33. Μερικά Χρόνια Αργότερα
Η κακομοίρα η προπονητική κούκλα είχε τραβήξει τα πάνδεινα εκείνη τη μέρα! Το σπαθί του Φώτη τη χτυπούσε ανελέητα, καθώς άστραφτε στο φως το ήλιου.
«Έτσι μπράβο! Μην τη λυπάσαι! Δως της να καταλάβει με ποιον έμπλεξε!» φώναζε η Ελένη στον γιο της κάθε φορά που περνούσε, γιατί έπρεπε να επιβλέπει κι άλλους ιππότες.
«Πάρ' τα, βρομερέ Βόρειε!» φώναξε ο νεαρός και έκοψε το κεφάλι της κούκλας.
«Έι! Φώτη! Δεν είπαμε έτσι!» του φώναξε η μητέρα του κι έτρεξε προς το μέρος του.
«Συγνώμη μητέρα, παρασύρθηκα. Μα η κούκλα είναι ντυμένη στα κόκκινα και θυμήθηκα όσα έκαναν οι Βόρειοι τότε, στον πόλεμο που ήσουν κι εσύ. Ο Καθηγητής μας μίλησε για αυτά σήμερα.»
«Έχεις δίκιο, όμως αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Τώρα βασιλεύει στον Βορρά η Αρχόντισσα Στεφανία και τα έχει διορθώσει όλα.»
Έβαλε το χέρι της στον ώμο του και συνέχισε:
«Δεν πρέπει να κρύβεις μίσος στην καρδιά σου ούτε να κρατάς κακία στους εχθρούς. Όπως μας διδάσκει και η θρησκεία μας, πρέπει να συγχωρούμε.»
«Ακόμα κι αν ο εχθρός είναι προδότης;» Η Ελένη αμέσως θυμήθηκε τον Μάρκο, όχι με θλίψη, αλλά επειδή ήταν ο πατέρας του Φώτη κι έπρεπε να του μιλήσει για αυτόν.
«Ναι, γιε μου. Ακόμα και οι προδότες αξίζουν συγχώρεση. Και εγώ κατάφερα να δώσω τη συγχώρεση μου σε έναν από αυτούς στον πόλεμο.»
«Εσύ; Αδύνατον.» απόρησε ο Φώτης.
«Κι όμως. Ήταν ειδική περίπτωση και θέλω να σου μιλήσω για αυτόν.»
«Τότε δεν έχω παρά να σ' ακούσω. Ας πάμε μια βόλτα μετά την προπόνηση.»
«Εντάξει. Αλλά πρώτα θα με βοηθήσεις να επισκευάσω αυτή την κούκλα.» του είπε η Ελένη και γέλασαν.
Ο Φώτης ήταν δεκαπέντε χρονών και η μητέρα του τον προπονούσε για να γίνει Ιππότης, πράγμα που του άρεσε πάρα πολύ. Έως τώρα, ο μικρός θεωρούσε τον Γιλβέρτο πατέρα του και θα ήταν πολύ δύσκολο να αλλάξει έτσι ξαφνικά ό,τι ήξερε. Όμως έπρεπε να μάθει την αλήθεια, όσο σκληρή κι αν ήταν. Ο Γιλβέρτος και η Ελένη είχαν δημιουργήσει μαζί μια ευτυχισμένη οικογένεια, η αγάπη τους δεν είχε σβήσει και είχαν κάνει κι άλλον έναν γιο μαζί, τον Παύλο.
Ο Παύλος ήταν ένα δωδεκάχρονο παιδί με ιδιαίτερα χαρίσματα. Εάν ο πατέρας του θεωρούνταν προφήτης γιατί έβλεπε κοντινό και μακρινό μέλλον, αυτός ο μικρός μάγος είχε μια άλλη ικανότητα: επικοινωνούσε με διάφορες υπάρξεις τις οποίες οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν μπορούσαν να δουν, δαίμονες, καλά ή κακά πνεύματα και φαντάσματα. Μια μέρα μάλιστα, είχε πάει σκεπτικός στην Ελένη και της είπε:
«Μαμά, είδα έναν άντρα χθες που τον λένε Μάρκο (!). Μου είπε πως είναι ο μπαμπάς του Φώτη και επίσης ότι σε αγαπάει και χαίρεται που σε βλέπει ευτυχισμένη.»
Η Ελένη σάστισε ακούγοντας τα αυτά, μόλις συνήλθε όμως κάθισε και του αφηγήθηκε την ιστορία του Μάρκου και γιατί ήταν πατέρας του Φώτη.
«Υποσχέσου μου να μην πεις τίποτα στον αδελφό σου... Θα του τα πω εγώ η ίδια κάποια στιγμή.»
«Μην ανησυχείς, μανούλα. Δεν θα πω σε κανέναν τίποτα.» την καθησύχασε ο Παύλος, που ήταν πολύ ώριμος για την ηλικία του.
Από εκείνη τη μέρα η Ελένη έψαχνε τρόπους να μιλήσει στον Φώτη. Σήμερα θα το έκανε. Το αποφάσισε. Και ύστερα θα τον έπαιρνε και θα πήγαιναν στο Βόρειο Βασίλειο, μήπως καταφέρει και καταλαγιάσει την αντιπάθεια του προς τους Βόρειους, την οποία εκείνος ο ανόητος Καθηγητής είχε το θράσος να καλλιεργεί στις καρδιές των μαθητών του. Όταν έφυγαν απ΄ την Προπονητική Αυλή, πήγαν στο Δάσος.
Θα ήταν το τέλειο μέρος για να του πει την αλήθεια, καθώς αυτός ήταν ο τόπος συνάντησης της με τον Μάρκο.
«Λοιπόν, μαμά; Για πες, τι σχέση είχε εκείνος ο προδότης με εσένα;» ρώτησε ο Φώτης. Η Ελένη πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Όλα ξεκίνησαν πριν από δεκάξι χρόνια, όταν έφυγα από το Μικρό Βασίλειο για να γίνω μια Νότια. Μαζί μου ήταν άλλοι δυο φίλοι μου Μικρονησιώτες, η Τροβαδούρος Ναταλία κι ο Μάγος Σταύρος, καθώς και ένας άλλος που δεν ήταν ακριβώς φίλος μου: ο Έμπορος Λέανδρος Νόβας.»
Του διηγήθηκε περιληπτικά την ιστορία της με τον Σταύρο μέχρι την άδικη εκτέλεση του.
«Ζήτησα απ' το Λόρδο Ντέριο να πάω να τον δω και εκείνος μ' έστειλε με έναν φρουρό, τον Μάρκο, ο οποίος εκτός από φρουρός ήταν και ένας απ' τους καλύτερους πολεμιστές μου. Ο Σταύρος, λοιπόν, εκτελέστηκε στο Τέρας της Δικαιοσύνης, το οποίο τώρα πια καταργήθηκε. Ευτυχώς καταφέραμε να σώσουμε την Ουρανία. Ένιωθα πως η ζωή μου τελείωσε μετά το θάνατο του, όμως χάρη στον Μάρκο κατάφερα να ξανασταθώ στα πόδια μου και να βρω τη χαμένη δύναμη μου.»
«Τον ερωτεύτηκες;» τη ρώτησε ο Φώτης.
Η Ελένη χαμογέλασε μελαγχολικά και απάντησε:
«Ω, ναι... Τον ερωτεύθηκα κι εκείνος ο ίδιο, όμως οι φήμες που υπήρχαν για αυτόν μ' έκαναν στην αρχή να διστάζω.»
«Τι είδους φήμες;»
«Ότι γυρνούσε μ' όποια γυναίκα έβρισκε. Ήταν αλήθεια, όμως μια μέρα μου είπε πως μ' αγαπούσε και πως θα άλλαζε για χάρη μου, γιατί μόνο εμένα ήθελε από εκεί και πέρα στη ζωή του.»
Μετά του περιέγραψε πόσο ευτυχισμένοι ήταν οι δυο τους τον πρώτο καιρό του έρωτα τους, πόσο ασφαλής ένιωθε στην αγκαλιά του, πώς πετούσε η καρδιά του όταν ήταν μαζί...
«Σου ήταν πιστός όμως;» τη ρώτησε κάποια στιγμή ο Φώτης.
«Ναι, φυσικά.» απάντησε η Ελένη. Ο γιος της με το έξυπνο μυαλό του είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι ο Μάρκος ήταν ο προδότης τον οποίο συγχώρεσε, αλλά δεν της το είπε γιατί ήθελε να ακούσει πρώτα την ειλικρινή της αφήγηση.
Στη συνέχεια του μίλησε για το γάμο τους, για τις αμφιβολίες του πατέρα της στις αρχές, για το πόσο ευτυχισμένοι ήταν τους πρώτους μήνες του γάμου τους και μετά...
«Και μετά έμεινα έγκυος.» κατέληξε και τον κοίταξε βουρκωμένη.
«Τι έγινε αυτό το παιδί; Δεν... το γέννησες;»
«Θα έρθω και σ' αυτό το θέμα. Λίγο καιρό μετά την ανακάλυψη της εγκυμοσύνης μου, λοιπόν, άρχισαν τα προβλήματα. Ο Μάρκος εξαφανιζόταν για μέρες χωρίς να μαθαίνω ποτέ που πήγαινε. Οι αμφιβολίες του παππού σου βγήκαν σωστές. Την ίδια περίοδο, εκείνη των τσακωμών και των απουσιών του Μάρκου, οι σχέσεις μας με τον Βορρά πήγαιναν απ΄ το κακό στο χειρότερο και βαδίζαμε προς πόλεμο.»
Σ' αυτό το σημείο, η Ελένη αναστέναξε μελαγχολικά.
«Μια νύχτα, τσακωθήκαμε πολύ άσχημα, ενώ ήμουν στον τελευταίο μήνα της εγκυμοσύνης. Μου είπε λόγια που με πλήγωσαν και ύστερα τα μάζεψε κι έφυγε για πάντα. Την ίδια νύχτα γέννησα, χωρίς εκείνον στο πλάι μου.»
«Μα... αυτό σημαίνει ότι έχω κι άλλον αδελφό ή αδελφή. Εκτός αν...» Ο Φώτης σταμάτησε να περπατάει. «Όχι... Δεν μπορεί... Μη μου πεις ότι αυτό το παιδί... ήμουν εγώ...» έκανε σοκαρισμένος.
«Ακριβώς.» του απάντησε και τα δάκρυα κύλησαν. «Δεν είσαι γιος του Γιλβέρτου. Είσαι γιος του Μάρκου.»
Ο Φώτης δεν έβρισκε λόγια να πει. Μόνο την αγκάλιασε.
«Σε παρακαλώ... Συγχώρησε με, γιε μου.»
«Δεν έχω τίποτα να σου συγχωρέσω, μαμά. Δεν έφταιγες εσύ.» την παρηγόρησε ο γιος της. Έπειτα την οδήγησε σε έναν πεσμένο κορμό δέντρου και κάθισαν.
«Πρέπει να μάθεις όλη την αλήθεια για τον πατέρα σου. Και θα κρίνεις μόνος σου αν θα πρέπει να τον συγχωρέσεις ή όχι.» είπε η Ελένη και σκούπισε τα μάτια της με το μαντίλι της.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε:
«Ο Μάρκος δεν πρόδωσε το γάμο μας, όπως νόμιζα. Ο Δανιήλ είχε υποψίες για πολύ χειρότερα πράγματα, τα οποία βγήκαν σωστά. Μια μέρα που ήμουν σπίτι του, ήρθαν μερικοί κατάσκοποι του και του είπαν όλες τις πληροφορίες που βρήκαν για τον Μάρκο. Ήταν Βόρειος κατάσκοπος. Μετέφερε πολλά μυστικά του βασιλείου μας στη Βασίλισσα Λομπέλια, ανάμεσα σ' αυτά και το μυστικό του Δράκου Νιρέξη. Έτσι έγινε ο πόλεμος. Συγκρούστηκα πολλές φορές μαζί του, αλλά δεν μπορούσαμε να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλον. Μπορεί να ακούγεται τρελό, όμως όσο κι αν προσπάθησα να τον μισήσω δεν τα κατάφερα. Πώς γίνεται άλλωστε, να μισήσεις κάποιον τον οποίο αγαπάς πιο πολύ κι απ' τη ζωή σου;»
Ο Φώτης δεν ήξερε τι να πιστέψει με τα καινούργια δεδομένα που έμαθε. Ποιος ήταν τελικά; Πού ανήκε; Στον Νότο ή στον Βορρά; Μήπως έπαιρνε κι εκείνος τα γονίδια του πατέρα του και γινόταν στο μέλλον προδότης, χάνοντας τον εαυτό του;
«Είμαι ο γιος ενός προδότη...» ψιθύρισε.
«Μην το λες αυτό, σε παρακαλώ. Γιατί ο Μάρκος από ένα σημείο και μετά, μετάνιωσε για ό,τι έγινε επειδή μ' αγαπούσε. Και εσένα σε αγάπησε κι ας μη σε είδε ποτέ.»
«Μιλάς για αυτόν σαν να μη ζει πια. Έπεσε στη μάχη;»
«Ναι. Τον τραυμάτισε κάποιος και λίγα λεπτά μετά, πέθανε στην αγκαλιά μου. Τα τελευταία αυτά λεπτά της ζωής του, μου ζήτησε συγχώρεση κι εγώ του την έδωσα.»
Ο Φώτης, χωρίς να ξέρει γιατί, ένιωσε μιαν αβάσταχτη λύπη για το θάνατο του πραγματικού του πατέρα.
«Δεν τον μισώ.» είπε τελικά. «Δεν πρέπει να μισούμε τους νεκρούς ούτε να τους κρίνουμε, διότι έχουν ήδη κριθεί μετά το θάνατο τους. Θα συνεχίσω να αποκαλώ τον Γιλβέρτο πατέρα, αλλά θα αποδεχθώ και τον Μάρκο ως πραγματικό μου πατέρα, μαζί και την καταγωγή μου. Πες μου όμως, που βρίσκεται ο τάφος του;»
Η Ελένη χάρηκε με τη θετική αντίδραση του και απάντησε:
«Στον Βορρά. Και θα σου πρότεινα, όποτε θες και αν θες, να πάμε ταξίδι εκεί πάνω οι δυο μας, να επισκεφθούμε τον τάφο και να περάσουμε και χρόνο σαν μητέρα και γιος.»
«Δέχομαι. Θα μας κάνει καλό να αλλάξουμε λίγο παραστάσεις. Αύριο κιόλας ας φύγουμε.»
«Αύριο;» ρώτησε έκπληκτη.
«Ναι, γιατί όχι; Μόνο... θα συναντηθώ με την Ερίνα το απόγευμα. Να της πω όσα μου είπες;»
«Ναι. Μπορείς να της τα πεις.» συμφώνησε.
Επέστρεψαν στον Πύργο, όπου ζούσαν όλοι μαζί, πάνω στην ώρα για το μεσημεριανό φαγητό. Καθώς έτρωγαν οι τέσσερις τους, η Ελένη ενημέρωσε τον Γιλβέρτο ότι ο Φώτης έμαθε την αλήθεια.
«Και πώς το πήρες;» ρώτησε ανήσυχος ο Μάγος τον νεαρό Ιππότη.
«Το δέχτηκα, πατέρα. Όμως τα αισθήματα μου για σένα δεν άλλαξαν, μην ανησυχείς. Διότι εσύ είσαι ο πατέρας που με μεγάλωσε.» Ο Γιλβέρτος χαμογέλασε με την απάντηση.
«Όταν παντρευτήκαμε, εσύ ήσουν τριών χρονών.» του εξήγησε η μητέρα του. «Αρκετά μεγάλος για να μιλάς και να αντιλαμβάνεσαι τα πάντα σχεδόν, αλλά πολύ μικρός για να το θυμάσαι ακόμα.»
«Τώρα που το λες... έχω μια ανάμνηση από τότε. Ναι, θυμάμαι το γάμο σας. Έγινε μεγάλη γιορτή και εγώ έπαιζα συνέχεια με την Ερίνα, τον Ευγένιο και τα άλλα παιδιά.»
Ο Γιλβέρτος έδωσε το λόγο στον μικρότερο γιο τους:
«Εσύ τι λες για όλα αυτά, Παύλο;»
«Εγώ το ήξερα για τον Μάρκο. Τον είχα δει.»
«Αλήθεια; Και τι σου είπε;» τον ρώτησε ο Φώτης έκπληκτος.
«Ότι είναι μπαμπάς σου κι ότι αγαπάει εσένα και τη μαμά και χαίρεται που μας βλέπει όλους ευτυχισμένους.» Μόνο αυτά είπε ο Παύλος, γιατί δεν του άρεσε να μιλάει αναλυτικά για τις συνομιλίες του με τις μεταφυσικές υπάρξεις.
«Εγώ και η μαμά θα πάμε στον Βορρά αύριο, να δούμε τον τάφο του Μάρκου.» ανακοίνωσε ο Φώτης ύστερα από λίγο. Ο Γιλβέρτος συμφώνησε.
«Να έρθω κι εγώ;» ζήτησε ο Παύλος.
«Κάποια άλλη φορά, υπόσχομαι να πάμε όλοι μαζί.» είπε η Ελένη. «Όμως αυτό αφορά κυρίως εμένα και τον Φώτη και πρέπει να πάμε μόνοι μας.»
Το απόγευμα, στα ανατολικότερα διαμερίσματα του Παλατιού, η Ερίνα ντύθηκε και ετοιμάστηκε να φύγει. Ο πατέρας της παρασκεύαζε κάποιο φίλτρο εκείνη την ώρα.
«Μπαμπά, φεύγω. Θα πάω βόλτα με τον Φώτη, εντάξει;»
«Εντάξει, αλλά μη γυρίσεις πάλι μετά τις εννιά.» απάντησε ο Δανιήλ.
«Μάλιστα, Αρχικατάσκοπε.» αστειεύτηκε η μικρή. «Όπως διατάξετε.»
«Μιλάω σοβαρά, μικρούλα. Η μάνα σου ανησυχεί. Πες σε αυτό το ρεμάλι τον Φώτη ότι θα βάλω δικούς μου να σας παρακολουθούν.»
Φυσικά, αυτό ήταν επίσης αστείο, διότι ο Δανιήλ αγαπούσε τα παιδιά της «αδελφής του» σαν δικά του παιδιά. Πολλές φορές, του άρεσε να αστειεύεται και να πειράζει τον Φώτη. Εκείνος και ο Παύλος τον φώναζαν «θείο». Όσο για την Ερίνα, εκτός απ' την εκπληκτική ομοιότητα με τον πατέρα της, του είχε μοιάσει απόλυτα και στο χιούμορ.
«Κι εγώ σ' αγαπάω, μπαμπά.» του είπε αντί να συνεχίσει το πείραγμα και τον αποχαιρέτησε με ένα φιλί στο μάγουλο.
Κατέβηκε στον κάτω όροφο, όπου η μητέρα της διάβαζε. Ο αδελφός της, ο Ευγένιος, έλειπε. Πιθανόν να είχε πάει με τους φίλους του να παίξουν εκείνο το καινούργιο παιχνίδι, στο οποίο χωρίζονταν σε ομάδες και κυνηγούσαν μία μπάλα, κλωτσώντας την μόνο με τα πόδια. Η Ερίνα το θεωρούσε χαζό.
Αφού λοιπόν, χαιρέτησε και τη μητέρα της, πήγε και συνάντησε τον φίλο της τον Φώτη.
«Καλώς την.» της είπε. «Θέλεις να πάμε ως την Πόλη με τα πόδια;»
«Ναι, πάμε.» απάντησε η Ερίνα.
Ξεκίνησαν να περπατούν.
«Πώς πήγε η προπόνηση με τη μητέρα σου σήμερα;» τον ρώτησε.
«Μια χαρά, αν εξαιρέσουμε το ότι αποκεφάλισα μια κούκλα. Η δική σου προπόνηση με τον πατέρα σου;»
«Σήμερα είχα παρασκευή φίλτρων. Το βρίσκω πολύ βαρετό μάθημα, όμως ο μπαμπάς μου επιμένει ότι είναι απαραίτητο. Και όταν λέμε φίλτρα, δεν εννοούμε μόνο δηλητήριο, που βάζεις μέσα οτιδήποτε τοξικό και τον στέλνεις κατευθείαν στον άλλο κόσμο τον εχθρό.»
«Ναι βρε, το ξέρω πως το δηλητήριο είναι το πιο εύκολο. Πάντως μεταξύ μας τώρα, το καλύτερο δηλητήριο είναι... το περιεχόμενο του δοχείου ούρησης!» αστειεύτηκε ο Φώτης.
«Μα τι λες τώρα;!» αναφώνησε η Ερίνα και έσκασαν στα γέλια.
Αφού γέλασαν για περίπου μισή ώρα, συνεχίζοντας τα αστεία, ο Φώτης σοβαρεύτηκε και άλλαξε θέμα:
«Αύριο θα πάω ταξίδι με τη μητέρα μου.»
«Αλήθεια; Τυχερέ... Πού θα πάτε;»
«Στο Βόρειο Βασίλειο.» απάντησε ο κολλητός της.
«Στους εχθρούς; Πώς κι έτσι;»
«Οι Βόρειοι δεν είναι πια εχθροί μας. Και ο λόγος για τον οποίο θα πάμε είναι μεγάλη ιστορία, όμως έχουμε ακόμα δρόμο για την Πόλη και προλαβαίνω να στη διηγηθώ.» και της αφηγήθηκε περιληπτικά όλα όσα του είπε η μητέρα του το πρωί.
Η Ερίνα έμεινε έκπληκτη μ' όσα άκουσε.
«Απίστευτο... Δηλαδή, όχι μόνο δεν είσαι γιος του Γιλβέρτου, αλλά...»
«Αλλά ο πραγματικός μου πατέρας ήταν προδότης.» τη συμπλήρωσε ο Φώτης.
«Όχι, δεν θα έλεγα αυτό. Θα έλεγα απλά πως έχει πεθάνει. Μόνο αυτό έχει σημασία. Διότι αν ζούσε θα είχες ακόμα περιθώρια να του μιλήσεις, να ζητήσεις εξηγήσεις... Ενώ τώρα...»
«Αύριο που θα πάω στον τάφο του θα του αφήσω ένα σημείωμα με όσα θέλω να του πω με την ελπίδα ότι θα τα διαβάσει. Ανάμεσα σε αυτά, θα του γράψω ότι τον συγχωρώ, αφού τον συγχώρησε και η μητέρα μου.»
«Αυτό νομίζω θα είναι το καλύτερο για την ψυχή του.» συμφώνησε η φίλη του.
Η επόμενη μέρα, εκείνη της αναχώρησης, έφτασε. Μητέρα και γιος ξεκίνησαν από νωρίς το πρωί με δύο άλογα, μπόλικο νερό και ο καθένας πήρε και το σπαθί του μαζί για ασφάλεια, γιατί σε κάποια δάση του Κέντρου υπήρχαν ληστές. Φαγητό δεν πήραν μαζί τους, γιατί θα έκαναν στάσεις σε μερικά χωριά του Κέντρου και σε κάποιο από αυτά θα γευμάτιζαν.
Ξεκίνησαν λοιπόν και σε λίγο έφτασαν στα σύνορα και τα πέρασαν. Μπροστά τους απλώθηκε η Νότια Πεδιάδα. Κάλπασαν στο Τελευταίο Δάσος, μπήκαν μέσα σ' αυτό και το διέσχισαν με αργό καλπασμό, για να απολαμβάνουν συγχρόνως την ομορφιά του τόπου, τα πουλιά που κελαηδούσαν στα δέντρα από πάνω τους, τα λουλούδια που άνθιζαν, όλες τις ομορφιές της Άνοιξης. Έκαναν στάση για νερό, για ξεκούραση και για να βοσκίσουν τα άλογα τους.
«Όποτε κοιτάζω εσένα, βλέπω στα μάτια σου τον Μάρκο.» του είπε η Ελένη.
«Του μοιάζω;» θέλησε να μάθει ο Φώτης.
«Μόνο στα μάτια, και ας έχουν διαφορετικό χρώμα. Έχεις το ίδιο βλέμμα.»
«Κατά τα άλλα όμως, όλοι μου λένε πως είμαι ίδιος εσύ, αλλά στο πιο καστανό.» είπε ο καστανόξανθος νεαρός και ενδόμυχα, άθελα του ευχήθηκε να μη μοιάσει και στα λάθη στον πατέρα του.
Σύντομα έφυγαν πάλι και μετά από λίγες ώρες βγήκαν απ' το Τελευταίο Δάσος. Μπροστά τους απλώθηκαν τα καταπράσινα λιβάδια και οι λόφοι του Κεντρικού Βασιλείου. Εκεί άφησαν τα άλογα τους να τρέξουν με όση ταχύτητα ήθελαν, νιώθοντας και οι ίδιοι τον αέρα στα μαλλιά τους να τους αναζωογονεί. Η Ελένη ήταν χαρούμενη. Δεν ζητούσε τίποτα άλλο απ' τη ζωή. Είχε μια υπέροχη οικογένεια, έναν άντρα που τη λάτρευε και επιτέλους μπορούσε πλέον να λέει την αλήθεια στον γιο της για τον Μάρκο χωρίς να ντρέπεται ή να στενοχωριέται.
«Γιούχου! Πετάω!» φώναξε κάποια στιγμή ο Φώτης.
Η Ελένη γύρισε και τον είδε να έχει ανοίξει τα χέρια του οριζόντια, σαν φτερά.
«Φώτη, πρόσεχε!» του φώναξε, γιατί νόμισε πως θα έπεφτε. Όμως ο γιος της ήταν εξαιρετικός καβαλάρης με τέλεια ισορροπία. Σύντομα έφτασαν σε ένα χωριό λίγο έξω απ' την Πρωτεύουσα. Σταμάτησαν σ' ένα πανδοχείο και ένας σταβλίτης τους πήρε τα άλογα για να ξεκουραστούν. Μόλις ο πανδοχέας έμαθε ότι έρχονταν από τον Νότο, άνοιξε η καρδιά του!
Τους έστρωσε τραπέζι και τους σέρβιρε όλες τις σπεσιαλιτέ του μάγειρα. Δεν τους άφησε να φύγουν χωρίς να φάνε και γλυκό μετά! Ο Φώτης αστειεύτηκε πως είχε φάει τόσο πολύ, ώστε είχε βαρύνει και το κακόμοιρο το άλογο του δεν θα μπορούσε να τον κουβαλήσει! Όμως έπρεπε να συνεχίσουν αν ήθελαν να φτάσουν στον Βορρά πριν νυχτώσει. Ταξίδεψαν μέχρι το απόγευμα και μετά έκαναν στάση σε ένα άλλο χωριό, χτισμένο σ' ένα λόφο με εκπληκτική θέα.
Έφυγαν κι από εκεί πριν αρχίσει να δύει ο ήλιος, πέρασαν το Πρώτο Δάσος ή αλλιώς Βόρειο Δάσος, την πεδιάδα του Γκρεμού και τέλος τη γέφυρα και μπήκαν στο Βόρειο Βασίλειο. Ο Φώτης δεν είχε ξαναπάει ποτέ εκεί και κάθε τι νέο και διαφορετικό από το δικό τους βασίλειο του έκανε εντύπωση. Στο μεταξύ, είχε σχεδόν βραδιάσει και αποφάσισαν να μείνουν σε κάποιο πανδοχείο κοντά στο Νεκροταφείο, για να πάνε την επομένη το πρωί κι έτσι να τους μείνει κι άλλος χρόνος για να «εξερευνήσουν» κι άλλο το βασίλειο.
Βρήκαν ένα αρκετά άνετο πανδοχείο, πήραν ένα δωμάτιο με δύο μονά κρεβάτια και δείπνησαν μαζί με μια παρέα από Δυτικούς ταξιδιώτες που είχαν έρθει στον Βορρά για εκδρομή. Δεν είχαν συζητήσει ποτέ με Δυτικούς και εντυπωσιάστηκαν με όσα έμαθαν για τον πολιτισμό τους, για τους εξαιρετικούς καβαλάρηδες και την αγάπη τους προς τη φύση και τα άλογα, για τους κατασκόπους που πηδούσαν από κτήριο σε κτήριο και προστάτευαν τους πολίτες από ληστές, για τις ταβέρνες που ήταν σαν την Ταβέρνα της Ναταλίας, αλλά πολλές περισσότερες και τις συναντούσες παντού στη Δύση. Η Ελένη είχε διαβάσει πολλά από αυτά σε εκείνο το παλιό βιβλίο κακής ποιότητας που είχε αγοράσει πριν φύγει για τον Νότο, όμως ήταν πολύ καλύτερο να ακούει αυτές τις περιγραφές από τους ίδιους τους πολίτες εκείνου του βασιλείου. Αν κι η πλειονότητα του λαού ήταν Χριστιανοί, ο Βασιλιάς πλέον Κωνσταντίνος φρόντιζε για όλους, ακόμα και για τους λίγους πιστούς της Θρησκείας του Ματιού.
Η Ελένη χάρηκε που άκουσε ότι εκείνος και η Βασίλισσα Άννα, που ήταν κάποτε ανιχνεύτρια του Δανιήλ, κυβερνούσαν πολύ δίκαια το Βασίλειο της Δύσης το οποίο βρισκόταν σε μια περίοδο ευημερίας. Είχαν μάλιστα και ένα γιο λίγο μικρότερο από τον Φώτη, τον Πρίγκιπα Θοδωρή, καθώς και μία κόρη πέντε περίπου χρονών, την Πριγκίπισσα Λυδία. Όλοι έλεγαν πόσο ευτυχισμένη κι ευλογημένη ήταν αυτή η οικογένεια.
«Όταν τους κοιτάει κανείς, δυσκολεύεται να πιστέψει ότι πέρασαν τόσα βάσανα.» της είπε ένας απ' τους καινούργιους φίλους της, ο Διονύσης. «Το ήξερες ότι η Βασίλισσα Άννα είχε δουλέψει κάποτε ως υπηρέτρια στο παλάτι; Και όχι μόνο αυτό, αλλά ο πατέρας της ήταν χρόνια υπηρέτης εκεί και είχε οργανώσει ολόκληρη ανταρσία για να σκοτώσει τον Άρχοντα Θεόδωρο, για αυτό και εκείνος δεν ενέκρινε με τίποτα τη σχέση του γιου του με την κόρη του χειρότερου και πιο ύπουλου εχθρού που γνώρισε ποτέ του. Και πίστεψε με, ο Θεόδωρος είχε πολλούς εχθρούς, ο Θεός να αναπαύει την ψυχή του. Συνέβησαν πολλά τραγικά γεγονότα τότε και τελικά αποδέχτηκε πως τα δύο παιδιά ήταν μαζί και πως η Άννα ήταν έγκυος στον εγγονό του και τους έδωσε την ευχή του. Λίγους μήνες μετά το γάμο τους όμως, η Αρχόντισσα Αφροδίτη, η γυναίκα του, πέθανε από μια ασθένεια στην καρδιά που είχε και λίγο μετά τη γέννηση του εγγονού, ο Άρχοντας μας πήγε και τη βρήκε, άγνωστο πώς. Ο Κωνσταντίνος κι η Άννα κατάφεραν να το κρύψουν, έτσι κάποιοι λένε πως ήταν αυτοκτονία και ντρέπονταν να το πουν, γιατί σύμφωνα με τη θρησκεία μας είναι μεγάλη αμαρτία να αφαιρείς οικειοθελώς τη ζωή που σου έδωσε ο Θεός, κάποιοι όμως λένε ότι κάποιος άσπονδος εχθρός τον καθάρισε, και στη συνέχεια ο γιος του τον σκότωσε αυτόν, ήταν όμως αργά. Τέλος, υπάρχουν και μερικές κακές γλώσσες που λένε ότι ο ίδιος του ο γιος τον σκότωσε για να ανέβει με τη γυναίκα του στο θρόνο, αλλά εγώ λέω πως είναι απλώς κακόβουλες φήμες.»
Ούτε η Ελένη το πίστεψε αυτό. Θυμόταν ακόμα πως ο Κωνσταντίνος είχε αναχωρήσει με δικό του στράτευμα από τη Δύση και είχε πολεμήσει με ανδρεία στο πλευρό των συμπατριωτών της και των Κεντρικών εναντίον των Βορείων στη μάχη της Πρωτεύουσας. Δεν ήταν βέβαια η ίδια παρούσα αλλά της τα αφηγήθηκαν όλα αυτά όταν τελείωσε ο πόλεμος. Η ιστορία του με την Άννα της φάνηκε αρκετά ρομαντική και ενδιαφέρουσα. Δυο παιδιά δύο παλιών εχθρών είχαν ερωτευθεί και κατάφεραν να είναι μαζί ξεπερνώντας όλα τα εμπόδια.
Μετά από λίγο η Ελένη συνειδητοποίησε πως είχε περάσει η ώρα κι έπρεπε να πάνε για ύπνο. Κανόνισαν να συναντηθούν ξανά την επόμενη μέρα με τους Δυτικούς φίλους τους και ανέβηκαν στο δωμάτιο τους.
Το επόμενο πρωί ξύπνησαν, πήραν τα άλογα και πήγαν στο Νεκροταφείο.
Η Ελένη θυμόταν ακόμα που βρισκόταν ο τάφος του Μάρκου. Σε ένα σημείο όπου ήταν θαμμένοι όλοι όσοι πολέμησαν σε εκείνο τον πόλεμο πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια.
Στάθηκαν μπροστά του. Στην πλάκα επάνω έγραφε με σκαλισμένα γράμματα το όνομα του Μάρκου και την ημερομηνία θανάτου του. Ο Φώτης άφησε το γράμμα του κι η Ελένη μερικά λουλούδια που είχε κόψει. Έμειναν σιωπηλοί για λίγο και έπειτα μίλησε η Ελένη:
«Ο Μάρκος δεν ήταν ο καλύτερος πατέρας για σένα, το παραδέχομαι. Έλειπε από τη γέννηση σου και δεν σε είδε ποτέ. Όμως, πριν πεθάνει, μου είπε να σου πω ότι σ' αγαπούσε.»
«Φαντάζομαι πως θα τον μισούσαν όλοι οι Νότιοι εκτός από σένα.» είπε ο Φώτης.
«Ναι... Ο Δανιήλ ήθελε να τον σκοτώσει, όταν όμως γύρισα και του είπα πως ήταν νεκρός, είδα στα μάτια του τη λύπη. Και σε μια προηγούμενη μάχη, ο Μάρκος είχε την ευκαιρία να με σκοτώσει, όμως δεν το έκανε.»
«Άρα σ' αγαπούσε πραγματικά.»
«Ναι. Δεν αμφιβάλλω καθόλου για αυτό.»
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί πάλι και μετά μίλησε ο Φώτης:
«Μητέρα, δεν χρειάζεται να μείνουμε άλλο εδώ. Ο Μάρκος είναι μαζί μας στον Νότο. Άκουσες τι είπε ο Παύλος.»
«Το ξέρω, αγόρι μου. Θα γυρίσουμε αύριο στην πατρίδα. Πάντως μας έκανε καλό που ήρθαμε, συμφωνείς;»
«Ναι. Έχω αρχίσει να αποδέχομαι το Βόρειο Βασίλειο ως τόπο καταγωγής μου.» Η Ελένη χαμογέλασε και του είπε:
«Τότε... πάμε να δούμε κι άλλα όμορφα μέρη εδώ. Οι φίλοι μας οι Δυτικοί μας περιμένουν στο Πανδοχείο για να φύγουμε.»
Ο Φώτης της χαμογέλασε, την αγκάλιασε και απομακρύνθηκαν απ' τον τάφο του πατέρα του και από το Νεκροταφείο, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά προς εκείνο το σημείο πριν ανέβουν στα άλογα.
**
Έτσι λοιπόν κλείνει η ιστορία της πρωταγωνίστριας μας, της Ελένης. Απομένει μονάχα ο Επίλογος όπου θα δούμε ξανά τη Ναταλία με τον γιο της Αλέξιο. Ακόμα πέντε χρόνια έχουν περάσει και έχει φτάσει η στιγμή να αναχωρήσουν οι δυο τους για τη Χώρα των Δράκων...!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top