28. Πόλεμος: Η Εκδίκηση του Σουλτάνου

Η Ελπίδα περίμενε από στιγμή σε στιγμή τους Νότιους να επιστρέψουν. Την ίδια μέρα θα έφθαναν και οι συμπατριώτες της απ' το Μικρό Βασίλειο, αν και ο πόλεμος είχε τελειώσει και από ότι φαίνεται δεν θα χρειάζονταν. Όμως ανυπομονούσε τόσο να δει την κόρη της και τον άντρα της, που σηκώθηκε από νωρίς το πρωί, πράγμα που έκανε σπάνια, πήγε τον μικρό Φώτη στη Μεγκάνα αφού τον ετοίμασε και μετά ντύθηκε με τη γαλάζια στολή του Μικρονησίου.

Πήγε στα σύνορα, ανέβηκε στα τείχη και ρώτησε τους φρουρούς εάν είχαν δει τίποτα στον ορίζοντα. Η απάντηση ήταν αρνητική κι έτσι η Ελπίδα έμεινε εκεί πάνω και συνέχεια κοιτούσε πέρα, προς το Τελευταίο Δάσος.

Κόντευε να μεσημεριάσει, όταν οι φρουροί διέκριναν κίνηση στο δάσος. Η Ελπίδα πήγε να δει. Και αντί να δει τους Νότιους να βγαίνουν από τα δέντρα, είδε με τρόμο τον κίτρινο στρατό των Ανατολικών, οι οποίοι κάλπαζαν άγρια πάνω σε ογκώδη άλογα.

«Οι Ανατολικοί! Τι θα κάνουμε, Αρχηγέ;» τη ρώτησε ένας.

«Είμαστε λίγοι για να τους πολεμήσουμε.»

Η Ελπίδα δεν ήξερε τι να κάνει. Ήξερε καλά να πολεμάει στα κρυφά, σαν κατάσκοπος που ήταν, όμως μία τέτοια μάχη, επάνω στα τείχη, με τον εχθρό να απειλεί να μπει μέσα σ' ένα βασίλειο που δεν ήταν καν δικό της... Δεν ήξερε αν θα τα κατάφερνε.

Τι θα έκανε ο Οδυσσέας αν βρισκόταν στη θέση μου; Σκέφτηκε και τελικά αποφάσισε:

«Θέσεις άμυνας, όλοι!» φώναξε. «Οι τοξότες στις επάλξεις, γρήγορα!» Όλοι έπραξαν όπως τους είπε, είδε όμως τον τρόμο στα μάτια τους.

Χρειάζονταν κουράγιο και δεν ήξερε πώς να τους το δώσει. Οι Ανατολικοί πλησίασαν και σταμάτησαν. Πέρασε μπροστά ο Σουλτάνος και φώναξε:

«Δαμιανέ! Πού είσαι;! Εμφανίσου!»

«Ο Βασιλιάς του Νότου δεν είναι εδώ, Σουλτάνε Πασά!» απάντησε η Ελπίδα.

«Μπα! Και ποια είσαι εσύ;! Η γκόμενα του;!» κορόιδεψε αυτός και όσοι ήταν κοντά του γέλασαν.

Η Ελπίδα νευρίασε κι ένας τοξότης που βρισκόταν δίπλα την είδε να βάζει το χέρι στη λαβή του σπαθιού της για να διατάξει πυρ, όμως δεν το έκανε.

«Δεν θα τους ρίξουμε;» τη ρώτησε.

«Όχι ακόμα.»

«Λέγε! Ποια είσαι;! Και που είναι ο Δαμιανός να του κόψω το κεφάλι;!» επέμεινε ο Σουλτάνος.

«Είμαι επικεφαλής προσωρινά εδώ πέρα!» απάντησε η Κατάσκοπος. «Και από στιγμή σε στιγμή περιμένουμε το μπλε στρατό να έρθει!»

«Α! Ώστε δεν έχει γυρίσει ακόμα, ε;! Τότε θα σας είναι πιο εύκολο να μας παραδώσετε το Νότιο Βασίλειο και κανείς σας να μην πάθει κακό, διότι η μάχη για σας είναι χαμένη!»

Εκείνη τη στιγμή, η Ελπίδα και οι Νότιοι φρουροί και τοξότες άκουσαν πίσω τους ένα πολύ γνώριμο βούκινο. Η Κατάσκοπος γύρισε και είδε το γαλάζιο στρατό να πλησιάζει με κατάλευκα άλογα. Μπροστά διέκρινε τη Βασίλισσα Νατάσα και δίπλα της τον Οδυσσέα, να κρατάει τη σημαία του νησιού τους.

«Ο άντρας μου! Δεν το πιστεύω! Πάνω στην ώρα!» αναφώνησε και οι Νότιοι αναθάρρησαν.

«Τι γίνεται εκεί πίσω;!» ρώτησε ο Σουλτάνος.

«Το Βασίλειο...» ξεκίνησε να λέει η Ελπίδα και τράβηξε το σπαθί της. «...Δεν είναι δικό μου για να στο παραδώσω!» φώναξε. «ΠΥΡ!»

Την ίδια στιγμή έφυγαν σαν βροχή πολλά βέλη απ' τα τείχη και χτύπησαν κάμποσους.

«Πυρ κατά βούληση!» φώναξε η Ελπίδα και συνέχισαν να φεύγουν τα βέλη των τοξοτών. Σύντομα άρχισαν να επιτίθενται κι οι Ανατολίτες με πρόσταγμα του Σουλτάνου. Στο μεταξύ η Ελπίδα έτρεξε να κατέβει για να συναντήσει τους δικούς της και να τους ενημερώσει, την ίδια στιγμή που οι κίτρινοι ανέβαζαν σκάλες για να ανέβουν στα τείχη.

Οι Μικρονησιώτες σταμάτησαν και κοίταξαν προς τα επάνω στα τείχη. Είδαν την Ελπίδα θα πλησιάζει τρέχοντας. Ο Οδυσσέας κατέβηκε απ' το άλογο, έτρεξε και την αγκάλιασε.

«Πάνω στην ώρα ήρθατε.» του είπε εκείνη.

«Γιατί; Τι συμβαίνει μπροστά από τα τείχη;»

Η Βασίλισσα Νατάσα κατέβηκε κι αυτή από το άλογο και πλησίασε.

«Μεγαλειοτάτη...» είπε η Ελπίδα κάνοντας υπόκλιση.

«Τι συμβαίνει, Κατάσκοπε;»

«Δεχόμαστε επίθεση από τους Ανατολίτες και οι Νότιοι του Δαμιανού δεν έχουν επιστρέψει ακόμα.»

«Κοιτάξτε! Έχουν ανέβει στα τείχη!» φώναξε ο Οδυσσέας.

«Τότε θα τους κάνουμε κι εμείς μια μικρή έκπληξη.» είπε η Νατάσα και στράφηκε στο στρατό της: «Όλα τα στρατεύματα εκτός των κατασκόπων θα βγούμε από τις πύλες! Οι Κατάσκοποι πάνω στα τείχη! Γρήγορα, Ελπίδα!»

Η Ελπίδα έγνεψε στους δικούς της να την ακολουθήσουν και ανέβηκαν στα τείχη να βοηθήσουν τους Νότιους φρουρούς και τοξότες, ενώ όλοι οι υπόλοιποι πήραν θέση μπροστά από τις πύλες των συνόρων. Και καθώς ο Σουλτάνος ακόμα αναρωτιόταν τι συνέβαινε, είδε τις πύλες να ανοίγουν και να ξεχύνεται από μέσα ο γαλάζιος στρατός.

«Όχι, που να τους πάρει ο χάρος!» φώναξε. «Οι Μικρονησιώτες! Πάνω τους!»

Τώρα η μάχη φαινόταν ίση, με λίγες παραπάνω πιθανότητες να νικήσουν οι Ανατολικοί, αφού έριχναν πέτρες με καταπέλτες επάνω στα τείχη και άνοιγαν τρύπες, χωρίς όμως να μπορούν να τα γκρεμίσουν εντελώς. Τόσο γερά ήταν χτισμένα από τον Λόρδο Ντέριο, τον καιρό που ήταν ακόμα ο καλός εαυτός του. Κι ενώ μετά από λίγο οι πιθανότητες για τον Σουλτάνο αυξάνονταν, άκουσαν πίσω τους τον ήχο ενός βούκινου και ύστερα ενός άλλου, διαφορετικού.

«Μεγαλειότατε! Οι Νότιοι μαζί με τους Κεντρικούς!» του φώναξε ο Στρατηγός του με τρόμο.

Ο Σουλτάνος γύρισε και τους είδε.

«Όχι, να πάρει! Είμαστε περικυκλωμένοι! Επίθεση! Επίθεση από παντού!» διέταξε και ο μισός στρατός του έκανε μεταβολή και επιτέθηκαν στα στρατεύματα του Δαμιανού και της Στέλλας, οι οποίοι πολέμησαν με πάθος και ορμή όσο ποτέ άλλοτε. Είχαν δει την επίθεση ενάντια στο βασίλειο πριν λίγο και ετοιμάστηκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Οι άμαχοι κατέφυγαν όλοι στο δάσος, όπου στην απόσταση στην οποία βρισκόταν από το πεδίο της μάχης ήταν ασφαλείς.

Εκεί στήθηκαν γρήγορα και οι σκηνές των τραυματιών. Ο Γιλβέρτος ήθελε να μείνει κι άλλο δίπλα στην Ελένη, όμως έπρεπε να πάει με τους άλλους μάγους να πολεμήσει. Άλλωστε η Ιππότης ήταν πολύ καλύτερα. Πήρε το ραβδί του λοιπόν, βρήκε τους συντρόφους του και όρμησαν στη μάχη. Λίγο μετά, καθώς πολεμούσε, διέκρινε κάπου ανάμεσα στο χάος που επικρατούσε, τα υπέροχα ξανθά της μαλλιά.

«Όχι...» έκανε και την πλησίασε τρέχοντας. «Ιππότισσα;! Γιατί ήρθες;! Χρειαζόσουν ανάρρωση ακόμα!» της φώναξε.

«Μπορώ να πολεμήσω! Πρέπει να υπερασπιστώ το βασίλειο μας και να βοηθήσω τους ιππότες μου!»

«Μα πώς είναι δυνατόν;! Πώς σε άφησε η Πατρίσια να φύγεις;!»

Η Ελένη με φοβερά αντανακλαστικά σκότωσε έναν εχθρό και απάντησε:

«Ήταν απασχολημένη και κατάφερα να το σκάσω!» Ο Γιλβέρτος δεν μπόρεσε παρά να γελάσει και συνέχισαν να πολεμούν δίπλα- δίπλα. Η μάχη συνεχίστηκε ανελέητα, όπως και η πρώτη με τους Ανατολικούς. Τώρα όμως οι Νότιοι, όσο είχαν τους Κεντρικούς και τους Μικρονησιώτες στο πλάι τους, δεν είχαν να φοβούνται τίποτα και κέρδιζαν ολοένα και περισσότερο.

Η νεαρή Ιππότης έψαχνε κάθε τόσο τριγύρω για τους γονείς της, όμως δεν τους έβλεπε πουθενά. Μία τέτοια στιγμή, ένα δευτερόλεπτο μόνο αφαιρέθηκε και παραλίγο να γίνει το μοιραίο. Ένα βέλος ερχόταν κατά πάνω της. Ο Γιλβέρτος πρόλαβε να το δει. Έτρεξε αμέσως και με ιλιγγιώδη ταχύτητα, είπε μια φράση και ένα γαλάζιο πέπλο απλώθηκε γύρω τους. Το βέλος δεν κατάφερε να περάσει μέσα.

«Αυτή είναι η Μαγική Ασπίδα.» εξήγησε ο Μάγος. «Μας προστατεύει από τα εχθρικά βέλη, όμως χάνεται σύντομα και πρέπει να περάσει πολλή ώρα για να την ξαναβάλω.»

«Ευχαριστώ.» είπε η Ελένη, που κατάλαβε ότι μόλις την είχε σώσει από βέβαιο τραυματισμό ή σκοτωμό.

Σύντομα η ασπίδα όντως χάθηκε και όσοι ήταν μέσα έμειναν και πάλι απροστάτευτοι ενάντια στα βέλη των εχθρών τοξοτών. Λίγα λεπτά μετά, η Ελένη πολεμούσε με έναν εχθρό, ενώ ένας άλλος πήγαινε κατά πάνω της. Ο Δανιήλ τον είδε.

Όχι, δεν θα αφήσω να χαθεί τόσο άδικα, σαν τη Σάρα... σκέφτηκε. Ο χρόνος ήταν λες και πάγωσε.

«Ελένη!» φώναξε και όρμησε ανάμεσα σε εκείνη και στη χαντζάρα που κατέβαινε απειλητικά προς το μέρος της.

Το σπαθί του δεν κατάφερε να συγκρουστεί τη χαντζάρα του εχθρού και αμέσως ένιωσε να του ξεσκίζουν τα πλευρά. Πρόλαβε μόνο να στρέψει τον κορμό του έτσι ώστε να μη βρει η κοφτερή λεπίδα πιο επικίνδυνο σημείο, όμως το κόψιμο ήταν ήδη βαθύ.

«Δανιήλ!» φώναξε η Ελένη και κάρφωσε το σπαθί της στο στομάχι του εχθρού. Ύστερα γύρισε, είδε τον φίλο της να κάνει έναν κύκλο γύρω από τον εαυτό του και να πέφτει στο έδαφος.

«Όχι!» φώναξε και γονάτισε δίπλα του. «Όχι, Δανιήλ... Γιατί;» ρώτησε με παράπονο.

«Γιατί μπορώ...» αστειεύτηκε εκείνος.

«Μα δεν σκέφτεσαι τη γυναίκα σου και την κόρη σου, που σε περιμένουν πίσω από τα τείχη;»

«Έχεις όμως κι εσύ ένα γιο... και δυο γονείς που σε λατρεύουν. Ενώ εγώ δεν έπρεπε να ζω εδώ και χρόνια.»

Έβαλε το χέρι στο πλευρό του και ανασήκωσε το κεφάλι του για να δει το κόψιμο.

«Ω! Να πάρει, είναι καλή πληγή, ε; Ο τύπος ξέρει να σφάζει.» συνέχισε να αστειεύεται, ακόμα και στην κατάσταση του.

«Ηρέμησε, θα σε σώσω. Βοήθεια, έναν γιατρό!»

«Στάσου.» της είπε ο Δανιήλ και της έπιασε το χέρι. «Δεν νομίζω πως τη βγάζω καθαρή ύστερα από αυτό. Οι ήρωες πεθαίνουν κάποια στιγμή, δεν νομίζεις;»

«Μη λες τέτοια.» του είπε η Ελένη, πασχίζοντας να μην κλάψει.

«Συγνώμη για όλα, καλή μου φίλη...» της είπε, ενώ ένιωσε τον πόνο να χειροτερεύει και να αναπνέει με δυσκολία. «Που σε πλήγωσα με όσα σου είπα... Που ήθελα να σκοτώσω τον Μάρκο... Σε θεώρησα προδότρια... Μίλησα άσχημα για τη φίλη σου... και είναι και τόσα άλλα που δεν ξέρεις. Τουλάχιστον σε έσωσα στο τέλος.»

«Μη ζητάς συγνώμη. Σ' έχω συγχωρέσει. Τώρα είναι σειρά μου να σε σώσω.»

Ο Γιλβέρτος μόλις τους είδε έτρεξε να βοηθήσει. Εκείνος και η Ελένη σήκωσαν τον Δανιήλ, ο οποίος όταν σηκώθηκε όρθιος ένιωσε τον πόνο να χειροτερεύει και ήθελε να ξαναπέσει κάτω.

«Κουράγιο, Κατάσκοπε.» του είπε ο Μάγος και τύλιξε πάλι το χέρι του γύρω από τον ώμο του, ενώ η Ελένη έκανε το ίδιο απ' την άλλη πλευρά. Κίνησαν με αργά βήματα για το δάσος, ενώ ο Δανιήλ έσερνε τα πόδια του και το αίμα έσταζε κάτω.

Κάποιοι εχθροί βρήκαν ευκαιρία και πήγαν να τους επιτεθούν, όμως εμφανίστηκε από το πουθενά ο Οδυσσέας με μερικούς στρατιώτες του και τους προστάτευσαν.

«Πατέρα!» αναφώνησε η Ελένη.

«Κανένας δεν θα πειράξει την κόρη μου και τους φίλους της!» φώναξε ο Οδυσσέας καθώς έσφαζε και ακρωτηρίαζε. Και χάρη σ' αυτόν και στην προστασία του, οι τρεις φίλοι έφτασαν ασφαλείς στο δάσος.

***********************************

Αυτό ήταν το κεφάλαιο!! Το ξέρω ότι κάποιοι θα με βρίσετε για αυτό που συνέβη στον Δανιήλ 😋 Πιστεύετε πως θα τα καταφέρει;

Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε πώς θα τελειώσει ο πόλεμος και θα μάθουμε την ιστορία του Δανιήλ από την αρχή, πριν υπηρετήσει τον Λόρδο Ντέριο. Τι ήταν και που ζούσε; Τι συνέβη με την αδελφή του που μοιάζει στην Ελένη; Όλες οι απορίες θα απαντηθούν.

Μείνετε συντονισμένοι, γιατί μπορεί να τελειώνει ο πόλεμος, όχι όμως και το βιβλίο. Απομένουν μερικά κεφάλαια για το τέλος στα οποία θα δούμε τα επακόλουθα του πολέμου και το πώς εξελίχθηκαν οι ζωές των ηρώων μας ύστερα από αυτόν!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top