27. Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
Ξημέρωνε η επόμενη μέρα του πολέμου και στο νότιο στρατόπεδο, όσοι είχαν επιζήσει από τη μάχη προσπαθούσαν ακόμα να συνέλθουν απ' τις πληγές τους, σωματικές και ψυχικές. Παντού έβλεπες κουρασμένα πρόσωπα, θλιμμένα μα και ανακουφισμένα που όλο αυτό είχε επιτέλους τελειώσει. Είχε όμως όντως τελειώσει; Ο Δαμιανός αμφέβαλλε για αυτό. Ο Σουλτάνος Πασάς του είχε πει απειλητικά μετά το θάνατο του γιου του ότι δεν είχε παίξει ακόμα το τελευταίο του χαρτί. Ο Νότιος Βασιλιάς είχε υποψίες ότι θα επιτίθονταν σύντομα στον Νότο και μίλησε για τις υποψίες του στη Βασίλισσα Στέλλα.
Οι απώλειες ήταν πάρα πολλές, τόσο από τους Νότιους όσο και από τους Κεντρικούς. Ο Κωνσταντίνος είχε χάσει και αυτός πέντε άνδρες, τους οποίους θα μετέφεραν στη Δύση να θαφτούν με τιμές ηρώων, γιατί εθελοντικά τον ακολούθησαν στην αποστολή αυτή. Τώρα καθόταν πλάι στην Άννα, χαρούμενος που εκείνη είχε επιζήσει. Ο Δανιήλ πλησίασε το νεαρό ζευγάρι. Είχε καθαρίσει όπως μπορούσε το αίμα των εχθρών από πάνω του, τα μάτια του ήταν κόκκινα και πρησμένα και στο αριστερό του χέρι είχε ένα έγκαυμα από τη φωτιά της Πρωτεύουσας. Ο Κωνσταντίνος σηκώθηκε με σεβασμό.
«Μέσα σε όλο αυτό το χάος δεν καταφέραμε να συστηθούμε, Πρίγκιπα Κωνσταντίνε.» είπε και έτεινε το χέρι του σε χειραψία. «Δανιήλ. Αρχηγός των Κατασκόπων και της Άννας.»
«Χαίρομαι που επιτέλους σας γνωρίζω και επισήμως, Αρχηγέ Δανιήλ.» είπε ο Δυτικός Πρίγκιπας και του έσφιξε το χέρι. «Έχω ακούσει πολλά για εσάς και ειδικά μετά τα τελευταία σας κατορθώματα στον πόλεμο, είστε ένας ήρωας.»
«Και το δικό σου κατόρθωμα δεν είναι και λίγο... Έφυγες από τη Δύση κρυφά απ' τον πατέρα σου και ήρθες εδώ με δικό σου στράτευμα να πολεμήσεις στο πλευρό της αγαπημένης σου. Ελπίζω να την προσέχεις.» Η Άννα χαμογέλασε πλατιά και κοκκίνισε ελαφρώς.
«Εννοείται αυτό, Κατάσκοπε Δανιήλ. Αν και από ότι είδα στη μάχη, μπορεί και η ίδια μια χαρά να προσέχει τον εαυτό της.»
Λίγο μετά, συμμετείχαν και οι τρεις τους στο συμβούλιο μαζί με τον Δαμιανό, τη Στέλλα και όσους αξιωματικούς ήταν διαθέσιμους.
«Η Ιππότης Ελένη δεν έχει επιστρέψει ακόμα.» είπε με θλίψη ο Δανιήλ. «Να ελπίζουμε ότι μπορεί να τα κατάφερε, Μεγαλειότατε;»
«Τίποτα δεν έχει τελειώσει μέχρι να τη βρούμε, Κατάσκοπε. Έστειλα γιατρούς στο δάσος να ψάξουν για τραυματίες και νεκρούς, τώρα που θα φαίνονται στο φως της μέρας. Ας ελπίσουμε να τη βρουν ζωντανή.»
Ένα άλλο θέμα που συζήτησαν ήταν εκείνο των Κεντρικών πολιτών που είχαν επιζήσει και τώρα θα ήταν πρόσφυγες.
«Μπορώ να πάρω μαζί μου στη Δύση τους μισούς.» είπε ο Κωνσταντίνος. «Πριν από λίγο έστειλε απεσταλμένο ο πατέρας μου. Έμαθε από κατασκόπους του τα γεγονότα του πολέμου και δηλώνει συντετριμμένος που δεν έστειλε βοήθεια εγκαίρως και εξαιτίας του ήρθα εγώ και κινδύνευσα. Δήλωσε ότι μπορεί να δεχθεί μερικούς Κεντρικούς πολίτες στο βασίλειο μας. Σε λίγο θα αναχωρήσουμε, οπότε θα πρέπει όσοι επιθυμούν να έρθουν μαζί μας να βιαστούν.»
«Πολύ καλά.» συμφώνησε ο Δαμιανός και στράφηκε στη Στέλλα: «Οι υπόλοιποι, μαζί με τον Κεντρικό στρατό μπορείτε να έρθετε στον Νότο.»
«Εννοείται πως θα έρθουμε.» συμφώνησε η Στέλλα. «Είναι πολύ πιθανόν ο πόλεμος να συνεχιστεί εκεί και θα σας βοηθήσουμε να υπερασπιστείτε το βασίλειο σας όπως βοηθήσατε και εσείς με το δικό μας.»
«Θα είστε μια πολύτιμη βοήθεια και μαζί με τον στρατό του Μικρονησίου που περιμένω, οι οποίοι θα είναι πιο ξεκούραστοι, οι πιθανότητες είναι με το μέρος μας. Θα αναχωρήσουμε αύριο το πρωί, γιατί θα πρέπει να εκτιμηθεί και η κατάσταση των ασθενών που θα έρθουν απ' το δάσος και να ανακτήσουμε όλοι μας δυνάμεις.»
«Στρατηγέ Μιχαήλ, θέλω να οργανώσεις τους πολίτες και να χωρίσεις εκείνους που θα πάνε στη Δύση από αυτούς που θα έρθουν στον Νότο μαζί μας.» είπε η Στέλλα στον στρατηγό της. «Στους πρώτους θα πεις να βιαστούν, γιατί θα αναχωρήσουν το συντομότερο δυνατόν με τον Πρίγκιπα Κωνσταντίνο.»
«Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη.» είπε ο Μιχαήλ και βγήκε.
Λίγη ώρα μετά, οι αξιωματικοί βγήκαν από τη σκηνή του Δαμιανού.
«Έλα μαζί μου στη Δύση.» είπε ο Κωνσταντίνος στην Άννα, κοιτάζοντας την ικετευτικά. Η νεαρή ανιχνεύτρια κοίταξε τον Αρχηγό της σαν να ζητούσε επιβεβαίωση. Κατά βάθος ήθελε κι εκείνη όσο τίποτα να τον ακολουθήσει.
«Πήγαινε, Άννα.» της είπε ο Δανιήλ. «Έκανες ήδη αρκετά και πρόσφερες πολύ σε αυτόν τον πόλεμο. Ξέρω πόσο τον αγαπάς και ήρθε η ώρα να σε αποδεσμεύσω από τα καθήκοντα σου για να μπορέσεις να ζήσεις μαζί του.» Η Άννα χαμογέλασε με ελπίδα, έπειτα έσκυψε το κεφάλι.
«Ο πατέρας σου δεν πρόκειται ποτέ να με δεχθεί.» είπε στον αγαπημένο της.
«Και ποιος σου είπε ότι υπολογίζω τη γνώμη του; Ούτε χθες την υπολόγισα, που έφυγα με δικό μου στρατό και ήρθα. Έτσι θα επαναστατήσω και για εμάς και την αγάπη μας. Θα μείνουμε μαζί σε ένα σπίτι εκτός του Παλατιού μέχρι να καταφέρω να τον πείσω. Εξάλλου, η μητέρα μου τώρα πια έχει αλλάξει γνώμη για σένα και σε θέλει για νύφη της. Και ξέρεις τι επιρροή του ασκεί. Θα τον πείσουμε μαζί.»
«Θα σας αφήσω να το συζητήσετε μόνοι σας.» είπε ο Δανιήλ και απομακρύνθηκε διακριτικά. Η Άννα κοίταξε τον Κωνσταντίνο στα μάτια, έπειτα ένα δάκρυ κύλησε. Ήταν δάκρυ χαράς.
«Θα έρθω.» του είπε τελικά. «Θα έρθω και θα προσπαθήσουμε.» και τον αγκάλιασε με χαρά. Μπορεί όλα να φάνταζαν δύσκολα και ανυπέρβλητα μεταξύ τους, όμως μετά τον πόλεμο και ειδικά τη χθεσινή, αιματηρή μάχη, η Άννα κατάλαβε πόσο μικρή είναι η ζωή και πόσο εύκολα τελειώνει και το πήρε απόφαση να ζήσει την κάθε στιγμή μαζί του σαν να ήταν η τελευταία τους, ακόμα κι αν δεν κατάφερναν ποτέ να πείσουν τον πατέρα του και Άρχοντα της Δύσης να τη δεχθεί για νύφη του και να τους αφήσει να παντρευτούν.
************************************************************
Η Ελένη ξύπνησε μέσα απ' το πρωινό φως του ήλιου που έμπαινε μέσα απ' τα φυλλώματα των δέντρων. Ένιωθε άρρωστη κι αδύναμη. Δίπλα της ένιωθε ακόμα το σώμα του Μάρκου. Αισθανόταν τόση ασφάλεια, που δεν ήθελε να σηκωθεί. Είχε δίκιο τελικά, όταν την προηγούμενη νύχτα της είπε πως η ψυχή του θα τη συντροφεύει για πάντα. Ύστερα άκουσε φωνές:
«Γιατρέ Πατρίσια! Άλλοι δυο νεκροί εκεί κάτω!»
Μετά άκουσε βήματα κι ύστερα ένιωσε να παίρνουν τον Μάρκο από δίπλα της και κάτι χέρια να αγγίζουν την ίδια.
«Όχι! Αυτή είναι η Ιππότης Ελένη! Γιατί, Θεέ μου, γιατί;» Η φωνή της Πατρίσιας. «Για σταθείτε... Είναι ζωντανή, απλά ψήνεται στον πυρετό.»
«Λογικό είναι. Έμεινε στη βροχή όλη νύχτα. Αυτό που με εντυπωσιάζει είναι πως ήταν ξαπλωμένη δίπλα σε έναν εχθρό.» Η Ελένη άνοιξε τα μάτια της.
«Πατρίσια...» ψέλλισε.
«Χαίρομαι που είσαι ακόμα κοντά μας, Ελένη. Κάνε κουράγιο και θα σε γιατρεύσουμε.»
«Ο Μάρκος...;»
«Τον πήραν οι δικοί του. Θα ταφεί στο Βόρειο Βασίλειο.» απάντησε η Πατρίσια και αναστέναξε. «Όσοι πέθαναν είναι πιο τυχεροί από εμάς που μείναμε πίσω.»
Η Ελένη ανασηκώθηκε και κοίταξε πέρα. Είδε τους Βόρειους γιατρούς να μεταφέρουν τη σωρό του άντρα της και σκέφτηκε ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε. Οι γιατροί τη βοήθησαν να σηκωθεί. Δύο απ' αυτούς την οδηγούσαν έξω από το δάσος, ενώ της διηγούνταν τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας. Η Πατρίσια προπορεύτηκε για να πάει στη σκηνή των τραυματιών. Μόλις βγήκαν απ' το δάσος, η Ελένη κοίταξε προς την Πρωτεύουσα με δυσάρεστη έκπληξη.
Ένα μεγάλο μέρος της είχε καεί, όμως η βροχή είχε σβήσει τη φωτιά, αφήνοντας πίσω μόνο ερείπια, στάχτη και καπνό. Μπροστά απ' τα τείχη της, σκοτωμένοι ιππότες, στρατιώτες, άλογα, μέχρι και αθώοι πολίτες. Παντού λάσπη και αίμα, νεκροί και από τα δύο στρατόπεδα. Δεν υπήρχε νικητής από αυτόν τον πόλεμο. Όλοι ηττημένοι. Ο Γιλβέρτος βοηθούσε εθελοντικά στη μεταφορά των νεκρών, όταν την είδε.
Έτρεξε και την αγκάλιασε απ' τη χαρά του που την έβλεπε ζωντανή χωρίς να πουν τίποτα. Έπειτα εκείνη πέρασε μπροστά και περιπλανήθηκε λίγο ανάμεσα στα πτώματα, με τον Γιλβέρτο να την ακολουθεί διστακτικά.
«Τόσος θάνατος...» ψιθύρισε. «Πόλεμος, θάνατος και μία προφητεία. Τα είχες προβλέψει όλα, Γιλβέρτο.» είπε και στράφηκε στον Μάγο.
«Ακριβώς. Και υπέφερα μέσα μου που δεν μπορούσα να τα σταματήσω. Έβλεπα συνέχεια προφητικά όνειρα και...»
Δεν ήθελε να ολοκληρώσει την πρόταση του.
«Η προφητεία μιλούσε για τον Δράκο, σωστά;» τον ρώτησε η Ελένη. Της έγνεψε καταφατικά.
«Και τι θα απογίνει ο Νιρέξης; Και η Ναταλία; Θα επιστρέψει σε εμάς;»
«Ο Δράκος ήταν μια πολύτιμη βοήθεια, αλλά και καταστροφή συγχρόνως. Θα πληροφορηθούμε σύντομα για το θάνατο του. Η Ναταλία θα φέρει στον κόσμο το παιδί του, το οποίο θα πάρει μορφή δράκου σε ηλικία είκοσι ετών και θα πάει με τη μητέρα του στη Χώρα των Δράκων. Τα όσα θα γίνουν εκεί πέρα είναι πέρα απ' την ανθρώπινη φαντασία και δεν μας αφορούν.»
Η Ελένη ένιωθε αδύναμη και ήταν έτοιμη να σωριαστεί στο έδαφος απ' τον πυρετό που την έκαιγε.
«Ιππότισσα;» είπε με αγωνία ο Γιλβέρτος και την κράτησε.
«Πρέπει να έχω πολύ πυρετό, μα αυτό είναι το λιγότερο που με ενδιαφέρει.»
«Θα γίνεις καλά. Η Πατρίσια θα σε φροντίσει προσωπικά και εγώ δεν θα φύγω λεπτό απ' το πλευρό σου.» της υποσχέθηκε.
«Πονάνε όλα μου τα κόκκαλα...» παραπονέθηκε, καθώς την πήγαινε προς το στρατόπεδο, ενώ τη βάσταζε γερά και τη στήριζε. Έφτασαν στις πρώτες σκηνές.
«Απ' ότι βλέπεις, καταφέραμε να σώσουμε αρκετό από τον πληθυσμό του Κέντρου, αν και πολλοί από αυτούς πολέμησαν εθελοντικά στη χθεσινή μάχη και έπεσαν.» της εξήγησε ο Γιλβέρτος. Η Ελένη κοιτούσε γύρω της. Παντού ταλαιπωρημένα πρόσωπα και κορμιά στρατιωτών και Κεντρικών αμάχων, μωρά που έκλαιγαν και τραυματίες που βογκούσαν από τους πόνους των τραυμάτων τους.
«Αυτοί είναι όσοι επέζησαν. Ο Άρχοντας Θεόδωρος έστειλε απεσταλμένο του και μετέφερε στον Μεγαλειότατο ότι μπορεί να τους δεχθεί, αφού μετάνιωσε που δεν έστειλε βοήθεια υπέρ μας. Θα αναχωρήσουν σε λίγο για τη Δύση με τον Πρίγκιπα Κωνσταντίνο, ο οποίος επαναστάτησε εναντίον του πατέρα του, ήρθε με δικό του στράτευμα και πολέμησε στο πλάι μας.»
«Και οι άλλοι μισοί Κεντρικοί;»
«Οι άλλοι μισοί θα έρθουν μαζί μας, αύριο που θα γυρίσουμε στον Νότο. Η μητέρα σου έστειλε γράμμα και ισχυρίστηκε πως ακόμα είναι όλα ήσυχα εκεί κάτω.»
Εκείνη τη στιγμή, ο Δαμιανός, ο οποίος συζητούσε με τον Δανιήλ, τους είδε και πλησίασε. Ο Δανιήλ ακολούθησε διστακτικά.
«Δόξα τον Επόπτη, είσαι από αυτούς που έχασαν το δρόμο τους στο δάσος και όχι τη ζωή τους, Ιππότη Ελένη.» της είπε ο Βασιλιάς. Η Ελένη σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε εκείνον και τον πρώην κουμπάρο και φίλο της. Ήταν και οι δυο ταλαίπωροι, με μάτια πρησμένα από την αϋπνία και τα μαλλιά τους ανάκατα και γεμάτα σκόνη. Έπειτα, έκανε ένα βήμα και αγκάλιασε τον Δαμιανό, εκπλήσσοντας τους όλους γιατί κανείς δεν αγκάλιαζε έτσι τον βασιλιά. Όμως εκείνος την έσφιξε στην αγκαλιά εκείνη της παρηγοριάς σαν ένας καλός φίλος και την άφησε να ξεσπάσει από τους λυγμούς που την τράνταξαν.
«Συγνώμη, Μεγαλειότατε...» ψέλλισε. «Δεν τα καταφέραμε... Δεν καταφέραμε τίποτα...» έλεγε.
«Δεν πειράζει.» προσπάθησε να την παρηγορήσει εκείνος με απαλή φωνή. «Σημασία έχει που γυρίσατε ζωντανοί εσύ και ο Στρατηγός. Αυτό μου αρκεί.» Η Ιππότης απομακρύνθηκε από την αγκαλιά του και σκούπισε τα μάτια της, έπειτα με ύφος σοβαρό ανακοίνωσε:
«Ο Μάρκος είναι νεκρός. Πέθανε στα χέρια μου, αφού κάποιος δικός μας τον χτύπησε θανάσιμα.» και κοίταξε τον Δανιήλ με ένα παγερό βλέμμα, σαν να του έλεγε: Χαίρεσαι; Είσαι ικανοποιημένος τώρα; Εκείνος όμως δεν χαιρόταν καθόλου.
«Τι συνέβη στην Πρωτεύουσα;» ρώτησε έπειτα η Ελένη, καθώς περπατούσαν όλοι μαζί ανάμεσα στις σκηνές. Ο Γιλβέρτος ακόμα τη στήριζε.
«Η Λομπέλια την έκαψε και έσφαξε αρκετούς αθώους πολίτες της.» απάντησε ο Δαμιανός. «Έστειλα μέσα τον Δανιήλ με δέκα απ' τους καλύτερους κατασκόπους του, από τους οποίους μόνο οι τρεις γλίτωσαν. Έσωσαν τη Βασίλισσα Στέλλα και ύστερα εκείνη ξεσήκωσε τους δικούς της και πολέμησαν μαζί μας. Η μάχη φάνταζε να μην έχει τελειωμό, ώσπου σκότωσα εγώ ο ίδιος με το σπαθί μου τη Λομπέλια και έτσι οι δικοί της υποχώρησαν οριστικά. Κερδίσαμε τον πόλεμο, αλλά βλέπεις τριγύρω σου με τι κόστος.»
Ο Δανιήλ ακολουθούσε από πίσω τους διστακτικά. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Λυπόταν αφάνταστα για το θάνατο του Μάρκου, και ας τον είχε μισήσει για την προδοσία που διέπραξε και που πλήγωσε την Ελένη. Τι μπορούσε όμως να κάνει για να αλλάξει όσα έγιναν; Τίποτα. Ποιες λέξεις θα έβρισκε τώρα για να παρηγορήσει τη φίλη του; Καμία απολύτως. Ό,τι και να της έλεγε θα ήταν λίγο, γιατί ούτε συγνώμη δεν τολμούσε να ζητήσει.
Το βράδυ η κατάσταση της Ελένης χειροτέρευσε και παραληρούσε απ' τον πυρετό. Πατρίσια διέγνωσε πνευμονία, λόγω της υγρασίας και της βροχής. Ο Γιλβέρτος έμεινε στο πλευρό της, όπως της υποσχέθηκε, δίνοντας της κουράγιο. Της έδωσε να πιει ένα φίλτρο, το οποίο του πήρε αρκετή ώρα για να το φτιάξει. Θα της έριχνε τον πυρετό, αλλά θα έκανε πολλές ώρες να δράσει. Ο Δανιήλ πήγε κάποια στιγμή να τη δει, όμως πάλι δεν βρήκε λόγια να της πει.
Τον βρήκε η Στέλλα να κάθεται μόνος του σε ένα βράχο.
«Γεια.» του είπε. «Να καθίσω;»
«Καθίστε.» της απάντησε και της έκανε χώρο.
«Ήθελα να σε ευχαριστήσω που με έσωσες. Όλη την ημέρα ήμασταν απασχολημένοι και δεν βρήκα την ευκαιρία.»
«Δεν χρειάζονται ευχαριστίες. Το καθήκον μου έκανα.» της είπε και παρέμειναν για λίγο σιωπηλοί.
«Έμαθα ότι παντρεύτηκες.» είπε μετά από λίγο η Στέλλα.
«Ναι.» απάντησε ο Δανιήλ και χαμογέλασε. «Την πρώην Ιέρεια Μεγκάνα, αφορισμένη της θρησκείας σας.» είπε και περίμενε την αντίδραση της.
Εκείνη παρέμεινε ψύχραιμη και μετά είπε:
«Είχα ακούσει την ιστορία της και έμαθα από τους ιερείς μου για τον αφορισμό της, ωστόσο δεν περίμενα ο κατάσκοπος στον οποίο αναφέρθηκαν να είσαι εσύ... αν και εδώ που τα λέμε, είχα ένα προαίσθημα. Έκανες πολύ καλά που την παντρεύτηκες και ανέλαβες τις ευθύνες σου ως πατέρας. Πώς είναι το παιδί σας;»
«Είναι πολύ καλά. Η Ερίνα μας. Την αγαπάμε πάρα πολύ.»
«Χαίρομαι για σένα.»
Μετά ο Δανιήλ άλλαξε θέμα:
«Πιστεύετε ότι ο Σουλτάνος της Ανατολής μπορεί να χτυπήσει ανά πάσα στιγμή το βασίλειο μας, ακόμα και τώρα που εμείς δεν είμαστε εκεί;»
«Δεν ξέρουμε πότε μπορεί να χτυπήσει, όμως ούτως η άλλως δεν ήμασταν ακόμα έτοιμοι για μάχη σήμερα. Πάντως ο Βασιλιάς σου είναι σχεδόν σίγουρος ότι θα επιτεθεί και θα αναζητήσει από τον ίδιο εκδίκηση για το θάνατο του γιου του.»
«Δηλαδή, ο πόλεμος συνεχίζεται.» συμπέρανε ο Δανιήλ.
«Ακριβώς. Όμως ελπίζουμε όχι σύντομα, γιατί είμαστε όλοι κουρασμένοι από τις μάχες με τον Βορρά. Ελπίζουμε πως αύριο, όταν φθάσουμε στον Νότο, τα πράγματα να είναι ακόμα ήσυχα. Και ας ελπίσουμε οι Μικρονησιώτες να έρθουν εγκαίρως για να προλάβουν να ετοιμαστούν και να οργανωθούμε μαζί τους. Εάν γίνει αυτό, η νίκη είναι δική μας.»
Έπειτα η Στέλλα σηκώθηκε απ' τον βράχο.
«Και τώρα θα αποσυρθώ στη σκηνή μου. Μπορείς να έρθεις, αν θέλεις.» του είπε κοιτάζοντας τον με νόημα.
«Λυπάμαι, όμως λατρεύω τη Μεγκάνα. Η καρδιά μου και το σώμα μου ανήκουν σε εκείνη τώρα πια, και δεν υπάρχει λόγος να αναζητήσω τον έρωτα αλλού.»
«Ξέρεις κάτι; Αυτή την απάντηση ήθελα να ακούσω. Τελικά είσαι πολύ τίμιος και πιστός άνδρας, Δανιήλ. Κάποιον σαν εσένα θα επέλεγα να παντρευτώ, αν το αποφάσιζα κάποια στιγμή. Καληνύχτα.»
«Καλή σας νύχτα, Βασίλισσα Στέλλα.»
**
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top