24. Πόλεμος: Ημέρες Τρία και Τέσσερα

Η Ελένη ξύπνησε μετά από τρεις ώρες. Τόσο λίγο είχε κοιμηθεί και αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να πολεμήσει έτσι. Ντύθηκε και βγήκε απ' τη σκηνή της. Την ειδοποίησαν να πάει στη σκηνή του Δαμιανού και κίνησε με το ζόρι προς τα εκεί. Είχαν πάλι συμβούλιο.

«Αυτή η κακιασμένη σκύλα η Λομπέλια!» έλεγε μες στα νεύρα εκείνη τη στιγμή ο Δαμιανός. «Επίτηδες έκανε τον Μάρκο Αρχηγό των Κατασκόπων και δεξί της χέρι, επίτηδες τον είχε χθες στο πλάι της για να ρίξει το ηθικό της Ιππότη Ελένης!»

«Χρησιμοποιεί κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο για να μας κερδίσει.» είπε ο Στρατηγός πολύ πιο ήρεμα, αλλά και αυτός με συγκρατημένη οργή. Εκείνη την ώρα παρατήρησαν πως είχε εισέλθει η Ελένη στη σκηνή. Όλοι παρατήρησαν τα κουρασμένα απ' την αϋπνία μάτια της. Όλοι τη δικαιολόγησαν.

«Είσαι καλά, μικρή;» τη ρώτησε ο Δανιήλ.

«Μια χαρά είμαι. Δεν χρειάζομαι παρηγοριά και ειδικά από εσένα, Δανιήλ.» του είπε και ο Κατάσκοπος σώπασε. Έκανε μερικά βήματα ως τη μέση περίπου της σκηνής. Τους κοίταξε όλους έναν- έναν. Όλοι οι αξιωματικοί ήταν άντρες, εκτός απ' την Πατρίσια που ήταν η Αρχίατρος και φυσικά δεν ήταν μάχιμη.

«Επειδή είμαι γυναίκα δεν σημαίνει πως είμαι αδύναμη. Ο Μάρκος ήταν ο άντρας μου, αλλά δεν είναι πια. Είναι ο εχθρός. Και είμαι έτοιμη να πολεμήσω ως ισάξια όλων σας και να τον κάνω να πληρώσει αν τυχόν τον συναντήσω στη μάχη.» είπε αποφασισμένη, μόνο μέσα της όμως ήξερε πόσο ευχόταν να μη χρειαστεί να συμβεί αυτό. Ο Δαμιανός ένευσε και την κοίταξε με θαυμασμό και σεβασμό.

«Ωραία.» συνέχισε. «Τώρα που είμαστε όλοι εδώ, ώρα να ξεκινήσουμε με τα τελικά σχέδια της μάχης.»

Οι Βόρειοι ήταν έτοιμοι και παραταγμένοι για μάχη μετά το μεσημέρι. Το ίδιο κι οι Νότιοι. Οι δυο στρατοί, κόκκινοι και μπλε, στάθηκαν απέναντι σε απόσταση μόλις είκοσι μέτρων. Επειδή ήταν μικρή η απόσταση, δεν θα χρησιμοποιούσε κανένας άλογο, γιατί δεν θα υπήρχε περιθώριο για να τρέξουν. Ο ουρανός ήταν μαύρος και έμοιαζε λες και από τώρα να είχε βραδιάσει.

«Θα βρέξει, Μάγε;» ρώτησε κάποιος τον Γιλβέρτο.

«Τι σημασία έχει;» απάντησε αυτός. «Σάμπως η βροχή θα ξεπλύνει τις αμαρτίες μας;»

Όλοι ήταν έτοιμοι. Και η Ελένη ήταν έτοιμη. Κράτησε γερά το σπαθί της... Ήταν έτοιμη να εκδικηθεί όλους αυτούς τους αχρείους που της πήραν τον Μάρκο της. Επικράτησε απόλυτη σιωπή για λίγο και μετά...

«ΕΠΙΘΕΣΗ!» φώναξαν οι δυο βασιλιάδες συγχρόνως. Έτσι ξεκίνησε ο περίφημος πόλεμος Βορείων- Νοτίων, που έμεινε στην ιστορία των Πέντε Βασιλείων μέχρι και τη Σύγχρονη Εποχή.

Πάθος, αίμα και οργή επικράτησαν για ώρες χωρίς κανένας να μετράει πόσες ήταν, ενώ έπιασε μια φοβερή νεροποντή που δυσκόλευε κατά πολύ την ορατότητα και λάσπωνε το έδαφος κάνοντας και το έργο των γιατρών πιο δύσκολο, οι οποίοι κυλιούνταν κυριολεκτικά μέσα στη λάσπη για να βοηθήσουν τους τραυματίες. Οι κλαγγές των όπλων ακούγονταν ως την Πρωτεύουσα, μέσα στην οποία οι κάτοικοι προσεύχονταν στον Θεό Επόπτη να τους λυπηθεί και να μην αφήσει να έρθει ο πόλεμος στα σπίτια τους.

Η Ελένη δεν ήξερε πλέον πόσους Βόρειους είχε σκοτώσει. Είχε χάσει το μέτρημα. Ευτυχώς δεν συνάντησε πουθενά τον Μάρκο μέσα σε όλον αυτό το χαμό.

Βράδιασε. Η υγρασία ήταν τρομερή και τρυπούσε ολονών τα κόκκαλα, ενώ τα πάντα είχαν γίνει λάσπη. Η Ελένη φόρεσε λίγο πιο ζεστά ρούχα και, μην έχοντας αυτή τη φορά καθόλου ύπνο λόγω της υπερέντασης από τη μάχη, βγήκε και άρχισε να περπατά ανάμεσα στις σκηνές. Δεν ήταν η μόνη που δεν κοιμόταν. Κάθε λίγα μέτρα έβλεπε μέλη του στρατού να κάθονται ανά ομάδες και να έχουν ανάψει μικρές εστίες φωτιάς για να ζεσταθούν. Από κάπου λίγο πιο μακριά ακούγονταν τραγούδια. Θυμήθηκε με νοσταλγία τα γλέντια στην Ταβέρνα της Ναταλίας, πίσω στην πατρίδα. Πλησίασε για να δει.

Μια ομάδα ιπποτών είχε μαζευτεί γύρω από μια εστία φωτιάς, έπιναν και τραγουδούσαν λες και δεν βρίσκονταν σε στρατόπεδο πολέμου αλλά σε ένα πανηγύρι στον Νότο. Οι περισσότεροι είχαν ήδη μεθύσει και κάποιοι κοιμούνταν σε κουβέρτες που είχαν απλώσει στο λασπωμένο χώμα. Στο βάθος διέκρινε μερικά βαρέλια με ποτό.

«Ιππότη Ελένη!» της είπε ένας. Δεν την αποκαλούσαν ποτέ Αρχηγό, παρόλο που τυπικά ήταν, όμως στο τάγμα των Ιπποτών ήταν όλοι ίσοι σαν αδέλφια. Όλοι σώπασαν για λίγο και την κοίταξαν.

«Μας έστειλαν κρασί και μπύρα από τον Νότο, για να μας τονώσουν το ηθικό και να μας βοηθήσουν να ξεχαστούμε.» εξήγησε ένας άλλος. «Δεν πιστεύω να έχετε πρόβλημα με αυτό...»

Η Ελένη χωρίς να απαντήσει πλησίασε, πήρε μια κούπα από έναν ιππότη, πήγε στο βαρέλι με το κρασί, γέμισε την κούπα της και την κατέβασε όλη, ενώ λίγο απ' το κρασί χύθηκε στα ρούχα της από τις άκρες του στόματος. Όλοι οι ιππότες ζητωκραύγασαν και πανηγύρισαν, και η Ελένη κατάλαβε πόσο πολύ χρειαζόταν το ποτό αυτή τη στιγμή.

Κάθισε μαζί τους, ήπιε πολύ και σύντομα συμμετείχε σε τραγούδια για τον πόλεμο και τη νοσταλγία της πατρίδας. Οι πιο πολλοί είχαν αφήσει συζύγους και παιδιά στον Νότο, όπως η ίδια που είχε αφήσει τον γιο της.

Ξημέρωσε η τέταρτη συνολικά μέρα του πολέμου. Η Ελένη δεν θυμόταν πότε ακριβώς επέστρεψε στη σκηνή της και αν κοιμήθηκε ή αν πήγε κατευθείαν στο καθιερωμένο συμβούλιο. Εκεί ο Δαμιανός τους είπε:

«Κουραστήκαμε πολύ από τη χθεσινή μάχη και είχαμε πολλές απώλειες, το ίδιο και οι Βόρειοι. Δεν γίνεται να συνεχιστεί αυτό. Πρέπει κάποιος απ' τους δυο μας να κάνει πίσω. Και για αυτό, θα πάω ξανά για διαπραγματεύσεις με τη Λομπέλια, μόνος μου αυτή τη φορά.» Οι αξιωματικοί του άρχισαν να διαμαρτύρονται.

«Μα Μεγαλειότατε, είναι πολύ επικίνδυνο!» αναφώνησε ο Μαρίνος.

«Είναι αδίστακτη! Μπορεί να σας σφάξει δίχως έλεος και μετά είμαστε χαμένοι! Τι θα κάνουμε χωρίς εσάς;!» συμφώνησε κι ο Δανιήλ. Ο Δαμιανός σήκωσε το χέρι του και όλοι σώπασαν.

«Δεν νομίζω να φερθεί τόσο άνανδρα και να δώσει το κακό παράδειγμα στο στρατό της και στο λαό της, πίσω στον Βορρά. Διότι ένα τέτοιο γεγονός θα μαθευτεί. Εξάλλου, αν ήθελε να με σκοτώσει με αυτό τον τρόπο, θα μπορούσε να το είχε κάνει χθες που είχατε έρθει κι εσείς μαζί και να σας σκότωνε κι εσάς. Μην ξεχνάτε ότι βρισκόμασταν στο στρατόπεδο τους και ήμασταν μόλις τέσσερις εναντίον χιλιάδων. Θα πάω, και αν δεν επιστρέψω σε μία ώρα, ελάτε να με αναζητήσετε. Και δεν δέχομαι αντιρρήσεις.»

«Εντάξει, Μεγαλειότατε. Πάω πάσο. Θα σας περιμένουμε με μεγάλη αγωνία.» συμφώνησε ο Μαρίνος, κάπως απρόθυμα βέβαια, όμως έπρεπε να ακολουθήσουν τις διαταγές του.

Έτσι ο Δαμιανός πήρε μια λευκή σημαία και πήγε χωρίς προειδοποίηση στο στρατόπεδο των Βορείων. Μια ομάδα στρατιωτών τον είδαν και τον οδήγησαν στη σκηνή της Λομπέλιας, η οποία εκείνη την ώρα γέμιζε ένα ποτήρι με κόκκινο κρασί.

«Ω, μα τι ευχάριστη έκπληξη είναι αυτή, αγαπητέ Βασιλιά Δαμιανέ!» αναφώνησε. «Θα πιεις μαζί μου;»

«Γιατί, για να με δηλητηριάσεις;» είπε εκείνος. Η Βόρεια Βασίλισσα γέλασε.

«Ομολογώ πως έχεις χιούμορ. Αν δεν ήταν ο πόλεμος στη μέση και δεν ήμασταν εχθροί, εμείς οι δύο θα τα πηγαίναμε πολύ καλά. Όμως και τώρα ίσως μπορέσουμε να τα πάμε καλά. Μήπως δέχθηκες τελικά την πρόταση μου να συνεργαστούμε;»

«Θέλω να μιλήσουμε, ιδιαιτέρως αυτή τη φορά.» είπε ο Δαμιανός. Η Λομπέλια κοίταξε τους φρουρούς και τις δύο υπηρέτριες που βρίσκονταν εκείνη την ώρα μέσα στην πολυτελή σκηνή της και τους έκανε νόημα να βγουν. Έμειναν οι δυο τους. Ο Δαμιανός ένιωσε αμέσως τον κίνδυνο, μα δεν θα δείλιαζε τώρα.

«Λοιπόν;» Η Λομπέλια έγειρε πάνω στο τραπέζι των συμβουλίων και με τρόπο αισθησιακό έφερε το ποτήρι στα χείλη της και ήπιε μια γουλιά κρασί.

«Δεν πρόκειται να σε βοηθήσω στα δολοπλόκα σχέδια σου και να με ξεγελάσεις κι εμένα σαν τον Σουλτάνο της Ανατολής.»

«Α, είσαι έξυπνος τελικά, αν και πιο σοφό θα ήταν αν δεχόσουν την προσφορά μου και τελείωνε έτσι ο πόλεμος. Είδες πόσους έχασες χθες.»

«Ναι, το είδα. Όμως και εσύ είχες πολλές απώλειες. Και για αυτό, σαν φίλος ήρθα σήμερα να σου προτείνω να κάνεις πίσω και να βρούμε έναν άλλον τρόπο να λύσουμε τις διαφορές μας, ή έστω να μη δώσουμε ξανά μάχη τόσο σύντομα, γιατί και οι δυο στρατοί χρειάζονται ξεκούραση.»

«Έχεις σκεφτεί εσύ κάποιον άλλο τρόπο;» ρώτησε αλαζονικά η Λομπέλια, συνεχίζοντας να πίνει με μικρές γουλιές.

«Κάνε πίσω, ελευθέρωσε την Πρωτεύουσα και εγώ θα σε βοηθήσω να κατακτήσεις την Ανατολή. Όμως δεν θα πειράξεις το λαό μου και τους Κεντρικούς.»

Η Λομπέλια έδειξε να το σκέφτεται λίγο. Ο Δαμιανός ήξερε ότι, με αυτό τον τρόπο, θα γινόταν το ίδιο τέρας με εκείνη. Όμως η σωτηρία του δικού του λαού και του λαού του Κέντρου προηγούνταν και επιπλέον, οι Ανατολικοί ήταν ούτως ή άλλως εχθροί τους.

«Δηλαδή η Ανατολή θα γίνει δική μου;» θέλησε να βεβαιωθεί.

«Ναι. Ολόδικη σου. Εγώ δεν θα διεκδικήσω τίποτα, ούτε μία επικράτεια της. Απλά θα  πολεμήσω μαζί σου εναντίον της και η ήττα τους θα είναι σίγουρη. Θα μπούμε στο βασίλειο τους και θα τους πιάσουμε στον ύπνο. Κι ύστερα θα πάρω το στρατό μου, θα επιστρέψω στον Νότο και εσύ θα διοικείς πλέον το Βορειοανατολικό κομμάτι του νησιού. Μετά μπορείς να επιτεθείς και στη Δύση και δεν θα σε εμποδίσω, αρκεί να μην πειράξεις εμάς και τους Κεντρικούς.»

Η Λομπέλια άδειασε το ποτήρι της, έπειτα με ένα περίεργο χαμόγελο ανάμεσα σε λαγνεία και τρέλα τον πλησίασε και άγγιξε το πλάι του προσώπου του, κάνοντας τον να ανατριχιάσει.

«Δεν έχω μάθει να συμβιβάζομαι, καλέ μου Δαμιανέ. Νομίζεις ότι μου φτάνει μόνο η Ανατολή; Τα θέλω όλα ή τίποτα. Για παράδειγμα, δεν θέλω απλά ένα φιλί από εσένα... Σε θέλω ολόκληρο.» και με αυτά τα λόγια της, σφράγισε τα χείλη της με τα δικά του, βίαια και κατακτητικά, με τον τρόπο που έμπαινε στο στρατό του και έσφαζε τους δικούς του. Εκείνος προσπάθησε να αντισταθεί, αλλά ήταν μάταιο. Αυτή η γυναίκα τον τρέλαινε και το μίσος μετατρεπόταν σε συγκρατημένο πόθο τώρα.

Εξακολουθώντας να τη φιλάει, την οδήγησε ως το τραπέζι. Εκείνη έριξε κάτω μερικά χαρτιά και την κανάτα με το κρασί, έπειτα κάθισε πάνω σε αυτό καθώς τα χέρια της ξεκούμπωναν τα ρούχα του και τα δικά του έσκισαν το πάνω μέρος του φορέματος της για να αγγίξουν τα στήθη της.

«Παραιτήσου, Δαμιανέ. Έλα να τα κάψουμε όλα και να τους κάνουμε όλους σκλάβους μας, καθώς απολαμβάνουμε συγχρόνως τον καρπό της ηδονής μας.» του είπε με κομμένες ανάσες καθώς τα χείλη του κατευθύνονταν προς τα κάτω.

«Ποτέ!» της είπε και της ανασήκωσε το κάτω μέρος του φορέματος. Τύλιξε τα πόδια της γύρω από τη μέση του καθώς τον τραβούσε ξανά προς το μέρος της και τότε ο Δαμιανός χάθηκε μέσα της σαν να μην υπήρχε αύριο, με μανία σαν να μάχονταν μεταξύ τους στον πόλεμο. Τα βογγητά και οι φωνές τους ακούστηκαν μέχρι έξω, και την επόμενη μέρα όλοι στο στρατόπεδο των Βορείων θα συζητούσαν για αυτό το σκάνδαλο.

Λίγη ώρα μετά, ο Δαμιανός έστρωνε την πουκαμίσα πάλι μέσα στο παντελόνι του, ενώ η Λομπέλια φορούσε ένα καινούργιο φόρεμα, χρώματος κόκκινου ως συνήθως.

«Ακόμα και μετά από αυτό δεν θέλεις να συνεργαστούμε;» τον ρώτησε.

«Όχι. Δεν σήμαινε τίποτα για μένα. Ήταν μόνο σαρκικός πόθος.»

«Κρίμα πάντως... Είσαι καταπληκτικός εραστής και θα περνούσαμε καλά μαζί ως βασιλιάδες όλου του νησιού. Θα το κυβερνούσαμε μαζί και όλες μας οι νύχτες θα ήταν κάπως έτσι.»

«Τη στιγμή που ο λαός μου θα υπέφερε κάτω απ' τον τυραννικό ζυγό σου, ε;»

«Γιατί σε νοιάζουν τόσοι οι κοινοί θνητοί;» ρώτησε με ανανεωμένο θυμό η Λομπέλια. «Αφού πριν από λίγα λεπτά μου πρότεινες να επιτεθούμε μαζί στην Ανατολή. Και εκεί δεν υπάρχουν αθώοι πολίτες σαν τους δικούς σου; Αυτούς δηλαδή δεν θα σε πείραζε αν τους έβλαπτες;»

«Λομπέλια...» Ο Δαμιανός έκανε μερικά βήματα και έφτασε τόσο επικίνδυνα κοντά της, που αν τον φιλούσε ξανά θα γίνονταν πάλι τα ίδια. «Τέρμα τα λόγια, δεν θα σου δώσω άλλες εξηγήσεις αφού ούτε εσύ, αλλά ούτε κι εγώ θέλουμε να κάνουμε πίσω. Θα τα πούμε αύριο στη μάχη. Θα σου ζητήσω όμως, ως αντάλλαγμα για τις... στιγμές ηδονής που σου χάρισα, να στρατοπεδεύσει ο στρατός μου λίγο πιο πίσω, ούτως ώστε οι τραυματίες στη σκηνή να είναι πιο ασφαλείς και για να είμαι βέβαιος ότι δεν θα εισβάλετε και σε αυτό.» Η Βόρεια Βασίλισσα χαμογέλασε αυτάρεσκα, ένιωσε πως την παρακαλούσε εκείνη τη στιγμή και αυτό της άρεσε. Για λίγο ο Δαμιανός πίστεψε πως δεν θα δεχθεί, όμως του είπε:

«Πολύ καλά λοιπόν... Δεν έχω λόγο να κάψω τις σκηνές σου έτσι κι αλλιώς. Μπορείτε να στρατοπεδεύσετε έως πενήντα μέτρα πιο πίσω από το σημείο που βρίσκεστε τώρα.»

«Πολύ εύκολα δεν δέχτηκες; Μήπως ετοιμάζεις κάτι που να έχει σχέση με αυτό;»

«Όχι βέβαια. Απλά νιώθω πως έτσι χάνετε τη μάχη, κάνοντας ένα βήμα πίσω προς τα Νότια.» είπε και χαμογέλασε σατανικά. «Αντίο, Δαμιανέ. Προς το παρόν.» Ο Δαμιανός βγήκε απ' τη σκηνή και αποφεύγοντας τα αδιάκριτα βλέμματα των Βορείων επέστρεψε βιαστικά στο στρατόπεδο του.

«Επιτέλους, Μεγαλειότατε! Άλλο λίγο και θα ερχόμουν με στρατιώτες να σας βρούμε! Κοντοζύγωνε η μία ώρα που μας είπατε και ανησυχήσαμε!» του είπε ο Μαρίνος λίγο έξω απ' την κεντρική σκηνή.

«Μαζέψτε τις σκηνές και στήστε τες πενήντα μέτρα πιο πίσω, Στρατηγέ. Κάνε το γρήγορα χωρίς να ρωτήσεις πολλά.» του είπε.

«Μα...»

«Είπα χωρίς ερωτήσεις, Στρατηγέ! Γρήγορα, για να προλάβουμε να παραταχθούμε για τη μάχη.» και κίνησε προς τη σκηνή του για να ετοιμαστεί. Ο Στρατηγός απορημένος έδωσε σε όλους τη διαταγή, και όλοι επίσης με απορία έσπευσαν να μαζέψουν τις σκηνές και τα πράγματα για να τα μεταφέρουν. Ο Δανιήλ το άκουσε αυτό και πήγε και βρήκε τον Βασιλιά του για να ζητήσει εξηγήσεις καθώς εκείνος φορούσε τη βασιλική του πανοπλία.

«Μεγαλειότατε! Γιατί στρατοπεδεύουμε πιο πίσω; Χάνουμε; Τι είπατε με τη Λομπέλια;! Τι συνέβη;!»

«Κατάσκοπε, άσε τις ερωτήσεις σε παρακαλώ και πήγαινε να βοηθήσεις κι εσύ. Για την ασφάλεια μας το κάνω, για να μην επιτεθούν στη σκηνή των τραυματιών και κάψουν τις υπόλοιπες. Τελευταία θα μεταφέρουμε τη δικιά μου σκηνή.»

«Την έχετε ικανή για κάτι τέτοιο;»

«Για όλα την έχω ικανή. Και τώρα πήγαινε σε παρακαλώ.»

Επικράτησε ένας μικρός πανικός μέχρι να στήσουν ξανά τις σκηνές και το πιο δύσκολο ήταν να μεταφέρουν τους τραυματίες. Όμως τελικά κατάφεραν να οργανωθούν.

«Μεγαλειότατε!» άκουσε ο Δαμιανός τη φωνή του στρατηγού του όταν είχαν σχεδόν τελειώσει. «Δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι για μάχη τόσο σύντομα. Δεν βρήκατε λύση με τη Λομπέλια; Για πόσο θα συνεχιστεί ακόμα αυτό;» Ο Δαμιανός κοίταξε γύρω του τα πρόσωπα του φοβισμένου στρατού του. Σίγουρα ο πόλεμος προβλεπόταν να συνεχιστεί για πολύ ακόμα. Θα συνέχιζε μέχρι να κάνει τη Λομπέλια να παραιτηθεί.

«Δεν γνωρίζω για πόσο, Στρατηγέ. Για την ώρα προσπάθησε να τονώσεις το ηθικό των στρατιωτών και απλά προσπάθησε να παραμείνεις ζωντανός, όπως και οι υπόλοιποι. Προς το παρόν θα πολεμάμε για τη ζωή μας.»

Έτσι λοιπόν, άλλη μια μάχη ξεκίνησε με παράπλευρες απώλειες. Οι γιατροί έτρεχαν πάλι μέσα στο αίμα και τη λάσπη να μαζέψουν τους τραυματίες, ενώ πολλοί σκοτώνονταν από ένα λάθος βέλος ή μια ξώφαλτση σπαθιά στην προσπάθεια τους.

Δεν τολμούσες να σταθείς όρθιος σ' αυτό το χάος, γιατί κάποιος θα σε τραυμάτιζε ή θα σε σκότωνε. Ήσουν αναγκασμένος να σκοτώσεις εσύ για να επιβιώσεις. Και η Ελένη δεν άντεχε άλλο να σκοτώνει, ούτε να βλέπει τον Μάρκο να σφάζει με τόσο πάθος και οργή τους δικούς της. Κάποια στιγμή ένα σπαθί συγκρούστηκε με το δικό της. Ήταν του Μάρκου. Κοίταξαν με τρόμο ο ένας τον άλλον και συνέχισαν να πολεμούν. Ήταν αντίπαλοι. Έπρεπε να το κάνουν.

Μετά από μια ανακλαστική λαβή που η ίδια η Ελένη του είχε μάθει στην προπόνηση, ο Μάρκος την έριξε κάτω, γονάτισε από πάνω της και τη σημάδεψε με την κοφτερή άκρη του σπαθιού. Εκείνη τον κοίταξε δακρυσμένη.

«Κάνε το. Μη με λυπηθείς...» κατάφερε μόνο να του πει και έμεινε να περιμένει το τέλος της απ' τον άνθρωπο που αγάπησε πιο πολύ και απ' τη ζωή της. Έκλεισε τα μάτια της... και έπειτα τον άκουσε να βγάζει μια κραυγή αγανάκτησης κι απόγνωσης.

Άνοιξε τα μάτια της και τον είδε να σηκώνεται και να φεύγει. Άρχισε να βρέχει πάλι και οι σταγόνες έκρυβαν τα δάκρυα της.

«Μη μας αφήσεις τόσο γρήγορα, Ιππότισσα. Σε χρειαζόμαστε.» άκουσε τη φωνή του Γιλβέρτου. Το χέρι του έπιασε το δικό της και τη σήκωσε.

«Γιατί δεν τον σκότωσες, ανόητε;! Από δίπλα σου πέρασε!» άκουσε τον Δανιήλ να του φωνάζει. Η Ελένη δεν έδωσε σημασία. Φαίνεται πως ο Μάγος της έδωσε λίγη από τη δύναμη του όταν ενώθηκαν τα χέρια τους, γιατί αισθανόταν πιο δυνατή και άτρωτη από πριν.

Ύψωσε το σπαθί της και συνέχισε να πολεμάει με ανανεωμένο πάθος σαν να ήταν άντρας κι όχι γυναίκα. Ο Μάρκος της είχε χαρίσει τη ζωή! Την αγαπούσε στα αλήθεια, λοιπόν! Μόνο αυτό την ένοιαζε τώρα!

**************

Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; Είναι το δεύτερο που ανεβάζω μέσα σε μια μέρα.

Η Λομπέλια κατάφερε και τύλιξε τον Δαμιανό, όμως αυτό δεν τον έκανε να συμμαχήσει τελικά μαζί της. Πιστεύετε πως αυτό θα επηρεάσει κατά κάποιον τρόπο την έκβαση του πολέμου; 

Επίσης, η Ελένη συγκρούστηκε για πρώτη φορά με τον Μάρκο, όμως παρόλο που του δόθηκε η ευκαιρία δεν κατάφερε να τη σκοτώσει. Ποια είναι η άποψη σας πάνω σε αυτό; 

Θα τα πούμε στο επόμενο κεφάλαιο στο οποίο θα δούμε επιτέλους τον Δράκο! !

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top