26. Η Άλωση της Πρωτεύουσας

Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά κι όμως η μάχη δεν εννοούσε να σταματήσει. Η Λομπέλια εκνευρίστηκε που ο Δαμιανός έστειλε δικούς του στο δάσος για να βρουν και να σταματήσουν τους δικούς της και ήθελε να τον εκδικηθεί που της πήγαινε κόντρα στα σχέδια της. Και το πέτυχε αυτό, αφού μέσα σε λίγη ώρα οι Νότιοι στράφηκαν και είδαν την Πρωτεύουσα να καίγεται.

«Όχι...» έκανε ο Δαμιανός.

Μέσα απ' τα τείχη της Πρωτεύουσας, αθώοι πολίτες πάλευαν να βγουν από τις πύλες, αφού φωτιές είχαν ανάψει σε όλες τις μεριές. Μόνο στο κέντρο της δεν είχαν φτάσει οι φλόγες, εκεί όπου βρισκόταν το Παλάτι και λίγο πιο πέρα η εκκλησία των Αυστηρών. Ο Δαμιανός σκέφτηκε γρήγορα ένα σχέδιο. Δεν είχε και πολλές επιλογές άλλωστε. Φώναξε κοντά του τον Δανιήλ και του είπε:

«Εσύ και οι δικοί σου θέλω να μπείτε στην πόλη και να φυγαδεύσετε όσους περισσότερους ανθρώπους μπορείτε.»

«Μα, Μεγαλειότατε...» πήγε να διαμαρτυρηθεί ο άλλος.

«Σε παρακαλώ, Δανιήλ. Είσαι το μόνο άτομο που μπορώ να εμπιστευθώ για αυτή την αποστολή. Κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς. Μπορώ να βασιστώ πάνω σου.» του είπε και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του.

Ο Δανιήλ γύρισε και κοίταξε προς τη φλεγόμενη Πρωτεύουσα. Θυμόταν σαν χθες το πόσο είχαν υποφέρει εκείνος κι η Μεγκάνα μέσα σ' αυτή την πόλη... Ακόμα υπήρχε το σημάδι στο στήθος της και ήταν αναγκασμένος να το βλέπει και ο ίδιος τις νύχτες που την άγγιζε και να θυμάται τον απάνθρωπο αφορισμό της. Κατά βάθος ήθελε πάντα να δει αυτό το μέρος να καίγεται... όμως τώρα που το έβλεπε δεν χαιρόταν.

«Άκουσε με.» διέκοψε τις σκέψεις του ο Βασιλιάς του. «Γνωρίζω τι περάσατε εσύ και η γυναίκα σου εκεί μέσα. Όμως, σε αυτή την πόλη δεν ζει μόνο ο πάπας και όλοι εκείνοι που σας φέρθηκαν έτσι. Υπάρχουν επίσης και αθώοι πολίτες, γέροι, γυναικόπαιδα και μωρά σαν την κόρη σου. Αυτούς σου ζητάω να σώσεις.»

«Έχετε δίκιο, Μεγαλειότατε. Δεν θα σας απογοητεύσω.» του απάντησε και ο Δαμιανός του χαμογέλασε και επέστρεψε στη μάχη.

Ο Δανιήλ μάζεψε όσους περισσότερους βρήκε και τους είπε:

«Λοιπόν μάγκες, καιρός να γίνουμε ήρωες. Θα μπούμε μέσα.»

«Μέσα;» απόρησε ένας.

«Εμ... Δεν εννοείται ΕΚΕΙ μέσα, Αρχηγέ...» είπε ένας άλλος, δείχνοντας προς την Πρωτεύουσα.

«Εκεί εννοώ. Θα μπούμε από τη Νότια Πόλη, θα βγάλουμε έξω όσους πολίτες μπορέσουμε και θα συνεχίσουμε προς τα μέσα για να δείχνουμε σε όλους το δρόμο εξόδου. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε και δεν εγγυώμαι τίποτα. Το πιο πιθανό είναι να καούμε κι εμείς ζωντανοί, αλλά τουλάχιστον θα σώσουμε αρκετούς. Συμφωνείτε;»

«Ναι!» απάντησαν οι περισσότεροι.

«Τέλεια. Αλλά και να μη συμφωνούσατε πάλι θα πηγαίναμε.» αστειεύτηκε και έφυγαν όλοι τρέχοντας.

Εν τω μεταξύ οι στρατιώτες της Λομπέλιας εξακολουθούσαν να ρίχνουν μέσα αυτοσχέδιες μπάλες φωτιάς από καταπέλτες που έκαιγαν τα πάντα. Για αυτούς, ο Δαμιανός φρόντισε να επιτεθεί με πολλούς στρατιώτες δικούς του, καθώς ο Δανιήλ και οι κατάσκοποι του σκότωναν τους φρουρούς της Νότιας Πύλης. Όταν καθάρισαν το πεδίο εκείνος και άλλοι τέσσερις έβγαλαν τη μεγάλη σανίδα και άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες της πύλης.

Αμέσως ένα πλήθος κόσμου άρχισε να βγαίνει έξω, βήχοντας και αγκομαχώντας.

«Οι Νότιοι! Οι Νότιοι μας έσωσαν, να 'ναι καλά!» φώναξε ενθουσιασμένος ένας παππούς!

«Πού να πάμε τώρα;» ρώτησε μια γυναίκα.

«Άννα, οδήγησε τους στο στρατόπεδο. Θα βρούμε κάπου να τους βολέψουμε μέχρι να μπορούν να φύγουν.» διέταξε ο Δανιήλ και οι πρώτοι πολίτες άρχισαν να ακολουθούν την Άννα.

«Πού θα τους πάμε μετά, Αρχηγέ;» ρώτησε η Ανιχνεύτρια πριν φύγει.

«Θα προτείνω στον Μεγαλειότατο να τους στείλουμε στη Δύση και στον Νότο με μπόλικες προμήθειες μαζί τους. Είναι τα μόνα ασφαλή βασίλεια.» απάντησε ο Δανιήλ με θλίψη, γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα ήταν πλέον πρόσφυγες.

Ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους βρίσκονταν και Κεντρικοί στρατιώτες. Ένας από αυτούς όταν βγήκε είπε στον Δανιήλ:

«Χίλια ευχαριστώ. Χωρίς εσάς θα είχαμε καεί ζωντανοί. Θα ορίσω κάποιους άντρες μου ούτως ώστε να γυρίσουν όλη την πόλη και να την εκκενώσουν. Ονομάζομαι Στρατηγός Μιχαήλ.»

«Χάρηκα για τη γνωριμία, Στρατηγέ του Κέντρου. Είμαι ο Κατάσκοπος του Βασιλιά Δαμιανού, ο Δανιήλ. Δώστε διαταγή να φύγουν όλοι μόνο από νότια. Δεν υπάρχει άλλη ασφαλής διέξοδος. Και να μεταφερθούν όλοι στο στρατόπεδο μας. Θα αποφασίσει ο Βασιλιάς μου τι θα ακολουθήσει μετά. Πού βρίσκεται η Βασίλισσα σας;»

«Την έχουν στον ψηλότερο πύργο στο Παλάτι, στο κέντρο της πόλης. Εκεί δεν έχει φθάσει η φωτιά και για αυτό υπάρχουν ακόμα Βόρειοι φρουροί.»

«Εγώ με μία ομάδα μου θα πάμε να την ελευθερώσουμε. Εάν εκείνη δώσει διάταγμα, θα πολεμήσετε μαζί μας;»

«Ναι, φυσικά. Θα συγκεντρώσω το στρατό μου για να είμαστε έτοιμοι. Ευχαριστούμε και πάλι.»

Ο Δανιήλ μάζεψε μια ομάδα με τους καλύτερους κατασκόπους του και τους είπε το σχέδιο. Το πιο δύσκολο κομμάτι του πολέμου έφτασε.

«Εμπρός! Μπαίνουμε κι άλλο μέσα!» τους φώναξε και πέρασαν σχεδόν μέσα από τις φλόγες, βάζοντας τις κουκούλες τους και ανεβάζοντας τις ειδικές μάσκες που υπήρχαν ενσωματωμένες στις στολές τους, καλύπτοντας τις μύτες και τα στόματα τους. Όλοι οι υπόλοιποι έμειναν στα Τείχη για να προστατεύουν τους πολίτες που έβγαιναν. Στο μεταξύ, η Λομπέλια απ' έξω είδε ξαφνικά ένα τσούρμο να βγαίνει από μέσα και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Κοίταξε γύρω της. Είχε χάσει σχεδόν το μισό στρατό της. Η ήττα της πλησίαζε και δεν είχε ακόμα κανένα ίχνος του Δράκου.

«Υποχώρηση!» φώναξε αγριεμένη. «Υποχώρηση! Μαζέψτε τις σκηνές! Θα στρατοπεδεύσουμε βόρεια της Πρωτεύουσας!»

Επιτέλους! Σκέφτηκε ο Δαμιανός. Νόμιζα πως δεν θα σταματούσε ποτέ .Έπειτα διέταξε και τους δικούς του να υποχωρήσουν στο στρατόπεδο, για να φροντίσουν τους Κεντρικούς πολίτες που κατέφθαναν και να δουν πόσους έχασαν οι ίδιοι. Μόνο οι κατάσκοποι συνέχισαν το έργο τους στην Πρωτεύουσα. Ωστόσο είχε ένα προαίσθημα ότι η αποψινή μάχη δεν είχε τελειώσει ακόμα. Προς μεγάλη του απογοήτευση, έλειπε ο Στρατηγός του, η Ιππότης Ελένη και οι στρατιώτες που έστειλε στο δάσος, αν και κάποιοι από αυτούς είχαν αρχίσει να επιστρέφουν χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα.

«Το δάσος έχει γεμίσει με πτώματα και τραυματίες, Μεγαλειότατε.» του είπε ένας. «Εμείς φέραμε όσους μπορούσαμε. Τα υπόλοιπα θα τα φροντίσουν οι γιατροί. Το μόνο καλό είναι πως οι Βόρειοι μάλλον δεν βρήκαν τον Δράκο.»

«Δεν είναι καλό που η Λομπέλια στρατοπέδευσε βόρεια και δεν υποχώρησε οριστικά.» συμπέρανε ο Δαμιανός. «Κάτι κακό ετοιμάζει και θέλει να ανακτήσει δυνάμεις.»

Εκείνη τη στιγμή, άκουσαν ένα συνθηματικό βούκινο που δεν έμοιαζε με δικό τους, αλλά ούτε με κανενός αντιπάλου τους. Στράφηκαν προς τα εκεί από όπου ακούστηκε και είδαν μια ομάδα καβαλάρηδων να έρχονται με ταχύτητα από τα δυτικά. Πλησιάζοντας κι άλλο, ο Δαμιανός διαπίστωσε με έκπληξη ότι φορούσαν πράσινα, το χρώμα της Δύσης.

«Οι Δυτικοί! Μια ομάδα Δυτικών ήρθε!» φώναξε ένας στρατιώτης.

«Ας ελπίσουμε να έρχονται με καλές προθέσεις, αν και είναι πολύ λίγοι για βοήθεια.» είπε ο Δαμιανός και πλησίασε για να τους προϋπαντήσει. Την άφιξη των πρασινοφορεμένων άκουσε και η Άννα.

«Οι Δυτικοί...; Ο Κωνσταντίνος!» αναφώνησε και έτρεξε κι εκείνη προς το μέρος τους.

Μόλις εκείνοι έφτασαν στο στρατόπεδο, ο Δαμιανός με μια ομάδα στρατιωτών του και η Άννα τους πλησίασαν. Ο επικεφαλής από ότι φαινόταν της ομάδας, ένας όμορφος νεαρός με μαύρα μαλλιά, κατέβηκε από το καφετί άλογο του και αμέσως η Άννα έτρεξε στην αγκαλιά του.

«Κωνσταντίνε!» φώναξε ενθουσιασμένη.

«Άννα!» φώναξε εκείνος. Σήκωσε τη μικροκαμωμένη κοπέλα με ευκολία στα χέρια του και γελώντας την έκανε μια σβούρα, έπειτα την απόθεσε απαλά και πάλι στα πόδια της και φιλήθηκαν σαν να βρίσκονταν σε ένα δικό τους κόσμο.

«Τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε η Ανιχνεύτρια έπειτα.

«Παράκουσα τις εντολές του πατέρα μου και ήρθα να σας βοηθήσω. Δεν υπήρχε περίπτωση να λείπω εγώ από μια τέτοια μάχη... και επιπλέον δεν μπορούσα να κοιμηθώ μη γνωρίζοντας αν εσύ ήσουν καλά ή όχι, να σκέφτομαι ότι κινδυνεύεις ενώ εγώ ήμουν άνετος και ασφαλής στο παλάτι.» έστρεψε το βλέμμα του στον Νότιο Βασιλιά, ο οποίος παρακολουθούσε απορημένος τη σκηνή και λίγο συγκινημένος, αλλά χωρίς να το δείχνει. «Μα πού πήγαν οι τρόποι μου...» είπε και προχώρησε μπροστά του. Έκανε μια βαθιά υπόκλιση και συστήθηκε:

«Πρίγκιπας της Δύσης Κωνσταντίνος. Και εσείς πρέπει να είστε ο Βασιλιάς του Νότου, ο Δαμιανός. Έχω ακούσει πολλά για εσάς και είναι τιμή μου που σας γνωρίζω.»

«Τι σας φέρνει εδώ, Πρίγκιπα Κωνσταντίνε; Από ότι με πληροφόρησαν, ο πατέρας σας, Άρχοντας Θεόδωρος, αρνήθηκε να μας βοηθήσει πολεμώντας στο πλευρό μας.»

«Έτσι είναι, Βασιλιά Δαμιανέ. Είπε πως δεν ήθελε να ρισκάρει τις ζωές των στρατιωτών του για έναν πόλεμο ο οποίος δεν τον αφορά.»

«Κι όμως, σας αφορά κι εσάς ο πόλεμος. Διότι αν η Λομπέλια πραγματοποιήσει τα σατανικά της σχέδια και κατακτήσει το Κέντρο και τον Νότο, σειρά θα έχετε εσείς μετά. Όλοι μαζί έπρεπε να τη σταματήσουμε.»

«Το είχα καταλάβει αυτό και προσπάθησα να πείσω τον πατέρα μου, όμως εκείνος ήταν ανένδοτος. Είπε ότι ακόμα και αν έρχονταν οι Βόρειοι για πόλεμο στο βασίλειο μας, θα ήμασταν έτοιμοι να τους απωθήσουμε εκείνη τη στιγμή. Όμως εγώ δεν μπορούσα να ησυχάσω. Ήθελα να σας βοηθήσω και επιπλέον, ήθελα να είμαι στο πλευρό της αγαπημένης μου. Έτσι, μάζεψα μια ομάδα από στρατιώτες που θέλησαν να με ακολουθήσουν και ήρθαμε. Μπορεί να μην ξεπερνάμε τους είκοσι άνδρες, όμως υπόσχομαι να κάνουμε ό,τι μπορούμε και να μην ήρθαμε πολύ αργά.» είπε ρίχνοντας μια ματιά στη φλεγόμενη Πρωτεύουσα πίσω τους.

«Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα, Πρίγκιπα.» είπε ο Δαμιανός. «Χαίρομαι που ακόμα και με αυτόν τον τρόπο, η Δύση δίνει το παρόν. Ελάτε να σας πληροφορήσω σχετικά με τα τελευταία γεγονότα και να σας βρω ένα μέρος για να στήσετε τις σκηνές σας.»

Με ένα σήμα του Κωνσταντίνου, όλοι οι στρατιώτες του κατέβηκαν από τα άλογα τους και ακολούθησαν τον Δαμιανό ως τη σκηνή του, μαζί και η Άννα, η οποία από τη μια χαιρόταν που ο αγαπημένος της βρισκόταν στο πλευρό της και θα πολεμούσε ως σύμμαχος, από την άλλη όμως φοβόταν για εκείνον.

«Λοιπόν, πώς προέκυψε αυτή η σχέση σας με την Ανιχνεύτρια Άννα, Πρίγκιπα Κωνσταντίνε;» ρώτησε ο Δαμιανός καθώς περπατούσαν.

«Μεγάλη ιστορία.» ανέλαβε να απαντήσει η Άννα και έπειτα στράφηκε στον σύντροφο της: «Πρέπει να γνωρίσεις και τον Αρχηγό μου, τον Δανιήλ.»

«Θα το ήθελα πολύ. Πού βρίσκεται τώρα;»

«Ο Κατάσκοπος Δανιήλ μπήκε με μία ομάδα του στην Πρωτεύουσα, για να φυγαδεύσουν όσους περισσότερους πολίτες μπορέσουν και να σώσουν, εάν αυτό είναι δυνατόν, τη βασίλισσα. Είναι μια πολύ δύσκολη και επικίνδυνη αποστολή, μα ας ελπίσουμε να τη φέρουν εις πέρας και να βγουν ζωντανοί από εκείνη την πύρινη κόλαση.»

Έφτασαν στη σκηνή του και αφού πληροφόρησαν τον Κωνσταντίνο σχετικά με τα τελευταία γεγονότα του πολέμου, σύντομα ο Δαμιανός συγκάλεσε όσους αξιωματικούς ήταν διαθέσιμοι για συμβούλιο και για να γνωρίσουν τον νεοφερμένο.


Οι Βόρειοι είχαν μόλις κατασκηνώσει μπροστά απ' τη Βόρεια Πύλη της Πρωτεύουσας, όταν επέστρεψαν από το δάσος ελάχιστοι από όσους είχε στείλει και της ανακοίνωσαν ότι δεν κατάφεραν να βρουν το δράκο και μάλιστα οι περισσότεροι από αυτούς σκοτώθηκαν ή έχασαν το δρόμο τους. Αυτή κοκκίνισε και άφρισε απ' το κακό της:

«Όχι... Έχασα τον Δράκο εξαιτίας του Δαμιανού.» είπε σφίγγοντας τις γροθιές της. «Θα δει τι θα πάθει.» Στράφηκε προς το στρατό της: «Η Πρωτεύουσα δεν θα ελευθερωθεί απόψε! Μπείτε μέσα, σκοτώστε όποιον βρείτε! Άντρες, γυναίκες, παιδιά, όλους! Πηγαίνετε στο Παλάτι και σφάξτε τη Στέλλα! Και κάψτε ό,τι απέμεινε!»

Ο Στρατηγός της προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί ότι αυτό δεν ήταν σωστό, ότι ήταν άνανδρο. Φοβήθηκε όμως μην τον εκτελέσει για ανυπακοή και έτσι διέταξε το στρατό του να μπουν από τη Βόρεια Πύλη. Πήραν ξύλα, τα άναψαν με φωτιά και εισέβαλλαν στην Πρωτεύουσα, καίγοντας ή σφάζοντας όποιον άμαχο έβλεπαν μπροστά τους και προχωρώντας προς το παλάτι.

Φθάνοντας εκεί, είχε φτάσει επίσης και το στράτευμα του Δανιήλ.

Ο Κατάσκοπος πριν προλάβει να μπει στο Παλάτι είδε με φρίκη τους Βόρειους στρατιώτες να πετάνε ξύλα με φωτιά σε μια οικογένεια που προσπαθούσε να ξεφύγει. Εκείνοι έτρεξαν για λίγα μέτρα τυλιγμένοι στις φλόγες και μετά έπεσαν νεκροί.

«Όχι να πάρει!» φώναξε ο Δανιήλ εξαγριωμένος. «Επίθεση! Κάντε τους σκόνη!» διέταξε τους δικούς του. Καθώς όμως έτρεχαν προς την άλλη μεριά της αυλής για να επιτεθούν στους Βόρειους, εκείνοι άρπαξαν άλλα ξύλα με φωτιά και τους πέταξαν.

Ο Δανιήλ και μερικοί άλλοι πρόλαβαν και έκαναν πίσω, οι υπόλοιποι όμως τυλίχτηκαν στις φλόγες. Ένα μεγάλο τείχος φωτιάς υψώθηκε.

«Όχι, γαμώτο!» φώναξε ο Δανιήλ βήχοντας απ' τον καπνό. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική.

«Αρχηγέ, καίνε το παλάτι!» είπε ένας δικός του. Κοίταξαν πίσω τους. Ξύλα εκτοξεύονταν συνεχώς προς τα πάνω και φλόγες τύλιγαν το μεγαλοπρεπές κτίσμα.

«Πρέπει να μπούμε μέσα!»

«Τρελαθήκατε, Αρχηγέ;! Θα καούμε ζωντανοί! Σταθείτε, θα πεθάνετε!»

Ο Δανιήλ όμως έτρεχε κιόλας προς τα σκαλιά. Έπειτα γύρισε και τους είπε:

«Τότε, όσοι θέλετε να μ' ακολουθήσετε στο θάνατο, μπορείτε να έρθετε. Οι Κεντρικοί χρειάζονται τη βασίλισσα τους για να πολεμήσουν.» Με αυτά τα τελευταία λόγια, ανέβηκε τα σκαλιά και οι πιστοί του σύντροφοι δεν τον εγκατέλειψαν. Έτρεξαν κι εκείνοι και τον ακολούθησαν μέσα στην πύρινη κόλαση.

Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ αποπνικτική. Όλοι τους έβηχαν, πνίγονταν και τους ερχόταν λιποθυμία. Όμως έκαναν κουράγιο κι ακολουθούσαν τον αρχηγό τους, ενώ απέφευγαν τα δοκάρια που έπεφταν φλεγόμενα κάθε τόσο. Ο Δανιήλ νόμισε ότι θα πέθαιναν και οι έξι τους.

Γιατί τους πήρα στο λαιμό μου; Σκεφτόταν.

«Μπορείτε να φύγετε! Θα πεθάνετε εξαιτίας μου εδώ μέσα!» γύρισε και τους είπε.

«Δεν σε εγκαταλείπουμε, Αρχηγέ!» είπε ένας και οι άλλοι συμφώνησαν.

Συνέχισαν στα τυφλά σχεδόν μέσα από ένα φαρδύ διάδρομο. Ο Δανιήλ πήγαινε τελείως στην τύχη. Τα μάτια του έκαιγαν, τα πνευμόνια του πάσχιζαν να πάρουν αέρα. Κάποια στιγμή, είδε σκάλες, πολλές σκάλες. Άρχισαν να τις ανεβαίνουν. Αυτό το μέρος δεν είχε πάρει φωτιά ακόμα. Ναι, αυτές πρέπει να ήταν οι σκάλες του ψηλότερου πύργου, γιατί έμοιαζαν να μην έχουν τελειωμό. Έφτασαν λαχανιασμένοι στην κορυφή του.

Εκεί υπήρχε μια βαριά ξύλινη πόρτα και απ' έξω, προς μεγάλη του έκπληξη, ήταν ένας Βόρειος φρουρός.

«Τι κάνεις εσύ εδώ; Οι δικοί σου τα καίνε όλα έξω!» Ο φρουρός από ότι φαινόταν δεν είχε καταλάβει τη φωτιά, γιατί τράβηξε αμέσως το σπαθί του. Δεν έκανε καμία κίνηση όμως, αφού είδε πως η μάχη θα ήταν χαμένη.

«Έχουν βάλει φωτιά και εδώ μέσα, ηλίθιε!» του φώναξε ο Δανιήλ! «Θα καείς κι εσύ! Δεν σε ειδοποίησε κανένας να φύγεις;»

«Τι...; Όχι... Κανένας. Δηλαδή... οι δικοί μου θα μ' άφηναν να πεθάνω;» ρώτησε σαστισμένος ο φρουρός.

«Ε τι σου λέω τόση ώρα! Άντε, άνοιξε μας την πόρτα να πάρουμε τη Βασίλισσα των Κεντρικών και εμείς θα σε σώσουμε κι εσένα.»

«Αλήθεια; Ω, σας ευχαριστώ πάρα πολύ...» είπε και με τρεμάμενα χέρια έβγαλε το κλειδί και άνοιξε, ενώ έλεγε και ξανάλεγε ευχαριστώ.

Όρμησαν στο δωμάτιο. Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά, όμως ήταν πολύ το ύψος για να μπορεί να φθάσει η φωτιά εκεί πάνω. Η Στέλλα στεκόταν μπροστά από ένα παράθυρο και κοιτούσε την καταστροφή του βασιλείου της.

«Ήρθαμε να σας σώσουμε, Βασίλισσα!» της είπε ο Δανιήλ κι εκείνη γύρισε και τους κοίταξε.

«Δεν έχει νόημα τώρα πια. Όλα καταστράφηκαν.» είπε.

«Έχουμε σώσει μεγάλο μέρος του λαού και του στρατού σας. Τους φυγαδεύσαμε από τη Νότια Πύλη και περιμένουν εσάς για να ξεσηκωθούν και να διώξουμε τους Βόρειους.»

«Δηλαδή περιμένουν τη σωτηρία μου... ή το θάνατο μου.»

«Θα προτιμούσα το πρώτο, αν και δεν ξέρω πόσες πιθανότητες έχουμε να βγούμε ζωντανοί από εδώ μέσα. Όμως ελάτε μαζί μας και θα προσπαθήσουμε.»

«Θα σας ακολουθήσω. Σε ποιον οφείλω την τιμή της σωτηρίας μου;» ρώτησε η Στέλλα. Ο Δανιήλ κατέβασε τη μάσκα του και είπε:

«Κατάσκοπος Δανιήλ, στις υπηρεσίες σας.»

Φάνηκε να ξαφνιάζεται. Τον είχε θυμηθεί άραγε; Δεν πρόλαβε να επεξεργαστεί το όνομα του όμως, γιατί ο Δανιήλ την πήρε από το χέρι και άρχισαν όλοι να κατεβαίνουν τις σκάλες τρέχοντας.

«Δανιήλ...; Εσύ είσαι;» τον ρώτησε κάποια στιγμή.

«Ναι... Εγώ. Είπα να κάνω κάτι πιο ηρωικό απ' το να ξεγελάω τον κόσμο για να υπογράφουν συμβόλαια.» της απάντησε και εκείνη άφησε να της ξεφύγει ένα δυνατό γέλιο.

Κατέβηκαν όλα τα σκαλιά και ύστερα πέρασαν στην πιο επικίνδυνη περιοχή.

«Θεέ Επόπτη μου!» φώναξε η Στέλλα μόλις είδε όλη αυτή τη φωτιά και άρχισε να βήχει. Κάποια μοιραία στιγμή, ενώ είχαν μπει στην Κεντρική Αίθουσα, γκρεμίστηκε ένα τμήμα της οροφής και πλάκωσε τον Βόρειο φρουρό και δύο συντρόφους του Δανιήλ, σκοτώνοντας τους ακαριαία.

«Όχι που να πάρει η οργή!» φώναξε εκείνος. Συνέχισαν να τρέχουν, ώσπου βγήκαν έξω, όμως η κατάσταση εκεί δεν ήταν καλύτερη.

Τα πάντα καίγονταν και οι πιθανότητες να βγουν και οι πέντε από την Πρωτεύουσα ζωντανοί ολοένα και λιγόστευαν.

«Ελάτε!» φώναξε ο Δανιήλ και πέρασαν σχεδόν μέσα από κάτι φλόγες. Συνέχισαν να τρέχουν στους δρόμους.

«Δανιήλ...» είπε ξεψυχισμένα κάποια στιγμή η Στέλλα.

«Υπομονή. Φτάνουμε.» προσπάθησε να της δώσει κουράγιο.

«Δανιήλ... Δεν μπορώ άλλο...» είπε εκείνη και λιποθύμησε. Ο Δανιήλ χωρίς δεύτερη σκέψη έσκυψε και την πήρε στα χέρια του.

«Συνεχίζουμε.» είπε στους δικούς του και συνέχισαν νότια.


Ο Δαμιανός είχε αρχίσει να πιστεύει πως έχανε τη μάχη. Η Λομπέλια θα τα έκαιγε πρώτα όλα και μετά θα έκανε επίθεση στο στρατόπεδο του. Όλα στραβά του πήγαιναν εκείνη τη νύχτα: ο Στρατηγός Μαρίνος επέστρεψε χωρίς την Ιππότη Ελένη, ενώ ο Κατάσκοπος Δανιήλ σίγουρα θα κάηκε μέσα στη φλεγόμενη Πρωτεύουσα. Κοίταξε γύρω του. Ο λαός και οι πολεμιστές του Κέντρου ήταν κουρασμένοι και με ηθικό πολύ πεσμένο, ενώ περίμεναν ήδη τα χειρότερα.

Τις σκέψεις του διέκοψε η Ανιχνεύτρια Άννα:

«Μεγαλειότατε. Εγώ και οι δικοί μου το σκεφτήκαμε. Θα πάμε στην Πρωτεύουσα να ψάξουμε για τον Αρχηγό μας. Έχω ένα προαίσθημα ότι είναι ακόμα ζωντανός.»

«Τον ξέρω τον κατάσκοπο μου. Δεν τα παρατάει τόσο εύκολα, ακόμα και απ' τη ζωή. Έχεις την άδεια μου να εμπιστευτείς το προαίσθημα σου και να πάτε, αλλά να προσέχετε. Δεν θέλω να χάσω κι άλλους απόψε.» είπε ο Δαμιανός.

Η Άννα δεν είχε μιλήσει στον Κωνσταντίνο σχετικά με το παράτολμο σχέδιο της. Δεν θα την άφηνε να πάει μόνη της και δεν ήθελε να τον βάλει και εκείνον σε κίνδυνο για να την προστατεύσει. Εκείνος και οι στρατιώτες του εκείνη την ώρα τακτοποιούσαν τις σκηνές και τα πράγματα τους σε μια άκρη του στρατοπέδου όπου τους είχε υποδείξει ο Δαμιανός, έτσι η νεαρή ανιχνεύτρια βρήκε ευκαιρία και ξεκίνησε με τους δικούς της προς την Πρωτεύουσα. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν ελάχιστες ελπίδες. Μόνο εκείνη πίστεψε πραγματικά ότι θα έβλεπαν τον Αρχηγό τους να βγαίνει από την κόλαση ζωντανός. Και να που έγινε! Μόλις έφτασαν μπροστά στη Νότια Πύλη, τον είδαν να βγαίνει, κρατώντας γερά στην αγκαλιά του μια γυναίκα, μάλλον την Κεντρική Βασίλισσα. Ακολούθησαν τρεις από τους δέκα καλύτερους κατασκόπους που είχε πάρει μαζί του, οι οποίοι έβηχαν και μόλις είδαν τους υπόλοιπους συντρόφους τους, έπεσαν στα γόνατα και εκλιπαρούσαν για νερό.

Κάποιοι τους σήκωσαν και τους οδήγησαν στο στρατόπεδο, ενώ η Άννα πλησίασε τον Δανιήλ.

«Αρχηγέ... Το ήξερα ότι θα τα καταφέρετε.» Εκείνος δεν φαινόταν χαρούμενος όσο εκείνη.

«Είδα τρομερά πράγματα εκεί μέσα... και δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα για να τα σταματήσω. Αυτό που κατάφερα ήταν πολύ λίγο.» Βάδισαν μαζί ως το στρατόπεδο. Καθώς περνούσαν ανάμεσα απ' τον κόσμο, εκείνοι σηκώνονταν με σεβασμό, γιατί αναγνώρισαν τη Βασίλισσα τους.

Μερικοί γιατροί έφεραν ένα φορείο και τον βοήθησαν να την ξαπλώσει επάνω. Τότε κατέρρευσε και ο ίδιος. Οι γιατροί έσπευσαν να του προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες, όπως και στη Στέλλα η οποία συνήλθε σύντομα. Αφού η Γιατρός Πατρίσια την εξέτασε και διαπίστωσε πως δεν είχε σοβαρά εγκαύματα, η Στέλλα έκανε ένα σύντομο συμβούλιο με τον Δαμιανό και οι υπήκοοι της έστησαν μια πρόχειρη εξέδρα για να βγάλει στη συνέχεια λόγο.

Η Στέλλα ανέβηκε μαζί με τον Δαμιανό, ο οποίος της έδωσε ένα εφεδρικό σπαθί που είχε. Κοίταξαν τον Κεντρικό λαό, τους δύο στρατούς, μπλε και καφέ, καθώς και τη μικρή πράσινη ομάδα των Δυτικών.

«Λαέ του Κέντρου, όσοι απομείνατε.» ξεκίνησε να μιλάει με θλίψη η Στέλλα. «Στρατέ μου, στρατέ του Νότου και Πρίγκιπα της Δύσης με τους γενναίους πολεμιστές σου! Απόψε, έγιναν πράγματα αποτρόπαια και άνανδρα. Πράγματα που δεν επιτρέπεται να γίνονται σε πολέμους της γενιάς μας. Άλωσαν την πόλη μας, το Κέντρο του Κέντρου και όλων των βασιλείων! Την Πρωτεύουσα! Το απόρθητο κάστρο όλων των εποχών τυλίχθηκε στις φλόγες! Ολόκληρες οικογένειες σφάχτηκαν ή κάηκαν ζωντανές!» Ο τόνος της φωνής της ολοένα και ανέβαινε και η θλίψη μετατρεπόταν σταδιακά σε πάθος κι αγάπη για το λαό της.

Ο Δανιήλ βγήκε από την ιατρική σκηνή και πλησίασε. Παρακολούθησε την ομιλία της, νιώθοντας σεβασμό και δέος για αυτή τη δυναμική βασίλισσα. Οι πονηρές σκέψεις που έκανε όταν την πρωτοείδε στο Παλάτι της πριν ένα χρόνο, είχαν εξαφανισθεί απ' το μυαλό του και τη θέση τους είχαν πάρει ο σεβασμός και η αγάπη, όχι η ερωτική αλλά εκείνη που νιώθουμε για έναν αδελφικό μας φίλο.

Βέβαια ακόμα και αν δεν είχε περάσει εκείνη τη νύχτα μαζί της θα τα ένιωθε αυτά.

«Και σας ρωτάω λοιπόν: θα αφήσουμε τη Λομπέλια να κάνει το ίδιο και στους Νότιους, τους σύμμαχους και αδελφούς μας, εκείνους που μας έσωσαν; Θα την αφήσουμε να πραγματοποιήσει τα σατανικά της σχέδια;!»

«ΟΧΙ!» φώναξαν όλοι με ομοβροντία. Τότε έγινε κάτι σαν θαύμα: άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς.

Οι άνθρωποι ανακουφίστηκαν, γιατί τώρα η φωτιά θα έσβηνε. Το θέμα ήταν τι θα άφηνε πίσω της...

«Ελάτε λοιπόν!» συνέχισε η Στέλλα, απτόητη απ' τη βροχή. «Πάρτε θάρρος από τους φίλους μας τους Νότιους και πολεμήστε μαζί μου και με τον Βασιλιά Δαμιανό, για να στείλουμε τους κόκκινους πίσω στον παγωμένο Βορρά τους!» έβγαλε το σπαθί της και το ύψωσε. Το ίδιο έκανε κι ο Δαμιανός και στη συνέχεια όλοι οι αξιωματικοί και οι πολεμιστές.

Όρμησαν προς το βόρειο στρατόπεδο, άλλοι τρέχοντας και άλλοι καλπάζοντας επάνω σε άλογα. Μέχρι και κάποιοι πολίτες, γυναίκες και γέροι, άρπαξαν με τη θέληση τους ξύλα, τσεκούρια, τηγάνια κι ό,τι άλλο βρήκαν και ακολούθησαν με το ίδιο πάθος το στρατό. Την ίδια στιγμή και η Λομπέλια οδηγούσε τους πολεμιστές της σε επίθεση κατά του νοτίου στρατοπέδου. Σάστισε μόλις είδε πόσοι πολλοί είχαν γίνει οι Νότιοι μαζί με τους Κεντρικούς. Η μάχη ήταν ήδη χαμένη από χέρι. Δεν την ένοιαζε όμως. Τι άλλο είχε να χάσει;

Οι δυο αντίπαλοι στρατοί συγκρούστηκαν με ορμή για ακόμα μια φορά μες στη βροχή, κάποιοι ποδοπατήθηκαν, ορισμένοι σκοτώθηκαν από βέλη, ενώ αρκετοί πολίτες που δεν ήξεραν να πολεμούν κυριολεκτικά σφάχτηκαν από σπαθιά των Βορείων. Υπήρξαν όμως και εκείνοι που κατάφεραν και σκότωσαν ή τραυμάτισαν μερικούς, χτυπώντας τους στο κεφάλι με ό,τι αντικείμενο είχαν πάρει.

Ο Κωνσταντίνος πολεμούσε και σκότωνε συνεχώς, σαν να το έκανε αυτό για το δικό του βασίλειο, ενώ προσπαθούσε να ακολουθεί την Άννα συγχρόνως και να μην τη χάνει απ' τα μάτια του. Η Άννα έβγαζε ένα άλλο πρόσωπο στη μάχη. Δεν ήταν το αθώο κορίτσι που είχε γνωρίσει τότε στους δρόμους της Δύσης και την είχε υπερασπιστεί απ' τους ληστές... Τώρα οι εχθροί ήταν εκείνοι που χρειάζονταν υπεράσπιση από τις λεπίδες και τις κατασκοπικές ικανότητες της! Πήγαινε πίσω απ' τους εχθρούς, ορμούσε πάνω τους και τους κάρφωνε με τα μαχαίρια της, ή τους κρατούσε ακίνητους με μια λαβή και άφηνε κάποιον σύμμαχο να τους σκοτώσει. Δεν την είχε ξαναδεί να σκοτώνει και παραδέχτηκε ενδόμυχα ότι και αυτή η πλευρά της του άρεσε. Ήξερε πως μετά τη μάχη, θα γινόταν ξανά η γλυκιά, ντροπαλή Άννα του.

************************************************************************

Το χάραμα βρήκε τη Λομπέλια να ατενίζει ένα θλιβερό τοπίο, έχοντας πια σταματήσει να πολεμάει. Γύρω της, αίμα παντού και καταστροφή. Είχε χάσει πάνω από το μισό του στρατού της, οι οποίοι τώρα πια είχαν χάσει το ηθικό τους και σφάζονταν όλο και περισσότερο. Άμαχοι που συμμετείχαν και εκείνοι σε αυτή τη μάχη είχαν επίσης σφαχτεί και κείτονταν τώρα μέσα σε λίμνες αίματος. Οι γιατροί δεν προλάβαιναν να τους μαζέψουν. Στο βάθος, η Πρωτεύουσα μισοκαμμένη, με τον καπνό ακόμα να αναβλύζει αδύναμα απ' τα τείχη της. Η βροχή είχε σταματήσει και τώρα φαινόταν καλύτερα το μέγεθος της καταστροφής που η ίδια είχε προκαλέσει. Κι όλα αυτά για το τίποτα. Δεν κατάφερε τίποτα. Είχε χάσει, όμως ήταν πολύ περήφανη για να υποχωρήσει οριστικά και να παραδεχθεί την ήττα της.

Και τότε, ένιωσε μια σουβλιά πίσω στην πλάτη της και είδε μια μυτερή άκρη σπαθιού να βγαίνει απ' το στομάχι της. Αίμα βγήκε από το στόμα της και το σπαθί της έπεσε. Το εχθρικό σπαθί απομακρύνθηκε από μέσα της, δίνοντας της τη χαριστική βολή η οποία την έκανε να σωριαστεί, όμως δυο ανδρικά χέρια την έπιασαν απαλά και βρέθηκε ξαπλωμένη στην αγκαλιά του Δαμιανού. Εκείνος ήταν που της κάρφωσε το σπαθί του πισώπλατα.

Ο Δαμιανός την κοίταξε. Ακόμα και έτσι, με τα αίματα στο στόμα της και το πρόσωπο της ωχρό καθώς η ζωή στράγγιζε από μέσα της, ήταν πανέμορφη. Αν η ψυχή της δεν ήταν τόσο μαύρη, ίσως να μπορούσαν να είναι μαζί.

«Δαμιανέ...» μίλησε με δυσκολία εκείνη.

«Λυπάμαι, Λομπέλια. Μόνο έτσι θα σταματούσε όλο αυτό.»

Εκείνη την ώρα και ο Στρατηγός της είδε τη σκηνή και φώναξε δυνατά:

«Βασίλισσα μου! Όχι!» και έπειτα διέταξε υποχώρηση στα στρατεύματα του. Όλοι άρχισαν να υποχωρούν, αλλά δεν την ένοιαζε πια τη Λομπέλια. Οι Νότιοι και οι Κεντρικοί δεν πανηγύρισαν αυτή τη νίκη τους. Οι απώλειες των αθώων και οι σφαγές που έγιναν ήταν πάρα πολλές για να το κάνουν αυτό.

«Ποιος να το φανταζόταν ότι θα πέθαινα απ' το δικό σου το σπαθί, Δαμιανέ...» είπε. «Και φοβάμαι τόσο πολύ το θάνατο... Φοβάμαι πως θα πάω στην Κόλαση με όσα έχω κάνει...» Καθώς έλεγε αυτά γραπώθηκε πάνω από το μπλε ύφασμα της στολής του, λες και με αυτόν τον τρόπο κρατιόταν για να μην πέσει στο πυρ το εξώτερον.

«Ησύχασε... Όλα θα πάνε καλά...» της ψιθύρισε ο Δαμιανός και χάιδεψε το μάγουλο της, στο οποίο ένα δάκρυ κύλησε.

«Κοίταξε γύρω σου τι προκάλεσα... Και όλα αυτά για το τίποτα. Νόμιζα ότι θα γίνω σπουδαία βασίλισσα και όλοι θα με θυμούνταν με δέος και φόβο. Αλλά τώρα θα με θυμούνται με θυμό και αηδία για όσα άνανδρα πράγματα έκανα... και ειδικά για τους αθώους που σκότωσα. Ελπίζω μόνο... Ελπίζω μόνο η κόρη μου, η διάδοχος μου, η Στεφανία μου, να τα φτιάξει όλα, όσα μπορούν να φτιαχτούν, δηλαδή...»

«Θα τα φτιάξει, είμαι βέβαιος για αυτό. Θα σε κάνει υπερήφανη.» προσπάθησε να την παρηγορήσει ο Δαμιανός. Η Λομπέλια πάσχισε να χαμογελάσει.

«Πάντως... Πάντως περάσαμε καλά μαζί, έστω και για λίγο, ε;» τον ρώτησε.

«Ναι...»

«Σου άρεσα καθόλου; Ε, Δαμιανέ; Ή πήγες μαζί μου μόνο για να προσπαθήσεις να με συνετίσεις;»

«Αν μου άρεσες; Με τρέλαινες. Απ' τη μία ήθελα να σε σκοτώσω και από την άλλη να σου κάνω έρωτα ασταμάτητα ως το πρωί. Και τελικά επικράτησε το πρώτο.» είπε.

Γέλασαν ο ένας στον άλλον.

«Ήσουν άξιος αντίπαλος, Δαμιανέ και καθόλου εύκολος. Δεν παραιτήθηκες ποτέ και δεν εγκατέλειψες, ακόμα και όταν όλα έδειχναν πως έχανες τη μάχη... Το θαύμασα αυτό σε εσένα...» είπε αυτά και έπειτα, η ζωή έφυγε από τα μάτια της Λομπέλιας, με την τελευταία εικόνα της να είναι εκείνη του Δαμιανού. Εκείνος της έκλεισε τα μάτια με το σεβασμό που αρμόζει στους νεκρούς και την άφησε απαλά στο έδαφος για να έρθουν να την πάρουν οι δικοί της, έπειτα επέστρεψε στους δικούς του για να συνεχίσει τα καθήκοντα του ως βασιλιάς.

***************************************************************************

Μεγάλο κεφάλαιο, δεν μπορείτε να πείτε!! 4294 λέξεις για όσους έχουν την περιέργεια να μάθουν 😄

Είδαμε έναν καινούργιο ήρωα, τον Κωνσταντίνο και έχουμε ένα καινούργιο ζευγαράκι! 

Πώς σας φάνηκε ο θάνατος της Λομπέλιας; Πιστεύετε ότι αυτό θα είναι το τέλος του πολέμου; 

Δεν είδαμε καθόλου την Ελένη σε αυτό το κεφάλαιο. Τι απέγινε άραγε; Θα τη βρουν οι γιατροί που θα στείλει την επόμενη μέρα ο Δαμιανός, και αν ναι σε τι κατάσταση θα βρίσκεται; 

Αυτά!! Τα λέμε στο επόμενο!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top