13. Ένας Ιπποτικός Γάμος
Η ημέρα του γάμου του Φρουρού Μάρκου και της Ιππότη Ελένης είχε φθάσει και όλοι στο βασίλειο ήξεραν το νέο. Ο Δανιήλ φρόντισε για όλα: να πάρει άδεια απ' τον Βασιλιά, να αγοράσει νυφικό και βέρες, να μιλήσει με τον Ιερέα των Καλών και άλλες πολλές δουλειές που κάνουν οι κουμπάροι. Οι προετοιμασίες έγιναν χωρίς απρόοπτα, εκτός ίσως από μία μικρή διαφωνία σχετικά με το ποιος θα παίξει στο γλέντι του γάμου ανάμεσα στον Γελωτοποιό του Παλατιού και την Τροβαδούρο Ναταλία.
Η Ναταλία ήθελε οπωσδήποτε να παίξει, όμως μετά το ατύχημα που είχε στα χέρια της, ο Δανιήλ την ακύρωσε και έκλεισε με τον Γελωτοποιό. Μέσα σε λίγες μέρες όμως, η Ναταλία εμφανίστηκε με τα χέρια της πλήρως θεραπευμένα. Η Γιατρός Πατρίσια δεν μπόρεσε να καταλάβει το λόγο της ταχείας ανάρρωσης των εγκαυμάτων, εφόσον η Ναταλία δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν για τον Δράκο και, μέχρι και στον Γιλβέρτο δήλωσε ότι τελικά δεν υπήρχε. Η Πατρίσια κατέληξε πως επρόκειτο για θαύμα, είπε στον Δανιήλ πως η Μουσικός μπορούσε τελικά να παίξει στο γλέντι, μα ο Γελωτοποιός είχε ήδη προβάρει το πρόγραμμα του, είχε κάνει πολλή δουλειά και δεν ήταν καθόλου σωστό να τον ακυρώσουν έτσι. Τελικά, συμφώνησαν να παίξουν σε συνεργασία ακολουθώντας το ήδη υπάρχον πρόγραμμα.
Η Ελένη εδώ και μια βδομάδα είχε στείλει στους γονείς της λέγοντας τους για το γάμο της, όμως οι μέρες πέρασαν και απάντηση τους δεν είχε λάβει. Μήπως το γράμμα της δεν έφτασε ποτέ; Η μήπως θεώρησαν το γάμο της βιαστική απόφαση και δεν συμφωνούσαν; Αλλά και πάλι θα της απαντούσαν. Δεν ήταν τέτοιοι άνθρωποι, να την αφήσουν να ανησυχεί. Και αν έπαθαν τίποτα; Η Ναταλία πάντως την καθησύχαζε, λέγοντας της πως θα πάνε.
«Δεν μπορεί να λείπουν οι γονείς σου απ΄το γάμο σου. Να δεις που θα έρθουν, έστω και καθυστερημένοι.» της έλεγε.
Το ίδιο και ο Μάρκος. Να όμως που η παραμονή του γάμου έφτασε και η Ελένη απογοητεύτηκε.
«Μάλλον δεν μπορούν να έρθουν.» είπε στον αρραβωνιαστικό της. «Και δεν μου έστειλαν, για να μη με στενοχωρήσουν.»
«Με όλο μου το σεβασμό, αγάπη μου, τώρα λες ανοησίες. Σε λίγο έμαθα πως φτάνει στο Λιμάνι ένα καράβι απ' το Μικρό Βασίλειο. Να δεις που θα είναι οι γονείς σου σ' αυτό. Σήκω, ντύσου και πάμε.»
Η Ελένη με λίγη αβεβαιότητα έριξε κάτι πάνω της και ακολούθησε τον Μάρκο στο Λιμάνι. Το καράβι αχνοφαινόταν στον ορίζοντα.
«Έχω ένα προαίσθημα ότι θα είναι μέσα. Αλλά δεν θα μου είχαν γράψει να μου πουν ότι θα έρθουν;»
«Κάνε λίγη υπομονή και θα μάθεις την αλήθεια. Κι αν δεν ήρθαν με τούτο το καράβι, θα ρωτήσουμε τους επιβάτες μήπως είχαν νέα τους. Μόνο χαλάρωσε και μην αγχώνεσαι.»
«Αχ, σ' ευχαριστώ αγαπημένε μου. Ήδη νιώθω καλύτερα.»
Σε λίγη ώρα, το γεμάτο κόσμο καράβι πλεύρισε στην ξύλινη προβλήτα και η Ελένη έτρεξε ως εκεί με τον Μάρκο να την ακολουθεί αμέσως. Τότε διέκρινε, ανάμεσα στον κόσμο που στεκόταν στην κουπαστή, τους αγαπημένους της γονείς κι άρχισε να τους χαιρετάει.
«Είδες ότι είχα δίκιο;» της είπε ο Μάρκος. Το καράβι έδεσε, η ξύλινη μπάρα ένωσε το κατάστρωμα με την προβλήτα και ο κόσμος άρχισε να κατεβαίνει.
Ο Οδυσσέας κι η Ελπίδα βγήκαν από τους τελευταίους καθώς ήταν φορτωμένοι με σάκους γεμάτους πράγματα δικά τους αλλά και δώρα για το γάμο. Η Ελένη πιο χαρούμενη από ποτέ έτρεξε και τους αγκάλιασε, φωνάζοντας σαν μικρό παιδί:
«Μαμά! Μπαμπά! Πόσο μου λείψατε!»
«Κοριτσάκι μου...» είπε συγκινημένη η μητέρα της.
«Πώς τα πάει η κορούλα μας; Είσαι έτοιμη για το μεγαλύτερο γεγονός της ζωής σου;» τη ρώτησε ο Οδυσσέας.
«Πανέτοιμη. Όλα είναι έτοιμα. Να 'ναι καλά ο κουμπάρος μας ο Δανιήλ. Θα τον γνωρίσετε μόλις φτάσουμε στο Κάστρο και τακτοποιηθείτε.»
«Ο γαμπρός είναι ο νεαρός που σε συνόδευσε μόλις τώρα; Πού είναι να τον γνωρίσουμε;» ρώτησε η Ελπίδα.
Εκείνη τη στιγμή πλησίασε ο Μάρκος, ξεπροβάλλοντας μέσα από το πλήθος.
«Γεια σας. Φρουρός Μάρκος.» συστήθηκε.
«Στρατηγός Οδυσσέας και Αρχικατάσκοπος Ελπίδα.» είπε ο Οδυσσέας.
«Συγχαρητήρια για την υπέροχη κόρη σας. Όπου κι αν έψαξα δεν βρήκα όμοια της.»
«Ευχαριστούμε.» αποκρίθηκε ευγενικά η Ελπίδα.
«Γιατί δεν μου γράψατε; Ανησύχησα πως δεν θα έρθετε.» είπε η Ελένη.
«Τι; Δεν έφτασε το γράμμα μας στα χέρια σου; Μάλλον το περιστέρι έχασε το δρόμο του, πράγμα που συμβαίνει συχνά τον τελευταίο καιρό.» της εξήγησε ο πατέρας της.
«Ναι...» συμφώνησε με θλίψη η Ελπίδα. «Τα καημένα τα περιστέρια χάνουν συνεχώς τον προσανατολισμό τους. Φαίνεται πως κάποιος τα έχει πειράξει για να σαμποτάρει τις επικοινωνίες μεταξύ των βασιλείων μας.»
«Μα γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο;» ρώτησε η κόρη τους.
Ο Μάρκος ξερόβηξε, διακόπτοντας τη συζήτηση και είπε:
«Λοιπόν; Πάμε; Θα έχουμε άπλετο χρόνο να μιλήσουμε στο Κάστρο.»
«Ναι...» απάντησε ο Οδυσσέας και τον κοίταξε ύποπτα. Στο δρόμο για το Κάστρο, η Ελένη τον είδε να λέει κάτι στο αυτί της μητέρας της.
«Μπορεί να κάνεις και λάθος.» άκουσε εκείνη να λέει σιγανά.
Έφτασαν μπροστά στην πύλη και μπήκαν στον προθάλαμο.
«Ωραία κατασκευή.» παρατήρησε ο Οδυσσέας.
Ένας φρουρός που είχε βάρδια εκείνη τη στιγμή οδήγησε τους νεοφερμένους στο διαμέρισμα τους.
«Θα τα πούμε σε λίγο, γλυκιά μου.» είπε η Ελπίδα στην κόρη τους.
«Εντάξει. Θα σας περιμένουμε στο σαλόνι μου.» είπε εκείνη. Όταν οι γονείς της χάθηκαν πίσω από την πόρτα που οδηγούσε στα διαμερίσματα των επάνω ορόφων, ο Μάρκος στράφηκε και της είπε:
«Δυστυχώς, εγώ δεν θα συνεχίσω μαζί σας. Έχω βάρδια στη Μεγάλη Αίθουσα, εκεί που θα παντρευτούμε αύριο.»
«Κρίμα. Τουλάχιστον θα δειπνήσεις μαζί μας;»
«Φοβάμαι ότι θα τα πούμε κατευθείαν στο γάμο μας, αύριο. Χάρηκα που γνώρισα τους γονείς σου. Είναι πολύ νέοι και συμπαθητικοί.»
«Καλά.» έκανε η Ελένη, λίγο πειραγμένη, επειδή δεν της είχε πει πως είχε βάρδια σήμερα.
Μπήκε στο δωμάτιο της και μετά από λίγο την επισκέφτηκε ο Δανιήλ, όπως της είχε υποσχεθεί.
«Τι έγινε;» απόρησε. «Είδα τον δικό σου να μπαίνει στο Παλάτι την ώρα που εγώ έβγαινα. Μου είπε ότι είχε δουλειά.»
«Ναι... Έχει πολλή δουλειά λέει και θα βρεθούμε κατευθείαν στο γάμο.» είπε η Ελένη και τον οδήγησε στο σαλόνι. Κάθισαν και ο Κατάσκοπος της είπε:
«Τι συνέβη, θα μου πεις;»
«Δεν ξέρω αλήθεια. Τη μια στιγμή έκανε σαν τρελός για να γνωρίσει τους γονείς μου, απ' τη στιγμή που ήρθαν όμως φέρεται κάπως αλλόκοτα. Άσε που δεν θα φάει μαζί μας. Θα μείνεις τουλάχιστον εσύ για δείπνο;»
«Ναι και βέβαια.»
Έπειτα κοίταξε τριγύρω και τη ρώτησε:
«Πού είναι οι γέροι σου; Θέλω κι εγώ να τους γνωρίσω.» Η Ελένη γέλασε και του είπε:
«Πίστεψε με, όταν τους γνωρίσεις δεν θα σου φανούν καθόλου γέροι.» Όντως, μετά από λίγο ξαναέκαναν την εμφάνιση τους ο Οδυσσέας κι η Ελπίδα και ο Δανιήλ έμεινε έκπληκτος απ' το πόσο νέοι έδειχναν. Ειδικά η μητέρα της θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον σαράντα, για να έχει κόρη είκοσι χρονών, αλλά δεν φαινόταν πολύ μεγαλύτερη από τον ίδιο.
Ήταν και οι δυο καστανοί, σε αντίθεση με την κόρη τους που ήταν ξανθιά, έμοιαζαν όμως πολύ σε όλα τα άλλα. Η Ελένη είχε τα πράσινα μάτια του πατέρα της και από τη μητέρα της είχε πάρει το σγουρό σχήμα των μαλλιών και τη λυγερή κορμοστασιά. Η Ιππότης σύστησε τον κουμπάρο με τους γονείς της και ο Δανιήλ τους είπε:
«Χαίρομαι που γνωρίζω έναν τόσο ξακουστό στρατηγό και μια τόσο ικανή συνάδελφο.»
Ο Οδυσσέας παρατήρησε ότι ο κουμπάρος ήταν πιο ευγενικός ακόμα κι από τον γαμπρό τους, τον οποίο είδε με κακό μάτι απ' την αρχή. Νωρίτερα, καθώς τακτοποιούσαν τα πράγματα τους, εξομολογήθηκε στην Ελπίδα την υποψία του, όμως εκείνη τον καθησύχασε.
«Είναι απλά ντροπαλός.» τον δικαιολόγησε. «Και η κόρη μας είναι ευτυχισμένη μαζί του, δεν το βλέπεις;» Ωστόσο, η αδικαιολόγητη απουσία του από το δείπνο κίνησε και τις δικές της υποψίες.
Καθώς έτρωγαν σιωπηλοί, αντάλλασσε συνεχώς ανήσυχες ματιές με τον άντρα της και κοιτούσαν και την κόρη τους, της οποίας η διάθεση είχε πέσει απότομα. Όταν τελείωσαν και σηκώθηκαν να φύγουν, επειδή είχε περάσει η ώρα, ο Οδυσσέας είπε:
«Δανιήλ, θα μπορούσες σε παρακαλώ να με οδηγήσεις στον γαμπρό μου; Θέλω να πω δυο κουβέντες μαζί του.»
«Πατέρα, όχι!» αναφώνησε η Ελένη. «Δεν θέλω φασαρίες μια νύχτα πριν το γάμο.»
«Αρκετά, Ελένη! Πρέπει να ξεκαθαρίσω τα πράγματα πριν να είναι πολύ αργά. Δεν θα αφήσω αυτόν τον γαμπρό της συμφοράς να καταστρέψει τη ζωή σου.»
«Ελένη, σου υπόσχομαι πως δεν θα αφήσω να γίνουν φασαρίες.» της είπε ο Δανιήλ. «Μην ανησυχείς. Δεν θα χαλάσει ο γάμος σου. Απλά θα μάθουμε τι συμβαίνει. Εντάξει, Στρατηγέ;"
«Εντάξει. Ελπίδα, εσύ μείνε μαζί της μέχρι να γυρίσω.»
Έφυγαν και η Ελένη κάθισε με τη μητέρα της ξανά στο σαλόνι.
«Πώς είναι οι γονείς του Σταύρου;» τη ρώτησε ξαφνικά. Δεν είχαν μιλήσει ποτέ ξανά για αυτό το θέμα από τότε που βρήκε τραγικό τέλος ο Μάγος.
«Τους καημένους... Ήθελαν να έρθουν και αυτοί, μα το πένθος τους είναι ακόμα βαρύ και δεν μπόρεσαν. Ο Στάθης και η Γιάννα δεν είναι οι ευχάριστοι άνθρωποι που γνωρίζαμε.» είπε η Ελπίδα με θλίψη.
«Λυπάμαι. Κι εγώ υπέφερα πολύ, που ήμουν μπροστά κιόλας. Ο Μάρκος με βοήθησε να ξεχάσω και να αγαπήσω ξανά. Όμως τώρα...»
«Τώρα δεν θα γίνει τίποτα.» την καθησύχασε η μητέρα της. «Δεν ξέρω τι έπαθε, δεν έχει σημασία αν κρύβει τίποτα μυστικά, όμως είδα με τα μάτια μου πως είσαι ευτυχισμένη κοντά του. Έτσι δεν είναι;»
«Ναι, μαμά. Αλλά είναι άλλο που με ανησυχεί: ο Μάρκος πριν γνωρίσει εμένα ήταν λίγο... Πώς να το πω; Άστατος στις σχέσεις του. Φοβάμαι μην ξαναγυρίσει στον παλιό του εαυτό.»
Σε αυτό μπορούσε να την καταλάβει η Ελπίδα. Η ίδια έζησε κάποτε την ίδια αγωνία, δεδομένη της σχέσης του Οδυσσέα με την Άννα Μαρία, η οποία τους ενοχλούσε ακόμα και μετά το γάμο τους. Όμως την καθησύχασε λέγοντας:
«Εάν σε αγαπάει αληθινά, πιο πολύ και απ τη ζωή του, δεν θα μπορεί να κοιτάξει άλλη γυναίκα ερωτικά.»
«Εσένα σου είχε κάνει ποτέ κάτι τέτοιο ο μπαμπάς; Απιστία, εννοώ.»
«Μετά το γάμο μας, όχι. Όσο και αν φοβόμουν ότι θα ενδώσει στα ερωτικά ξόρκια και στα κόλπα της πρώην ερωμένης του, τίποτα τέτοιο δεν έγινε.»
«Και πώς είσαι τόσο σίγουρη;»
«Είμαι κατάσκοπος, το ξέχασες; Μπορώ και μαθαίνω τα πάντα.» της απάντησε κλείνοντας της το μάτι συνωμοτικά. «Αλλά δεν κράτησα κακία στην Άννα Μαρία, αφού από τη στιγμή που παντρεύτηκε τον Ανέστη απέδειξε σε όλους μας πως άλλαξε. Αλήθεια, θέλω πολύ να δω και τους Νόβους.» άλλαξε θέμα. «Ήρθαν εδώ με σκοπό να παντρέψουν το γιο τους και χαθήκαμε. Τους έχεις δει;»
«Όχι, ζουν στην Πόλη και εγώ πηγαίνω σπάνια εκεί. Βλέπω όμως συχνά τον Λέανδρο, στην Αγορά. Με τη γυναίκα του δεν φαίνεται και πολύ ευτυχισμένος.»
«Το περίμενα.» είπε η Ελπίδα.
«Πάντως θα τους δεις τους Νόβους. Θα είναι όλοι αύριο στο γάμο μου.» συνέχισε η Ελένη.
«Αλήθεια; Ωραία, χαίρομαι. Έχουμε πολλά να πούμε.»
Μετά από λίγο, ο Οδυσσέας με τον Δανιήλ γύρισαν και οι δυο γυναίκες τους πλησίασαν με αγωνία.
«Λοιπόν;» ρώτησε η Ελένη.
«Όλα εντάξει.» της απάντησε ο πατέρας της. «Γνώρισα τον Βασιλιά σας και μου είπε ότι όντως ο Μάρκος είχε νυχτερινή βάρδια, αλλά όχι ως αργά. Πήγαμε, τον βρήκαμε και συζητήσαμε ήρεμα. Από τα λεγόμενα του, κατάλαβα ότι σε λατρεύει και θέλει να γίνει ο καλύτερος σύζυγος για εσένα, αλλά δεν έχει βρει τον τρόπο. Εσύ πρέπει να του δείξεις το δρόμο, κόρη μου.»
«Μα πως;»
«Ακολούθα την καρδιά σου και μάθε τον να ακολουθεί και τη δικιά του.»
Τα σοφά λόγια του πατέρα της και η προηγούμενη συζήτηση με τη μητέρα της την ησύχασαν. Ύστερα όλοι πήγαν για ύπνο.
Την επομένη το πρωί, άρχισαν οι τελικές ετοιμασίες για το γάμο. Η Μεγάλη Αίθουσα του Παλατιού στολίστηκε και στα τραπέζια τοποθετήθηκαν τεράστιες πιατέλες με φαγητά και κανάτες με ποτά. Ο Δανιήλ έτρεχε συνέχεια, πότε στη νύφη και πότε στον γαμπρό για να επιβλέπει τις ετοιμασίες. Το μεσημέρι, λίγο πριν την ώρα το φαγητού, έγινε ο γάμος και οι περισσότεροι πήγαν πεινασμένοι για να φάνε μετά δωρεάν τα υπέροχα φαγητά του Παλατιού!
Οι γυναίκες είχαν ντυθεί με εντυπωσιακά φορέματα και οι άντρες με λαμπερά κοστούμια. Όλα ήταν έτοιμα. Ο Μάρκος περίμενε πλάι στον Ιερέα των Καλών, τον Αδελφό Αργύριο. Δίπλα του στεκόταν ο Δανιήλ. Μετά από λίγη ώρα, ο Βασιλιάς Δαμιανός ανακοίνωσε την άφιξη της νύφης κι όλα τα βλέμματα στράφηκαν στην πύλη. Από εκεί μπήκε η Ελένη, ντυμένη με το ολόλευκο νυφικό της, συνοδευόμενη από τη μητέρα της και τη Ναταλία.
Όλοι χειροκρότησαν και μερικές κοπέλες του Παλατιού την έραναν με ροδοπέταλα. Ο Οδυσσέας παρέλαβε την κόρη του και την οδήγησε ως τον γαμπρό. Ο Μάρκος την κοίταξε με λατρεία και της είπε:
«Είσαι πιο όμορφη από ποτέ σήμερα.»
«Ευχαριστώ.» του απάντησε με μάτια που έλαμπαν. Οι δυο τους πήραν θέση μπροστά απ' τον Αργύριο, ο οποίο άρχισε το λόγο του:
«Μεγαλειότατε, αγαπητοί προσκεκλημένοι, αξιωματικοί, αυλικοί, υπηρέτες και απλέ λαέ του Νότου. Σήμερα, συγκεντρωθήκαμε εδώ, για να ενώσουμε με τα ιερά δεσμά του γάμου δυο αδελφούς μας, πιστούς της θρησκείας των Καλών: την Ιππότη Ελένη και τον Φρουρό Μάρκο. Είθε η αγάπη σας να είναι δυνατή, στα εύκολα και στα δύσκολα, στις χαρές και στις λύπες της ζωής. Είθε το Μάτι να σας προσέχει από ψηλά, να σας φωτίζει το δρόμο σας, να συγχωρεί τις αμαρτίες σας και να μην αφήσει τίποτα να σας χωρίσει, παρά μονάχα το θάνατο. Μέχρι τότε, σας ονομάζω συζύγους ψυχή τε και σώματι. Είθε το Μάτι να μας φυλάει και να μας καθοδηγεί από ψηλά, εις τους αιώνες των αιώνων, Αμήν. Μπορείτε να ανταλλάξετε τις βέρες.»
Οι περισσότεροι συγκινήθηκαν απ τα λόγια του, ακόμα κι οι γονείς της Ελένης που ήταν Αγνωστικιστές. Η κόρη τους είχε ασπαστεί τη θρησκεία των Καλών λίγες μέρες πριν το γάμο για να μπορέσουν να παντρευτούν, καθώς και ο Μάρκος ήταν μέλος της ίδιας θρησκείας και τους είχε χαροποιήσει ιδιαίτερα που βρήκε κάτι στο οποίο να μπορεί να πιστέψει, έναν Θεό να λατρεύει σε αντίθεση με εκείνους που ακόμα αναζητούσαν απαντήσεις.
Ο Δανιήλ πέρασε μπροστά κι έδωσε μια βέρα σε κάθε σύζυγο. Ο Μάρκος πήρε το δεξί χέρι της Ελένης, της έβγαλε το δαχτυλίδι των αρραβώνων, το έδωσε στον Δανιήλ και έπειτα της φόρεσε τη χρυσή βέρα λέγοντας αυτά τα λόγια:
«Υπόσχομαι να σε προσέχω και να σ' αγαπώ για πάντα.» Η Ελένη πήρε το δικό του δεξί χέρι και του φόρεσε επίσης τη βέρα λέγοντας και αυτή με τη σειρά της:
«Υπόσχομαι να σε σέβομαι και να σ' αγαπώ για πάντα.»
Έπειτα φιλήθηκαν και όλοι χειροκρότησαν, ενώ κάποιοι έκλαιγαν από συγκίνηση. Τα δάκρυα όμως έφυγαν αμέσως, όταν ο Βασιλιάς ανακοίνωσε την έναρξη του φαγοποτιού κι όλοι κάθισαν στα τρία μεγάλα τραπέζια. Στο μεσαίο τραπέζι, ακριβώς στη μέση κάθισαν η νύφη κι ο γαμπρός. Στα δεξιά τους, δίπλα στον Μάρκο πήρε θέση ο Βασιλιάς και αμέσως δίπλα ο Δανιήλ, ενώ πλάι στην Ελένη κάθισαν ο Οδυσσέας κι η Ελπίδα.
Οι γονείς του Μάρκου δεν ζούσαν και από ότι ήξερε η Ελένη, είχε συγγενείς κάπου μακριά. Όντως ήταν πολύ μυστήριος, όμως αυτό ήταν που τη γοήτευσε σε εκείνον. Όλοι έτρωγαν με όρεξη και οι υπηρέτες πηγαινοέρχονταν για να φέρνουν κρασί και μπύρα απ' τα βαρέλια. Μετά ακολούθησε γλέντι. Η Ναταλία κι ο Γελωτοποιός έδιναν τέλεια παράσταση με τραγούδια, ποιήματα, ανέκδοτα και μαριονέτες.
Ήταν όλοι εκεί και διασκέδαζαν πραγματικά: οι Νόβοι οι οποίοι μιλούσαν με τον Οδυσσέα και την Ελπίδα, η Γιατρός Πατρίσια, η Μεγκάνα με την Ουρανία... Αν κι η κοπέλα, έγκυος καθώς ήταν, γύρισε σύντομα στην εκκλησία για να ξεκουραστεί. Ο Γιλβέρτος ήταν κι αυτός εκεί και μια σκέψη βασάνιζε το μυαλό του. Δεν ήθελε πλέον την Ουρανία. Άλλη γυναίκα είχε ερωτευτεί τώρα και δεν μπορούσε να διασκεδάσει.
Επειδή αυτή η γυναίκα ήταν η νύφη. Είχε ακούσει να μιλάνε για την Ιππότη Ελένη, όμως δεν είχε τύχει να συστηθούν. Την είδε πρώτη φορά σήμερα, στο γάμο της. Δεν περίμενε να είναι τόσο όμορφη... Ξανθιά, με πράσινα μάτια και λυγερή κορμοστασιά... Ήταν μόλις είκοσι ενός κι όμως έδινε την εντύπωση δυνατής γυναίκας και συγχρόνως αθώου κοριτσιού. Γι' αυτό άλλωστε ήταν Ιππότης. Στεκόταν συνέχεια ακουμπισμένος πάνω στο ραβδί του, χωρίς να μπορεί να σταματήσει να την κοιτάει.
Κατά βάθος μάλωνε τον εαυτό του και του ερχόταν να φέρει το ραβδί πάνω στο κεφάλι του μήπως συνέλθει.
Ντροπή σου, Γιλβέρτο, που ποθείς μια νιόπαντρη κοπέλα. Του έλεγε μια φωνή μέσα του. Από την άλλη, πόσο θα ήθελε να βρίσκεται στη θέση του γαμπρού...
Στην άλλη άκρη της αίθουσας στεκόταν η Μεγκάνα, μόνη από την ώρα που έφυγε η Ουρανία, χωρίς να έχει πιει καθόλου από φόβο μήπως παρασυρθεί πάλι.
Κάποια στιγμή, ο Δανιήλ σταμάτησε να χορεύει και την πλησίασε. Εκείνη πήγε να απομακρυνθεί, μα εκείνος την πρόλαβε και την έπιασε.
«Θέλω να μιλήσουμε.» της είπε.
«Δεν έχουμε τίποτα να πούμε.» του απάντησε άγρια.
«Πού είχες πάει τους προηγούμενους δύο μήνες;»
«Στο Κέντρο.» του απάντησε ξεφυσώντας. «Βρήκα τον Ύψιστο Πάπα, τον αυθεντικό, όχι τον ψεύτικο που είχες παριστάνει εσύ.»
Ο Δανιήλ γέλασε.
«Τα κατάφερα όμως. Και τι σου είπε ο πάπας;»
«Ότι εάν επαναλάβω ότι έκανα θα τιμωρηθώ με αφορισμό. Με κράτησε εκεί δυο μήνες για να εξιλεωθώ και να μη με τιμωρήσει το Μάτι.» Πάλι γέλασε ο Κατάσκοπος.
«Τι; Γελάς;» τον ρώτησε νευριασμένη. «Τολμάς και κοροϊδεύεις τη θρησκεία μου;»
«Η θρησκεία σου δεν είναι παρά ένα πρωτόκολλο γεμάτο αυστηρούς κανόνες και γελοίες τυπικότητες. Αυτά τα έζησα από πρώτο χέρι στο Κεντρικό Βασίλειο.» είπε με πάθος ο Δανιήλ.
«Πρέπει να υπάρχει μια τάξη, σ' αντίθεση με τους Καλούς.» προσπάθησε μάταια να τον πείσει η Μεγκάνα. «Όπως ο σημερινός γάμος. Πώς επέτρεψαν να γίνει κουμπάρος ένας άθεος;»
«Αγνωστικιστής.» τη διόρθωσε. «Δεν αρνούμαι οποιαδήποτε θεότητα. Ξέρω πως υπάρχει κάτι, αλλά δεν ξέρω τι είναι αυτό. Πιστεύω στο άγνωστο. Το Μάτι σου είναι μια ηλίθια ιδέα.»
Η Μεγκάνα είχε φτάσει στα όρια της μ' αυτόν τον άνθρωπο.
«Πώς τολμάς να προσβάλλεις έτσι κάτι τόσο ιερό!» φώναξε, ενώ κάποιοι άνθρωποι γύρισαν και κοίταξαν με απορία. «Φεύγω, προτού χάσω εντελώς την αξιοπρέπεια μου. Γελοίε, άθλιε, ηλίθιε!»
Πριν φύγει, έτρεξε στο λουτρό να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο της. Μετά από όλη αυτή την ένταση ζαλιζόταν πάλι.
Πλύθηκε με μπόλικο νερό, αλλά η σκοτοδίνη δεν έλεγε να φύγει. Βγήκε απ' το λουτρό, πρόλαβε να δει μπροστά της τον Δανιήλ και ύστερα όλα έσβησαν.
«Γρήγορα! Γιατρέ!» φώναξε ο Δανιήλ. Η Πατρίσια έτρεξε αμέσως και γενικά επικράτησε μια μικρή αναστάτωση. Τα τραγούδια κόπηκαν και όλοι έτρεξαν να δουν τι είχε γίνει.
«Τι έπαθε;» ρώτησε ανήσυχη η Ελένη.
«Δεν ξέρω. Με το που βγήκε από την τουαλέτα, λιποθύμησε.» είπε ο Δανιήλ, που κρατούσε την αναίσθητη Μεγκάνα στην αγκαλιά του γονατιστός.
Η Πατρίσια έλεγξε το σφυγμό της και είπε:
«Θα πρέπει να τα μεταφέρουμε στην Κλινική. Δανιήλ, μπορείς να με βοηθήσεις;»
«Φυσικά.» απάντησε ο Δανιήλ και σηκώθηκε, σηκώνοντας και τη Μεγκάνα στα χέρια του. «Μη με περιμένετε. Θα μείνω μαζί της. Συνεχίστε εσείς.»
Το γλέντι συνεχίστηκε ως το βράδυ και αυτό το περιστατικό ξεχάστηκε γρήγορα. Όταν η νύχτα έπεσε στο Βασίλειο του Νότου, πήγαν όλοι στα σπίτια τους για ύπνο.
Η Ελένη και ο Μάρκος καληνύχτισαν τους γονείς της και τους άλλους φρουρούς στον προθάλαμο του Κάστρου και μπήκαν στο διαμέρισμα της όπου τώρα πλέον θα έμεναν μαζί. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Και οι δυο περίμεναν με ανυπομονησία αυτή τη στιγμή, την πρώτη τους ένωση.
«Φοβάσαι;» τη ρώτησε, βλέποντας πως εκείνη χαμήλωσε λίγο το βλέμμα της.
«Λίγο.» του απάντησε.
Της έπιασε το πιγούνι και της ανασήκωσε το κεφάλι για να την κοιτάξει πάλι στα μάτια.
«Δεν πρέπει να φοβάσαι. Θα προσέχω πάρα πολύ, αγάπη μου.» της είπε και τη φίλησε.
Ακολούθησαν κι άλλα φιλιά, το κάθε ένα πιο παθιασμένο απ' το προηγούμενο. Με χάδια και φιλιά στο κορμί, της έβγαλε αργά το νυφικό, έβγαλε κι αυτός με τη βοήθεια της τα ρούχα του και κατέληξαν γυμνοί στο κρεβάτι.
«Χαλάρωσε.» της ψιθύρισε. «Με αγαπάς; Μου έχεις εμπιστοσύνη;»
«Ναι, Μάρκο. Σ' αγαπώ και σε εμπιστεύομαι.» είπε η Ελένη και αφέθηκε στη μαγεία των αισθήσεων.
Ο πόνος της πέρασε γρήγορα και ο Μάρκος δεν ήταν καθόλου απότομος. Σίγουρη για τον εαυτό της πλέον, έδιωξε το άγχος και τη ντροπή, για να νιώσει τη συγκίνηση της πρώτης ερωτικής τους συνεύρεσης. Ήταν η γυναίκα του, ήταν ο άντρας της κι είχαν πλέον ενωθεί εκτός απ την ψυχή και στο σώμα.
*******************
Πώς σας φάνηκε ο γάμος; Η συμπεριφορά του Μάρκου είναι όντως τόσο ύποπτη όσο πιστεύει ο πεθερός του; Πιστεύετε ότι θα ζήσουν ευτυχισμένοι να αντιμετωπίσουν τα όσα έρχονται, ή κάτι κακό θα συμβεί ανάμεσα τους;
Επίσης, είδαμε ότι ο Γιλβέρτος να είναι απελπισμένα ερωτευμένος με την Ελένη. Πού πιστεύετε ότι θα τον οδηγήσουν τα αισθήματα του αυτά;
Είδαμε και τη Μεγκάνα να τσακώνετε με τον Δανιήλ και στη συνέχεια, να λιποθυμάει; Τι της συμβαίνει άραγε;
Αυτά κι άλλα πολλά θα απαντηθούν στα επόμενα κεφάλαια. Μέχρι τότε θα ήθελα να διαβάσω και τις δικές σας απαντήσεις- θεωρίες σε όποια ερωτήματα θέλετε!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top