανεναν".
Γιατι ενα κοριτσι της ηλικίας της να πιστεύει κατι τέτοιο; Ειναι καταθλιπτικό και άσχημο. Δεν ειμαι σίγουρος για την εμφάνιση της αλλα η φωνή της ειναι κατι μαγικό στα αυτιά μου. Εξάλλου ειναι ενα νέο παιδι με όλη την ζωη μπροστα της. Σκέφτηκα. Μου φαινόταν πολυ περίεργο το οτι ηθελε να αφαιρέσει την ιδια της την ζωη. Προσωπικά, ήμουν οπαδός της ζωής.
- Την δεύτερη φορά, στο δρόμο, ηταν επίσης για τους ίδιους λόγους. Απλά τοτε η αδιαφορία της μάνας μου ηταν ακομα πιο έντονη στο μυαλό μου και έτρωγε τα παντα μεσα μου.
Συνέχισε και έκανε μια παύση.
Μια πολυ μεγάλη παύση.
- Την τριτη φορα; Σημερα;
Προσπάθησα να την πιέσω όσο πιο ήρεμα μπορούσα.
- Σήμερα... Την αφορμή έδωσε το άρθρο ενός δημοσιογράφου για την οικογένεια μου και για τα πράγματα που έλεγε για εμένα. Είχα δώσει συνέντευξη και τα εκανα σκατα.
Τόνισε την τελευταία της λέξη.
- Είπες κατι που δεν επρεπε; Κατι εγωιστικό ή κατι τέτοιο;
Ρώτησα.
- Οχι. Απλά άφησα τον εαυτό μου να εκφραστεί πιο ελεύθερα και εκείνος το χρησιμοποίησε εις βάρος μου.
Εξήγησε και με έπιασε απο το χέρι, τραβώντας με προς εκεινη.
- Κολώνα.
Σχολίασε και εγω χαμογέλασα.
- Ευχαριστω. Δεν θα ηταν η πρώτη φορα.
Απαντησα.
Μισούσα τον εαυτό μου που δεν μπορούσα να την δω να χαμόγελα. Το να κανεις κάποιον να χαμόγελα ή και να γέλα ειναι το πιο ωραιο πραγμα στον κόσμο και εγω δεν μπορούσα να το δω.
- Λοιπον... Σου είπα ότι ήθελες να ακούσεις. Σειρά σου.
Είπε και εγω χαμογέλασα πλατιά.
Ναι... Σειρά μου.
POV Λυδιας
- Λοιπον... Σου είπα ο,τι ήθελες να ακούσεις. Σειρά σου.
Σχολίασα και τον ειδα να χαμογελά πλατιά.
- Ειναι πολυ απλό, βασικα.
Απάντησε και έκανε μια μικρή παύση.
- Πριν δυόμιση χρονια περίπου. Μια πολυ όμορφη μέρα, έφυγα απο το σπιτι με το αυτοκίνητο του πατέρα μου. Πήγαινα να πάρω την κοπελα μου απο το σπιτι της για να βγουμε έξω. Εκει, λοιπον, που οδηγούσα χτύπησε το κινητο μου.
Σταμάτησε και χαμογέλασε αδύναμα.
Το μυαλό μου πήγε στο αναμενόμενο.
Σήκωσε το κινητό του, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου απο κατι που άκουσε και έγινε ενα ατύχημα.
- Για να διαψεύσω όσα σκέφτεσαι, σταμάτησα στην άκρη του δρόμου και τοτε σήκωσα το κινητο μου. Δεν εχει σημασία ποιος ηταν. Μίλαγα στο τηλέφωνο οταν είδα ενα αυτοκίνητο να γλιστράει και να έρχεται κατευθείαν πάνω μου. Είχα κανει το λαθος να βγάλω την ζώνη μου ψαχνοντας ένα μπλοκάκι στο ντουλάπι του αυτοκινήτου. Ο άλλος οδηγός έπεσε πάνω μου και το κεφάλι μου χτύπησε με δύναμη στο τζαμί.
Εξήγησε και κοίταξε προς το μέρος μου.
Ήμουν ανυπόφορα σιωπηλή. Δεν είχα τι να πω. Ήθελα να μάθω κι'αλλα. Τι έγινε μετα.
- Έπεσα σε κόμμα για αρκετούς μήνες. Οταν μια μερα ξύπνησα, δεν έβλεπα τιποτα. Ηταν τρομακτικό. Ούρλιαζα στους γιατρούς και στην οικογένεια μου. Έκλεγα και χτυπιόμουν. Μου είπαν...
Ειπε σαν να διάβασε τις σκέψεις μου.
- Οτι ήμουν τυχερός. Οτι περίμεναν να μην ζήσω ουτε μια μερα, ποσο μάλλον να ξυπνήσω απο το κόμμα. Θεώρησα τον εαυτό μου και τυχερό και άτυχο. Εκείνοι δεν ήξεραν πως ειναι να εισαι τυφλός.
Συνέχισε και μετα απο λιγο σταμάτησε.
Μα ποσο χαζή ειμαι; Σκέφτηκα όσο καφτά δάκρυα έτρεχαν απο τα μάτια μου.
Δεν ήξερα γιατι έκλαιγα. Δεν ήμουν συγκινημένη. Απλά έκλαιγα. Χωρις λόγο και αιτία. Ισως σκεφτόμουν ποσο άδικο ηταν αυτο που του ειχε συμβεί.
- Άδικο ε;
Ρώτησε χαμογελώντας ευγενικά αλλα και θλιμμένα.
Πολυ.
Believe me, I'm fine. But I'm lying I'm so very far from fine.
~Fall away~
~Twenty one pilots~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top