29. Πόλεμος: Το Τέλος
Η Ελένη και ο Γιλβέρτος άφησαν στον τραυματισμένο Δανιήλ στη σκηνή των τραυματιών και επέστρεψαν στη μάχη, η οποία αν συνεχιζόταν τόσο καλά από το μέρος των Νοτίων και των συμμάχων τους, σύντομα θα τελείωνε, η τουλάχιστον έτσι πίστευαν οι περισσότεροι. Διότι ο Σουλτάνος, θυμωμένος και πληγωμένος ακόμα από το θάνατο του γιου του, δεν έλεγε να κάνει πίσω και ας του υπενθύμιζε συνεχώς ο Στρατηγός του πως έχαναν.
Σύντομα, είδε κάπου τον Δαμιανό και του επιτέθηκε με οργή. Εκείνος τον είδε αμέσως και άρχισαν να μονομαχούν ισάξια.
«Θα πεθάνεις, δολοφόνε του γιου μου!» ούρλιαξε και πήγε να τον αποκεφαλίσει, όμως βρήκε μόνο το ποτισμένο με αίμα σπαθί του.
«Δεν θα καταφέρεις τίποτα με την εκδίκηση.» του απάντησε ο Νότιος Βασιλιάς πιο ψύχραιμα.
«Ηλίθιε! Θα νικήσω για τη Βασίλισσα Λομπέλια και εκείνη θα μου παραδώσει το μισό βασίλειο σου!» του φώναξε.
Ο Δαμιανός τον έσπρωξε, συγκρούστηκαν πάλι και του είπε:
«Ανόητε, η Λομπέλια σε ξεγέλασε! Μόλις έπαιρνε αυτό που ήθελε, θα κατακτούσε και το δικό σου βασίλειο και εσύ θα γινόσουν σκλάβος της αντί για σύμμαχος της!» O Σουλτάνος συγχύστηκε. Το σπαθί του έπεσε και βρέθηκε κι ο ίδιος πεσμένος στο έδαφος, με τον Δαμιανό να στέκεται από πάνω του και να τον σημαδεύει με το σπαθί του.
«Λες ψέματα.» είπε με σφιγμένα δόντια.
«Είτε λέω ψέματα είτε όχι, έχεις χάσει. Κοίτα μόνο γύρω σου, πόσοι άνδρες σου έχουν απομείνει. Η Λομπέλια δεν υπάρχει πια. Εγώ ο ίδιος τη σκότωσα, οπότε δεν έχει νόημα ό,τι κι αν κάνεις. Όσο για τον γιο σου, τον σκότωσα κατά τη διάρκεια πολέμου, οπότε δεν θεωρούμαι δολοφόνος.»
Ο Σουλτάνος Πασάς έβαλε τα κλάματα και του είπε:
«Εντάξει, παραδίνομαι! Νίκησες! Υποχώρηση! Υποχώρηση οριστική!»
«Ο πόλεμος τελείωσε!» φώναξε κι ο Δαμιανός. Όλοι σύντομα σταμάτησαν να πολεμούν. Κάποιοι Ανατολικοί άρχισαν να υποχωρούν, ενώ όσοι βρίσκονταν κοντά στη σκηνή περίμεναν να δουν τη συνέχεια. Ο Σουλτάνος σταμάτησε απότομα το κλάμα και του είπε άγρια:
«Εμπρός λοιπόν. Τέλειωσε το.»
«Δεν υπάρχει λόγος. Έχεις χάσει ήδη, και δεν θέλω να είμαι εγώ αυτός που θα σε στείλει στην Κόλαση.» του είπε ο Δαμιανός και του χάρισε έτσι τη ζωή του.
Του έδωσε το χέρι και τον σήκωσε, ενώ οι Ανατολίτες χειροκρότησαν αυτή την τόσο μεγαλόψυχη πράξη.
«Πάρε το στρατό σου και φύγε, τώρα και για πάντα.» είπε ο Δαμιανός.
«Ήσουν άξιος αντίπαλος, Δαμιανέ. Ελπίζω να μην ξανασυναντηθούμε.»
«Τα αισθήματα είναι αμοιβαία, Σουλτάνε Πασά. Αντίο.»
Μ' αυτά τα τελευταία λόγια, ο Σουλτάνος και ο στρατός του αποχώρησαν αργά προς τα ανατολικά και όχι μέσω Τελευταίου Δάσους από όπου είχαν έρθει. Από την αντίθετη μεριά του ορίζοντα, ο ήλιος άρχισε να δύει. Οι Νότιοι ήταν νικητές, το ίδιο και οι σύμμαχοι τους. Κανένας δεν πανηγύρισε όμως. Οι απώλειες ήταν βαριές και ιδιαίτερα από μεριά του Κέντρου. Παρόλα αυτά, οι μόνες ζημιές που είχαν οι Νότιοι ήταν οι τρύπες στα τείχη, τα οποία έπρεπε να επισκευαστούν.
Η Ελπίδα παρακολούθησε συγκινημένη από πάνω τους πολεμιστές από τα τρία βασίλεια να αγκαλιάζονται και να δίνουν τα χέρια για όσα κατάφεραν μαζί. Κι έπειτα άρχισαν να βγαίνουν μέσα από το δάσος οι αθώοι πολίτες του Κέντρου. Ενώθηκαν και εκείνοι με το στρατό, βρήκαν όσους συγγενείς και στρατιώτες είχαν επιζήσει... Ήταν όμως και οι άλλοι, που είχαν χάσει έναν ή περισσότερους ηρωικά στη μάχη.
Κοίταξαν προς τα τείχη. Αυτό θα ήταν το Βασίλειο τους για λίγο καιρό, ώσπου να ξαναχτιστεί η Πρωτεύουσα και να επιστρέψουν εκεί για να ξανασυναντήσουν τους άλλους μισούς συμπατριώτες τους, εκείνους που κατέφυγαν στο ασφαλές Βασίλειο της Δύσης. Οι πρώτοι άρχισαν να περνούν τις πύλες των συνόρων. Νότιοι πολίτες είχαν ήδη φτάσει εκεί και τους υποδέχονταν εγκάρδια. Οικογένειες που είχαν χώρο στα σπίτια τους πρόσφεραν καταφύγιο σε άλλες οικογένειες Κεντρικών προσφύγων.
Όμως εκτός από τους Κεντρικούς, οι Νότιοι υποδέχτηκαν επίσης και το στρατό τους, αν και κάποιοι θρήνησαν που πληροφορήθηκαν για το χαμό των αγαπημένων τους. Ήταν και η Μεγκάνα εκεί. Είχε βάλει την Ερίνα και τον Φώτη για ύπνο, ενώ κάλεσε μια υπηρέτρια του Παλατιού να τους προσέχει και είχε καταφθάσει μαζί με την Ιέρεια Ουρανία, που κρατούσε στην αγκαλιά της τον μικρό Σταύρο της.
«Βλέπεις πουθενά τον Δανιήλ;» ρώτησε η Μεγκάνα την κοπέλα.
«Όχι. Αλλά μην απογοητεύεστε, κυρία. Είναι καλός πολεμιστής και σίγουρα θα επέζησε.»
Η Μεγκάνα είχε αρχίσει να απογοητεύεται όμως. Σκεφτόταν πως η τόση γενναιότητα του Δανιήλ ίσως τον έκανε να θυσιαστεί. Κάποια στιγμή διέκρινε την Ελένη να περνάει τα σύνορα, μαζί με τον πατέρα της.
«Η Ιππότης Ελένη. Έλα, Ουρανία. Αυτή σίγουρα θα ξέρει κάτι.» είπε και την πλησίασαν με αγωνία. Εκείνη χάρηκε που τις είδε, τις αγκάλιασε και τις ρώτησε για τον γιο της.
«Μια χαρά είναι. Πριν έρθω έβαλα εκείνον και την Ερίνα για ύπνο.» απάντησε και αποφάσισε να ρωτήσει αυτό που ήθελε: «Ο Δανιήλ...;»
Η Ελένη έσκυψε το κεφάλι και απάντησε:
«Χτυπήθηκε άσχημα προσπαθώντας να με σώσει. Η Πατρίσια είπε πως είναι γερός και θα βγάλει τη νύχτα, όμως από εκεί και πέρα δεν ξέρουμε πόσο θα αντέξει.»
«Μη λυπάστε.» συμπλήρωσε ο Οδυσσέας. «Του χρωστάω πολλά. Αν δεν έμπαινε στη μέση, η κόρη μου θα ήταν νεκρή σίγουρα. Ο άνδρας σας είναι ήρωας.»
«Πού τον έχουν;» ρώτησε η Μεγκάνα.
«Όλοι οι νεκροί και οι τραυματίες θα παραμείνουν στις σκηνές στο δάσος και θα μεταφερθούν αύριο εντός των τειχών, γιατί πρέπει να ετοιμασθούν το νοσοκομείο και το νεκροταφείο.»
«Θα πάω να τον δω. Θα έρθεις, Ουρανία;»
«Ναι, κυρία. Άλλωστε εγώ δεν έχω κανέναν να περιμένω...» είπε λυπημένη η κοπέλα και έφυγαν.
Ύστερα τους βρήκε η Ελπίδα. Άκουσαν τη φωνή της ανάμεσα στο πλήθος:
«Οδυσσέα, Ελένη! Δόξα τον Θεό!» φώναξε κι έτρεξε να τους αγκαλιάσει. Η αγαπημένη τριμελής οικογένεια αγκαλιάστηκε με δάκρυα στα μάτια και ύστερα ο Οδυσσέας φίλησε την Ελπίδα τρυφερά. Τότε η Ελένη θυμήθηκε τον Μάρκο.
«Τι συμβαίνει, κόρη μου;» τη ρώτησε ο πατέρας της.
«Ήθελα να σας πως για τον Μάρκο. Έπεσε στη μάχη από έναν δικό μας, ο οποίος τον τραυμάτισε σοβαρά. Εγώ έμεινα μαζί του ως το τέλος και τον συγχώρεσα για όσα έκανε.»
«Έκανες πολύ καλά.» της είπε η Ελπίδα. «Τώρα η ψυχή του θα αναπαυθεί γαλήνια.»
Η Ελένη δεν άντεξε και δάκρυσε πάλι.
«Μη στενοχωριέσαι, κόρη μου.» την παρηγόρησε ο Οδυσσέας. «Έχεις τον γιο σου, ο οποίος θα στον θυμίζει πάντοτε.»
«Πού είναι ο μικρός μου; Θέλω να τον δω.»
«Τώρα θα πάμε στο Κάστρο να ξεκουραστούμε και μετά η Μεγκάνα θα στον φέρει.» είπε η Ελπίδα.
Λίγο πιο πέρα, ο Δαμιανός μιλούσε με τις δύο συμμάχους βασίλισσες:
«Σας ευχαριστώ για την πολύτιμη βοήθεια που μας προσφέρατε. Και, Βασίλισσα Στέλλα, υπόσχομαι να σας παράσχω όση βοήθεια χρειαστείτε για να ξαναχτίσετε την Πρωτεύουσα.»
«Κι εγώ το ίδιο.» είπε η Νατάσα.
«Σας ευχαριστώ. Είστε οι καλύτεροι ηγέτες με τους οποίους συνεργάστηκα και διαπραγματεύθηκα ποτέ.»
«Σε αντίθεση με τον Ντέριο, έτσι;» είπε η Νατάσα λίγο αστειευόμενη.
Οι άλλοι δύο γέλασαν, όμως σοβαρεύτηκαν απότομα.
«Πάντως ο Ντέριος έκανε δύο καλά πράγματα που βοήθησαν σ' αυτόν τον πόλεμο.» παραδέχθηκε η Στέλλα. «Το ένα ήταν η συμμαχία μας με εσάς και το άλλο αυτά τα γερά τείχη που έχτισε.» Οι άλλοι συμφώνησαν.
«Σκέφτηκα κάτι.» είπε μετά η Νατάσα. «Θα σας πείραζε εάν έπαιρνα μερικούς από τον λαό σας μαζί μου στο Μικρονήσι, Βασίλισσα Στέλλα; Εννοείται προσωρινά, όπως όσοι μείνουν εδώ και στη Δύση.»
«Ναι, φυσικά, Βασίλισσα Νατάσα.» συμφώνησε εκείνη. «Έτσι θα διευκολύνουμε τους Νότιους και τον Βασιλιά Δαμιανό.»
«Σας ευχαριστώ και πάλι, κυρίες μου. Το Παλάτι μου είναι και δικό σας για όσο καιρό χρειασθείτε.» είπε ο Δαμιανός.
Το βράδυ η Μεγκάνα επέστρεψε στο Παλάτι, πήγε τον μικρό Φώτη στο Κάστρο και η μαμά του τον πήρε στην αγκαλιά της και τον γέμισε φιλιά.
«Πώς είναι ο Δανιήλ;» ρώτησε η Ελένη, μετά τον ενθουσιασμό της.
«Στάσιμος.» απάντησε με θλίψη η φίλη της. «Ζήτησε να σε δει. Δυστυχώς, δεν μπορώ να έρθω μαζί σου, γιατί η υπηρέτρια που κάλεσα για να προσέχει την Ερίνα πρέπει να φύγει. Θα τα πούμε αύριο.»
«Εντάξει. Καλό βράδυ, Μεγκάνα.»
Αφού η Ελένη έμεινε λίγο ακόμα στο Κάστρο να χαρεί το μωρό της, τον άφησε στους γονείς της κι έφυγε. Δεν πήρε άλογο για να πάει στη σκηνή. Πήγε περπατώντας, γιατί ήθελε να συλλογιστεί και να κάνει μια αναδρομή σε όσα έγιναν. Ο πόλεμος κράτησε μόνο μια βδομάδα, κι όμως άφησε τόσα σημάδια και ανεπανόρθωτες πληγές πίσω του... και δεν εννοούμε μόνο τις σωματικές, αλλά κυρίως τις ψυχικές πληγές.
Η Πατρίσια είχε βγει έξω απ' τη σκηνή για να κάνει διάλειμμα και να πάρει λίγο αέρα. Υποδέχτηκε την Ελένη.
«Πώς είναι;» ρώτησε εκείνη.
«Έχει χάσει πολύ αίμα. Το κόψιμο απ' τη χαντζάρα ήταν βαθύ και του έκανε μεγάλη ζημιά.» Σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Το καλό είναι ότι δεν έχει πειραχτεί κάποιο ζωτικό όργανο. Το κακό είναι πως έχουν σπάσει τρία κόκκαλα απ' τα πλευρά του. Αν επιζήσει τη νύχτα και την αυριανή μέρα, θα τα καταφέρει, όμως θα του πάρει μήνες μέχρι να αναρρώσει τελείως και να μπορεί να σηκωθεί και να περπατήσει κανονικά.»
«Επικοινωνία με το περιβάλλον έχει;»
«Ναι. Και βέβαια έχει. Χάρηκε που είδε τη Μεγκάνα, όμως αισθάνεται ότι το τέλος του πλησιάζει. Ζήτησε δύο πράγματα πριν φύγει. Να ξαναδεί την κόρη του και να μιλήσει στην αδελφή του. Τώρα επειδή αδελφή δεν έχει, υπέθεσα πως εννοεί εσένα. Την Ερίνα θα τη δει αύριο, όταν τον μεταφέρουμε στην κλινική του βασιλείου. Πήγαινε μέσα τώρα. Σε περιμένει.»
Η Ελένη μπήκε στη σκηνή, την ίδια ώρα που μερικοί νοσοκόμοι έβγαζαν έξω με φορείο έναν νεκρό που είχε υποκύψει στα τραύματα του. Ευτυχώς, δεν ήταν ο Δανιήλ. Δυστυχώς ήταν κάποιος άλλος, θύμα του ίδιου πολέμου. Προχώρησε μέσα, είδε τον φίλο της και γονάτισε πλάι στο στρώμα του. Τα μάτια του ήταν κλειστά, μόλις όμως του κράτησε το χέρι εκείνος τα άνοιξε.
«Καλώς την.» είπε και χαμογέλασε.
«Δανιήλ... Πώς είσαι;»
«Ήμουν και καλύτερα.»
«Πονάς;»
«Ναι... Πονάω και νιώθω αδύναμος. Σύντομα θα αφήσω τον μάταιο τούτο κόσμο, σε ηλικία τριάντα ετών... Θα πάω να βρω τη Σάρα, να της ζητήσω συγνώμη που δεν την προστάτευσα όσο έπρεπε... Τουλάχιστον έσωσα εσένα.»
«Σάρα...; Ποια ήταν η Σάρα;» απόρησε η Ελένη.
«Η αδελφή μου. Η όμορφη, αθώα Σάρα που πέθανε εξαιτίας μου. Θέλω να σου μιλήσω για αυτήν, γιατί της μοιάζεις πάρα πολύ. Το παρατήρησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Όσο καλύτερα σε γνώριζα, τόσο περισσότερο μου τη θύμιζες, όχι μόνο στην εμφάνιση μα και στο χαρακτήρα, στη γενναιότητα και στην καλή καρδιά. Ήμουν είκοσι δύο κι ήταν δεκαεννιά όταν την έχασα, περίπου στην ηλικία σου. Η μητέρα μας... Τη βίασαν και τη σκότωσαν σε ένα πόλεμο οι εχθροί του βασιλείου μας... Εμείς και ο πατέρας μας ορκιστήκαμε να πάρουμε εκδίκηση. Η Σάρα πολεμούσε σαν άνδρας, με θάρρος και τιμή, σαν εσένα. Σε μία σκληρή μάχη, ο πατέρας μας χτυπήθηκε και λίγο πριν πεθάνει, μου είπε αυτά τα λόγια: Να προσέχεις την αδελφή σου σαν τα μάτια σου, Δανιήλ. Να μην την αφήσεις να έλθει να μας βρει. Και εγώ του ορκίστηκα ότι θα έδινα και τη ζωή μου για αυτήν αν χρειαζόταν. Αυτή η μέρα έφτασε λοιπόν. Οι Βάρβαροι μας έσφαζαν ανελέητα, μας είχαν περικυκλώσει και χτυπούσαν από παντού. Μια στιγμή μονάχα έχασα τη Σάρα από τα μάτια μου, μόνο μία στιγμή έφτασε. Το τσεκούρι ενός Βάρβαρου πήγαινε κατευθείαν να προσγειωθεί στο κεφάλι της. Δεν το είχε δει, πολεμούσε με κάποιον άλλον. Εγώ προλάβαινα άνετα να τρέξω, να μπω στη μέση και να ανοίξει το δικό μου κεφάλι αντί για το δικό της. Δεν το έκανα όμως. Δείλιασα. Μόνο το όνομα της φώναξα και ύστερα είδα το αίμα της να πετάγεται. Έμεινα μόνος μου στον κόσμο και ακολούθησα τα σκοτεινά μονοπάτια της κατασκοπίας, για να βάζω τη ζωή μου σε κίνδυνο την οποία ήθελα πολύ να χάσω και συνεχώς προσπαθούσα για αυτό, να δώσω ένα τέλος στις τύψεις και στις ενοχές. Όμως ούτε να αυτοκτονήσω κατάφερα, ούτε να με σκοτώσει κάποιος έτυχε.
»Μετά από λίγους μήνες, μου πρότεινε ο Αρχηγός μου να μετοικήσω στη Χώρα αυτή και συγκεκριμένα στο Νότιο Βασίλειο, για να υπηρετήσω τον Λόρδο Ντέριο ως προσωπικός του κατάσκοπος και αρχι- κατάσκοπος των υπόλοιπων μυστικών κατασκόπων και ανιχνευτών.
»Δέχθηκα με μεγάλη μου χαρά. Το να φύγω απ' τον τόπο μου ήταν ό,τι καλύτερο για να ξεχάσω το παρελθόν μου και να κάνω μια νέα αρχή. Έσπασα το παλιό σπαθί μου, που ήταν του πατέρα μου, γιατί αρκετά το είχα ντροπιάσει και ζήτησα να μου σφυρηλατήσουν ένα νέο. Τα έξι χρόνια που υπηρέτησα πλάι στον Λόρδο Ντέριο ήταν η εποχή της λησμονιάς και ενός νέου Δανιήλ. Και τότε γνώρισα εσένα. Δεν ξέρω εάν το θυμάσαι, αλλά έπαθα ένα μικρό σοκ όταν σε είδα.»
«Σου έπεσε το σπαθί ακριβώς μπροστά στην πόρτα.» θυμήθηκε δακρυσμένη η Ελένη.
«Ναι... έτσι είχε γίνει. Προπονούμουν στην ειδική κούκλα εκείνη την ώρα, όταν χτύπησες την πόρτα. Άνοιξα και είδα εσένα με δακρυσμένα μάτια. Ταράχτηκα, γιατί νόμιζα ότι ήσουν το φάντασμα της Σάρας. Το σπαθί μου έπεσε, όμως εσύ δεν πρόσεξες την έκπληξη μου. Μου συστήθηκες ως Ιππότης Ελένη και τότε ηρέμησα κάπως. Σήκωσα το σπαθί και σου είπα να περάσεις μέσα. Μου αφηγήθηκες την ιστορία με τον Σταύρο και μου ζήτησες να ταΐζω εγώ το Τέρας της Τιμωρίας από εκείνη τη μέρα και στο εξής. Εγώ δέχτηκα και από τότε άρχισα να μισώ τον Ντέριο, που εξαιτίας του πόνεσε η κοπέλα που έμοιαζε στην αδελφή μου.
»Με τον καιρό σ' αγάπησα σαν αδελφή μου, παρόλο που ο Ντέριος έβαζε πονηρές σκέψεις στο βρόμικο μυαλό του και με διέταζε να μένω μακριά σου. Νόμιζε ότι εμείς οι δύο... ξέρεις. Ορκίστηκα στον εαυτό μου να σε προστατεύω ως το τέλος της ζωής μου και αν ερχόταν η στιγμή να σε σώσω θυσιάζοντας τον εαυτό μου, ήλπιζα να μη δειλιάσω όπως τότε με τη Σάρα. Σε έβλεπα να ξαναβρίσκεις την ευτυχία πλάι στον Μάρκο, να ομορφαίνεις λόγω του έρωτα σας... και αναρωτιόμουν αν θα νιώσω κι εγώ ποτέ αυτό το συναίσθημα, γιατί γυναίκες είχα γνωρίσει πολλές, καμία όμως δεν είχα ερωτευθεί. Και πήγα κι έπεσα πάνω στην πιο δύσκολη: τη Μεγκάνα.»
Έκανε μία παύση και γέλασε, όμως ο πόνος τον σούβλισε ξανά και η Ελένη το κατάλαβε, γιατί της έσφιξε το χέρι.
«Η Μεγκάνα σε αγάπησε κι αυτή αμέσως;» τον ρώτησε, μήπως καταφέρει να του απαλύνει τον πόνο.
«Ναι. Με αγάπησε, όμως ήθελε να με ξεχάσει, λόγω της θέσης της στη θρησκεία των Αυστηρών που είχε. Πριν παντρευτούμε, και όταν είχαμε περάσει την περιπέτεια του αφορισμού της και μπορούσα πλέον να την αγγίζω χωρίς ενοχές, της εξομολογήθηκα τα πάντα για το παρελθόν μου, να μην νομίζει πως έμπλεξε με κανέναν ήρωα. Ήταν η μόνη στην οποία μίλησα για όλα αυτά και τώρα τα έμαθες επιτέλους κι εσύ.»
«Μα είσαι ήρωας. Μπήκες μέσα στις φλόγες της Πρωτεύουσας, έσωσες τόσο κόσμο και τη Βασίλισσα Στέλλα. Και τώρα έγινες και δικός μου σωτήρας.»
«Ναι... Ίσως. Τώρα νιώθω πως η Σάρα και οι γονείς μας με έχουν συγχωρέσει. Εκπλήρωσα το χρέος μου, αντικατέστησα τη δειλία με ανδρεία και τώρα πάω να τους βρω. Ελπίζω μόνο, να είπες αλήθεια πως με συγχωρείς για τα σκληρά λόγια που σου είπα.»
«Αλήθεια σε συγχώρησα. Δεν έφταιγες εσύ, ούτε εγώ που αγάπησα τον Μάρκο, ούτε κανένας. Μόνο ο πόλεμος έφταιγε. Ο Μάρκος απλά πήρε το λάθος δρόμο και... δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το σωστό από το άδικο και...»
Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Δεν ήθελε να κλάψει πάλι, αλλά δεν κατάφερε να κρατηθεί.
«Υπηρέτησε το βασίλειο του. Οι περισσότεροι από εμάς το ίδιο θα κάναμε.» είπε ο Δανιήλ. «Εκτελούσε διαταγές, έκανε τις βρόμικες δουλειές της Λομπέλιας ακριβώς όπως έκανα κι εγώ κάποτε για τον Ντέριο. Και ίσως σε παντρεύτηκε για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του, όμως, Ελένη, ποτέ μην αμφιβάλλεις ότι σε αγάπησε.» Μόλις η Ελένη ηρέμησε πάλι, σκούπισε τα δάκρυα της και είπε:
«Δεν είχα ποτέ μου αδελφό, όμως αν είχα, σαν εσένα θα ήθελα να ήταν.»
«Σε ευχαριστώ, καλή μου. Αν βγω ζωντανός ύστερα από αυτό, μπορούμε να είμαστε σαν αδέλφια, αφού ο Μάρκος έφυγε και δεν είμαστε πια κουμπάροι. Αν και δεν νομίζω να γλιτώσω. Άκουσα τι είπε η Πατρίσια. Τη βγάζω δεν τη βγάζω τη νύχτα...»
Έπειτα μόρφασε πάλι από τον πόνο.
«Αυτή η αναθεματισμένη πληγή δεν πρόκειται να κλείσει.»
«Μην κάνεις σκοτεινές σκέψεις.» του είπε η Ελένη, πάλι δακρυσμένη. «Θα ζήσεις.»
«Είμαι τόσο κουρασμένος... Θα κάνω λίγο ακόμα κουράγιο, για να δω για τελευταία φορά την κόρη μου αύριο το πρωί.»
«Όχι, Δανιήλ. Δεν θα τη δεις για τελευταία φορά. Θα ζήσεις και θα τη δεις να μεγαλώνει, να παίζει με τον γιο μου, αργότερα θα τη δούμε μαζί νυφούλα και θα γνωρίσεις και εγγόνια.»
Ο Δανιήλ γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε στα μάτια λέγοντας:
«Με κοροϊδεύεις μου φαίνεται, αδελφούλα. Εγώ θα φύγω, θα με πάρει ο Χάρος, πρέπει να το αποδεχτείς από τώρα. Η Ερίνα θα μεγαλώσει χωρίς εμένα και ούτε καν θα με θυμάται. Ελένη... Το ξέρω ότι θα είσαι αρκετά απασχολημένη με τον μικρό Φώτη, όμως αν μπορείς να ρίχνεις μια ματιά στη Μεγκάνα και στην Ερίνα. Μου το υπόσχεσαι;»
«Στο υπόσχομαι.» του απάντησε τελικά, με τα δάκρυα να στάζουν πάνω στο σεντόνι του. «Θα κάνω παρέα στη Μεγκάνα, θα την παρηγορώ... και όταν μεγαλώσει η Ερίνα, θα της πω τα πάντα για σένα. Πόσο την αγαπούσες, πόσο γενναία πολέμησες μαζί μου, για τις ηρωικές πράξεις σου και τον τρόπο που μ' έσωσες θυσιάζοντας τη ζωή σου, παρόλο που δεν έπρεπε να το κάνεις.»
Του κράτησε λίγη ακόμα συντροφιά και ύστερα εκείνος κοιμήθηκε και η Ελένη έφυγε αφού αποχαιρέτησε την Πατρίσια, η οποία επίσης δάκρυσε, έχοντας πάρει απόφαση ότι αυτό ήταν το τέλος ενός μεγάλου ήρωα.
Την επόμενη μέρα το πρωί ο Δαμιανός επίσης ενημερώθηκε για την κατάσταση του Κατασκόπου του και λυπήθηκε βαθιά. Οι νεκροί θάφτηκαν στο νεκροταφείο και οι τραυματίες μεταφέρθηκαν οι μισοί στην Κλινική της Πατρίσιας και οι άλλοι μισοί στο νοσοκομείο της Πόλης*.
Ο Δανιήλ βρισκόταν στην Κλινική. Η Μεγκάνα του πήγε την κόρη τους και έμειναν εκεί οι τρεις τους για αρκετή ώρα. Ύστερα ο Κατάσκοπος τις αποχαιρέτησε. Ένιωθε τον κόσμο να σβήνει γύρω του. Η Μεγκάνα με τα δάκρυα να καίνε έσκυψε και του έδωσε ένα τελευταίο φιλί για να του πει το αντίο. Εκείνος άπλωσε αδύναμα το χέρι του και της χάιδεψε τα μαλλιά, έπειτα χάιδεψε και το κεφαλάκι της κόρης τους και τα μάτια του έκλεισαν.
*Πόλη: Το κεντρικότερο σημείο του Νοτίου Βασιλείου γνωστή και ως Πόλη του Νότου. Εκεί βρίσκεται και η Πλατεία.
************************
Το ξέρω πως τελειώνει λίγο στενάχωρα 😭
Πέθανε άραγε ο Δανιήλ; Και ποια είναι τα επακόλουθα του πολέμου; Πού βρίσκεται η Ναταλία μετά το θάνατο του Νιρέξη; Θα τα δούμε όλα στο επόμενο!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top