32. Ο Τολμών Νικά

Οι Νόβοι όντως έφυγαν για την Πόλη την επομένη και η Τασία ανάγκασε τον Λέανδρο να της πει τι πήγε να κάνει στην Ελένη. Εκείνος ενέδωσε στις πιέσεις της και της τα ομολόγησε όλα. Η γυναίκα θύμωσε τόσο, που του ζήτησε διαζύγιο (ναι, υπήρχε ένα είδος διαζυγίου και στον Μεσαίωνα!) και έμεινε ο καθένας στο σπίτι των γονιών του. Η Άννα Μαρία έγινε έξαλλη μόλις έμαθε τα κατορθώματα του γιου της και λίγο έλειψε να τον πετάξει στο δρόμο.

«Πώς τόλμησες να σπιλώσεις το όνομα Νόβας και να προδώσεις τη χρόνια φιλία μας με τους γονείς της;!» του φώναξε. «Θα πας αύριο κιόλας να της ζητήσεις συγνώμη, αλλιώς δεν θα ξαναμπείς σε αυτό το σπίτι.»

«Μα ζήτησα ήδη...»

«Θα πας να ξαναγίνεις φίλος μαζί της! Κι αν τα καταφέρεις, εγώ και ο πατέρας σου θα κάνουμε ενέργειες να σας παντρέψουμε, όταν βγει το διαζύγιο σου με την Τασία.» του είπε για να τον δελεάσει.

Όμως ο Λέανδρος δελεάστηκε τόσο πολύ με την ιδέα να γίνει γυναίκα του η Ελένη, που για μια ακόμα φορά τα άγρια ένστικτα του βγήκαν στη φόρα. Δεν σκεφτόταν κανέναν και τίποτα καθώς έφευγε απ' την Πόλη για να πάει στον Λόφο του Παλατιού. Δεν φοβόταν ούτε τον Κατάσκοπο που είχε πάρει το ρόλο του μεγάλου αδελφού της! Έτσι κι αλλιώς, η Ελένη του θα τον έσωζε πάλι με την καλοσύνη και την ιπποτική ευγένεια της.

Τις τελευταίες ημέρες η Ελένη είχε ηρεμήσει και επανέλθει στη φυσιολογική ζωή και στα καθήκοντα της ως ιππότης και μητέρα, αν και πολλές φορές σκεφτόταν τι θα γινόταν αν ο Μάρκος ζούσε και ήταν ακόμα στο πλευρό της. Ίσως τίποτα από όλα αυτά να μην είχε συμβεί. Γιατί μπορεί ο Δανιήλ να ήταν κάτι παραπάνω από φύλακας άγγελος της, όμως ζούσαν στις δυο αντίθετες μεριές του Παλατιού και είχε και μια οικογένεια, δεν μπορούσε να βρίσκεται συνέχεια κοντά της. Και ο Γιλβέρτος; Ο καλός και αθώος Γιλβέρτος... Ακόμα δεν του είχε ζητήσει συγνώμη για τα σκληρά λόγια που του είπε.

Αυτός ο γλυκός κι αστείος μάγος δεν θύμιζε σε τίποτα τον Σταύρο πέρα από το επάγγελμα. Όμως ο Σταύρος της φαινόταν τώρα πια σαν κάτι πολύ μακρινό. Υποσχέθηκε στον εαυτό της να πάει την επόμενη κιόλας μέρα να ζητήσει τη συγχώρεση του Γιλβέρτου και ετοιμάστηκε για ύπνο, αφού είπε πρώτα ένα παραμύθι στον Φώτη κι ο μικρός κοιμήθηκε σαν αγγελούδι. Τότε χτύπησε η πόρτα.

«Ποιος να 'ναι τέτοια ώρα;» μονολόγησε και πήγε προς τα εκεί.

Σκέφτηκε να πάρει το σπαθί μαζί, όμως δεν μπορούσε να ζει με το φόβο. Άλλωστε ήταν νωρίς ακόμα. Μια φωνή να έβαζε, θα κατέβαιναν απ' όλο το Κάστρο όλοι οι φρουροί και οι ιππότες. Μόλις όμως άνοιξε και τον είδε, τίποτα από όλα αυτά δεν κατάφερε να σκεφτεί.

«Τι θες;» τον ρώτησε άγρια.

«Ηρέμησε, έρχομαι ειρηνικά.» της είπε ο Νόβας με σηκωμένα τα χέρια.

«Σου είπα να μην ξανάρθεις στη ζωή μου. Η φιλία μας τέλειωσε.»

«Μη φοβάσαι, δεν θα σε πειράξω. Ήθελα απλά να σ' ευχαριστήσω που μ' έσωσες από τη λεπίδα του Δανιήλ. Και... θα ήθελα να ξαναγίνουμε φίλοι. Θα αλλάξω, στο υπόσχομαι.»

Δεν ήξερε γιατί, αλλά αυτή τη φορά δεν μπορούσε να τον πιστέψει, ούτε όμως και να τον λυπηθεί. Γιατί την κοιτούσε πάλι με αυτό το βλέμμα...

«Φύγε. Σ΄ αφήνω να φύγεις πριν βάλω τις φωνές, γιατί τότε θα έχεις άσχημα ξεμπερδέματα.»

«Με διώχνεις πάλι; Ω, με πληγώνεις...»

«Με αηδιάζεις. Φύγε!» φώναξε και αμέσως ο Λέανδρος την έπιασε, την κόλλησε στον τοίχο και της έβαλε ένα μαχαίρι στο λαιμό.

«Έτσι και ξαναφωνάξεις ή κάνεις οποιαδήποτε κίνηση να μου αντισταθείς, θα αφήσω τον Φώτη χωρίς μαμά.» την απείλησε, καθώς με το άλλο χέρι σήκωνε αργά το νυχτικό της. «Ούτως η άλλως θα το κάνουμε, γιατί θα γίνεις γυναίκα μου.»

«Ποτέ...» ψιθύρισε με μίσος.

«Μην ανησυχείς, οι γονείς μου θα φροντίσουν για αυτό.»

«Δεν πρόκειται να το επιτρέψουν οι δικοί μου. Μη χαίρεσαι.»

Ο Λέανδρος νευρίασε και πήγε να κατεβάσει το παντελόνι του. Αμέσως μια λάμψη απλώθηκε σε όλο το δωμάτιο και έγινε η νύχτα μέρα. Η Ελένη έπεσε στα γόνατα και κάλυψε τα μάτια της απ' το εκτυφλωτικό φως. Όταν μετά από δευτερόλεπτα η λάμψη έσβησε, άνοιξε τα μάτια της και το πρώτο που είδε ήταν τον Λέανδρο ξαπλωμένο στο πάτωμα να τρέμει. Μετά είδε τον Γιλβέρτο να γονατίζει μπροστά της.

«Ελένη; Είσαι καλά;» τη ρώτησε με αγωνία.

Έγνευσε μόνο πως ναι, γιατί να μιλήσει δεν μπορούσε. Αμέσως τότε όρμησε στο δωμάτιο κι ο Δανιήλ. Έριξε μια ματιά στον Λέανδρο και πλησίασε και εκείνος την Ελένη.

«Πες μας ότι προλάβαμε... Σου έκανε τίποτα το κτήνος;» τη ρώτησε. Εκείνη άρχισε να ξαναβρίσκει τη φωνή της.

«Όχι. Δεν πρόλαβε.» είπε μόνο. «Ευχαριστώ...»

«Δόξα τον Επόπτη!» είπε ο Γιλβέρτος και τη βοήθησε να σηκωθεί, καθώς ο Κατάσκοπος περιεργαζόταν πάλι τον ακίνητο Λέανδρο.

«Τι του έκανες;» ρώτησε τον Γιλβέρτο.

«Ένα ξόρκι πολύ σκοτεινό, το οποίο απαγορεύεται ακόμα και σε πόλεμο να γίνει. Ο φόβος φώλιασε στην καρδιά του για πάντα. Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να σκεφτώ τίποτα άλλο εκείνη την ώρα. Τώρα δεν θα ξανατολμήσει να βγει από το σπίτι του, γιατί θα βλέπει παντού δαίμονες.»

«Μα δεν χρειάζεται να γυρίσει σπίτι του.» είπε ο Δανιήλ και τράβηξε το σπαθί του για να τον αποτελειώσει.

«Στάσου!» τον πρόλαβε ο Γιλβέρτος. «Έχω σκεφτεί άλλη λύση. Θα προτείνουμε στον Μεγαλειότατο να τον στείλει στις φυλακές της Δύσης.»

«Στις φυλακές της Δύσης...» επανέλαβε ο Δανιήλ με χαμόγελο, γιατί του άρεσε η ιδέα.

Οι Φυλακές της Δύσης ήταν ένα μέρος που ιδρύθηκε από τον Άρχοντα Θεόδωρο λίγα χρόνια πριν. Επρόκειτο για ένα περιφραγμένο χώρο με κελιά και μια μικρή αυλή, που φρουρούνταν αυστηρά. Όσοι εγκληματίες απ' όλα τα βασίλεια πλην του Ανατολικού γλίτωναν την εκτέλεση, περνούσαν σε αυτή την απομόνωση το υπόλοιπο της ζωής τους. Αυτές οι φυλακές ιδρύθηκαν, διότι ο Θεόδωρος αποφάσισε να καταργήσει την εκτέλεση από το Βασίλειο της Δύσης, ενώ οι άγριοι Ανατολίτες δεν συμφώνησαν ποτέ μαζί του.

Οι δύο άνδρες σήκωσαν τον Λέανδρο, ο οποίος σύντομα θα συνερχόταν και θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την καταδίκη του.

«Θα έρθω κι εγώ μαζί.» είπε η Ελένη.

«Όχι.» της απάντησε ο Γιλβέρτος. «Αρκετή ταλαιπωρία τράβηξες. Μείνε εδώ, ξεκουράσου κι εγώ θα επιστρέψω να σου πω τα νέα.» Έτσι συμφώνησε.

Στο Παλάτι, ίσα που πρόλαβαν τον Δαμιανό πριν αποσυρθεί για ύπνο. Εκείνος δίκασε σύντομα τον παραλίγο βιαστή και συμφώνησε όντως να τον στείλει στη Δύση.

Ο Γιλβέρτος επέστρεψε πράγματι στο Κάστρο, όπως υποσχέθηκε στην Ελένη. Της είπε τα νέα σχετικά με τη δίκη και την απόφαση του Δαμιανού και έμεινε μαζί της για λίγη ώρα. Εκείνη τον ρώτησε πώς εκείνος κι ο Δανιήλ βρέθηκαν στο Κάστρο πάνω στην ώρα για να τη σώσουν και ο Μάγος της εξομολογήθηκε πως εκείνη τη νύχτα δεν μπορούσε να κοιμηθεί από ένα άσχημο προαίσθημα που είχε. Κάτι τον προειδοποιούσε ότι εκείνη θα κινδύνευε, έτσι ντύθηκε και πήγε να βρει τον Δανιήλ στο διαμέρισμα του στο Παλάτι. Εκείνος στην αρχή νευρίασε που τον ξύπνησε, μα όταν άκουσε ότι επρόκειτο για την Ελένη, εμπιστεύθηκε κι ο ίδιος τη διαίσθηση του Μάγου, ντύθηκε και τον ακολούθησε στο Κάστρο, για να συνειδητοποιήσουν κι οι δυο ότι δεν έκανε καθόλου λάθος.

Ο Γιλβέρτος έμεινε κι άλλο να κάνει παρέα στην Ελένη ώσπου την πήρε ο ύπνος, έπειτα έφυγε για να επιστρέψει στον Πύργο του. Ένιωθε άβολα να μείνει εκεί ενόσω εκείνη κοιμόταν.

Την επόμενη μέρα, η Ελένη ξύπνησε με ένα αίσθημα ανανέωσης στην καρδιά. Σαν να άνοιγε μια νέα σελίδα στη ζωή της. Πήρε πρωινό μαζί με τον γιο της και μετά τον έντυσε και πήγαν να τον αφήσει στη Μεγκάνα, να παίξει με τα παιδιά κιόλας. Η Ελένη πριν φύγει για την προπόνηση κάθισε να πει τα νέα της με τη φίλη της, η οποία είχε ήδη μάθει για τα χθεσινά από τον Δανιήλ.

«Χαίρομαι που είσαι καλά. Μόνο αυτό έχει σημασία.» της είπε και εκείνη την ώρα επέστρεψε ο άντρας της από μια δουλειά που είχε.

Χαιρέτησε τις δυο γυναίκες και κάθισε μαζί τους.

«Μίλησα με τον Βασιλιά.» τους είπε. «Όλα κανονίστηκαν. Το σκουλήκι βρίσκεται κιόλας στο δρόμο για τη Δύση.»

«Ίσως αυτή η τιμωρία είναι χειρότερη απ' το θάνατο. Δεν φτάνει που θα ζήσει για πάντα στην εξορία, θα έχει και το φόβο απ' το ξόρκι του Γιλβέρτου να μην τον αφήνει να ησυχάσει.» είπε η Ελένη σκεπτική.

«Τολμώ να συμφωνήσω μαζί σου. Όμως στη ζωή, ορισμένους ανθρώπους δεν πρέπει να τους λυπάσαι. Αυτό ήταν ένα απ' τα πολλά πράγματα που έμαθα ως Κατάσκοπος, στην εκπαίδευση μου. Το ίδιο θα διδάξω και στην Ερίνα.»

«Θα την κάνεις κατάσκοπο;» ρώτησε γελώντας η Ιππότης.

«Φυσικά. Και μη νομίζεις πως την αναγκάζω. Με τη θέληση της θα γίνει.»

«Ήδη έχει αρχίσει να κρύβεται και να κατασκοπεύει τον κόσμο, να κρυφακούει τι λένε οι μεγάλοι...» συμπλήρωσε η Μεγκάνα και γέλασαν.

«Ακριβώς. Αυτή τη στιγμή μάλιστα, νομίζω πως βρίσκεται πίσω μου!» είπε ο Δανιήλ και με μια επιδέξια κίνηση, γύρισε, άρπαξε την Ερίνα που κρυβόταν πίσω απ' το κάθισμα του, στην αγκαλιά του κι άρχισε να τη γαργαλάει, ενώ εκείνη ξεκαρδιζόταν στα γέλια.

Έπειτα τη φίλησε και την άφησε να επιστρέψει στο παιχνίδι της με τον αδελφό της και τον Φώτη. Ύστερα η Ελένη σηκώθηκε.

«Πρέπει να φύγω.» τους είπε. «Έχω αργήσει στην προπόνηση. Θα τα πούμε το απόγευμα που θα έρθω να πάρω τον μικρό.»

«Έγινε, χρυσή μου. Στο καλό.» τη χαιρέτησε η Μεγκάνα.

«Να προσέχεις.» της είπε ο Δανιήλ.

«Για αυτό να 'σαι σίγουρος. Μόλις ακόνισα το σπαθί μου.» του απάντησε χαμογελώντας κι έφυγε.

Πάντοτε έφευγε απ' το διαμέρισμα τους με μια δόση μελαγχολίας. Ποτέ δεν τους είχε ζηλέψει που είχαν ο ένας τον άλλον και τα παιδιά τους, αντιθέτως ένιωθε κι εκείνη μέλος της οικογένειας τους. Όμως φανταζόταν άθελα της πώς θα ήταν η δική της οικογένεια αν ζούσε ακόμα ο Μάρκος. Θα ήταν ένας στοργικός πατέρας και θα έπαιζε κι εκείνος με τον Φώτη, ίσως είχαν κάνει κι άλλα παιδιά... κι έπειτα σκεφτόταν ότι ο γάμος τους ήταν χτισμένος πάνω σε ψέματα και για αυτό ήταν εξ' αρχής καταδικασμένος να γκρεμιστεί. Είχε όμως τον γιο της, είχε τον Δανιήλ που η οικογένεια του ήταν και δική της, είχε φίλους που την αγαπούσαν και τη νοιάζονταν. Δεν ένιωθε μοναξιά, μερικές φορές όμως ένιωθε ένα κενό. Τι ήταν άραγε αυτό που της έλειπε;

Μετά την προπόνηση των φρουρών είχε αποφασίσει να πάει στον Γιλβέρτο να μιλήσουν και να επανορθώσουν επιτέλους τη φιλία τους. Όμως την πρόλαβε εκείνος. Τη βρήκε στην Προπονητική Αυλή, ακριβώς μόλις τελείωσε η προπόνηση και όλοι έφευγαν.

«Γεια σου, Ελένη.»

«Γιλβέρτο! Σε εσένα θα ερχόμουν τώρα.»

«Αλήθεια; Ωραία. Λοιπόν, θέλεις αντί να κλειστούμε στον Πύργο μου, με τέτοια ωραία μέρα, να πάμε μια βόλτα στο Δάσος;»

Ξαφνικά η Ελένη θυμήθηκε το Δάσος, τις τόσες βόλτες που έκανε εκεί με τον Μάρκο, το πρώτο τους φιλί, την πρόταση γάμου...

«Όχι. Όχι στο Δάσος.» του απάντησε κι ο Γιλβέρτος κατάλαβε. «Πάμε στην Παραλία καλύτερα. Το Καλοκαίρι πλησιάζει και η θάλασσα θα είναι τέλεια, άσε που δεν θα φυσάει κιόλας.»

«Πολύ καλά. Φύγαμε για την Παραλία.» συμφώνησε ο Μάγος και της έδωσε το χέρι του για να τον πιάσει αγκαζέ.

Στην Παραλία η μόνη ανάμνηση που είχε ήταν ο άτυχος γάμος του Σταύρου με την Ουρανία, όμως, όπως είπαμε αυτά ανήκαν στο παρελθόν και ας έγιναν μόλις τέσσερα χρόνια πριν. Αρχές Μαΐου ήταν, η θάλασσα ήταν γαλήνια και η Παραλία ήσυχη. Έβγαλαν τα παπούτσια τους και περπάτησαν χέρι-χέρι πάνω στην απαλή άμμο.

«Ήθελα να σου ζητήσω συγνώμη, Γιλβέρτο.» του είπε κάποια στιγμή. «Φέρθηκα πολύ ανόητα και σου είπα λόγια σκληρά τα οποία δεν επιστρέφονται.»

Σταμάτησαν να περπατούν και κοιτάχτηκαν στα μάτια.

«Κι όμως, εγώ στα επιστρέφω. Σε συγχωρώ και... θέλω να σου εξομολογηθώ και κάτι άλλο.»

«Τι πράγμα;» ρώτησε η Ελένη κι αμέσως ένιωσε την καρδιά της να δυναμώνει τους χτύπους της. Εδώ και λίγο καιρό κατάλαβε ότι τον είχε ερωτευθεί, πράγμα που δεν ήθελε να γίνει κι όμως δεν μπόρεσε να το ελέγξει.

Τώρα είδε στα μάτια του πως και αυτός είχε τα ίδια αισθήματα και ετοιμαζόταν να της τα πει. Όχι, δεν έπρεπε να τον αφήσει, όμως είχε τόση ανάγκη από λίγες τρυφερές κουβέντες...

«Ντρέπομαι λίγο, αλλά θα βάλω στην άκρη τη ντροπή διότι ο τολμών νικά. Θα τολμήσω λοιπόν να στα πω και ό,τι γίνει.» ξεκίνησε να της λέει. «Σε είδα πρώτη φορά στο γάμο σου με τον Μάρκο. Ήσουν τόσο όμορφη... Έλαμπες από ευτυχία και αγάπη για εκείνον που θα γινόταν άντρας σου. Ζήλεψα τον Μάρκο, μπορώ να πω. Θα ήθελα να βρισκόμουν εγώ στη θέση του, όμως θύμωνα συγχρόνως με τον εαυτό μου που έκανε αυτές τις σκέψεις. Είμαι ερωτευμένος από τότε μαζί σου. Παρόλο που ήθελα πολύ να συμβουλευτώ τη μαγική σφαίρα γι' αυτό το θέμα, για να δω αν θα καταφέρουμε να είμαστε μαζί κάποτε, δεν το έκανα, γιατί πολύ απλά αυτό σήμαινε ότι θα έβλεπα το θάνατο ενός από τους δυο σας ή το χωρισμό σας.

»Δεν ευχόμουν να χωρίσετε, προς Θεού. Γιατί τότε θα ήσουν δυστυχισμένη και θα υπέφερα κι εγώ. Λίγους μήνες πριν τον πόλεμο, ήρθες και με βρήκες στον Πύργο μου. Είδα τη θλίψη στα μάτια σου και πόνεσε η καρδιά μου. Έκανα ό,τι μπορούσα για να σε παρηγορήσω. Ήλπιζα ότι όλα θα φτιάξουν με εσένα και τον Μάρκο και για αυτό τότε κοίταξα στη σφαίρα, για να δω την ευτυχία σας στο μέλλον και να σε κάνω να χαρείς. Δεν είδα όμως ευτυχία... Ή μάλλον είδα, αλλά πολύ αμυδρά. Είδα έναν άνδρα, ακόμα δεν ήξερα ποιον, ο οποίος θα σε ξανακάνει ευτυχισμένη. Είδα τον γιο σου, να γίνεται ιππότης τρανός σαν εσένα και στη συνέχεια ένας στρατηγός αντάξιος του πατέρα σου. Είδα και άλλο ένα παιδί, αλλά όχι καθαρά. Πριν από όλα αυτά όμως, είδα ξεκάθαρα τον πόλεμο που έγινε, την Άλωση της Πρωτεύουσας η οποία φτιάχτηκε, την προφητεία του Δράκου ο οποίος πέθανε και το θάνατο του Μάρκου.

»Δεν ήθελα να στα πω τότε για να μην πληγωθείς. Άλλωστε και να στα έλεγα δεν θα άλλαζε τίποτα. Δεν μπορείς να αλλάξεις το μέλλον, καλή μου Ελένη. Και το χειρότερο είναι να είσαι μάγος σαν εμένα, να βλέπεις ότι θα γίνουν φριχτά πράγματα και να μη μπορείς να τα αποτρέψεις. Δεν είναι μόνο η σφαίρα στην οποία βλέπω μόνο όποτε θελήσω εγώ, είναι και τα προφητικά όνειρα που μου έρχονται χωρίς τη θέληση μου.»

Σταμάτησε και κοίταξε τη θάλασσα. Η Ελένη δεν είχε καταλάβει τίποτα σχετικά με τον έρωτα του για αυτήν τόσα χρόνια, όμως τώρα θυμόταν κάποια λόγια που της είχε πει, μέσα στα οποία έκρυβε τα τρυφερά του αισθήματα:

Να προσέχεις στη μάχη, Ιππότισσα. Δεν θέλω με τίποτα να σε χάσω. Και όταν αρρώστησε δεν έφυγε λεπτό από δίπλα της, εκτός από τη στιγμή εκείνη που έπρεπε να πολεμήσει μπροστά από τα τείχη του Νότου, λίγο πριν φύγει κρυφά απ' την Πατρίσια και η ίδια.

Ο Γιλβέρτος την κοίταξε πάλι και συνέχισε:

«Στις μάχες προσπαθούσα να μη σε χάνω απ' τα μάτια μου κι όποτε μπορούσα σε βοηθούσα. Πέρασα μεγάλη αγωνία ώσπου να βγεις από το δάσος ζωντανή... και όταν σε έσωσε ο Δανιήλ, μου κόπηκαν τα πόδια όσο σκεφτόμουν ότι μπορεί να σ' έχανα. Του χρωστάω και τη δική μου ζωή τελικά, γιατί αν δεν έμπαινε στη μέση και σκοτωνόσουν, θα ερχόμουν να σε βρω.»

«Μη λες τέτοια πράγματα...» μίλησε μετά από ώρα η Ελένη.

«Κι όμως, αυτό θα έκανα. Και το χειρότερο είναι ότι αυτό δεν το πρόβλεψα.»

«Δεν έχει σημασία. Όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν.»

«Σωστά, όμως θα υπάρχουν και στο μέλλον. Γιατί οι ιστορίες μας θα γίνουν γνωστές για πολλούς αιώνες ακόμα. Θα γραφτούν βιβλία με ήρωες εμάς και τα όπλα μας θα φυλάσσονται στις αίθουσες των παλατιών ως κειμήλια.» είπε πάλι τα προφητικά του λόγια και επέστρεψε στο θέμα τους: «Τα τελευταία τρία χρόνια, Ελένη, ήταν τα καλύτερα της ζωής μου διότι έγινες φίλη μου. Δεν με πείραζε που δεν ήσουν δικιά μου και ούτε τώρα με νοιάζει, μόνο το ότι σε βλέπω κάθε μέρα, σου μιλάω, με κοιτάς κι όταν χαμογελάς αστράφτει όλος ο κόσμος γύρω μου. Όμως σε καμία περίπτωση δεν θέλησα να επωφεληθώ απ' το θάνατο του Μάρκου και τη μοναξιά σου ως γυναίκα. Ούτε τώρα σου ζητώ κάτι, απλώς στα είπα όλα αυτά επειδή... ένιωσα ότι ήταν ώρα να στα πω.»

Η Ελένη τον αγκάλιασε συγκινημένη.

«Θα σ' αγαπώ ως την τελευταία μου πνοή, Ελένη.» της είπε. «Και πιο μετά, γιατί ούτε ο θάνατος δεν θα σταματήσει την αγάπη μου.»

«Σταμάτα, μη λες για θάνατο.» του είπε η Ελένη και πλησίασε τα χείλη της στα δικά του. Φιλήθηκαν και ο Γιλβέρτος για λίγα δευτερόλεπτα ένιωσε πως βρισκόταν σ' ένα περιβόλι την Άνοιξη και τα φρέσκα λουλούδια μοσχομύριζαν. Όμως το παρελθόν ήρθε και πάλι να στοιχειώσει τις σκέψεις της Ιππότισσας.

Έφυγε απ' την αγκαλιά του και του είπε:

«Όχι, Γιλβέρτο, δεν πρέπει.»

«Τι δεν πρέπει, γλυκιά μου;»

«Δεν πρέπει να σ αγαπάω. Κατάλαβα τα αισθήματα μου για σένα εδώ και λίγο καιρό, μα τα κράτησα μέσα μου επειδή... Επειδή όποιος αγαπάω πεθαίνει. Πρώτα ο Σταύρος, ύστερα ο Μάρκος... Είναι η μοίρα μου αυτή.» Ο Γιλβέρτος πλησίασε και την αγκάλιασε πάλι.

«Δεν είναι η μοίρα σου.» της είπε. «Η σφαίρα δεν μου έδειξε άλλο θάνατο πέρα από εκείνο του Μάρκου, αντίθετα όπως σου είπα και πριν είδα έναν άνδρα ο οποίος θα σε κάνει ευτυχισμένη. Τότε δεν είδα καλά ποιος είναι, τώρα όμως ξέρω. Είμαι εγώ, Ελένη. Εάν παρόλα αυτά δεν θέλεις να είμαστε μαζί δεν θα επιμείνω.»

Η Ελένη σκέφτηκε πάλι τον Μάρκο, την ψυχή του και θυμήθηκε τα λόγια που της είπε λίγο πριν ξεψυχήσει στα χέρια της:

Ξέχασε με. Και αν αγαπήσεις κάποιον άλλον, να τον παντρευτείς.

«Θέλω.» του είπε και τον φίλησε πάλι. Τελικά, εκείνα τα λόγια του Μάρκου ήταν που την έκαναν να το πάρει απόφαση. Ορκίστηκε στον εαυτό της να μην αφήσει τις φοβίες για το μέλλον να καταστρέψουν τη ζωή της. Θα ζούσε μόνο για το σήμερα και για τίποτα άλλο.

Οι μέρες περνούσαν και ο έρωτας της Ελένης και του Γιλβέρτου γινόταν τόσο έντονος, ώστε δεν μπορούσαν να τον κρύβουν άλλο και το ανακοίνωσαν σε όλους τους φίλους τους. Όλοι πέταξαν απ' τη χαρά τους με πρώτο και καλύτερο τον Δανιήλ. Ο Γιλβέρτος κέρδισε και την αγάπη του Φώτη, ο οποίος τον ρώτησε μια μέρα εάν θα γινόταν ο μπαμπάς του!

«Σύντομα θα γίνει κι αυτό, μικρέ μου.» του απάντησε και εννοούσε πολύ σύντομα!

Διότι την επόμενη κιόλας μέρα έκανε πρόταση γάμου στην Ελένη και εκείνη φυσικά δέχτηκε. Το ανακοίνωσαν και αυτό σε όλους κι ύστερα άρχισαν οι προετοιμασίες. Έστειλαν γράμμα στους γονείς της, πήραν την άδεια απ' τον Δαμιανό ο οποίος επίσης με μεγάλη χαρά τους την έδωσε κι έμενε τώρα να βρουν κουμπάρο, πράγμα λίγο δύσκολο επειδή υπήρχαν πολλές προσφορές, εκτός από τον Δανιήλ ο οποίος ήθελε να κρατήσει τη θέση του αδελφού (και εφόσον την είχε ήδη παντρέψει μια φορά).

Ούτε η Ναταλία ήθελε, διότι όπως τους είπε εμπιστευτικά:

«Εγώ δεν θα είμαι για πάντα σε αυτή τη Χώρα και επομένως στο πλευρό σας.»

«Τουλάχιστον θα τραγουδήσεις στο γλέντι;» τη ρώτησε η Ελένη.

«Μόνο θα τραγουδήσω; Θα απαγγείλω ποιήματα και θα ανεβάσω μέχρι και θεατρικό. Έχω φοβερή έμπνευση!» τους διαβεβαίωσε.

Μετά από πολλή σκέψη και συζήτηση, κατέληξαν τελικά να επιλέξουν την Πατρίσια.

Λίγες μέρες πριν το γάμο έφτασε η απάντηση απ΄ τους γονείς της και αμέσως την επόμενη μέρα έφτασαν κι εκείνοι, μαζί με τη Βασίλισσα Νατάσα που βρήκε την ευκαιρία να ξαναδεί τον Δαμιανό και να πουν τα νέα των βασιλείων τους και όχι μόνο... Ο Οδυσσέας κι η Ελπίδα συμπάθησαν τον Γιλβέρτο και αυτή τη φορά δεν υπήρχε κανένα ίχνος αμφιβολίας, καμία σκιά που να μπαίνει εμπόδιο στην ευτυχία της κόρης τους.

Η πολυπόθητη μέρα έφτασε. Ο γάμος έγινε στην εκκλησία των Καλών και στη συνέχεια όλοι μεταφέρθηκαν όχι στη Μεγάλη Αίθουσα του Παλατιού αλλά στην κεντρική Πλατεία, γιατί το γλέντι θα ήταν υπαίθριο εφόσον ο καιρός είχε αρχίσει να γίνεται ζεστός. Στρώθηκαν τραπέζια, τοποθετήθηκαν βαρέλια με κρασιά και χρωματιστά λαμπιόνια, τα οποία φώτιζαν το χώρο όταν ο ήλιος έδυσε. Λίγο πιο πέρα στήθηκε μια εξέδρα για την παράσταση της Ναταλίας.

Τα φαγητά έφταναν συνέχεια στα τραπέζια, άλλα απ' τους μάγειρες του Παλατιού κι άλλα ετοιμάζονταν στην Ταβέρνα που ήταν πιο κοντά και μεταφέρονταν εκεί. Σύντομα η Ναταλία πήρε το λαούτο και άρχισαν οι χοροί. Κάποια στιγμή, σε κάποιο διάλειμμα που έγινε, ο Οδυσσέας πλησίασε τον Γιλβέρτο.

«Ευχαριστώ που την έκανες ξανά ευτυχισμένη. Αυτή τη φορά, είμαι βέβαιος ότι η κόρη μου έκανε σωστή επιλογή.»

«Και εγώ ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια, Στρατηγέ Οδυσσέα. Την αγαπάω πάρα πολύ και θα την προσέχω μέχρι να κλείσω τα μάτια μου και ίσως κι ακόμα πιο μετά.»

«Είμαι σίγουρος για αυτό. Όμως μη με λες Στρατηγό. Λέγε με πατέρα, αφού τώρα έγινες γαμπρός μου.»

«Εντάξει, πατέρα.» του είπε και χαμογέλασαν με συμπάθεια.

Σύντομα προστέθηκε κι η Ελπίδα στη συζήτηση.

«Κοίτα πώς λάμπει το κοριτσάκι μας...» είπε κοιτάζοντας προς το μέρος της Ελένης, που μιλούσε με την Ουρανία και τη Μεγκάνα και γελούσαν. «Χάρη σε εσένα, Γιλβέρτο. Σας εύχομαι να είστε για πάντα μαζί.»

«Θα είμαστε, μητέρα.»

«Α, σε παρακαλώ... Δεν είμαι τόσο μεγάλη! Φώναζε με απλά Ελπίδα.» είπε η Ελπίδα γελώντας παρασέρνοντας και τους άλλους δύο και τσούγκρισαν οι τρεις τους κάνοντας πρόποση με το κρασί που έπιναν.

Όλοι συμφωνούσαν πως η Ελένη είχε αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της και τώρα το συνειδητοποιούσε κι η ίδια. Μετά από τρία χρόνια περιστασιακής θλίψης και νοσταλγίας, τώρα έβρισκε ξανά τον εαυτό της. Στο γάμο και σ' αυτή τη μεγάλη γιορτή είχε μαζευτεί σχεδόν το μισό Βασίλειο του Νότου. Μόνο οι Νόβοι δεν είχαν παρευρεθεί όπως ήταν φυσικό, καθώς μετά από ό,τι έκανε ο Λέανδρος, οι σχέσεις τους με την οικογένεια της Ελένης διαλύθηκαν εντελώς.

Ακολούθησε μια ανεπανάληπτη θεατρική παράσταση της Ναταλίας. Επρόκειτο για μια κωμωδία με αρκετές δόσεις ρομάντζου και έξυπνες, αστείες ατάκες. Πρωταγωνιστούσε η ίδια, ο Γελωτοποιός του Δαμιανού και άλλοι πέντε υπέροχοι ηθοποιοί. Στο ενδιάμεσο η Ναταλία έλεγε μερικά απ' τα γνωστά ποιήματα της, ανάμεσα στα οποία και την «Καρδιά του Δράκου» στο οποίο δάκρυσε, και έκλεισε την παράσταση με ένα από τα γνωστότερα τραγούδια της. Οι ηθοποιοί που πήραν μέρος χόρεψαν πάνω στη σκηνή και οι θεατές από κάτω το ίδιο.

Τέλος, ευχήθηκε στους νιόπαντρους «βίων ανθόσπαρτων» και «καλούς απογόνους» και κατέβηκε από τη σκηνή μέσα σε πλήθος χειροκροτημάτων. Ήταν πολύ συγκινημένη. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι την αγαπούσαν και αυτή, κάποια μέρα θα σηκωνόταν και θα έφευγε, παρατώντας τα πάντα.

«Μπράβο, Ναταλία!» την επευφημούσαν.

«Είσαι η καλύτερη μουσικός της γενιάς μας!» Έριξε μια ματιά στον γιο της, που έπαιζε με τον γιο της Ελένης, τα παιδιά της Μεγκάνας και του Δανιήλ και τον Σταύρο, τον γιο της Ουρανίας.

Ο Αλέξιος, αν και είχε καταφέρει να μπει σ' αυτή τη χαριτωμένη παρέα δίχρονων και τρίχρονων, στην πραγματικότητα δεν ήταν ένα συνηθισμένο παιδί. Πολλές φορές τον είχε δει να παίζει με τη φωτιά στο τζάκι και παρόλα αυτά να μην καίγεται! Ήταν φανερό ότι σε λίγα χρόνια, αυτό το βασίλειο δεν θα τον χωρούσε άλλο. Ναι, άξιζε να κάνει αυτή τη θυσία για χάρη του γιου της. Άλλωστε το έλεγε και η προφητεία: ο Αλέξιος θα γινόταν ο Βασιλιάς- δράκος που θα συμφιλίωνε τους συμπατριώτες τους... και θα γινόταν κι η ίδια Δράκαινα!

Ο γάμος τελείωσε. Σ' όλη τη διάρκεια του, η Ελένη δεν θυμήθηκε στιγμή τον Μάρκο. Τον θυμήθηκε άθελα της τώρα, που πήγαν στον Πύργο για να περάσουν την πρώτη νύχτα του γάμου τους, τη στιγμή της σωματικής τους ένωσης. (Ο μικρός Φώτης έμεινε στο Κάστρο με τους παππούδες του.) Την άγχωνε το γεγονός ότι θα την άγγιζε ένας άντρας ο οποίος δεν ήταν ο Μάρκος. Είχε περάσει τόσος καιρός από τότε... Πώς θα ήταν άραγε;

Θα ήταν διαφορετικά; Αυτές τις σκέψεις έκανε καθώς κατευθύνονταν προς τον Πύργο. Όμως και ο Γιλβέρτος ήταν αγχωμένος και ας μην το έδειχνε. Όμως όταν έφτασαν, αυτό το άγχος έγινε ανυπομονησία. Η Πατρίσια, που τους είχε συνοδεύσει μέχρι εκεί, τους καληνύχτισε με ένα πονηρό χαμόγελο και πήγε δίπλα, στην Κλινική της. Έτσι έμειναν οι δυο τους. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και μπήκαν στον Πύργο. Ο Γιλβέρτος τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την πήγε έτσι επάνω, στην κρεβατοκάμαρα.

Την άφησε απαλά κάτω και την αγκάλιασε.

«Σ' αγαπώ, Ελένη.» της είπε.

«Κι εγώ σ' αγαπώ.» του απάντησε κι έσκυψε ντροπαλά το κεφάλι.

«Κοίτα... Δεν είναι απαραίτητο να γίνει απόψε αν δεν το θέλεις. Μπορώ να περιμένω όσο χρειαστεί μέχρι να...»

«Το θέλω.» τον διέκοψε και τον κοίταξε πάλι στα μάτια, έπειτα σφράγισε τα χείλη του με ένα απαλό φιλί. «Εκτός κι αν δεν θες εσύ.» του είπε και τον κοίταξε με νόημα.

«Φυσικά και θέλω. Και... υπόσχομαι να μην κάνω κανένα μαγικό κατά τη διάρκεια...»

Η Ελένη γέλασε. Τον φίλησε πάλι και όλα τα υπόλοιπα ήταν πλέον πιο εύκολα. Ο καλός της ο Γιλβέρτος δεν είχε αγγίξει άλλη γυναίκα και την είχε προειδοποιήσει πριν παντρευτούν πως θα ήταν λίγο άπειρος. Εκείνη δεν την πείραζε, ίσα- ίσα το έβρισκε πολύ ρομαντικό που στην αρχή ήταν κάπως διστακτικός και καθόλου απότομος, σαν να άγγιζε κάτι πολύτιμο που χρειαζόταν ιδιαίτερη προσοχή. Όμως δεν είχαν κανένα απολύτως πρόβλημα και η απειρία του ούτε καν της έγινε αισθητή.

Έγειρε στην αγκαλιά του ικανοποιημένη και γεμάτη αγάπη. Ο Μάρκος δεν υπήρχε πια στη σκέψη της, παρά μόνο ως μια ωραία ανάμνηση και ίσως ένα πνεύμα που την πρόσεχε πολλές φορές. Πάντα θα είχε μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά της και σε μια άκρη της μνήμης της, όμως τον πρωταρχικό ρόλο θα τον είχε για πάντα ο Γιλβέρτος. Για κείνον και για τον γιο της θα ζούσε και θα πάλευε από εδώ και πέρα, και ίσως αν την έβλεπε ο Μάρκος να τη βοηθούσε πότε- πότε!

******

Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; Χαρήκατε για το γάμο της Ελένης και του Γιλβέρτου; Στο επόμενο θα πάμε μερικά χρόνια μπροστά και θα δούμε τον Φώτη, αλλά και τα παιδιά του Δανιήλ και της Μεγκάνας, εφήβους πλέον! Είμαι τόσο συγκινημένη...😥❤ Η Ελένη θα κάνει και με τον Γιλβέρτο ένα γιο, ο οποίος θα έχει κληρονομήσει κάποιες από τις μαγικές δυνάμεις του πατέρα του και όχι μόνο... Τα υπόλοιπα θα τα δείτε στο κεφάλαιο το οποίο θα είναι το προτελευταίο!!

Στην εικόνα επάνω: Ελένη, Γιλβέρτος και Φώτης ως μια ευτυχισμένη οικογένεια λίγο μετά το γάμο τους 😍 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top