20. Πολεμικά Παιχνίδια
Η Ναταλία είχε μάθει για όλα αυτά τα γεγονότα. Θυμόταν κάθε λέξη που της είχε πει ο Νιρέξης: για τα άσχημα πράγματα που θα γίνουν, για πολέμους και για έναν προδότη.
Όταν ο προδότης επιστρέψει στον τόπο του, τότε θα έρθω να σε πάρω. Της είχε πει. Και φυσικά, ο προδότης ήταν ο Μάρκος. Πού αλλού θα πήγαινε τώρα που δραπέτευσε; Στον Βορρά, δηλαδή στον τόπο του. Πότε θα ερχόταν άραγε ο Νιρέξης; Την ίδια νύχτα;
Όλη τη μέρα την Ταβέρνα δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στα τραγούδια της. Τον αναζητούσε ανάμεσα σε κάθε άνθρωπο που έμπαινε, λαχταρούσε να δει τα κόκκινα μαλλιά του. Ώσπου ήρθε η ώρα να κλείσει την Ταβέρνα και εκείνος δεν είχε έρθει. Όταν έφυγαν όλοι, βγήκε έξω, κοίταξε αριστερά, δεξιά, τίποτα. Ο Κυριάκος απόρησε και την πλησίασε.
«Τι σου συμβαίνει;» τη ρώτησε. «Φερόσουν πολύ αλλόκοτα σε όλο το πρόγραμμα.»
Εκείνη σκεφτόταν πώς να δικαιολογηθεί.
«Η νύχτα είναι παράξενη, Κυριάκο. Κοίτα τα αστέρια. Δεν λάμπουν με το ίδιο φως όπως παλιά.» είπε ποιητικά.
«Κατάλαβα. Είσαι σε μία φάση περίεργη. Θα σε αφήσω μόνη.» Ξαφνικά, κάτι μέσα της άλλαξε. Ένιωθε πως κάποιος, ή κάτι, την καλούσε. Καθώς ο Κυριάκος απομακρυνόταν για να ανέβει στην κάμαρα τους, η Ναταλία του είπε, έχοντας πάρει την απόφαση της:
«Θα πάω μια βόλτα, μήπως ξεχαστώ λίγο.»
«Εντάξει. Μόνο μην αργήσεις και μην πας μακριά, γιατί κρύβονται κίνδυνοι.» Και καθώς ανέβαινε τη σκάλα, τον κοίταξε για τελευταία φορά.
Γιατί είχε ένα προαίσθημα πως αυτή ήταν όντως η τελευταία φορά που τον έβλεπε; Έφυγε, πηγαίνοντας να ζήσει το σκοτεινό μέλλον που την περίμενε μαζί με τον Δράκο, όμως δεν την πείραζε που ήταν σκοτεινό γιατί υπήρχαν και όμορφες στιγμές μέσα σε αυτό. Έφτασε στο Δάσος και το διέσχισε μέχρι ένα ξέφωτο όπου την οδήγησε η διαίσθηση της. Καθώς πήγαινε εκεί, συνειδητοποίησε τα λάθη που έκανε: δεν είχε πάρει καθόλου πράγματα μαζί της, ούτε ρούχα, ούτε ποιήματα, ούτε τίποτα.
Επιπλέον, είχε εγκαταλείψει την αγαπημένη της Ταβέρνα, που είχε προσφέρει ατελείωτες στιγμές χαράς και γλεντιού σε φίλους και πελάτες, τους οποίους δεν αποχαιρέτησε, το ίδιο και τον Κυριάκο, που δεν τον ερωτεύθηκε ποτέ, αλλά τον αγάπησε σαν άνθρωπο και μοιράστηκε μαζί του πολλά πράγματα. Όταν διέκρινε το ξέφωτο, σκέφτηκε για μια στιγμή να γυρίσει πίσω, να πει την αλήθεια στον Κυριάκο και να πάρει μαζί της όλα τα αγαπημένα της υπάρχοντα.
Όμως την ίδια στιγμή που έκανε αυτή τη σκέψη, τον είδε. Είδε τις πελώριες φτερούγες του να τον κατεβάζουν σιγά στο έδαφος, το κοκκινόμαυρο χρώμα του και το πρόσωπο του που την αναζητούσε. Έτρεξε γρήγορα και βρέθηκε μπροστά του.
«Ήρθες...» ψιθύρισε.
«Ένας δράκος κρατάει πάντα το λόγο του.» τη διαβεβαίωσε εκείνος κι έγειρε μπροστά της για να την κοιτάξει καλύτερα.
«Ο προδότης της προφητείας σου ήταν ο Μάρκος;» ρώτησε η Ναταλία.
«Ναι... και τώρα γύρισε στον τόπο του που είναι ο Βορράς. Πρέπει να βιαστούμε, γιατί ίσως χρειαστεί κι εμείς να πολεμήσουμε.»
«Στάσου!» διαφώνησε εκείνη για λίγο. «Δεν πρέπει να ειδοποιήσω τους δικούς μου για τον πόλεμο, να προετοιμασθούν;»
«Το ξέρουν ήδη, μικρή μου. Μα με τον ανθρώπινο εγωισμό τους δεν θέλουν να το καταλάβουν. Πάμε τώρα. Με μεγάλο ρίσκο πέταξα για να έλθω και θα πετάξω και τώρα μαζί σου, διότι σίγουρα κάποιο μάτι θα μας δει. Και δεν θα είναι ο θεός σας!»
Γονάτισε και χαμήλωσε τη ράχη του. Η Ναταλία περίμενε καιρό αυτή τη στιγμή. Τόσους μήνες την ονειρευόταν συνεχώς. Σκαρφάλωσε στη ράχη του, αφήνοντας πίσω το παρελθόν της, αυτά που είχε κάνει, όλη την ανθρώπινη ύπαρξη της.
«Κρατήσου γερά.» της είπε ο Νιρέξης και σε λίγα δευτερόλεπτα απογειώθηκε. Η Ναταλία έβλεπε τα πάντα από κάτω της να μικραίνουν και να απομακρύνονται. Σε λίγα λεπτά πετούσαν πάνω από τον Νότο, το βασίλειο στο οποίο είχε ζήσει σχεδόν ένα χρόνο κι όμως ήταν λες κι είχε ζήσει μια ολόκληρη ζωή.
«Πού θα πάμε;» ρώτησε.
«Στη σπηλιά μου στο Κεντρικό Βασίλειο. Βρίσκεται πάνω στο λόφο ενός δάσους, μακριά από ανθρώπους και οτιδήποτε κακό. Εκεί θα ζήσουμε κρυμμένοι τον έρωτα μας, μέχρι να έρθει η στιγμή να πολεμήσουμε.»
Η Ναταλία δεν ρώτησε γιατί θα χρειαζόταν να λάβουν μέρος στον πόλεμο, εφόσον ήταν των Ανθρώπων κι όχι των Δράκων. Όμως αυτό δεν την ένοιαζε προς το παρόν. Το μόνο που ήθελε ήταν να ζήσει αυτές τις ευτυχισμένες στιγμές με τον Νιρέξη, τον τρομερό δράκο, του οποίου έκλεψε την καρδιά, αλλά κι εκείνος τη δική της. Έστω και αν αυτές οι μέρες ήταν οι τελευταίες της αγάπης τους.
Ο Κυριάκος δεν κοιμήθηκε καθόλου όλη τη νύχτα. Περίμενε να γυρίσει η γυναίκα του, γιατί δεν την έβλεπε και πολύ καλά τον τελευταίο καιρό. Και όλοι οι φίλοι της, αλλά και οι πελάτες της Ταβέρνας, συμφωνούσαν ότι είχε χάσει το κέφι και την έμπνευση της. Όταν χάραξε και συνειδητοποίησε πως η Ναταλία δεν επέστρεψε, η αγωνία και ο φόβος κατέλαβαν την καρδιά του. Ντύθηκε βιαστικά και έφυγε για να ψάξει να τη βρει.
Πήγε σ' όλα τα πιθανά μέρη όπου θα μπορούσε να είχε πάει, αφήνοντας το Δάσος για το τέλος. Εκεί δεν έψαξε πολύ καλά, γιατί δεν ήξερε καθόλου τα μονοπάτια και φοβόταν μη χαθεί. Όταν βγήκε στο ίδιο σημείο έξω απ' το Δάσος, αγανάκτησε και νευρίασε επειδή έκανε κύκλους. Επιπλέον, είχε μεσημεριάσει και πεινούσε φοβερά. Άσε που δεν είχε ανοίξει και την Ταβέρνα!
«Μα τι ηλίθιος που είμαι...» μονολόγησε. «Η γυναίκα μου εξαφανίστηκε κι εγώ σκέφτομαι τους πελάτες που μπορεί να χάσουμε και το φαγητό.»
Με αυτές τις σκέψεις, αποφάσισε να πάει στο Παλάτι και να ζητήσει τη βοήθεια του Βασιλιά. Μετάνιωσε όμως μόλις έφτασε και μπήκε μέσα, γιατί επικρατούσε αναστάτωση. Υπηρέτες και αυλικοί πηγαινοέρχονταν, ενώ δεν έβλεπε πουθενά τον Βασιλιά Δαμιανό. Σε μια γωνία ήταν μαζεμένοι όλοι οι αξιωματικοί του. Ευτυχώς, για καλή του τύχη ήταν και η Ελένη εκεί, η οποία τον είδε και τον πλησίασε.
«Χαίρομαι που σε βρήκα, Ιππότισσα.» της είπε. «Η Ναταλία λείπει από χθες το βράδυ, που βγήκε για να πάει μια βόλτα. Σαν φίλη της που είσαι, μπορεί αν την είδες πουθενά.»
«Δεν την είδα ούτε ήρθε σε εμένα, Μπάρμαν Κυριάκο. Και τώρα που μου είπες αυτά τα λόγια, με φορτώνεις με περισσότερες ανησυχίες.»
«Τις απολογίες μου, Ιππότη Ελένη. Μα πρέπει να μιλήσω στον Βασιλιά. Ίσως εκείνος μου πει τι να κάνω.» είπε ο Κυριάκος.
«Ο Μεγαλειότατος είναι απασχολημένος αυτή τη στιγμή, διότι περιμένουμε τους Βόρειους για διαπραγματεύσεις, εξ' ου και όλη αυτή η αναστάτωση. Αλλά μπορώ να στείλω κάποιους φρουρούς να ψάξουν.»
«Καλή ιδέα, αν και έψαξα απ' το πρωί σε όλα τα πιθανά μέρη που μπορεί να έχει πάει. Εάν όμως ρωτήσεις τους φρουρούς σου, μπορεί κάτι να έχουν δει και να μας βοηθήσουν.»
«Τώρα που το λες...» έκανε η Ελένη σκεπτική. «...Μερικοί Φρουροί στα Σύνορα είπαν πως είδαν εχθές το βράδυ στο νυχτερινό ουρανό έναν δράκο να πετάει, αλλά ήταν πολύ ψηλά και ίσως να ήταν της φαντασίας τους και να ήταν απλά ένα μεγάλο πουλί.»
«Όχι!» αναφώνησε ο Κυριάκος. «Υπάρχει στα αλήθεια ένας δράκος. Το θυμάμαι. Η Ναταλία πριν καιρό τον ημέρευσε και τότε εκείνος πήρε ανθρώπινη μορφή, ήρθε στην Ταβέρνα κι έγιναν φίλοι. Όμως δεν τον ξαναείδε από τότε.»
Η Ελένη το σκέφτηκε πάλι.
«Ίσως ο δράκος, αν υπάρχει βέβαια, να απήγαγε τη Ναταλία.» είπε τελικά. «Δεν εξηγείται αλλιώς να συμπίπτει η εξαφάνιση της με την εμφάνιση του.»
«Ω! Δεν θα τ' αντέξω αυτό! Κι αν είναι έτσι; Πού θα την πάει; Τι θα της κάνει;» ρώτησε ο Κυριάκος με αγωνία.
«Οι φρουροί των Συνόρων είπαν πως κατευθυνόταν προς το Κέντρο. Αν είναι έτσι, λυπάμαι πολύ, αλλά δεν μπορώ να κάνω και πολλά πράγματα. Θα μιλήσω στον Δανιήλ για να στείλει κατασκόπους του, μα ακόμα κι έτσι δεν θα βρούμε κάποιο στοιχείο. Σίγουρα ο Δράκος θα ξέρει πού να κρυφτεί.»
«Δηλαδή... να μην ελπίζω σε τίποτα;»
«Να ελπίζεις! Φυσικά και πρέπει να ελπίζεις. Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Και τώρα πήγαινε, γιατί όπου να 'ναι θα φτάσουν οι Βόρειοι. Θα σε ειδοποιήσω αν υπάρξει κάτι νεότερο.»
«Έγινε. Ευχαριστώ, Ιππότισσα.»
Όταν ο Κυριάκος έφυγε, η Ελένη φυσικά δεν αγνόησε όσα ειπώθηκαν μεταξύ τους. Πήγε στον Δανιήλ και του είπε:
«Δεν έφταναν όλα αυτά, δεν μας φτάνει που κινδυνεύει το βασίλειο μας για πόλεμο, τώρα χάθηκε και η Ναταλία. Έφυγε χθες τη νύχτα απ' την Ταβέρνα και δεν επέστρεψε.» Ο Κατάσκοπος απόρησε με την ανησυχία της:
«Και λοιπόν;» έκανε αδιάφορα. «Άνθρωποι εξαφανίζονται κάθε μέρα. Έχουμε σημαντικότερα πράγματα να ασχοληθούμε από το να ψάχνουμε χαμένους καλλιτέχνες.»
Η Ελένη νευρίασε με την αναισθησία του.
«Μα καλά, δεν έχεις καθόλου ανθρωπιά μέσα σου;!» του φώναξε, συνεχίζοντας το χθεσινό καυγά τους.
«Φυσικά και έχω! Γι' αυτό με νοιάζει για τους ανθρώπους του βασιλείου που πρέπει να σωθούν! Για αυτούς θα πολεμήσω και θα δώσω τη ζωή μου αν χρειαστεί!»
«Και η Ναταλία; Δεν είναι άνθρωπος αυτή;»
«Η Ναταλία είναι μια τρελή ονειροπαρμένη, που πιστεύει σε νεράιδες και δράκους κι έχουν πάρει τα μυαλά της αέρα από την ποίηση κι έχει χαζέψει!»
Στο μεταξύ οι υπόλοιποι αξιωματικοί είχαν ακούσει τις φωνές τους και μαζεύτηκαν τριγύρω.
«Δεν πρόκειται να στείλω ούτε τον κατώτερο κατάσκοπο να ψάξει γι' αυτή.» συμπλήρωσε ο Δανιήλ με πείσμα, αλλά πιο χαμηλόφωνα. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε ο Βασιλιάς.
«Πάλι μάχεστε εσείς οι δυο; Ευτυχώς που δεν βγάλατε σπαθιά αυτή τη φορά.» τους είπε. Εκείνοι γύρισαν και του υποκλίθηκαν.
«Συγγνώμη, Μεγαλειότατε.» είπε η Ελένη. «Αλλά απ' ότι φαίνεται, ο Κατάσκοπος δεν είναι ικανός να με βοηθήσει να βρω την Τροβαδούρο Ναταλία, η οποία χάθηκε χθες το βράδυ.»
Ο Δανιήλ πήγε να πάρει το λόγο, μα ο Δαμιανός δεν τον άφησε.
«Η αλήθεια είναι πως εξαφανίζονται πολίτες του βασιλείου μας κάθε μέρα, Ιππότη Ελένη. Όμως εγώ πάντα βοηθάω για να τους ξαναβρούμε σύντομα. Τώρα, αν και υπάρχουν πιο σημαντικά θέματα να λύσουμε, μπορώ να κάνω μια υποχώρηση και να στείλω λίγους δικούς μου να ψάξουν.»
«Ευχαριστώ, Μεγαλειότατε. Για άλλη μια φορά μας δείχνετε την καλοσύνη σας.» απάντησε η Ελένη.
Ο Δανιήλ απομακρύνθηκε, νικημένος και σιωπηλός. Το άγχος του για τον πόλεμο και το μίσος που είχε για τους Βόρειους δεν τον άφηναν να σκεφτεί καθαρά.
«Λοιπόν; Δεν ήρθαν ακόμα οι Βόρειοι;» απόρησε ο Δαμιανός. Όντως οι αντίπαλοι τους είχαν αργήσει πολύ. Την ίδια στιγμή, μπήκε στην αίθουσα τρέχοντας, ο αγγελιοφόρος τον οποίο είχε στείλει με συνοδεία στον Βορρά, φωνάζοντας:
«Μεγαλειότατε!» Έτρεξε ως τον βασιλιά και πέφτοντας στα γόνατα μπροστά του είπε λαχανιασμένος: «Ω, Μεγαλειότατε! Δεν δέχτηκαν τις διαπραγματεύσεις. Η Βασίλισσα Λομπέλια με έδιωξε και είπε πως ετοιμάζει στρατό για να μας επιτεθεί.»
Ένας πανικός επικράτησε στην αίθουσα μόλις ακούστηκαν τα κακά νέα. Ο Δαμιανός δεν ήξερε τι να κάνει. Ενώ ήθελε με κάθε δυνατό τρόπο να αποφύγει τον πόλεμο, τώρα η Λομπέλια ετοίμαζε κιόλας την επίθεση της, ενώ ο ίδιος ήταν τελείως απροετοίμαστος. Τώρα, αναγκαστικά και αναπόφευκτα, έπρεπε να γίνει πόλεμος.
«Μεγαλειότατε, τι θα κάνουμε;» τον έβγαλε η φωνή της Ελένης από τις σκέψεις του.
«Δεν θα πολεμήσουμε; Θα τους παραδοθούμε;» ρώτησε ο Δανιήλ, βλέποντας το αναποφάσιστο βλέμμα του.
Και ξαφνικά, αυτό το βλέμμα άλλαξε. Έγινε σκληρό κι αποφασιστικό, γιατί ο Δαμιανός θυμήθηκε πόσο τον είχε αγαπήσει ο λαός του μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα που κυβερνούσε. Αυτόν το λαό, έπρεπε τώρα να τον υπερασπιστεί πάση θυσία. Έκανε μερικά βήματα, ανέβηκε στο θρόνο του και τότε όλη η φασαρία σταμάτησε.
«Η Βασίλισσα Λομπέλια του Βορρά δεν δέχθηκε να λύσουμε τις διαφορές μας με τον απλό, πολιτισμένο τρόπο των διαπραγματεύσεων.» ξεκίνησε να λέει όρθιος.
Όλοι τον κοιτούσαν με θαυμασμό και σεβασμό.
«Ίσως επειδή γνώριζε πως εμείς οι Νότιοι δεν πρόκειται να της παραδώσουμε το βασίλειο μας, για να το κυβερνήσει τυραννικά όπως το δικό της. Αυτό το καθεστώς όμως, δεν ταιριάζει στο Βασίλειο του Νότου! Αρκετά το υπεστήκαμε τόσα χρόνια με τον Λόρδο Ντέριο! Και δεν σκοπεύω να αφήσω το λαό μου να υποφέρει ξανά! Εάν οι Βόρειοι θέλουν πόλεμο, θα τον έχουν!» φώναξε και ύψωσε ψηλά το σπαθί του.
Όσοι είχαν σπαθί το έβγαλαν και το ύψωσαν προς το μέρος του, ενώ οι υπόλοιποι χειροκρότησαν συγκινημένοι. Λίγες ώρες μετά, ο Δαμιανός και όλοι οι αξιωματικοί του, καθώς και ο Στρατηγός Οδυσσέας με την Κατάσκοπο Ελπίδα του Μικρονησίου, συναντήθηκαν στην Αίθουσα Συμβουλίων. Στο μεταξύ έφτασαν και οι ανιχνευτές του Δανιήλ, φέρνοντας μαζί τους πολύτιμες πληροφορίες. Ο Δαμιανός ποτέ πριν δεν ήταν πιο αποφασισμένος.
Κανείς δεν θα πειράξει το λαό μου όσο ζω εγώ. Σκεφτόταν.
Η Ελένη στάθηκε δίπλα στον Στρατηγό του Νότου, τον Μαρίνο. Ήξερε ότι αυτό ίσως ήταν το τελευταίο συμβούλιο που έκαναν όλοι μαζί. Και μετά; Πόλεμος; Θάνατος; Νίκη ή ήττα; Θα χρειαζόταν άραγε να πολεμήσει ενάντια στον Μάρκο;
Απέναντι στέκονταν οι γονείς της. Την επόμενη μέρα ο πατέρας της θα έφευγε. Θα πήγαινε στο Μικρονήσι να φέρει ενισχύσεις και ποιος ξέρει πότε θα γυρνούσε και αν θα προλάβαιναν να βοηθήσουν.
Ο Δαμιανός άνοιξε τους χάρτες πάνω στο τραπέζι και αράδιασε τα χαρτιά με τις σημειώσεις του.
«Λοιπόν.» ξεκίνησε να λέει. «Επειδή μας πιέζει ο χρόνος, πρέπει να οργανωθούμε γρήγορα για να πολεμήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε. Θα ξεκινήσω με τον Στρατηγό μας. Πόσα στρατεύματα διαθέτουμε και ποια είναι η κατάσταση τους, Στρατηγέ Μαρίνο;»
«Αρκετές χιλιάδες, Μεγαλειότατε. Τόσο οι τοξότες, οι κατάσκοποι, όσο και οι ιππότες της Αρχηγού Ελένης νομίζω πως μας φτάνουν.»
«Τι θα πει νομίζεις; Θέλω σίγουρη απάντηση. Είμαστε περισσότεροι από τον κόκκινο στρατό ή όχι;»
«Είμαστε πολλοί, αλλά δεν γνωρίζω πόσους θα έχουν οι Βόρειοι.»
«Σε αυτό το σημείο θεωρώ πως πρέπει να επέμβω.» πήρε το λόγο ο Δανιήλ. «Οι ανιχνευτές μου είδαν τον κόκκινο στρατό των Βορείων. Είμαστε ίσοι περίπου, μα οι Ανατολίτες θα πολεμήσουν μαζί τους και μαζί με αυτούς μας ξεπερνούν και η ήττα μας είναι σίγουρη.»
Εκείνη τη στιγμή όλοι γύρω από το τραπέζι απογοητεύθηκαν, όμως ο Δανιήλ συμπλήρωσε:
«Όμως έχουμε κι εμείς έναν ισχυρό σύμμαχο, πέρα από το Μικρονήσι που δεν έχει μεγάλο στρατό. Το Κέντρο.» Ο Δαμιανός απογοητεύθηκε ξανά.
«Οι Κεντρικοί δεν είναι φιλοπόλεμος λαός, Κατάσκοπε. Είναι ισχυροί σε όλα, αλλά μόνο σε περιόδους ειρήνης. Έστειλα αίτημα στη Βασίλισσα Στέλλα και μου ήρθε η απάντηση ότι θα το σκεφτεί, που σημαίνει ότι μπορεί να μην είναι σε θέση να οδηγήσει τους δικούς της σε πόλεμο.»
«Μα αυτό δεν θεωρείται προδοσία, εφόσον είμαστε σύμμαχοι;»
«Όχι απαραίτητα. Είναι σύμμαχοι, όχι σκλάβοι μας, ούτε ανήκει σε εμένα το βασίλειο τους. Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι ο Λόρδος Ντέριος τους ανάγκασε να συμμαχήσουν, χωρίς να το ξέρουν και χωρίς τη θέληση τους. Το θυμάσαι πολύ καλά αυτό, Κατάσκοπε Δανιήλ. Εσένα έστειλε ανάμεσα τους.»
Ο Δανιήλ σώπασε.
«Όμως εμείς θα σας βοηθήσουμε, Μεγαλειότατε.» διαβεβαίωσε ο Οδυσσέας. «Επειδή είχα υποπτευθεί εδώ και καιρό πως βαδίζουμε προς πόλεμο, επικοινώνησα με τη Βασίλισσα Νατάσα και μου είπε να σας μεταφέρω ότι θα σας στείλουμε βοήθεια όσο πιο γρήγορα μπορούμε.»
«Για πόση βοήθεια μιλάμε, Στρατηγέ Οδυσσέα;»
«Περίπου πέντε με δέκα χιλιάδες. Δεν μπορώ να γνωρίζω με ακρίβεια. Όμως τώρα οι Βόρειοι έρχονται, ενώ εγώ θα ξεκινήσω το ταξίδι μου αμέσως μετά το συμβούλιο, με το νυχτερινό πλοίο. Θα μου πάρει τρεις ημέρες να φτάσω, άλλες τόσες να ετοιμάσω το στρατό μου και δεν γνωρίζω αν θα προλάβουμε... τα χειρότερα. Ο πόλεμος θα έχει ήδη ξεκινήσει.»
«Τότε έχουμε ελάχιστες ελπίδες.» μουρμούρισε ο Δανιήλ.
«Μπορεί.» παραδέχτηκε ο Δαμιανός. «Ίσως δεν καταφέρουμε να τους νικήσουμε από την πρώτη μάχη, όμως θα καταφέρουμε να τους απωθήσουμε και να αμυνθούμε, ούτως ώστε να μην πλησιάσουν κι άλλο το βασίλειο μας.»
Έπειτα στράφηκε στην Ελένη:
«Πόσους ιππότες και φρουρούς κατάφερες να συγκεντρώσεις, Ιππότη Ελένη;»
«Δεν είναι πολλοί, όμως αύριο περιμένω περισσότερους από τα προάστια του βασιλείου και τις ακτές. Ας ελπίσουμε να φτάσουν εγκαίρως.»
«Μάλιστα. Και πώς είμαστε από ιατρική περίθαλψη, Γιατρέ Πατρίσια;»
«Πολύ καλά, Μεγαλειότατε. Συγκέντρωσα αρκετούς γιατρούς και νοσοκόμους, που θα με βοηθήσουν στο δύσκολο έργο μου. Ελάχιστοι θα μείνουν πίσω στην Κλινική, ωστόσο είναι εντάξει για να φροντίζουν τους ασθενείς του βασιλείου όσο εμείς θα λείπουμε στο πεδίο της μάχης.»
«Ικανοποιητικό. Μάγε Γιλβέρτο, εσύ πώς μπορείς να βοηθήσεις;»
«Θα πολεμήσω κι εγώ με καμιά εικοσαριά ακόμα μάγους που συγκέντρωσα. Τα ξόρκια μας θα βοηθήσουν πολύ. Εκτός αυτού, θα φτιάχνουμε δυναμωτικά φίλτρα και θα προμηθεύουμε τους γιατρούς με φίλτρα αναρρώσεως.»
«Να και κάτι καλό. Θα είσαστε πολύτιμη βοήθεια, γι' αυτό να προσέχετε στη μάχη, καθώς είστε το μικρότερο σε αριθμό στράτευμα.» είπε ο Δαμιανός κι έριξε μια ματιά στα χαρτιά του.
Μετά από κάτι σημειώσεις που διάβασε, τις οποίες ο Βασιλικός του Σύμβουλος, ο Βασίλης, κρατούσε τόση ώρα, άρχισε να λέει σε όλους τα σχέδια του:
«Λοιπόν. Θα ξεκινήσουμε αύριο το πρωί, για να τους προλάβουμε λίγο έξω απ' την Πρωτεύουσα του Κέντρου. Πίσω θα μείνουν κάποιοι φρουροί και τοξότες με επικεφαλής την Κατάσκοπο Ελπίδα, με σκοπό να προστατεύουν τους απλούς πολίτες. Να έχετε το νου σας για μυστικές εφόδους στο βασίλειο.»
«Σύμφωνοι, Μεγαλειότατε. Τίποτα δεν θα περάσει.» απάντησε εκείνη.
Ο Δαμιανός άρχισε να τους λέει για τον τρόπο με τον οποίο θα επιτίθονταν, ώσπου ένας υπηρέτης μπήκε και ανήγγειλε την άφιξη ενός ανιχνευτή του Δανιήλ. Για την ακρίβεια ήταν μια απ' τις καλύτερες ανιχνεύτριες του, η Άννα. Μπήκε μέσα, τους κοίταξε όλους μ' ανησυχία κι έπειτα είπε:
«Άσχημα τα νέα, Μεγαλειότατε. Οι Βόρειοι έχουν φτάσει στην Πρωτεύουσα και την πυρπολούν, ενώ οι Ανατολικοί συνεχίζουν το δρόμο τους προς τα σύνορα μας.»
Ψίθυροι ανησυχίας κι αγωνίας ακούστηκαν στην αίθουσα. Ο Δαμιανός δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε ένα συγκεκριμένο σχέδιο αντεπίθεσης, όμως τώρα έπρεπε να το αλλάξει αναγκαστικά.
«Τι θα κάνουμε, Μεγαλειότατε;»
«Πρέπει να τους βοηθήσουμε!»
«Ναι, αλλά πρέπει να υπερασπιστούμε και το βασίλειο μας.» του έλεγαν όλοι.
«ΣΙΩΠΗ!!!» φώναξε ο Βασιλιάς, πράγμα που έκανε σπάνια.
Όλοι σώπασαν και περίμεναν να ακούσουν την απόφαση του.
«Ποια είναι η κατάσταση στην Πρωτεύουσα; Καταφέρατε να δείτε;» ρώτησε την Άννα.
«Μάλιστα. Οι Κεντρικοί την υπερασπίζονται με όσες δυνάμεις έχουν. Προς το παρόν, κατάφεραν να τους κρατήσουν εκτός των Τειχών. Σίγουρα η μάχη θα έχει σταματήσει τώρα, επειδή νύχτωσε και η ορατότητα είναι περιορισμένη. Οι Ανατολίτες επίσης έχουν σταματήσει το ταξίδι τους και κατασκήνωσαν κάπου για διανυκτέρευση.»
«Οπότε προλαβαίνουμε να μαζέψουμε γρήγορα όσο στρατό μπορούμε και να ξεκινήσουμε με την ανατολή του ηλίου. Θα αντεπιτεθούμε στους Ανατολικούς και αν μπορέσουμε, θα τους απωθήσουμε προς την Πρωτεύουσα και θα σώσουμε τους Κεντρικούς.»
«Δεν κατάλαβα!» πετάχτηκε ο Δανιήλ. «Αυτοί ήταν ικανοί να μη μας στείλουν βοήθεια ενώ τη χρειαζόμαστε. Εμείς γιατί να τους βοηθήσουμε;»
Η Ελένη τον κοίταξε λοξά.
Γιατί έγινε τόσο κακόβουλος; Αναρωτήθηκε από μέσα της.
«Σταμάτα να διαμαρτύρεσαι συνεχώς και πήγαινε να εκτελέσεις τις διαταγές μου, Κατάσκοπε.» του είπε ο Δαμιανός. «Τόσοι αθώοι πολίτες δεν σου φταίνε σε τίποτα. Οι Κεντρικοί είναι πολύτιμος σύμμαχος μας και τους χρειαζόμαστε. Αν καταφέρουμε να τους βοηθήσουμε εγκαίρως, θα το εκτιμήσουν αυτό.» Αυτά είπε και έληξε το συμβούλιο λέγοντας:
«Κανένας δεν θα κοιμηθεί απόψε! Θα μαζέψετε τα στρατεύματα σας και θα συγκεντρωθούμε στα Σύνορα. Έως την ανατολή του ήλιου να είσαστε όλοι εκεί για να ξεκινήσουμε.»
Κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε ότι χρειαζόταν ύπνο. Πώς θα μπορούσαν να κοιμηθούν άλλωστε, όσο οι Κεντρικοί κινδύνευαν και οι Ανατολικοί πλησίαζαν; Πήγαν όλοι να προετοιμαστούν για τον πόλεμο.
*******************************
Ο πόλεμος πλησιάζει και τα συναισθήματα όλων είναι φόβος, αγωνία, ανασφάλεια. Στο επόμενο κεφάλαιο, τη νύχτα πριν την αναχώρηση του μπλε στρατού (Νότιοι), η Ελένη τα πίνει μαζί με τον Κυριάκο για να ξεχαστούν και να θρηνήσουν την αποτυχία των γάμων τους. Τι θα ακολουθήσει; Και σε τι κατάσταση θα βρίσκεται η Ελένη την επόμενη μέρα το πρωί όταν πάει στα Σύνορά να συναντήσει τον υπόλοιπο στρατό;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top