14. Η Νέα Ιέρεια
Η Μεγκάνα ξύπνησε σ' ένα παλιό, μικρό δωμάτιο. Δεξιά κι αριστερά του κρεβατιού της υπήρχαν άλλα δύο μονά κρεβάτια και απέναντι άλλα τρία. Σε μια καρέκλα δίπλα της καθόταν ο Δανιήλ, ο οποίος μόλις είδε ότι ξύπνησε της χαμογέλασε.
«Τι... Τι συνέβη; Πού είμαι;» ρώτησε αδύναμα.
«Στην κλινική της Πατρίσιας, στο θάλαμο ασθενών. Λιποθύμησες στο γάμο, θυμάσαι;»
Τα γεγονότα των προηγούμενων ωρών επανήλθαν ξαφνικά στο μυαλό της. Ήθελε να σηκωθεί και να τον βρίσει πάλι, αλλά δεν είχε δυνάμεις.
«Μεγκάνα, τι συμβαίνει; Εσύ ήσουν πάντα δυνατή γυναίκα. Δεν θα λιποθυμούσες ποτέ επειδή απλά και μόνο τσακώθηκες με κάποιον.» της είπε ο Δανιήλ.
«Μη σε νοιάζει για μένα. Είμαι καλά.» του είπε κι απέστρεψε το βλέμμα της.
«Κι όμως, πρέπει να είσαι άρρωστη. Η Γιατρός σε εξέτασε και απ' το ύφος της κατάλαβα ότι κάτι τρέχει, όμως δεν μου είπε τίποτα.»
Εκείνη την ώρα μπήκε η Πατρίσια κρατώντας ένα κύπελλο.
«Επιτέλους, συνήλθες.» είπε κι έδωσε στη Μεγκάνα το κύπελλο. «Πιες το, είναι ένας χυμός με δυναμωτικά βοτάνια. Θα σου κάνει καλό.» Εκείνη το πήρε κι άρχισε να πίνει. Έπειτα η Γιατρός κοίταξε τον Δανιήλ και του είπε:
«Μας αφήνεις λίγο μόνες;»
«Ναι.» Απάντησε αυτός και σηκώθηκε. «Θα επιστρέψω στο γάμο και θα τους πω ότι είσαι καλύτερα, για να μην ανησυχούν. Όμως θέλω να μάθω εάν έχει κάτι σοβαρό, Πατρίσια.»
«Μην ανησυχείς.» του είπε μόνο η Γιατρός.
Αφού έφυγε ο Δανιήλ, η Πατρίσια κάθισε στη θέση του.
«Έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει.» είπε η Μεγκάνα. «Η Ουρανία μπορεί να με χρειάζεται στην Εκκλησία.»
«Εάν αισθάνεσαι καλύτερα, θα σε αφήσω να φύγεις σε λίγο. Όμως πρώτα θέλω να μιλήσουμε, γιατί έχω υποπτευθεί κάτι περίεργο. Πες μου, εκτός από λιποθυμίες, έχεις άλλα συμπτώματα, σαν αυτά που είχε η βοηθός σου τότε που μας την είχες φέρει;»
Η καρδιά της Μεγκάνας άρχισε να χτυπάει σαν τρελή από αγωνία. Δεν μπορούσε ν' απαντήσει.
«Πες μου, Ιέρεια. Θα μείνει μεταξύ μας.»
«Ναι έχω, αλλά όχι τόσο έντονα.»
«Ίσως επειδή έχεις δυνατό οργανισμό. Καθυστέρηση στην περίοδο;»
«Έχω να δω αίμα απ' τον Οκτώβρη.»
«Χμμ... Πριν δύο μήνες...»
«Πού θέλεις να καταλήξεις, Γιατρέ;» ρώτησε με άγχος, ενώ ήξερε ήδη την απάντηση.
«Ο Δανιήλ είναι ο πατέρας του παιδιού, έτσι;» ρώτησε η Πατρίσια.
Η Μεγκάνα τα έχασε:
«Ποιος πατέρας; Ποιανού παιδιού; Τι λες;»
«Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Πριν λίγο καιρό, ο Δανιήλ κι εγώ κάναμε παρέα. Σε μια συζήτηση λοιπόν, του ξέφυγε κάτι για εσένα κι εγώ κατάλαβα πως κάτι τρέχει μεταξύ σας. Από την εξέταση και απ' τα λεγόμενα σου έφτασα στο συμπέρασμα ότι είσαι έγκυος.» Η Μεγκάνα σωριάστηκε πάλι στο μαξιλάρι της.
«Ναι, το παραδέχομαι.» είπε με δάκρυα στα μάτια. «Γι' αυτό έφυγα στο Κεντρικό Βασίλειο για δυο μήνες, για να εξιλεωθώ που αμάρτησα μαζί του. Δεν ήθελα να γίνει, το ορκίζομαι. Δεν ξέρω τι έπαθα μαζί του... Ο Ύψιστος Πάπας του Κέντρου με απείλησε πως θα τιμωρηθώ με αφορισμό αν το ξανακάνω. Ποιος ξέρει ποια θα είναι η τιμωρία μου τώρα που έχω μέσα μου το παιδί ενός άθεου, ενός εγκληματία.»
Επιτέλους, σε κάποιον το είχε πει και της έφυγε το πρώτο βάρος. Το θέμα ήταν τι θα ακολουθούσε.
«Ο Δανιήλ σ' αγαπάει, Μεγκάνα.» της είπε η Πατρίσια.
«Τι;» απόρησε εκείνη.
«Το κατάλαβα από μόνη μου, αλλά μου το είπε κι εκείνος όταν σε φέραμε εδώ. Δεν θέλω να τη χάσω, Πατρίσια. Είπε. Ας μην έχει τίποτα σοβαρό. Την αγαπάω. Και στα μάτια του έβλεπα ειλικρίνεια.»
Η Μεγκάνα συνειδητοποίησε πως χάρηκε που άκουσε αυτά τα λόγια. Γιατί όμως; Γιατί όταν ξαναείδε τον Δανιήλ μετά από πολύ καιρό προηγουμένως στο γάμο, ένιωσε ένα φτερούγισμα στην καρδιά της; Γιατί υπέφερε όταν τον αρνήθηκε και πήγε στο Κέντρο για να τον ξεπεράσει; Η θρησκεία της θεωρούσε αμαρτία αυτό που έκανε μαζί του, αλλά τι γίνεται με την αγάπη; Αγάπη... Ώστε αυτό αισθανόταν βαθιά μέσα της;
«Ο Δανιήλ δεν έγινε εγκληματίας με τη θέληση του.» συνέχισε η Πατρίσια. «Υπηρετούσε τον Ντέριο επί έξι χρόνια και εκείνος τον ανάγκαζε να κάνει όλες τις βρόμικες δουλειές. Όμως εγώ διέκρινα μια ανθρωπιά και ανδρεία μέσα του. Να σου πω μια αλήθεια; Εμείς σώσαμε το λαό μας από τον τύραννο.»
«Εσύ και ο Δανιήλ...; Σκοτώσατε τον Ντέριο;»
«Όχι, δεν τον σκοτώσαμε ακριβώς. Αυτοκτόνησε, γιατί του έδωσα δηλητήριο και το έμαθε. Ο Δανιήλ με βοήθησε στην αποστολή μου και ανακαλύψαμε τα μυστικά και τους βρόμικους σκοπούς του, τους οποίους όλοι τώρα ξέρουν. Αυτός μας έπιασε και παραλίγο να χάναμε και τη δικιά μας ζωή, αλλά ο Δανιήλ ήταν έτοιμος να θυσιαστεί για να προστατεύσει εμένα και να σώσει το λαό μας. Τότε ήταν που μου είχε πει αυτή την πρόταση: Δεν με νοιάζει για τη ζωή μου, έτσι κι αλλιώς είναι άδεια χωρίς τη Μεγκάνα.»
Σώπασε και περίμενε τι θα πει η Ιέρεια.
«Τι πρέπει να κάνω τώρα;» ρώτησε εκείνη τη συμβουλή της.
«Στη θρησκεία των Καλών, όπου ανήκω κι εγώ τώρα, θα συγχωρούσαν την περίπτωση σου και θα σου επέτρεπαν να παντρευτείς τον πατέρα του παιδιού, σε όποια θρησκεία κι αν ανήκε, ακόμα κι αν δεν πίστευε πουθενά. Τι πιστεύεις ότι θα σου κάνουν οι δικοί σου; Γιατί εγώ δεν τα ξέρω αυτά.»
«Δεν γίνονται συχνά τέτοια γεγονότα στη θρησκεία μας και γι' αυτό οι ιερείς δεν ξέρουν πώς να τα χειριστούν. Ο μόνος τρόπος είναι να πάω ξανά στο Κεντρικό Βασίλειο και να ομολογήσω την εγκυμοσύνη μου. Θα γίνει συμβούλιο και θα μου πουν τι θα κάνω.»
«Πάντως δεν θα συγχωρεθείς, έτσι;»
«Όχι. Το Μάτι είναι θυμωμένο μαζί μου. Θα με τιμωρήσει αργά ή γρήγορα.»
Η Πατρίσια δεν ήθελε να ανακατέψει άλλο τις δυο αντίπαλες θρησκείες τους.
«Να πας.» τη συμβούλευσε. «Γιατί σε λίγο καιρό δεν θα μπορείς να το κρύψεις. Όσο για την Ουρανία, θα την έχω το νου μου.»
«Ευχαριστώ. Μπορείς να μπαίνεις στην εκκλησία για να της κάνεις παρέα και ας ανήκεις στη θρησκεία των Καλών. Πρέπει να φύγω τώρα. Θα αναχωρήσω αύριο το πρωί.» είπε η Μεγκάνα και σηκώθηκε.»
«Μήπως θες να σε συνοδέψω ή μπορείς μόνη σου;» τη ρώτησε η Γιατρός.
«Όχι, νιώθω καλύτερα. Ευχαριστώ και πάλι, Πατρίσια.»
Τη συνόδευσε μέχρι την έξοδο και εκεί της είπε:
«Δεν θα πω τίποτα στον Δανιήλ, αλλά φρόντισε να του το πεις εσύ. Οφείλει να ξέρει.»
«Εντάξει, αλλά αφού γυρίσω απ' το Κέντρο.» είπε η Μεγκάνα και έφυγε. Είχε βραδιάσει όταν έφτασε στην Εκκλησία. Εκεί είδε έκπληκτη στην κάμαρα της την Ουρανία και τον Δανιήλ να συζητούν.
«Κυρία;» έκανε η Ουρανία όταν μπήκε και σηκώθηκε. «Τι πάθατε; Είσαστε καλά; Ο Δανιήλ μου είπε ότι λιποθυμήσατε. Δεν έπρεπε να φύγω...»
«Είμαι καλά τώρα, μην ανησυχείς.» την καθησύχασε η Μεγκάνα.
Κοίταξε τον Δανιήλ κι εκείνος απ' το ύφος της κατάλαβε πως κάτι σοβαρό συνέβαινε.
«Μπορείς να φύγεις σε παρακαλώ;» του ζήτησε χωρίς να το θέλει. «Πρέπει να μιλήσω με την Ουρανία. Έχουμε κάποια θέματα να τακτοποιήσουμε.»
«Πολύ καλά λοιπόν, θα φύγω.» είπε εκείνος. «Αλλά θα μάθω τι σου συμβαίνει είτε το θες, είτε όχι. Έχετε γεια, κυρίες μου.» και βγήκε απότομα.
Όσο και αν την πλήγωνε που του το έκρυβε, δεν έπρεπε να το μάθει εάν δεν αποφάσιζαν πρώτα την τιμωρία της οι Κεντρικοί ιερείς. Κάθισε στο τραπέζι απέναντι απ' την Ουρανία.
«Τι έχετε να μου πείτε;» ρώτησε η κοπέλα ανήσυχη.
«Άκουσε, καλή μου. Ήμουν μια απαίσια ιέρεια και έγινα κακό παράδειγμα για σένα. Αμάρτησα και τώρα πληρώνω το λάθος μου.»
«Ω, μην λέτε τέτοια. Όλοι οι άνθρωποι κάνουμε λάθη, ακόμα κι εμείς. Για εμένα ήσασταν πάντα το καλύτερο παράδειγμα και όποιο λάθος και αν κάνατε, το διορθώσατε, έτσι δεν είναι;»
«Όχι, Ουρανία. Αυτό το λάθος δεν ξέρω αν διορθώνεται. Η νύχτα που πέρασα με τον Δανιήλ, άφησε... ένα σημάδι μέσα μου. Το παιδί του.»
Η Ουρανία πετάχτηκε όρθια. Μήπως δεν άκουσε καλά;
«Τι είπατε;»
«Η Πατρίσια μ' εξέτασε και το επιβεβαίωσε: είμαι έγκυος στο παιδί του Δανιήλ. Ενός άθεου, ενός εγκληματία, ενός άντρα που δεν είμαι καν παντρεμένη και δεν θα μου επιτρεπόταν ποτέ να παντρευτώ με τόσες αμαρτίες που έχει. Όμως τον αγαπάω, Ουρανία. Άργησα να το καταλάβω, μα τώρα το ξέρω.»
«Και τώρα τι θα κάνετε;» ρώτησε η βοηθός της με τα δάκρυα να αργοκυλούν. «Θα μ' αφήσετε μόνη μου;»
Η Μεγκάνα σηκώθηκε κι αυτή και την πλησίασε.
«Αύριο θα φύγω για το Κέντρο. Θα τους πω για την εγκυμοσύνη και θα δεχτώ την τιμωρία μου, όποια και αν είναι αυτή.»
«Μη μου πείτε πως μπορεί να σας πάρουν το μωρό σας...» ψιθύρισε δακρυσμένη η Ουρανία κι άγγιξε τη δική της κοιλιά. «Εγώ θα πέθαινα αν μου το έκαναν αυτό.»
«Δεν ξέρω, μπορεί και αυτό. Όμως το πιο πιθανό είναι να μ' αφορίσουν, πιστή μου βοηθέ. Και τότε δεν θα έχω πια θέση σε αυτή την εκκλησία. Θα πρέπει εσύ να πάρεις τη θέση μου. Να γίνεις η νέα Ιέρεια. Μην κλαις. Πρέπει να είσαι δυνατή.»
«Δεν νιώθω έτοιμη να το κάνω αυτό. Όχι χωρίς εσάς.» συνέχισε κλαίγοντας η Ουρανία.
«Μη φοβάσαι. Το Κέντρο θα φροντίσει για σένα, αφού ξέρουν πως είσαι έγκυος. Θα στείλουν κάποιον προσωρινό έως ότου γεννήσεις. Και τώρα, θα μαζέψω τα πράγματα μου και θα πάω να μείνω στην Κλινική με την Πατρίσια, για να φύγω αύριο.»
Η Ουρανία κάθισε στο τραπέζι και ξέσπασε περισσότερο.
«Ουρανία!» της φώναξε η Μεγκάνα. «Σύνελθε! Μην κάνεις σαν μωρό! Είσαι γυναίκα τώρα, θα γίνεις μητέρα!» Έπειτα το μετάνιωσε που της φέρθηκε έτσι και την αγκάλιασε. «Ω, συγνώμη, γλυκιά μου. Με συγχωρείς...» της είπε. Έβγαλε ένα μαντίλι και της το έδωσε για να σκουπίσει τα μάτια της.
«Μη φοβάσαι.» της είπε καθώς μάζευε τα πράγματα της. «Θα γυρίσω σύντομα. Εσύ πρόσεχε μόνο μη μάθει τίποτα ο Δανιήλ, γιατί σίγουρα θα έρθει να ρωτήσει. Δεν πρέπει να το μάθει πριν γυρίσω.»
Ο Δανιήλ τόση ώρα δεν είχε φύγει. Δεν άντεξε και στάθηκε να κρυφακούσει πίσω από την πόρτα της. Και τα άκουσε όλα. Και κάποια στιγμή την άνοιξε και μπήκε μέσα. Οι δυο γυναίκες τον κοίταξαν με τρόμο και έκπληξη, και ειδικά η Μεγκάνα την οποία κοιτούσε άγρια.
«Γιατί μου το έκρυψες;» τη ρώτησε, μοιάζοντας με ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί.
«Δεν έφυγες;» κατάφερε να πει μόνο εκείνη.
«Γιατί δεν μου είπες τίποτα;!» την ξαναρώτησε, φωνάζοντας αυτή τη φορά.
«Τώρα το έμαθα!» φώναξε κι εκείνη.
«Έπρεπε να μάθω αμέσως!»
«Δεν έπρεπε να κρυφακούσεις! Η συζήτηση ήταν ιδιωτική!»
«Ναι, ε; Αν δεν κρυφάκουγα, ίσως να μη μάθαινα ποτέ πως κάναμε παιδί μαζί! Θα πήγαινες στο Κέντρο και τα σκουλήκια εκεί πέρα θα το σκότωναν και εγώ δεν θα το μάθαινα ποτέ! Θα υπέφερα για πάντα σαν ηλίθιος για τον έρωτα σου!»
Η Μεγκάνα τον κοίταξε σιωπηλή και σφιγμένη. Έπειτα χαμήλωσε τους τόνους:
«Ό,τι και να λες, θα πάω στο Κέντρο, γιατί πρέπει να τιμωρηθώ.»
«Όχι δεν θα πας! Δεν θα αφήσω αυτά τα σκουλήκια να κάνουν κακό σε σένα και στο παιδί μας!»
«Έξω απ' την εκκλησία μας!» πετάχτηκε η Ουρανία. «Εδώ αποφάσεις παίρνει ακόμα η Ιέρεια Μεγκάνα, όχι εσύ, γι' αυτό έξω!»
«Καλά...» έκανε ο Δανιήλ με σφιγμένα δόντια. «Δεν τελειώσαμε όμως ακόμα, Μεγκάνα. Το παιδί μου θα ζήσει και θα γεννηθεί, ο κόσμος να χαλάσει!» και αυτή τη φορά έφυγε στ' αλήθεια.
Τα πράγματα της Μεγκάνας ήταν έτοιμα και αφού αποχαιρέτησε την Ουρανία η οποία έπεσε για ύπνο, βγήκε στην Κεντρική Αίθουσα.
Κοίταξε για μία ακόμα φορά την επιβλητική εκκλησία. Ίσως έβλεπε για τελευταία φορά το εσωτερικό της. Τα βιτρό παράθυρα, τα παγκάκια, το βάθρο όπου μιλούσε... και στο βάθος δέσποζε ένα άγαλμα του Θεού Επόπτη, όπως λεγόταν. Το πρόσωπο του καλυπτόταν απ' την κουκούλα του μακριού μανδύα του και στα χέρια του κρατούσε το μάτι μέσω του οποίου έβλεπε τα πάντα.
«Συγχώρησε με...» ψιθύρισε και βγήκε στην αυλή.
Στην Κλινική, είπε στην Πατρίσια για το περιστατικό και ύστερα έπεσε για ύπνο στο κρεβάτι όπου την είχαν μεταφέρει όταν λιποθύμησε, πριν λίγες ώρες. Δεν μπορούσε να κλείσει μάτι και κοιμήθηκε πολύ αργά. Ευτυχώς που είχε πει στη φίλη της να την ξυπνήσει με το πρώτο φως της αυγής, ώστε να αναχωρήσει το συντομότερο. Η Πατρίσια εξέτασε μερικούς από τους πρώτους ασθενείς και όταν η Μεγκάνα ήταν έτοιμη, την αποχαιρέτησε και την ξεπροβόδισε.
«Καλό ταξίδι.» της είπε. «Και καλή τύχη.»
«Σε ευχαριστώ για όλα.»
Πέρασε τη γέφυρα, κάτω απ' την οποία φαινόταν το Λιμάνι και πήρε το δρόμο προς τα κάτω. Τότε συνάντησε τον Δανιήλ, ο οποίος πήγαινε προς την Κλινική.
«Ευτυχώς σε πρόλαβα.» της είπε.
«Τι θέλεις;» τον ρώτησε αυστηρά. Πονούσε η καρδιά της όταν του μιλούσε έτσι.
«Θέλω να σου ζητήσω συγνώμη. Έβαλα επιτέλους στην άκρη τον εγωισμό μου και παραδέχομαι ότι εγώ φταίω για όλα. Σε παρέσυρα και σου κατέστρεψα τη ζωή.»
Δεν άντεχε άλλο έτσι όπως την κοιτούσε στα μάτια. Της ερχόταν να δακρύσει. Απέστρεψε το βλέμμα της και συνέχισε να κατεβαίνει την κατηφόρα. Ο Δανιήλ την ακολούθησε.
«Σε παρακαλώ, άφησε με να σε βοηθήσω να φτιάξεις μια καινούργια ζωή. Θα αλλάξω τα πάντα για χάρη σου.» Η Μεγκάνα εξακολουθούσε να περπατάει χωρίς να του μιλάει. Ξαφνικά, εκείνος έπιασε το χέρι της και τη σταμάτησε.
«Μεγκάνα...»
«Τι;»
«Σ' αγαπώ. Δεν έχω ζωή χωρίς εσένα.»
Με αυτά τα λόγια, που κατά βάθος περίμενε με λαχτάρα να ακούσει, η Μεγκάνα πάγωσε και χάθηκε στα μάτια του. Ο Δανιήλ την αγκάλιασε και συνέχισε:
«Ξέρω ότι με αγαπάς όσο κι εγώ. Σ' άκουσα που το έλεγες χθες στην Ουρανία.»
«Σταμάτα, σε παρακαλώ.» προσπάθησε να του αντισταθεί.
«Τι είναι αυτό που σε κρατά ακόμα πίσω;»
«Η θρησκεία μου. Ακόμα ανήκω σε αυτήν και θα ανήκω μέχρι να αποφασιστεί η συνέχεια.» του απάντησε και απομακρύνθηκε απ' την αγκαλιά του. «Πρέπει να φύγω τώρα.»
Ο Δανιήλ την άφησε να φύγει. Εκείνη έκανε μερικά βήματα, καθώς αυτός την παρακολουθούσε. Έπειτα έτρεξε σαν αστραπή και την πρόλαβε.
«Στάσου. Θα έρθω μαζί σου.» της είπε.
«Τι; Όχι, Δανιήλ. Δεν πρέπει.»
«Πρέπει. Θέλω να βεβαιωθώ πως δεν θα σε πειράξει κανένας.»
«Μα... αν σε θυμηθούν; Μην ξεχνάς ότι τους έστησες ολόκληρη πλεκτάνη και παρίστανες τον υποψήφιο πάπα.»
«Και τι σόι κατάσκοπος είμαι;» είπε κλείνοντας το μάτι. «Αν με περιμένεις λίγο στο παλάτι, θα μεταμφιεστώ καταλλήλως και θα έρθω έτσι. Μετά θα φύγουμε με το άλογο μου.»
Η Μεγκάνα γέλασε με την ιδέα του και το πρόσωπο της αμέσως φωτίστηκε. Ο Δανιήλ χάρηκε που την έκανε να γελάσει επιτέλους.
«Εντάξει.» απάντησε. «Φύγαμε για το παλάτι.»
Και εκεί πήγαν. Ο Βασιλιάς Δαμιανός δεν είχε ξυπνήσει ακόμα και η Αυλή ήταν σχεδόν έρημη. Την οδήγησε στη Μεγάλη Αίθουσα, εκεί όπου κάποιοι υπηρέτες συμμάζευαν την ακαταστασία του χθεσινού γάμου. Ο Δανιήλ χάθηκε πίσω από μία πόρτα και μετά από λίγο επέστρεψε διαφορετικός.
Το μούσι του δεν υπήρχε πια, είχε ανακατέψει τα μαλλιά του και ντυθεί με ρούχα πιο φτωχικά από ότι συνήθως. Η Μεγκάνα γέλασε πάλι.
«Πώς σου φαίνομαι;» τη ρώτησε.
«Διαφορετικός, αλλά, θα σε συνηθίσω έτσι.»
«Ωραία. Θα κάνω τον υπηρέτη σου. Πάμε.»
Ξεκίνησαν κατά τις οχτώ το πρωί κι έφτασαν στην Πρωτεύουσα μεσημέρι. Στη διαδρομή, επάνω στο άλογο είπαν ελάχιστες κουβέντες.
Σε μια στάση που έκαναν για ξεκούραση, μίλησαν για πράγματα άσχετα του προβλήματος τους, σαν φίλοι, καθώς απολάμβαναν την ομορφιά του δάσους στο οποίο βρίσκονταν. Τώρα που έφτασαν στην Πρωτεύουσα όμως θυμήθηκαν το λόγο για τον οποίο βρίσκονταν εδώ και τους κυρίευσε και τους δυο ο φόβος.
«Ιέρεια Μεγκάνα του Νότου.» συστήθηκε στον φρουρό της Νότιας Πύλης. Εκείνος τη θυμόταν.
«Καλησπέρα σας. Πώς κι από τα μέρη μας τόσο σύντομα;» τη ρώτησε.
«Δυστυχώς, πρέπει να εξομολογηθώ πάλι στον Ύψιστο. Αυτή τη φορά ήρθα με τον πιστό μου υπηρέτη, τον...»
Έψαχνε να βρει ένα τυχαίο όνομα.
«Ραφαήλ.» είπε ο Δανιήλ και την έβγαλε από τη δύσκολη θέση. Ο φρουρός ανέβηκε σ' ένα άλογο και τους οδήγησε ως την Εκκλησία. Μπήκαν στο εσωτερικό της και εκεί είπαν σχεδόν τις ίδιες κουβέντες με έναν ιερέα. Εκείνος τους οδήγησε σε δύο διπλανά διαμερίσματα και τους είπαν να περιμένουν γιατί ο Πάπας έπαιρνε ακόμα το γεύμα του.
Τους ρώτησε αν ήθελαν κάτι να φάνε, μας κανείς από τους δύο δεν είχε όρεξη.
Η Μεγκάνα τακτοποίησε τα πράγματα της στο δωμάτιο της και μετά πήγε και χτύπησε την πόρτα του Δανιήλ. Όταν της άνοιξε, έπεσε αμέσως στην αγκαλιά του δακρυσμένη. Εκείνος τύλιξε τα χέρια του γύρω της τρυφερά.
«Ω, Δανιήλ, δεν μπορώ να το κάνω. Πώς θα του το πω;»
«Ηρέμησε, αγάπη μου.» την καθησύχασε εκείνος. «Και εγώ γιατί είμαι εδώ; Δεν θα επιστρέψω να σου κάνουν κακό. Έφερα το σπαθί μου μαζί.»
«Τι;! Έτσι και το δουν, θα σε πετάξουν έξω!» αναφώνησε.
Εκείνη την ώρα, χτύπησε την πόρτα ένας ιερέας και είπε στη Μεγκάνα να τον ακολουθήσει. Ο Δανιήλ έκρυψε το σπαθί του μέσα απ' το πανωφόρι του και πήγε μαζί τους. Μπήκαν στην Κεντρική Αίθουσα, όπου ο Ύψιστος Πάπας Ισίδωρος είχε πάρει θέση στο βάθρο. Ο Δανιήλ περίμενε σε μια γωνία, μην τυχόν και τον θυμηθεί, γιατί αυτός ήταν ο υποψήφιος που μαζί με τον Ιγνάτιο τους είχε στήσει πλεκτάνη και τους έβαλε να τσακωθούν.
Ο Ισίδωρος κοιτούσε έκπληκτος τη Μεγκάνα που στεκόταν μπροστά του.
«Ιέρεια Μεγκάνα; Πάλι εδώ;» ρώτησε.
«Μάλιστα, Ύψιστε.» απάντησε εκείνη και γονάτισε.
«Δεν θέλω να πιστεύω πως αμαρτήσατε και πάλι...»
«Δεν είναι ακριβώς αμαρτία, αλλά σχετίζεται με το πρόσφατο παράπτωμα μου.»
«Μπορείτε να γίνετε λίγο πιο σαφής;»
«Εκείνη τη νύχτα... που έγινε αυτό... έμεινα έγκυος.»
Επιτέλους, το είπα! Είπε από μέσα της. Παρέμεινε γονατιστή να κοιτά το πάτωμα. Δεν τολμούσε να τον αντικρύσει. Ο Δανιήλ από εκεί που ήταν τον έβλεπε σκεπτικό και σφιγμένο. Έσφιξε τις γροθιές του με αγωνία.
«Λοιπόν, Ιέρεια...» είπε τελικά ο Ισίδωρος. «Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να συγκαλέσω συμβούλιο με τους υπόλοιπους ιερείς για να προβούμε σε μία απόφαση. Δηλαδή, εφόσον έχεις μετανοήσει, ίσως σου επιτραπεί να κρατήσεις το παιδί.»
«Τι εννοείτε ίσως;!» πετάχτηκε ο Δανιήλ. «Υπάρχει περίπτωση να της το πάρετε;!»
«Ποιος είσαι εσύ που μιλάς χωρίς άδεια και ανακατεύεις την παρουσία σου στην εξομολόγηση;» τον ρώτησε ο Ισίδωρος αυστηρά.
«Είναι ο υπηρέτης μου ο Ραφαήλ.» εξήγησε η Μεγκάνα.
«Χμμ... Η φυσιογνωμία σου μου είναι γνωστή, υπηρέτη. Έχεις ξαναέρθει ποτέ στο Βασίλειο μας;»
«Είναι η πρώτη φορά, Ύψιστε.» απάντησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε ο Δανιήλ, προσπαθώντας να συγκρατήσει το θυμό και την αγωνία του.
«Εν πάση περιπτώσει, δεν σου επιτρέπει η θέση σου να μιλάς για λογαριασμό της κυρίας σου. Το συμβούλιο θα αποφασίσει τη μοίρα της, αν δηλαδή τιμωρηθεί με αφορισμό ή της κάνουμε εγχείρηση για να απομακρύνουμε από μέσα της τον καρπό της αμαρτίας της.»
Ο Δανιήλ έβαλε το χέρι του στη λαβή του σπαθιού του, μα συγκρατήθηκε για άλλη μια φορά. Το γεγονός ότι μπορεί να σκότωναν το παιδί του και να κάνουν κακό στη γυναίκα που αγαπά τον έκαναν να χάνει την αυτοκυριαρχία που τον διέκρινε ως κατάσκοπο. Ο Ισίδωρος τους άφησε να πάνε να γευματίσουν και να ξεκουραστούν.
Το συμβούλιο έγινε το απόγευμα και είπαν ότι θα της ανακοίνωναν την απόφαση τους την επομένη το πρωί.
«Σε ευχαριστώ που συγκρατήθηκες και δεν έκανες φασαρία.» του είπε η Μεγκάνα το βράδυ, πριν τον καληνυχτίσει.
«Ήταν πολύ δύσκολο για εμένα. Δεν ξέρω τι έχω πάθει. Μου μπαίνει η ιδέα να τους σκοτώσω όλους.»
«Κάνε λίγη υπομονή. Κι εγώ έχω άγχος για αύριο κι αμφιβάλλω αν θα κοιμηθώ καθόλου. Όμως πρέπει να περιμένουμε την απόφαση του συμβουλίου.»
«Μεγκάνα, έτσι κι έχουν αποφασίσει αυτό που νομίζω, ειλικρινά σου μιλάω, δεν θα μείνει κανένας ζωντανός.»
«Όχι, Δανιήλ. Σε παρακαλώ. Ακόμα κι αν είναι αυτή η απόφαση...»
«Δεν θα με κρατήσει τίποτα και κανένας. Θα με κυριεύσει η τρέλα.» τη διέκοψε.
Ήταν λάθος που τον άφησα να 'ρθει μαζί μου. Σκέφτηκε απελπισμένα η Μεγκάνα. Από την άλλη μεριά, τη συγκινούσε το πάθος με το οποίο υπερασπιζόταν εκείνη και το παιδί τους μέσα της. Η Πατρίσια είχε δίκιο για την ανδρεία του.
«Σ' αγαπώ.» του είπε ξαφνικά κι αυθόρμητα, χωρίς πολλή σκέψη. Ο Δανιήλ το ήξερε ήδη, μα ήθελε τόσο να το ακούσει από τα χείλη της... Την κοίταξε στα μάτια, την αγκάλιασε σφιχτά και τη φίλησε, όπως τότε έξω απ' τη σκηνή του.
Ήθελε να ενωθεί μαζί της ξανά, το ίδιο κι εκείνη. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα όμως, κατάφερε να κυριαρχήσει η λογική. Την σταμάτησε και της είπε:
«Πήγαινε δίπλα και προσπάθησε να κοιμηθείς, γιατί αύριο μας περιμένει δύσκολη μέρα.»
Εκείνη υπάκουσε, όμως κανένας από τους δυο κατάφερε να κλείσει μάτι.
Το πρωί τους ανακοίνωσαν να κατέβουν στην Αίθουσα Συμβουλίων για την ανακοίνωση της απόφασης.
Ο Δανιήλ ζώστηκε πάλι μυστικά με το σπαθί του και ακολούθησε κάτω.
Η Αίθουσα Συμβουλίων ήταν στρογγυλή. Σε ένα ημικύκλιο κάθονταν όλοι οι ιερείς της Εκκλησίας του Κέντρου και στη μέση ο Πάπας, ντυμένος με τη μοβ- άσπρη στολή και το μεγάλο κοχύλι στο κεφάλι. Έβαλαν τη Μεγκάνα να γονατίσει μπροστά του, ενώ τον Δανιήλ σε μια καρέκλα στη γωνία. Ο Ισίδωρος καθάρισε το λαιμό του και μίλησε:
«Ιέρεια Μεγκάνα από το Βασίλειο του Νότου. Πριν δύο μήνες, ήρθες σε εμένα και μου ανακοίνωσες ότι ενώθηκες σωματικώς με τον κατάσκοπο του πρώην βασιλιά σας. Καθώς ο κύριος κατάσκοπος είναι ανήθικος, εγκληματίας, με λερωμένα χέρια και εκτός της θρησκείας μας, αυτή η πράξη θεωρείται σοβαρή αμαρτία. Μετανόησες όμως κι έμεινες εδώ, στο Κέντρο του Ματιού όπως ονομάζεται η εκκλησία μας, για να εξιλεωθείς και να καθαριστείς. Δεν καθαρίστηκες εντελώς όμως, καθώς χθες ήρθες πάλι και μου ομολόγησες ότι έχεις μέσα σου τον καρπό τούτης της ανήθικης σχέσης.»
Σηκώθηκε και άρχισε να φωνάζει, για να γεμίσει με φόβο την καρδιά της:
«Το Μάτι θα σε τιμωρήσει και θα σε καταδικάσει για την αμαρτία σου και τον κακό παραδειγματισμό σου στους νεότερους ιερείς και βοηθούς! Η ψυχή σου θα φλέγεται αιώνια, χωρίς έλεος! Ο φόβος ας κυριαρχήσει μέσα σου για πάντα!»
Καλά, είναι δυνατόν να πιστεύουν σε τέτοιες αηδίες; Σκέφτηκε ο Δανιήλ. Τότε παρατήρησε ότι η Μεγκάνα είχε δακρύσει κι έτρεμε.
Θα μου την καταστρέψουν! Σκέφτηκε απεγνωσμένα. Τι να κάνω; Να τραβήξω το σπαθί μου, να την πάρω και να φύγουμε; Όχι, καλύτερα ας περιμένω. Ο Ισίδωρος συνέχισε πιο χαμηλόφωνα:
«Το συμβούλιο κατέληξε σε δύο πιθανές λύσεις: είτε θα αφαιρέσουμε με τη βοήθεια ενός γιατρού από μέσα σου το παιδί ενός αμαρτωλού...»
«Αυτό δεν θα γίνει ποτέ!» φώναξε ο Δανιήλ κι όρμησε μπροστά.
Δυο μεγαλόσωμοι ιερείς σηκώθηκαν και τον έπιασαν. Του έβαλαν τα χέρια στην πλάτη και ένιωσε να του τα δένουν με σχοινί.
«Κάτω!» του είπε ένας και τον κάθισε στα γόνατα. Ο Ισίδωρος συνέχισε ανένδοτος:
«Η δεύτερη λύση είναι να σε αφορίσουμε, να μη λερώνεις πια τη θρησκεία μας και να μην ξαναμπείς ποτέ σε εκκλησία των Αυστηρών. Η επιλογή είναι δική σου. Εάν πάλι δεν θελήσεις καμία απ' τις δυο λύσεις, θα αναγκαστούμε να σε δικάσουμε ενώπιον της Βασίλισσας. Επέλεξε γρήγορα.»
Ο χρόνος έμοιαζε να σταμάτησε για τη Μεγκάνα. Κοίταξε όλα τα πρόσωπα των ιερέων που την καταδίκαζαν. Ένιωθε ότι την πρόδιδαν. Θυμήθηκε πόσο είχε προσφέρει στη θρησκεία από τότε που έγινε ιέρεια των Αυστηρών, πόσο καλό είχε κάνει και αυτοί τώρα δεν εκτίμησαν τίποτα. Έπειτα κοίταξε τον Δανιήλ. Είχε δίκιο τελικά. Η θρησκεία της ήταν ένα μέσον για να φοβίζουν τους πολίτες, με σκοπό εκείνοι να μην επαναστατούν και συγχρόνως οι ιερείς να γίνονται όλο και πλουσιότεροι.
Θυμήθηκε το άγαλμα του Επόπτη στην εκκλησία της. Ήταν σαν να τον άκουγε να μιλάει στην ψυχή της:
Σε έχω συγχωρέσει. Δεν πρόκειται να σε τιμωρήσω. Αρνήσου όλους αυτούς τους αυστηρούς κανόνες και έλα σε εμένα, στον πραγματικό μου εαυτό, πίστεψε στην αγάπη και όχι στο φόβο, στη συγχώρεση κι όχι στην τιμωρία. Από την άλλη όμως σκεφτόταν την Ουρανία, που θα ζούσε για πάντα με αυτούς τους κανόνες να περιορίζουν τη ζωή της.
Δεν έπρεπε όμως αυτές οι σκέψεις να γίνουν η αιτία να χαθεί μια αθώα ζωή. Το ήθελε το παιδί της. Ήθελε να το γεννήσει με κάθε θυσία.
«Επιλέγω τον αφορισμό.» είπε σε όλους. Επικράτησαν μερικοί ψίθυροι αποδοκιμασίας στην αίθουσα, ώσπου ο Ισίδωρος διέταξε όλους να σωπάσουν.
«Η τελετή του αφορισμού θα γίνει σε μισή ώρα, στη διπλανή αίθουσα. Να ετοιμαστούν όλα καταλλήλως.»
Σήκωσαν τη Μεγκάνα και τον Δανιήλ, στον οποίο είπαν:
«Είσαι σίγουρος πως θες να ακολουθήσεις την κυρά σου μέσα;»
«Απολύτως.» απάντησε με πείσμα. Η Μεγκάνα γύρισε και του είπε:
«Ξανασκέψου το, καλέ μου Ραφαήλ. Έχω δει αφορισμό. Είναι μια σκληρή κι επίπονη διαδικασία. Είσαι βέβαιος ότι θα αντέξεις να με δεις να υποφέρω;»
«Δεν θα σας αφήσω μόνη εκεί μέσα.» επέμεινε ο Δανιήλ.
«Πολύ καλά λοιπόν, το σκυλί σας μπορεί να έρθει μαζί. Θα καθίσει φρόνιμα όμως, σύμφωνοι;» προειδοποίησε ο φρουρός που τον κρατούσε.
Τους έβαλαν να περιμένουν στον προθάλαμο της αίθουσας ώσπου να ετοιμαστούν όλα.
«Τι θα σου κάνουν;» τη ρώτησε ο Δανιήλ. Η Μεγκάνα δεν απάντησε. Μισή ώρα μετά, ιερείς και φρουροί πέρασαν στην Αίθουσα Τιμωριών και Αφορισμών, όπως λεγόταν. Ένας φρουρός ανακάλυψε το σπαθί του Δανιήλ.
«Είναι μόνο για ασφάλεια.» δικαιολογήθηκε όταν του το έπαιρναν.
«Μα για την ασφάλεια μας στο κατάσχουμε.» του απάντησε ο φρουρός και τον έβαλε σε μια καρέκλα, πάλι στη γωνία.
Του έδεσαν τα χέρια στην πλάτη της καρέκλας έτσι ώστε να μη μπορεί να σηκωθεί, ενώ εκείνος έβριζε από μέσα του. Ήταν ανήμπορος να βοηθήσει την αγαπημένη του, την οποία έγδυσαν, αφήνοντας βέβαια το μεσοφόρι της και την έδεσαν σε μια κολόνα στη μέση της αίθουσας. Εκείνη δεν φοβόταν. Ήξερε πως σε λίγα λεπτά θα ήταν ελεύθερη από κάθε αυστηρό κανόνα. Ο Ισίδωρος άρχισε πάλι τα φοβερά του λόγια:
«Ντροπή και αλίμονο σου, Ιέρεια Μεγκάνα, που μας ντρόπιασες και μόλυνες τη θρησκεία μας με πράξεις ανήθικες και βρόμικες!»
«Ντροπή της!» επανέλαβαν όλοι οι υπόλοιποι.
Έπειτα ο Ισίδωρος άρχισε να λέει λόγια άγνωστα στα αυτιά του Δανιήλ. Αυτή θα πρέπει να ήταν η μυστική γλώσσα των Αυστηρών. Πίσω υπήρχε ένα τζάκι με φωτιά. Ο Πάπας βούτηξε τα χέρια του σε μια λεκάνη με νερό που κρατούσε ένας βοηθός του και ράντισε με αυτό τη Μεγκάνα.
«Λάβε το νερό της λησμονιάς.» είπε. Μετά οι δυο βοηθοί του έριξαν το υπόλοιπο στο φόρεμα της, το σήκωσαν και το έριξαν κουβαριασμένο στο τζάκι για να καεί.
Έπειτα οι ιερείς άρχισαν να ψέλνουν έναν ύμνο με λόγια ταπεινωτικά, όπως για παράδειγμα:
«Δεν είσαι πια μια από εμάς, στην Κόλαση να πας! Έξω, έξω, έξω από εδώ!» Η Μεγκάνα το άντεξε και αυτό, ενώ άλλοι αφορισμένοι έβαζαν τα κλάματα.
Τι άλλο θα της κάνουν, τα τέρατα; Αναρωτήθηκε με τρόμο ο Δανιήλ. Τότε ο Ισίδωρος πήρε ένα λεπτό και μακρύ κοντάρι που στην άκρη του είχε το γράμμα «Χ». Το έβαλε πάλι στη φωτιά ψέλνοντας στη μυστική γλώσσα.
Ύστερα το σήκωσε ψηλά κατά τη μεριά της και φώναξε:
«Ιδού η αμαρτωλή! Δεν ανήκεις πια εδώ! Από εδώ και στο εξής, είσαι μια αφορισμένη.» και της κάρφωσε το καυτό σίδερο στο στήθος. Η Μεγκάνα δεν θυμόταν να έχει νιώσει περισσότερο πόνο στη ζωή της. Οι κραυγές βγήκαν ανεξέλεγκτες, καθώς ένιωθε τον πόνο και το κάψιμο να φτάνουν έως την καρδιά της. Ο Δανιήλ άρχισε να παλεύει φωνάζοντας:
«Αφήστε την! Μην την πονάτε άλλο! Σκουλήκια, κτήνη, τέρατα!»
«Βούλωσε το!» φώναξε ο φρουρός και τον χτύπησε στο πρόσωπο.
«Θα το πληρώσετε!» συνέχισε αυτός ανένδοτος.
Δεν ήταν σίγουρος αν υπήρχε κάποια ανώτερη δύναμη που όριζε τα πάντα, αν όμως υπήρχε, προσευχήθηκε σ' αυτήν με όλη του την ψυχή να τιμωρήσει αυτούς τους κακούς ανθρώπους που παρίσταναν τους καλούς.
Μετά από μερικά μαρτυρικά δευτερόλεπτα ο Ισίδωρος απομάκρυνε το σίδερο απ' τη Μεγκάνα, η οποία έμεινε να προσπαθεί να ανασάνει απ' το λαχάνιασμα και τον πόνο. Το «Χ» στο στήθος της θα έμενε για πάντα στιγματίζοντας τη ζωή της.
Τους έλυσαν και τους δυο και τους οδήγησαν στα δωμάτια τους για να μαζέψουν τα πράγματα τους και να φύγουν.
Σε λίγα λεπτά βρίσκονταν κιόλας στο άλογο του Δανιήλ και κάλπαζαν προς τα τείχη. Δεν θα κοιτούσαν ποτέ ξανά προς αυτά αν ο δρόμος τους οδηγούσε ξανά στο Κέντρο κάποια στιγμή.
«Τη μισώ αυτή την πόλη. Τη σιχαίνομαι.» έλεγε συνέχεια ο Δανιήλ.
Στο πρώτο δάσος που μπήκαν έκαναν στάση. Έκανε λίγο κρύο. Ο Δανιήλ είχε κλέψει μερικά ψωμάκια φεύγοντας και άρχισε να τα βγάζει από τις τσέπες του.
«Φάε.» είπε στη Μεγκάνα, η οποία είχε καθίσει στο έδαφος με την πλάτη ακουμπισμένη στον κορμό ενός δέντρου.
Εκείνη παρέμεινε ανέκφραστη, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από τα γόνατα της, χωρίς να κάνει τον κόπο να πάρει το ψωμάκι που της πρόσφερε.
«Μεγκάνα, είσαι αδύναμη. Πρέπει να φας κάτι. Αν μου λιποθυμήσεις στη διαδρομή και πέσεις απ' το άλογο, τι θα κάνω;»
«Είμαι εντάξει.» μουρμούρισε εκείνη.
«Δεν είσαι καθόλου εντάξει. Άσε με να το δω αυτό.» της είπε και ξεκούμπωσε τα πρώτα μπροστινά κουμπιά του φορέματος της.
Το «Χ» δέσποζε κατακόκκινο πάνω από το αριστερό της στήθος, στη θέση της καρδιάς σχεδόν.
«Σε πονάει ακόμα;» τη ρώτησε. Του ένευσε.
«Τα καθάρματα...» γρύλισε ο Δανιήλ. «Γιατί να σε βασανίσουν έτσι;»
«Έπρεπε.» απάντησε η Μεγκάνα. «Είμαι στιγματισμένη τώρα, που σημαίνει ότι δεν μπορώ να ξαναγίνω δεκτή στη θρησκεία των Αυστηρών.» Τα μάτια της βούρκωσαν. «Ω, μου είναι τόσο δύσκολο να συνηθίσω ότι δεν ανήκω πουθενά... Ένιωθα δυνατή όσο είχα για στήριγμα τη θρησκεία μου. Τώρα νιώθω αδύναμη κι ευάλωτη. Πώς θα γεννήσω έτσι το παιδί μας;»
Ο Δανιήλ την κούμπωσε πάλι και της γύρισε απαλά το κεφάλι για να τον κοιτάξει.
«Έχεις εμένα.» της είπε. «Θα μείνουμε μαζί στα διαμερίσματα μου κι όποτε νιώσεις έτοιμη, θα παντρευτούμε. Εάν προτιμάς να γεννήσεις πρώτα, δεν έχω κανένα πρόβλημα και ας λέει ότι θέλει ο κόσμος. Τι λες;» και περίμενε την απάντηση της.
«Θέλω να σε παντρευτώ, κάποια στιγμή.» του είπε μετά από σκέψη. «Όμως θέλω πρώτα να μείνω λίγο μόνη μου, να συνέλθω από αυτό που μου συνέβη, να σκεφτώ σε τι θα πρέπει να πιστέψω.»
Ο Δανιήλ παρόλο που ήταν αρνητικός με αυτή την απόφαση της, σεβάστηκε την επιλογή της και συμφώνησε να μείνουν λίγο χώρια. Έτσι, όταν γύρισαν στο Νότο, η Μεγκάνα πήγε να ζήσει σε ένα σπίτι κάπου στην Πόλη του Νότου, όπου κανένας δεν γνώριζε εκείνη και το παρελθόν της. Ο Κατάσκοπος επανήλθε στα καθήκοντα του, όπως την προστασία του Βασιλιά από πιθανούς μυστικούς εχθρούς, και την περίμενε υπομονετικά. Όσο για την Ουρανία, το Κέντρο ευτυχώς φρόντισε για αυτήν.
Έστειλαν έναν δικό τους, προσωρινό ιερέα, για να την προσέχει μέχρι να γεννήσει και να συνεχίσει την προετοιμασία της για να γίνει η νέα ιέρεια του Βασιλείου.
**********************************************************************
Μεγάλο και (ελπίζω) χορταστικό και απολαυστικό κεφάλαιο, αν και δεν μου φάνηκε τόσο καλό διαβάζοντας το. Τι θα γίνει στη συνέχεια; Θα αργήσει πολύ να επιστρέψει η Μεγκάνα; Η Ουρανία θα φέρει με ασφάλεια στον κόσμο τον γιο του Σταύρου; Και ποια άλλη από τις ηρωίδες μας είναι έγκυος;;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top