30. Τα Επακόλουθα του Πολέμου

Όταν έφυγε η Μεγκάνα με την Ερίνα κλαίγοντας σιωπηλά, η Πατρίσια εξέτασε τον Δανιήλ και διαπίστωσε πως δεν είχε πεθάνει ακόμα, απλά είχε βυθιστεί σε λήθαργο. Βρισκόταν κάπου ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο και ίσως να πάλευε με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει.

«Δεν θέλω να σας δώσω ψεύτικες ελπίδες.» είπε στην Ελένη και στη Μεγκάνα. «Ο Δανιήλ ή θα ξυπνήσει και θα αρχίσει η ανάρρωση του, είτε απλά δεν θα ξυπνήσει ποτέ. Θέλω να προετοιμασθούμε για οτιδήποτε. Και λίγη προσευχή ίσως βοηθήσει, εδώ που τα λέμε.»

Οι άλλες δύο γυναίκες συμφώνησαν και πήγαν στον Πύργο του Γιλβέρτου για τσάι. Εκείνος μάταια έλεγε αστεία μήπως τους φτιάξει το κέφι. Η Ελένη είχε ντυθεί στα μαύρα, τα οποία θα τα κρατούσε για λίγο καιρό ως ένδειξη πένθους για το χαμό του Μάρκου, κι ας βρισκόταν εκείνος θαμμένος χιλιόμετρα μακριά. Η Μεγκάνα δεν ήθελε να πενθήσει ακόμα τον άντρα της.

«Σε όλους μας θα αφήσει μια ωραία ανάμνηση.» είπε κάποια στιγμή. «Εμένα με έμαθε να ζω και να αγαπάω, να είμαι ο εαυτός μου και να μην αφήνω ανόητους κανόνες και προκαταλήψεις να μου υπαγορεύουν πώς να ζήσω.»

«Μας έμαθε να παλεύουμε για αυτά που θεωρούμε ιδανικά.» συμπλήρωσε η Ελένη.

Το βράδυ ξαναπήγαν στην Κλινική και η Πατρίσια τους είπε συντετριμμένη ότι η κατάσταση του χειροτέρευσε. Η καρδιά του χτυπούσε όλο και πιο αργά και η αναπνοή του λιγόστευε.

«Δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Από στιγμή σε στιγμή περιμένουμε να φύγει. Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε. Δεν θα κερδίσετε τίποτα με το να μένετε εδώ.» τους είπε και κίνησαν ο καθένας για το σπίτι του.

Ο Δανιήλ βρισκόταν σε ένα καταπράσινο λιβάδι με δέντρα, λουλούδια και πουλιά που κελαηδούσαν. Ήταν ντυμένος στα λευκά και δεν πονούσε πια, ούτε ένιωθε να έχει καμιά πληγή στον κορμό του.

«Ώστε έτσι είναι ο θάνατος;» μονολόγησε. «Αρκετά... προβλέψιμος, θα έλεγα...» Ξάφνου, είδε να βγαίνει μέσα από τα δέντρα αντίκρυ του, μια γυναικεία μορφή. Φορούσε ένα κατάλευκο φόρεμα και είχε κατάξανθα, κυματιστά μαλλιά.

«Αποκλείεται... Σάρα;» ψέλλισε. Η γυναίκα πλησίασε και διαπίστωσε με χαρά ότι ήταν όντως η αδελφή του.

«Σάρα!» αναφώνησε. «Αγαπημένη μου αδελφούλα... Πόσο χαίρομαι που επιτέλους συναντιόμαστε... Περίμενα να πάω στην Κόλαση βέβαια με τόσα που έχω κάνει, όμως από ότι φαίνεται μεσολάβησες εσύ.» Και έτρεξε για να την αγκαλιάσει, όμως η Σάρα με μια κίνηση του χεριού της τον σταμάτησε. Υπήρχε κάτι σαν αόρατος τοίχος ανάμεσα τους, και ο Δανιήλ κατάλαβε πως αν περνούσε από αυτόν δεν θα υπήρχε γυρισμός.

«Δεν ήρθα για να σε παραλάβω και να σε συνοδεύσω στον Άλλο Κόσμο, αδελφέ μου. Ωστόσο, χαίρομαι που ακόμα και εδώ δεν χάνεις το χιούμορ σου.» είπε η Σάρα, χαμογελαστή όπως τη θυμόταν πάντα.

«Πώς είναι οι γονείς μας; Ντρέπονται ακόμα για μένα, ή με την τελευταία αυτή πράξη μου τους έκανα ξανά περήφανους;» ρώτησε με αγωνία. "Και εσύ; Με έχεις συγχωρέσει;" Η Σάρα γέλασε απαλά.

«Δεν υπάρχει τίποτα να σου συγχωρέσω, αδελφέ μου. Όσο για τους γονείς μας, δεν ντράπηκαν ποτέ για σένα, ακόμα και την ημέρα εκείνη που πέθανα. Ήταν ανθρώπινο να φοβηθείς. Όμως, με τα κατορθώματα σου αυτά στον πόλεμο, με τους ανθρώπους που έσωσες στην Πρωτεύουσα και με την αυτοθυσία σου για να σώσεις την Ιππότη Ελένη, έγιναν ακόμα πιο υπερήφανοι.»

«Η Ελένη σου μοιάζει τόσο πολύ...»

«Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Και για αυτό, οι θεοί μας την έστειλαν στο δρόμο σου, για να σε σώσει και να σου δοθεί αυτή η ευκαιρία να λυτρωθείς. Αυτή θα είναι η αδελφή σου από εδώ και πέρα, και ας μην έχετε το ίδιο αίμα. Για αυτό και οι θεοί αποφάσισαν να σε στείλουν πίσω, γιατί θα χρειαστεί να την προστατεύσεις ξανά.»

«Δεν το πιστεύω... Δηλαδή οι θεοί της πατρίδας μας υπάρχουν;» Η Σάρα γέλασε ξανά.

«Πάντα θυμάμαι να τους αμφισβητείς. Και βέβαια υπάρχουν, όπως υπάρχει και ο Θεός Επόπτης, ο Χριστός, αλλά και ο θεός των Ανατολικών. Όσο πιστεύουμε σε αυτούς, παίρνουν υπόσταση και υπάρχουν. Γύρνα τώρα πίσω, Δανιήλ, στην Ελένη, στη Μεγκάνα και στην κόρη σου. Εκείνες σε χρειάζονται πολύ περισσότερο από όσο εγώ εδώ, όσο και αν θα ήθελα να μείνεις. Εμείς θα ανταμώσουμε ξανά κάποια στιγμή σε τούτο τον κόσμο, ελπίζω μετά από πολλά χρόνια. Αντίο.»

«Αντίο, αδελφούλα...» Πρόλαβε να πει πριν αρχίσουν όλα γύρω του να σβήνουν.

Κι ύστερα, ένιωσε να ξυπνάει σαν από όνειρο. Βρισκόταν στο σκοτεινό δωμάτιο της Κλινικής. Από πάνω του είδε μια γυναικεία μορφή. Έβλεπε θολά, αλλά ήξερε πως δεν ήταν η Σάρα ούτε η Ελένη, γιατί εκείνη είχε κόκκινα μαλλιά.

«Η Ναταλία είμαι, Δανιήλ.» του μίλησε η οπτασία.

Η Ναταλία; Σκέφτηκε.

«Θα σωθείς αν το θέλεις και το πιστέψεις πραγματικά.» συνέχισε εκείνη. «Θα ξυπνήσεις και θα γίνεις καλά, διότι τώρα έχεις την ευλογία του Δράκου.»

Πήγε να μιλήσει, να τη ρωτήσει πώς επέστρεψε και τι εννοούσε με αυτά τα λόγια, όμως οι λέξεις δεν έβγαιναν απ' το στόμα του.

Σίγουρα θα είναι οι παρενέργειες των βοτάνων για τον πόνο που μου έδωσε η Πατρίσια. Προσπάθησε να δώσει μια εξήγηση μέσα του.

«Ξεκουράσου τώρα.» του είπε η Ναταλία και με μια κίνηση του έκλεισε πάλι τα μάτια και τον κοίμισε.

Ξύπνησε την άλλη μέρα το πρωί. Ο πρωινός ήλιος έμπαινε απ' τα παράθυρα και φώτιζε την αίθουσα των τραυματιών. Η Πατρίσια φρόντιζε έναν άλλο τραυματία εκείνη την ώρα.

«Πότε θα καταφέρω να σηκωθώ, Γιατρέ;» τη ρώτησε εκείνος.

«Πολύ σύντομα, Γιάννη. Λίγη υπομονή ακόμα να κάνεις. Είναι πολύ περίεργο που το πόδι σου παρουσίασε τόσο σημαντική βελτίωση μέσα σε μία μόνο νύχτα. Ας ρίξω μια ματιά και στον μεγάλο ήρωα μας...»

Στράφηκε προς το κρεβάτι του Δανιήλ και κοντοστάθηκε, όταν είδε ότι εκείνος είχε ανοίξει τα μάτια του και την κοιτούσε.

«Δανιήλ... Όχι, δεν μπορεί... Ήσουν ετοιμοθάνατος.» είπε σαστισμένη.

«Πήγα και ήρθα, Πατρίσια.» της είπε.

«Ω! Δεν το πιστεύω!» αναφώνησε και πήγε να τον εξετάσει, κλαίγοντας από συγκίνηση. «Έγινε θαύμα, δεν εξηγείται αλλιώς.»

Έπιασε τον καρπό του. Οι παλμοί είχαν επανέλθει στο φυσιολογικό τους ρυθμό και δεν ήταν πια παγωμένος.

«Πες μου, πώς αισθάνεσαι;» τον ρώτησε καθώς ξετύλιγε τις γάζες για να ελέγξει την πληγή του.

«Ακόμα πονάω, όμως νιώθω πως ξαναβρίσκω τις δυνάμεις μου.» Η Πατρίσια παρατήρησε ότι η πληγή δεν αιμορραγούσε πια.

«Η αιμορραγία σταμάτησε. Και το ότι πονάς είναι επίσης καλό, γιατί σημαίνει ότι το σώμα σου ξαναβρίσκει επαφή με το περιβάλλον. Βέβαια τα σπασμένα πλευρά θα αργήσουν να επανασυνδεθούν, όμως κατά τ' άλλα... Είναι απίστευτο. Έγινε θαύμα.» είπε πάλι.

Μετά του περιποιήθηκε την πληγή και την έδεσε πάλι με γάζες.

«Ελπίζω να μη σε πειράζει που θα έχεις μια τεράστια ουλή εδώ πέρα για όλη την υπόλοιπη ζωή σου.»

«Καθόλου. Σαν το σημάδι της Μεγκάνας.» είπε και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον. «Πατρίσια, δεν ξέρω πως έγινε αυτό και αναστήθηκα...» Δεν ήθελε να μιλήσει για την εμπειρία του στον Άλλο Κόσμο. Για κάποιο λόγο ήξερε πως αυτό έπρεπε να το κρατήσει κρυφό από τους υπόλοιπους ζωντανούς.

«Νομίζω ότι συνέβαλε κατά κάποιο τρόπο η Ναταλία σ' αυτό.» Όντως αυτό πίστευε, αν κι ήταν η μισή αλήθεια. Ήξερε ότι εκείνη τον έσωσε, αλλά στην ουσία οι θεοί ήταν εκείνοι που την έστειλαν σ' αυτόν.

«Η Ναταλία; Η γνωστή Ναταλία; Η Δρακοκαβαλάρισα;»

«Ναι. Στην αρχή δεν τη γνώρισα, όμως μου συστήθηκε η ίδια.»

«Είσαι σίγουρος; Μήπως ήταν παρενέργειες απ' τα φάρμακα, ή κάποιο όραμα επειδή βρισκόσουν κάπου ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο;»

«Δεν ήταν παραισθήσεις ούτε όραμα.» είπε ο Γιάννης από απέναντι. «Στ' αλήθεια μπήκε μια γυναίκα και δεν ήσασταν εσείς, Γιατρέ. Εκείνη είχε πορτοκαλιά μαλλιά και πράσινα μάτια. Στάθηκε επάνω απ' όλους μας. Εγώ και κάποιοι άλλοι ήμασταν ξύπνιοι και την είδαμε. Έδωσε και σε εμένα την ευλογία του Δράκου και άγγιξε το πόδι μου.»

«Έτσι εξηγείται πώς παρουσιάσατε όλοι τόση βελτίωση.» συμπέρανε η Πατρίσια. «Για μια στιγμή... Αν όντως η Ναταλία ήρθε εδώ χθες τη νύχτα, αυτό σημαίνει ότι γύρισε στο βασίλειο.»

«Ίσως έφυγε πάλι.» υπέθεσε ο Γιάννης.

«Ναι, μπορεί. Θα πάω αργότερα να βρω την Ελένη και να την ψάξουμε μαζί. Τώρα προέχουν άλλα πράγματα. Να πω σε όλους ότι σώθηκες, Δανιήλ. Ότι ξύπνησες απ' το κώμα και ότι θα γίνεις καλά.»

«Με το μαλακό όμως, Γιατρέ. Δεν θέλω να πλακώσει όλο το βασίλειο εδώ μέσα, ή μάλλον και τα τρία βασίλεια.» Η Πατρίσια γέλασε.

«Το ότι ξαναβρήκες το χιούμορ σου είναι επίσης πολύ καλό. Θα ειδοποιήσω πρώτα την οικογένεια σου.»

«Και μην ξεχάσεις την αδελφή μου, την Ελένη.»

«Εννοείται αυτό!»

Η Μεγκάνα δεν μπορούσε να το πιστέψει. Νόμιζε ότι ήταν κάποιο καλό όνειρο, σαν εκείνα που βλέπουμε και το πρωί λυπόμαστε που δεν είναι αλήθεια. Πήρε αγκαλιά την Ερίνα και έτρεξε με δάκρυα χαράς στην Κλινική.

«Δανιήλ! Θεέ Επόπτη μου, είναι αλήθεια!» φώναξε μόλις μπήκε μέσα. Έδωσε το μωρό για λίγο στον Νοσοκόμο Στέφανο και αγκάλιασε τον άντρα της, χωρίς να μπορεί να σταματήσει τα δάκρυα της συγκίνησης.

«Ω... Δανιήλ... Αγάπη μου, νόμισα πως σ' έχασα. Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα, ψυχή μου. Σε παρακαλώ, κάνε κάτι για να πιστέψω ότι δεν είναι όνειρο...»

Εκείνος τότε τύλιξε τα χέρια του γύρω της και τη φίλησε με πάθος, λες και δεν ήταν τραυματισμένος και σαν να μην τους έβλεπαν τόσα άτομα. Οι τραυματίες και οι νοσοκόμοι χειροκρότησαν και κάποιοι σφύρισαν πανηγυρικά!

«Σου αρκεί αυτό; Ή θες να το ξανακάνω;» τη ρώτησε μετά. Η Μεγκάνα γέλασε και του χάιδεψε τα μαλλιά του. Μια νοσοκόμα της έφερε καρέκλα να καθίσει και ο Στέφανος της έδωσε την Ερίνα.

Η Μεγκάνα την ακούμπησε στην άκρη του κρεβατιού και η μικρή κοίταξε τον μπαμπά της με τα όμορφα καστανά ματάκια της.

«Ο μπαμπάς γύρισε, μικρούλα.» της είπε εκείνος και τη χάιδεψε απαλά στο κεφαλάκι της.

«Θα γίνεις καλά, αγάπη μου.» του είπε μετά η γυναίκα του. «Θα γυρίσεις σπίτι και θα κάνουμε κι άλλο παιδί, στο υπόσχομαι.»

«Η Πατρίσια μου είπε πως θα έχω μια μεγάλη ουλή στη θέση της πληγής να μου θυμίζει την αυτοθυσία μου. Δηλαδή θα είμαστε και οι δυο σημαδεμένοι.»

Η Μεγκάνα συμφώνησε με ακόμα περισσότερη συγκίνηση. Σε λίγο έφτασε κι η Ελένη με τον Γιλβέρτο και την Πατρίσια.

«Αδελφέ...» είπε η Ελένη και τον αγκάλιασε με προσοχή, γιατί φοβόταν μην τον πονέσει.

«Γεια σου, αδελφή.»

«Εμ, συγνώμη...» διέκοψε ο Γιλβέρτος. «Νομίζω πως έχω μείνει μερικά κεφάλαια πίσω. Πότε ανακαλύψατε πως είστε αδέλφια;» είπε με τη γνωστή αθωότητα του και όλοι γέλασαν.

«Δεν είμαστε πραγματικά αδέλφια, Γιλβέρτο. Είναι μεγάλη ιστορία.» είπε η Ελένη.

«Θέλω να πω σε όλους κάτι.» είπε μετά από λίγο ο Δανιήλ. «Η Ναταλία ήταν που μ' έσωσε απ' το θάνατο.»

«Η Ναταλία;» απόρησαν όλοι.

Η Πατρίσια πήρε την Ελένη παράμερα, καθώς ο Δανιήλ το εξηγούσε αυτό στον Γιλβέρτο και τη Μεγκάνα.

«Ελένη, αυτό που έγινε χθες τη νύχτα εδώ ήταν, κάτι πέρα από τις ανθρώπινες δυνάμεις.»

«Τι έγινε; Και τι ρόλο παίζει η Ναταλία;»

«Όλοι όσοι ήταν ξύπνιοι εκείνη την ώρα ισχυρίζονταν ότι ήρθε η Ναταλία και τους έδωσε την ευλογία του Δράκου. Σήμερα παρουσίασαν όλοι τους βελτίωση και ιδιαίτερα ο Δανιήλ που ήταν με το ένα πόδι στο θάνατο.»

«Αυτό σημαίνει πως η φίλη μας είναι κάπου στο Βασίλειο;»

«Είναι δεν είναι, πιστεύω πως έχει κάποιες υπεράνθρωπες δυνάμεις που απέκτησε κατά κάποιον τρόπο από τον Δράκο τον οποίο την είδαμε να ιππεύει. Εμείς πρέπει να την καλύψουμε. Δεν πρέπει να μαθευτούν οι ικανότητες της παραέξω, γιατί ίσως αυτό αποδειχθεί επικίνδυνο.»

«Τι εννοείς;»

«Εννοώ ότι μπορεί να υπάρχουν ακόμα μυστικοί εχθροί του βασιλείου μας και να θελήσουν να τη χρησιμοποιήσουν ως φονικό όπλο εναντίον μας. Να την εξαναγκάσουν ή να τις πάρουν τις δυνάμεις για τον εαυτό τους.»

«Γίνεται αυτό;»

«Βεβαίως. Η ιατρική μελετά πολλά περισσότερα από αρρώστιες και τραυματισμούς.» Η Ελένη θυμήθηκε και η ίδια πόσο επιθυμούσαν η Λομπέλια κι ο Ντέριος το αίμα του Δράκου για να αποκτήσουν τις δυνάμεις τους και πώς αυτό τους τύφλωσε για εξουσία και οδήγησε τους λαούς τους σε πόλεμο. «Βέβαια, μπορεί όλα αυτά να είναι φαντασίες, μα ας μην ξεχνάμε ότι ο Σουλτάνος Πασάς είναι ακόμα ζωντανός και θυμωμένος που έχασε τον πόλεμο. Επιπλέον, ο Μεγαλειότατος δεν μπορεί ακόμα να εμπιστευθεί την Αρχόντισσα Στεφανία, που θα πάρει τη βασιλεία του Βορρά μετά το θάνατο της μητέρας της και δεν ξέρει αν πρέπει να εμπιστευθεί τον Άρχοντα Θεόδωρο της Δύσης, διότι είναι ουδέτερος.»

«Όμως αυτός μισεί τους Ανατολικούς. Και δέχτηκε το μισό λαό του Κέντρου στο βασίλειο του.»

«Τέλος πάντων, αυτός είναι το λιγότερο που πρέπει να μας απασχολεί. Σημασία έχει να προστατεύσουμε τη Ναταλία. Να προσπαθήσουμε να μην το μάθει κανένας άλλος το κατόρθωμα της, εκτός από εμάς, τους τραυματίες που αναγκαστικά το έμαθαν και τον Βασιλιά μας. Έλα, πάμε να ψάξουμε μήπως είναι στην Ταβέρνα.»

«Στάσου. Τι απέγινε ο Δράκος της;»

«Ίσως μας πει εάν τη βρούμε.»

Έτσι, οι δυο γυναίκες έφυγαν και πήγαν στην Ταβέρνα, η οποία ήταν έρημη και φαινόταν εγκαταλειμμένη. Ανέβηκαν στη μικρή κάμαρα. Βρήκαν τη Ναταλία, κατάχλομη και ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Σήκωσε το κεφάλι και τις κοίταξε.

«Ο Κυριάκος πέθανε, έτσι δεν είναι; Το είδα στον ύπνο μου. Πήδηξε στο Τέρας της Δικαιοσύνης και εσύ, Ελένη, δεν πρόλαβες να τον σώσεις.»

«Ναι, έτσι είναι...» απάντησε έκπληκτη η φίλη της και πλησίασε. «Καλή μου Ναταλία... Συγχώρεσε με. Εγώ έφταιγα. Ήπιαμε πολύ εκείνη τη νύχτα και ο έλεγχος ξέφυγε.» είπε και κάθισε στο κρεβάτι.

«Δεν σου κρατώ κακία, αγαπημένη μου. Σημασία έχει ότι είμαι και πάλι κοντά σας. Μου λείψατε όλοι.»

«Όλα θα πάνε καλά.» είπε η Πατρίσια. «Έλα να σε εξετάσω λίγο...»

Προσπάθησε να την ανασηκώσει, όμως το σώμα της δεν ανταποκρινόταν και έπεσε πάλι στο κρεβάτι.

«Ναταλία; Τι σου συμβαίνει;» ρώτησε ανήσυχη η Ελένη.

«Έδωσα όλες μου τις δυνάμεις στους τραυματίες για να τους σώσω. Δεν κράτησα τίποτα για τον εαυτό μου, όμως θα αναρρώσω γρήγορα, γιατί μέσα μου έχω το παιδί του Δράκου.»

«Το παιδί του Δράκου;» επανέλαβε έκπληκτη η Πατρίσια.

«Μην το πείτε πουθενά...»

«Για αυτό είμαστε εδώ. Για να μη μάθει κανείς τίποτα. Θα πούμε πως είναι του Κυριάκου. Πες μας όμως, τι απέγινε ο Δράκος;»

«Είναι νεκρός και θαμμένος σε ασφαλές σημείο. Δεν κινδυνεύει από τους εχθρούς και ειδικά τώρα που ο πόλεμος τελείωσε. Έγιναν όλα όπως ακριβώς τα έλεγε η προφητεία.»

{...}

Μία εβδομάδα μετά, η Ναταλία ανάρρωσε πλήρως και όλοι πληροφορήθηκαν για την επιστροφή της, χωρίς όμως να μαθευτεί τίποτα άλλο. Ο Δανιήλ ήταν πολύ καλύτερα. Οι Μικρονησιώτες έφυγαν για το Βασίλειο τους με πολλά καράβια και παίρνοντας μαζί πολλούς απ' τους ανθρώπους του Κέντρου. Στον Βορρά, η Αρχόντισσα Στεφανία πήρε το θρόνο και προς ευχάριστη έκπληξη των Νοτίων, δήλωσε πως λυπόταν για όσα έπραξε η μητέρα της και ότι θα προσπαθούσε να τα διορθώσει, με ξεκίνημα την παροχή βοήθειας να ξανακτιστεί η Πρωτεύουσα.

Οι Κεντρικοί δέχτηκαν και άλλη βοήθεια, εκείνη των Δυτικών και του Άρχοντα Θεόδωρου. Σύντομα τα σχέδια για την αποκατάσταση των τειχών και όλων των κτηρίων της Πρωτεύουσας ξεκίνησαν. Οι μήνες περνούσαν και τα σχέδια αυτά γίνονταν πράξεις. Ωστόσο, κάποιοι Κεντρικοί αποφάσισαν να ιδρύσουν σκόρπια χωριουδάκια σε διάφορα σημεία του Κεντρικού Βασιλείου, έξω απ' την Πρωτεύουσα, κυρίως σε καταπράσινες πεδιάδες.

Τα χωριά αυτά υπάρχουν μέχρι σήμερα και ένα από αυτά κατάφερε να γίνει ανεξάρτητο βασίλειο (Χωριό της Αναγέννησης). Όλα όμως έπαιξαν ρόλο στη σύγχρονη ιστορία των Πέντε Βασιλείων. Φυσικά, ο Γιλβέρτος τα προέβλεψε όλα αυτά, όπως και πολλά άλλα (Συμφιλίωση, Τυραννία του Στέλιου, Νότια Μαφία, Πειρατές). Πίσω στον Μεσαίωνα τώρα: ο Δανιήλ επέστρεψε σπίτι του, έγινε τελείως καλά και σύντομα η Μεγκάνα έμεινε έγκυος στο δεύτερο παιδί τους.

Η Ταβέρνα της Ναταλίας γνώρισε τις παλιές της δόξες! Η Μουσικός ξεκίνησε πάλι να γράφει ποιήματα, να παίζει λαούτο, να τραγουδάει και να ανεβάζει παραστάσεις. Προσέλαβε καινούργιο μπάρμαν, τον Κέστερο, όμως εκείνον δεν τον είδε ποτέ ερωτικά. Έφερε στον κόσμο τον γιο της και γιο του Δράκου Νιρέξη, τον οποίο ονόμασε Αλέξιο.

Σε ένα χρόνο η Πρωτεύουσα είχε αποκατασταθεί πλήρως και οι πρόσφυγες, εκτός από αυτούς που ίδρυσαν τα χωριά, επέστρεψαν στον τόπο τους. Τελευταία επέστρεψε η Στέλλα στο Παλάτι της, το οποίο τώρα ήταν πολύ πιο όμορφο από πριν. Τριγύρω είχε κήπους με δέντρα και λουλούδια που κάθε Άνοιξη άνθιζαν. Οι αίθουσες ελάχιστα πειράχτηκαν. Επισκευάστηκαν οι ζημιές και έγιναν κάποιες επεκτάσεις και προσθήκες, γι' αυτό φαινόταν διαφορετικό.

Η μελαγχολία της Ελένης για το πένθος του Μάρκου πέρασε, αφότου επισκέφθηκε τον τάφο του στον Βορρά. Επέστρεψε με μια απίστευτη γαλήνη και ηρεμία στην καρδιά. Τον ένιωθε κοντά της, να την προστατεύει σαν φύλακας άγγελος και είχε και τον Φώτη να της τον θυμίζει. Με τον Γιλβέρτο την ένωνε μια βαθιά φιλία, όχι αδελφική όπως με τον Δανιήλ, αλλά διαφορετική. Δεν μπορούσε να εξηγήσει ούτε εκείνη τι την έδενε μαζί του.

Ίσως ήταν τα όσα είχαν καταφέρει μαζί στη μάχη, ίσως να ήταν και η προστασία που της παρείχε εκείνος. Απ' τη μεριά του ο Γιλβέρτος δεν επέτρεπε στον εαυτό του να της εκμυστηρευτεί τον έρωτα του, ή μάλλον την αγάπη του! Θεωρούσε ότι θα εκμεταλλευόταν το γεγονός ότι ο άντρας της, εκείνος τον οποίο ζήλευε κάποτε, δεν υπήρχε πια και θα ένιωθε ένοχος εάν η Ελένη του δινόταν.

Η ιστορία μας όμως δεν τελειώνει εδώ, οπότε πολλά μπορούν να αλλάξουν ως το τέλος! Τώρα θα σας πω κάποια πράγματα σχετικά με τις βασιλικές οικογένειες.

Ο Δαμιανός στο μέλλον παντρεύτηκε τη Νατάσα. Στην αρχή η σχέση τους πέρασε πολλές δυσκολίες, καθώς κυβερνούσαν δύο διαφορετικά βασίλεια και η Νατάσα δεν ήθελε να αφήσει την κυβέρνηση του δικού της σε ξένα χέρια, εφόσον όταν παντρεύονταν θα έπρεπε να ζήσει στον Νότο με τον σύζυγο της. Όμως τελικά, βρέθηκε η λύση και αποφασίστηκε η Νατάσα να συνεχίσει να κυβερνάει το Μικρονήσι από απόσταση, έχοντας ορίσει εκεί ένα πολύ έμπιστο της άτομο ως Κυβερνήτη, ενώ έκανε και η ίδια συχνά ταξίδια εκεί για να επιβλέπει την κατάσταση, με τον Δαμιανό ή και μόνη της πολλές φορές. Με τον Δαμιανό απέκτησαν δύο γιους. Ο πρωτότοκος ήταν ο διάδοχος του Νότου ενώ ο δεύτερος του Μικρονησίου.

Στον Βορρά η Αρχόντισσα Στεφανία παντρεύτηκε λίγο μετά την άνοδο της στο θρόνο, όμως δεν άφησε τον σύζυγο της να πάρει την πλήρη εξουσία κι έγινε η πρώτη γυναίκα στην ιστορία των Πέντε Βασιλείων που κυβερνούσε πλήρως το βασίλειο της και όχι υπό τη σκιά του συζύγου της όπως γινόταν συνήθως με τις γυναίκες διαδόχους. Ο σύζυγος της στέφθηκε και εκείνος βασιλιάς βέβαια και βοηθούσε στη διακυβέρνηση και στη λήψη αποφάσεων, όμως τις τελικές αποφάσεις και τους νόμους τους όριζε εκείνη. Έκαναν τρία παιδιά, ένα αγόρι και δυο κορίτσια, και από γενιά σε γενιά οι απόγονοι τους συνεχίστηκαν μέχρι τη σύγχρονη ιστορία. Πάντοτε οι πρωτότοκοι έπαιρναν το θρόνο ανεξάρτητα το φύλο τους.

Στη Δύση, ο Κωνσταντίνος και η Άννα παντρεύτηκαν και έκαναν έναν γιο, τον Θοδωρή. Η Αρχόντισσα Αφροδίτη, η μητέρα δηλαδή του Κωνσταντίνου, δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει, καθώς η καρδιά της την πρόδωσε. Λίγους μήνες μετά τη γέννηση του εγγονού και επόμενου διαδόχου, απεβίωσε και ο Άρχοντας Θεόδωρος, έτσι ο Κωνσταντίνος και η Άννα ανέβηκαν στο θρόνο και ονομάστηκαν «βασιλιάδες» και όχι απλά «άρχοντες», λόγω των σπουδαίων κατορθωμάτων τους. Κυβέρνησαν το βασίλειο ισάξια και λαμβάνοντας και οι δυο αποφάσεις.

Όσον αφορά την Ανατολή, ενώ όλοι νόμισαν πως η διαδοχή διακόπηκε λόγω του θανάτου του Καράπα και εφόσον ο Σουλτάνος δεν είχε άλλα παιδιά και η πρώτη σύζυγος του είχε πεθάνει, ενώ καμία από τις άλλες τρεις συζύγους του δεν είχαν καταφέρει να του χαρίσουν αρσενικό διάδοχο, η Λίνα, η οποία μετά το θάνατο του Καράπα είχε επιστρέψει στο Βόρειο Βασίλειο, ανακοίνωσε πως περίμενε το παιδί του και διάδοχο της Ανατολής. Όταν ο μικρός γεννήθηκε και μεγάλωσε λίγο, πήγαν να ζήσουν και οι δυο τους στην Ανατολή κατόπιν διαταγής του Σουλτάνου, καθώς ήθελε από νωρίς να προετοιμάσει τον εγγονό του για να πάρει τη θέση του όταν εκείνος έφευγε απ' τη ζωή.

Τέλος, στο Κέντρο η Στέλλα δεν παντρεύτηκε ποτέ, επέλεξε όμως για διάδοχο της τον γιο του Στρατηγού Μιχαήλ, τον οποίο αγαπούσε σαν δικό της παιδί. Φήμες έλεγαν ότι ήταν όντως δικός της γιος, ότι η Βασίλισσα κατάφερε να κρύψει την εγκυμοσύνη της και να το γεννήσει κρυφά επειδή η γυναίκα του Μιχαήλ δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Το αν αυτό είναι αλήθεια ή όχι, θα αφήσω να το κρίνετε εσείς.

***************************

Στο επόμενο κεφάλαιο θα επιστρέψουμε στην κυρίως ροή της ιστορίας, τρία χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου και της αποκατάστασης των ζημιών προερχόμενων από αυτόν. Η Ελένη κινδυνεύει ξανά, αυτή τη φορά όμως σε περίοδο ειρήνης και μάλιστα από ένα άτομο το οποίο θεωρούσε φίλο της. Ποιος είναι αυτός; Και πως θα αναλάβει δράση ο «μεγάλος αδελφός» Δανιήλ;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top