11. Ο Δράκος του Νότου - part 1
Κανένας δεν θέλησε να μάθει τι έγινε εκείνη τη νύχτα πριν δύο μήνες, όταν ο Λόρδος Ντέριος πέθανε. Μόνο φήμες κυκλοφορούσαν παντού και πουθενά η αλήθεια. Η Πατρίσια μετά από αυτό άλλαξε εντελώς τρόπο ζωής. Ασπάστηκε τη θρησκεία των Καλών, γιατί είχε ανάγκη να πιστεύει σε κάτι και φυσικά σταμάτησε τη "δεύτερη δουλειά " που έκανε.
"Όχι άλλοι άντρες πια." Έλεγε στα πρώην ερωτικά ραντεβού της, όπως και στον Λέανδρο Νόβα, ο οποίος φυσικά απογοητεύτηκε και παντρεύτηκε λίγες μέρες μετά χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι για αυτό.
Η Γιατρός αφοσιώθηκε αποκλειστικά στους ασθενείς της.
Δύο μήνες, λοιπόν, χρειάστηκε να μείνει ο Νότος χωρίς βασιλιά, με προσωρινό Κυβερνήτη τον Βασιλικό Σύμβουλο Άρη. Αν και ο μισός λαός ήταν ανακουφισμένος που κάποιος "αφανής ήρωας" τους απάλλαξε από εκείνον τον τύραννο τον Ντέριο, οι άλλοι μισοί δυσανασχετούσαν που ο τέως βασιλιάς δεν είχε ούτε διάδοχο, ούτε κάποιον άλλο συγγενή για να πάρει τη βασιλεία. Ο Άρης, λοιπόν, συγκάλεσε ψηφοφορία μεταξύ των ανθρώπων της αυλής για να βγάλουν κάποιον από ανάμεσα τους.
Τελικά, εκείνος που είχε τις περισσότερες ψήφους ήταν ένας αυλικος με το όνομα Δαμιανός. Ήταν νέος, ψηλός και με μακριά ξανθά μαλλιά. Πήρε αμέσως την εξουσία στα χέρια του, παρόλο που όπως ήταν λογικό κάποιοι δεν τον εμπιστεύονταν στην αρχή. Τις πρώτες ημέρες της βασιλείας του, ο Δανιήλ τον ενημέρωσε σχετικά με το θησαυρούς και τα χρήματα που είχαν βρεθεί στην καρδιά του δάσους και ο Δαμιανός τα μοίρασε σε όσους τα είχαν ανάγκη χωρίς να κρατήσει τίποτα για τον εαυτό του, διότι όπως είπε:
"Αυτά τα χρήματα ανήκουν στο λαό. Καιρός να τους επιστραφούν. "
Από εκείνη τη μέρα, ο Βασιλιάς Δαμιανός έγινε ιδιαίτερα αγαπητός από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις και τους φτωχούς, ακόμα κι απ' τους επαναστάτες. Πολύς κόσμος κατέφθανε τις πρωινές ώρες στο Παλάτι, όπου εκείνος συζητούσε με όλους και άκουγε τα αιτήματα τους, προσπαθώντας να βοηθήσει όσο το δυνατόν περισσότερο.
Η Ελένη ήταν ακόμα πιο ανανεωμένη και λαμπερή, πράγμα το οποίο οφειλόταν φυσικά στον Μάρκο και στον έρωτα τους. Είχε οριστεί επίσημα από τον Δαμιανό Αρχηγός των Ιπποτών, αφού οι ικανότητες της δεν τον άφησαν ασυγκίνητο και εκτός αυτού, ήταν η μοναδική ιππότης που έμενε ακόμα στο Κάστρο. Οι υπόλοιποι είχαν αποχωρήσει και διασκορπιστεί σε διάφορα μέρη του Νότου μετά την άσχημη συμπεριφορά του Λόρδου Ντέριου, ή τους είχε διώξει ο ίδιος χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Βέβαια αυτό σήμαινε και περισσότερες ευθύνες για εκείνη, αλλά τις είχε μοιραστεί με τον Στρατηγό και φυσικά, την βοηθούσε και ο Μάρκος.
Μια μέρα, είχαν πάει οι δυο τους την πρωινή τους βόλτα στο δάσος μετά την προπόνηση.
Ήταν μια χειμωνιάτικη μέρα, αλλά είχε ήλιο και δεν έκανε πολύ κρύο. Ο Μάρκος φαινόταν λίγο αγχωμένος, σαν να ήθελε να της πει κάτι και δεν έβρισκε τον τρόπο.
"Είσαι καλα;" τον ρώτησε κάποια στιγμή.
"Ναι, μια χαρά, αγάπη μου. " αποκρίθηκε εκείνος. "Απλά θέλω κάτι να σου προτείνω." Σταμάτησε και την κοίταξε στα μάτια.
"Τι, αγάπη μου;" ρώτησε με αγωνία η Ελένη.
" Ελενη... Σ 'αγαπώ πιο πολύ κι απ' τη ζωή μου και πότε δεν θα πάψω να σ' αγαπώ. Ότι κι αν γίνει. Να το θυμάσαι πάντα αυτό."
"Θα το θυμάμαι, αγαπημένε μου. Δεν το ξεχνώ. Κι εγώ θα σ' αγαπώ για πάντα." Του είπε.
"Θέλω να ζήσω μαζί σου." Συνέχισε ο Μάρκος κι έπειτα γονάτισε κι έβγαλε ένα δαχτυλίδι από την τσέπη του. "Ιππότη Ελένη, δέχεσαι να γίνεις γυναίκα μου;"
Η Ελένη έμεινε άφωνη. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι επιτέλους ο αγαπημένος της, της έκανε πρόταση γάμου.
"Ω, Μάρκο... Φυσικά και δέχομαι!" Είπε χαρούμενη και ο Μάρκος της φόρεσε το χρυσό και διαμαντένιο δαχτυλίδι. Της ταίριαζε απόλυτα. Σηκώθηκε και την αγκάλιασε, ενώ εκείνη είχε δακρύσει από συγκίνηση. Επιτέλους, μετά την απώλεια του Σταύρου, ξεκινούσε μια νέα ζωή.
"Αγάπη μου..." της είπε ο Μάρκος και της κράτησε τα χέρια. "Θέλω να παντρευτούμε το συντομότερο δυνατόν. "
"Τι λες για την ερχόμενη εβδομάδα;"
"Βεβαίως. Γράψε στους γονείς σου κι εγώ θα πάρω την άδεια από τον Μεγαλειότατο, που φυσικά θα μας τη δώσει και θα βοηθήσει στη διοργάνωση."
"Γιατί αυτός δεν είναι ο Ντέριος..." συμπλήρωσε με θλίψη η Ελένη, ενώ θυμόταν τον άτυχο γάμο του Σταύρου πάλι.
"Έλα τώρα, μην τα σκέφτεσαι αυτά. Εγώ είμαι εδώ και επιπλέον, θα ξαναδείς τους γονείς σου. Θέλω πολύ να τους γνωρίσω."
"Κάνε λίγη υπομονή. Χρειάζονται κάποιες μέρες για να ετοιμαστούν για το ταξίδι τους."
Το βράδυ πήγαν οι δύο τους στην Ταβέρνα της Ναταλίας για να της ανακοινώσουν το χαρμόσυνο γεγονός. Κάθισαν σε ένα τραπέζι και μόλις η φίλη τους τελείωσε ένα ποίημα που διάβαζε στο κοινό, πήγε να κάθισει μαζί τους.
"Φίλοι μου!" Αναφώνησε. "Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω... Πώς είστε;"
"Καλύτερα από ποτέ, Ναταλία." Τη διαβεβαίωσε ο Μάρκος.
"Ε, βέβαια. Όλοι είμαστε καλύτερα τώρα με τον νέο βασιλιά. Το Βασίλειο του Νότου είχε χρόνια να κυβερνηθεί από έναν τόσο ικανό και δίκαιο ηγέτη, έτσι λένε όλοι."
"Και εμείς έχουμε κι ένα παραπάνω λόγο να χαιρόμαστε." Είπε η Ελένη και της έδειξε το δαχτυλίδι.
Η Ναταλία το κοίταξε με θαυμασμό και είπε:
"Σε ζήτησε σε γάμο;"
"Ναι." Απάντησε η Ελένη με μάτια που έλαμπαν.
"Παντρευόμαστε την άλλη εβδομάδα." Είπε ο Μάρκος.
"Αλήθεια; Δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι... Κυριάκο, κέρασε όλη την ταβέρνα ότι ζητήσουν! Η Ιππότης Ελένη και ο Φρουρός Μάρκος παντρεύονται!" Φώναξε χαρούμενη η Ναταλία κι όλοι οι πελάτες ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Ήταν κι ο Δανιήλ εκεί, ο οποίος όταν άκουσε την ανακοίνωση πήρε τη μπύρα του και πήγε κι αυτός στο τραπέζι τους.
"Συγχαρητήρια. " τους ευχήθηκε. "Δεν πιστεύω να βρήκατε άλλον κουμπάρο... Η θέση είναι πιασμένη."
"Όχι, Δανιήλ. Εσύ θα μας παντρέψεις." Του είπε η Ελένη γελώντας.
"Α. Έλεγα μήπως προτιμούσατε τη Ναταλία."
"Βρε, άι να χαθείς!" Του είπε η μουσικός δήθεν ενοχλημένη. "Εγώ θα κάνω κάτι πολύ καλύτερο στο γάμο τους. Θα τραγουδήσω!"
"Μμφφ... Σιγά το κατόρθωμα. Οποιοσδήποτε μπορεί να τραγουδήσει." Συνέχισε να αστειεύεται ο Δανιήλ.
"Κανένας όμως σαν εμένα, αγάπη μου. Δώσε βάση." Είπε η Ναταλία.
Ανέβηκε στη σκηνή, πήρε το λαούτο κι άρχισε να παίζει, ενώ κάποιοι πελάτες σηκώθηκαν να χορέψουν.
"Σήμερα παντρεύονται η νύφη κι ο γαμπρός
Θα 'ναι όλοι οι γονείς μαζί κι ο πεθερός!" Κάπως έτσι ήταν τα λόγια του χαρούμενου αυτού τραγουδιού. Σηκώθηκαν κι η Ελένη με τον Μάρκο για χορό και πραγματικά το διασκέδασαν.
Την επόμενη μέρα, στην εκκλησία, ήταν όλα ήσυχα σε αντίθεση με την ταβέρνα την προηγούμενη νύχτα.
Η Ουρανία σηκώθηκε νωρίς το πρωί και ετοιμάστηκε για τη λειτουργία, ενώ οι πρώτοι πιστοί είχαν αρχίσει να καταφθάνουν. Και καθώς ετοιμαζόταν, βγήκε κάποια στιγμή στην αυλή να πάρει νερό απ' το πηγάδι και τότε είδε τη Μεγκάνα, που είχε μόλις επιστρέψει από το Κέντρο.
"Κυρία!" Φώναξε χαρούμενη. Έτρεξε και την αγκάλιασε. Η Μεγκάνα φαινόταν γαλήνια, αν και κουρασμένη απ' το ταξίδι.
"Πως είστε;" τη ρώτησε.
"Πολύ καλύτερα, Ουρανία. Συγνώμη που έλειψα δύο μήνες, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Ο Ύψιστος Πάπας με κράτησε τόσο στην εκκλησία του, γιατί έπρεπε να εξιλεωθώ. " της απάντησε.
"Τι σας είπε σχετικά με...την αμαρτία σας;"
"Ότι τώρα πλέον είμαι καθαρή. Έαν όμως επαναλάβω το ίδιο παράπτωμα, θα τιμωρηθώ με αφορισμό."
"Με αφορισμο;"
"Ναι. Θα με διώξουν απ' τη θρησκεία. Γι' αυτό θα μένω μακριά από τον πειρασμό. Δηλαδή, εκείνον που με παρέσυρε."
Έπειτα άλλαξε θέμα, γιατί δεν ήθελε να τον σκέφτεται:
"Εσύ, πως τα πας με την εγκυμοσύνη;"
"Ω, τέλεια! Νιώθω υπέροχα που μια ζωούλα μεγαλώνει μέσα μου."
"Χαίρομαι, χρυσή μου. " είπε η Μεγκάνα και της χάιδεψε τα μαλλιά. "Τώρα όμως είναι καιρός να ξεκουραστείς. Θα αναλάβω εγώ τα καθήκοντά της εκκλησίας. Εσύ απλά θα με βοηθάς όσο μπορείς." Έτσι λοιπόν, οι λειτουργίες, οι εξομολογήσεις και τα λοιπά καθήκοντα συνεχίζονταν με κανονικούς ρυθμούς.
Η Μεγκάνα όμως βασανιζόταν από μια διαρκή ανησυχία. Είχε τα ίδια συμπτώματα που είχε κι η Ουρανία πριν δύο μήνες, μόνο που δεν ήταν τόσο έντονα. Δεν είχε εμετούς και λιποθυμίες, μόνο κάτι ελαφριές ναυτίες και αισθανόταν συνεχώς αδύναμη. Μπορεί να ήταν επειδή πέρασε άγχος και στεναχώρια. Όπως και η καθυστέρηση που είχε. Αλλά ήταν και 36 χρόνων, μπορεί να έμπαινε στην κλιμακτήριο πρόωρα.
Θα της κοβόταν όμως τόσο απότομα η περίοδος; Δεν τολμούσε να σκεφτεί το αδιανόητο, ότι δηλαδή μπορούσε να ήταν έγκυος στο παιδί του Δανιήλ. Ντρεπόταν να το εκμυστηρευτεί στην Ουρανία, αρκετά της είχε δώσει το κακο παράδειγμα με την αμαρτία της. Δεν ήθελε να πάει στη Γιατρό Πατρίσια, γιατί ήξερε ότι δεν μπορούσε να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Μα ακόμα και στον εαυτό της ντρεπόταν να το παραδεχθεί, γιατί θυμόταν την ενοχή της. Κι έπειτα ποιος ξέρει ποια θα ήταν η τιμωρία της αν όντως ήταν...; Τι θα έπρεπε να κάνει; Θα έπρεπε να πάει πάλι στο Κέντρο να το ανακοινώσει στον Ύψιστο Παπά.
Και πως θα του το ελεγε;
Είμαι έγκυος στο παιδί του κατάσκοπου με τον οποίο, όπως σας είχα πει, είχα συνάψει ανήθικη σχέση; Αυτά σκεφτόταν, τα κρατούσε όμως μέσα της.
************************
Σε όλο το Νότιο Βασίλειο, τον τελευταίο καιρό, κυκλοφορούσε φήμη ότι μέσα σε μια σπηλιά κρυβόταν ένας δράκος. Η Ναταλία, σαν καλλιτέχνης που ήταν, γοητεύτηκε και ήθελε να τον ανακαλύψει, να τον μελετήσει, να γράψει τραγούδια γι' αυτόν... Ο πρώτος στον οποίο το εκμυστηρεύτηκε ήταν ο άντρας της ο Κυριάκος.
"Μα είσαι σοβαρή;" της είπε εκείνος. "Το ξέρεις ότι μπορεί να είναι επικίνδυνος και να σε κάψει με φλόγες από το στόμα του;"
"Το έχω σκεφτεί." Απάντησε η Ναταλία. "Επίσης έχω σκεφτεί έναν τρόπο να τον ημερώσω. Θα του διαβάσω ένα ποίημα."
Ο Κυριάκος έβαλε τα γέλια.
"Θα ημερεύσει ο δράκος ακούγοντας ένα ποίημα;"
"Δεν θα είναι ένα απλό ποίημα! Θα δεις. Θα στο διαβάσω όταν το γράψω."
"Τέλος πάντων. Όσο για το θέμα της φωτιάς του; Θα σε κάψει πριν προλάβεις να διαβάσεις τον πρώτο στίχο."
"Χμμ... Φωτιά είπες, ε;" είπε σκεπτική η Ναταλία. "Ίσως σ' αυτό να μπορεί να με βοηθήσει ο Μάγος Γιλβέρτος. Έφυγα για τον Πύργο." Και αφού φόρεσε μια κάπα, έφυγε βιαστικά, αφήνοντας τον άντρα της απορημένο.
Ευτυχώς, ο Γιλβέρτος ήταν στον Πύργο του.
"Ω, η αγαπητή Τροβαδούρος Ναταλία..." της είπε όταν της άνοιξε και εκείνη πέρασε μέσα. "Σε τι οφείλω την τιμή της επίσκεψης σου;"
"Θέλω τη βοήθεια σου." Του απάντησε. "Θα έχεις ακούσει φυσικά για τον Δράκο που λένε ότι κρύβεται εδώ κοντά σε μια σπηλιά, η όχι;"
"Ναι, το έχω ακούσει. Αλλά δεν ξέρω κατά πόσο αληθεύει."
"Εγώ πιστεύω πως υπάρχει όντως." Είπε η Ναταλία προσπαθώντας να τον φανταστεί. "Αχ... Οι δράκοι είναι τόσο ποιητικά πλάσματα... Αντλείς τόση έμπνευση...είναι όμως μυθικά. Ελάχιστοι πιστεύουν σ' αυτούς. "
"Ξέρεις κατι; Εγώ πιστεύω." Της είπε ο Γιλβέρτος.
"Χαίρομαι. Ένας λόγος παραπάνω να με βοηθήσεις. Άκου. Θέλω να τον ημερώσω, η τουλάχιστον να κάνω μια προσπάθεια, διαβάζοντας του ένα ποίημα που θα γράψω για αυτόν. Όμως το πρόβλημα είναι η φωτιά του. Δεν θα προλάβω να του το διαβάσω όλο, αν με καταλαβαίνεις. "
"Φυσικά και κατάλαβα. Αυτό που θες είναι ένα Πυρίμαχο Φίλτρο."
"Ακριβώς! Έχεις ένα;"
"Εμ... Έχω φτιάξει, αλλά είναι ακόμα σε πειραματικό στάδιο. Θέλω να πω... Μπορεί να δουλέψει, μπορεί και όχι."
"Θα το δοκιμάσω πρώτα. Δώσ' το μου."
Ο Γιλβέρτος πήγε στα ράφια του, διάλεξε ένα φιαλίδιο και της το έδωσε. Μέσα περιείχε ένα ανοιχτό κόκκινο υγρό με φυσαλίδες.
"Αν είναι να δουλέψει, θα δούλεψει αμέσως μόλις το πιεις." Είπε στη Ναταλία. "Εννοώ...αν καείς αμέσως πάει να πει ότι δεν είναι το σωστό. Αλλά μην ανησυχείς, δεν θα κάεις πολύ."
"Σίγουρα;"
"Σίγουρα."
"Εντάξει. Πάω τώρα."
Έφυγε κι επέστρεψε στην Ταβέρνα. Εκεί, αφού είπε στον Κυριάκο για το φίλτρο, το ήπιε και πήγε στο τζάκι. Έβαλε τα χέρια της στη φωτιά, ενώ ο Κυριάκος παρακολουθούσε με αγωνία. Η Ναταλία δεν ένιωθε το παραμικρό κάψιμο.
"Δουλεύει!" Αναφώνησε χαρούμενη, την ίδια στιγμή όμως κάηκε απότομα. Πήρε τα χέρια της απ' το τζάκι και οι φλόγες τα τύλιξαν μέχρι τους ώμους.
"Α! Βοήθεια! Καίγομαι!" Ούρλιαξε πανικόβλητη.
Ο Κυριάκος έτρεξε, έφερε έναν κουβά νερό και το έριξε πάνω της. Ευτυχώς, η φωτιά έσβησε εγκαίρως, διαφορετικά θα είχε καεί ολόκληρη.
"Φαντάσου τι θα σου έκανε ο Δράκος." Της είπε. Εκείνη, όταν σταμάτησε να τρέμει από το σοκ, έβαλε τις φωνές:
"Τον ηλίθιο τον Μάγο! Θα τον σκοτώσω!" Κι έφυγε τρέχοντας, όμως ο άντρας της την πρόλαβε στην είσοδο.
"Δεν θα πας πουθενά αν δεν πάμε στη Γιατρό πρώτα. Έπαθες εγκαύματα. "
"Όχι! Πρώτα θα σαπισω στο ξύλο τον Μάγο!" Συνέχισε να φωνάζει η Ναταλία.
"Και να θες, με τέτοια χέρια είναι πολύ δύσκολο."
Με αυτά και μ' εκείνα, κατάφερε τελικά να την πείσει και την οδήγησε στην Κλινική, ενώ σ' όλο το δρόμο εκείνη έβριζε τον Γιλβέρτο. Εκεί, η Πατρίσια της περιποιήθηκε τα τραύματα και τύλιξε τα χέρια της με γάζες.
"Γιατρέ, θα μπορώ να παίζω λάουτο έτσι;" τη ρώτησε η Ναταλία πριν φύγουν.
"Καλό είναι να το αποφύγεις για λίγες μέρες, για να τα ξεκουράσεις. Το δέρμα σου είναι ευαίσθητο ακόμα και ίσως είναι επίπονο." της απάντησε.
"Όχι, να πάρει!" φώναξε αγανακτισμένη. "Πώς θα κάνω πρόγραμμα τώρα;"
"Αγάπη μου, ηρέμησε. Θα καλέσουμε τον Γελωτοποιό του Παλατιού και..." πήγε να πει ο Κυριάκος, μα η Ναταλία έβαλε πάλι τις φωνές:
"Τον Γελωτοποιό;! Αποκλείεται! Ο κόσμος θέλει εμένα! Τον άθλιο τον ψευτόμαγο, θα τον σφάξω!" και πετάχτηκε πάλι έξω.
Με τα νεύρα που είχε, ώσπου να βγει ο Κυριάκος και να την προφτάσει, εκείνη είχε μπει ήδη στον Πύργο ο οποίος βρισκόταν ακριβώς δίπλα! Όρμησε μέσα και έπιασε τον Γιλβέρτο απ' το μαλλί, φωνάζοντας του:
"Ρε ηλίθιο υποκείμενο, θα σε πατήσω κάτω ρε!" Τον πέταξε στο πάτωμα κι ένιωσε αμέσως το χέρι της να καίει από τη δύναμη που έβαλε.
"Μα τι έπαθες;" τη ρώτησε ο Μάγος έντρομος.
"Τι έπαθα;! Κοίτα τα χέρια μου! Πήγα να δοκιμάσω το ανόητο φίλτρο σου και κάηκα!"
Εκείνη την ώρα μπήκε και ο Κυριάκος.
"Τι έγινε εδώ πέρα;" ρώτησε, βλέποντας τον Γιλβέρτο στο πάτωμα. Του έδωσε το χέρι του για να σηκωθεί και ο Γιλβέρτος, αφού ξεσκόνισε λίγο το μανδύα του φώναξε:
"Η γυναίκα σου είναι τρελή! Θέλει να με δείρει επειδή, λέει, δεν δούλεψε το φίλτρο μου!"
"Τρελή;! Τρελή;! Θα σου δείξω εγώ!" φώναξε η Ναταλία και πήγε να τον κλοτσήσει, όμως ο άντρας της τη συγκράτησε.
"Σε προειδοποίησα για αυτό!" συνέχισε ο Γιλβέρτος στους ίδιους τόνους.
"Μου είπες ότι θα καώ λίγο! Κοίτα πώς έγιναν τα χέρια μου! Ούτε λάουτο δεν θα μπορώ να παίζω!"
"Συγνώμη, μπορούμε να μιλήσουμε και να βρούμε μια λύση;" πρότεινε ο Κυριάκος. "Γιλβέρτο, μπορείς να φτιάξεις το σωστό φίλτρο αυτή τη φορά;"
"Όχι, δεν θέλω άλλο φίλτρο από αυτόν! Δεν θέλω να δω τον Δράκο!" ξέσπασε η Ναταλία. "Ούτε εσένα θέλω να ξαναδώ! Μην τολμήσεις να ξαναπατήσεις στην ταβέρνα μας! Πάμε, Κυριάκο."
Γύρισαν στην ταβέρνα και έψαχναν να βρουν λύσεις για το θέμα του προγράμματος που θα ακολουθούσαν μέχρι να γιατρευτούν τα χέρια της Ναταλίας.
"Το βρήκα!" της είπε ξαφνικά ο Κυριάκος. "Θα βρούμε ηθοποιούς και θα ανεβάσουμε περισσότερες παραστάσεις, θέατρα που έχεις γράψει. Και θα διαβάζεις και ποιήματα. Τι λες; Το μόνο που θα λείπει θα είναι η μουσική."
"Καλά." απάντησε η Ναταλία ανόρεχτα.
Το βράδυ ο Κυριάκος τη βοήθησε να πλύνει τα εγκαύματα με κρύο νερό, όπως τη συμβούλευσε η Πατρίσια. Μετά φόρεσαν τις νυχτικιές τους και έπεσαν στο κρεβάτι.
"Είσαι καλά αγάπη μου;" τη ρώτησε ο Κυριάκος.
"Ναι, εντάξει είμαι. Ξέρεις, δεν με πείραξε και τόσο που κάηκαν τα χέρια μου. Πολύ περισσότερο απογοητεύθηκα που δεν θα γνωρίσω τον Δράκο. Θα ήταν τεράστια πηγή έμπνευσης. Αλλά ξέρεις και κάτι άλλο; Μπορεί όντως να μην υπάρχει. Αν πήγαινα στη Σπηλιά και δεν τον έβλεπα, θα στεναχωριόμουν πολύ περισσότερο."
"Ίσως έχεις δίκιο. Κάτι παραπάνω γνωρίζεις εσύ που είσαι καλλιτέχνης."
Το επόμενο πρωί, τους επισκέφθηκε ο Γιλβέρτος. Μόλις τον είδε η Ναταλία, έγινε έξω φρενών πάλι:
"Τι γυρεύεις εσύ εδώ;! Δεν σου είπα να μην ξαναπατήσεις στην ταβέρνα;!"
"Ηρέμησε σε παρακαλώ και άκουσε με. Νιώθω απαίσια για ότι σου συνέβη. Σου ζητώ συγνώμη λοιπόν. Και...σου δίνω αυτό. Δέξου το σαν δώρο συμφιλίωσης." Έβγαλε ένα μπουκαλάκι από την τσέπη του με ένα πορτοκαλί υγρό.
"Τι είναι αυτό; Άλλο ένα ανόητο φίλτρο σου;"
"Είναι το σωστό Πυρίμαχο Φίλτρο."
Εκείνη τη στιγμή κατέβηκε και ο Κυριάκος. Σάστισε για λίγα δευτερόλεπτα, γιατί νόμισε πως τσακώνονται πάλι.
"Καλημέρα Κυριάκο. Έλα, μόλις έδινα στη γυναίκα σου το σωστό φίλτρο." του είπε ο Γιλβέρτος.
"Και εγώ μόλις ετοιμαζόμουν να του πω ότι δεν πρόκειται να το πιω και να την πατήσω πάλι." Ο Κυριάκος αποφάσισε να κατευνάσει το πείσμα της γυναίκας του:
"Γλυκιά μου, έλα τώρα... Για να στο λέει ο Γιλβέρτος σίγουρα ότι είναι το σωστό, άρα θα είναι. Ξέρω πόσο θέλεις να γνωρίσεις τον Δράκο. Είναι η μόνη σου ευκαιρία."
Μετά από λίγη σκέψη κι ενώ η Ναταλία κοιτούσε πότε τον Κυριάκο, πότε το φίλτρο στο χέρι του Γιλβέρτου, της ήρθε μια ιδέα:
"Εντάξει, θα το δεχθώ. Αλλά θα το δοκιμάσουμε εδώ, να το δούμε και οι τρεις άμα δουλεύει. Μάγε, πιες μια γουλιά."
"Τι; Εγώ θα το δοκιμάσω;" απόρησε εκείνος.
"Ε ποιος, εγώ; Είμαι ήδη καμένη. Εάν δουλέψει, θα σε συγχωρέσω. Αν όχι, εσύ θα καείς και θα έχω πάρει την εκδίκηση μου."
"Καλά." συμφώνησε ο Γιλβέρτος και ήπιε μια γουλιά.
Η Ναταλία του έδειξε το τζάκι κι εκείνος πλησίασε και λίγο διστακτικά έβαλε τα χέρια του στη φωτιά.
"Α, όχι..." έκανε η Μουσικός, χαμογελώντας περίεργα. "Όχι έτσι. ΕΤΣΙ!" είπε και αφού άρπαξε τα μαλλιά του Γιλβέρτου, έβαλε το κεφάλι του στο τζάκι. Εκείνος τρομοκρατήθηκε, αλλά δεν πάλεψε για να ξεφύγει.
"Τι κάνεις;!" της φώναξε ο Κυριάκος.
"Σουτ εσύ! Μόνο έτσι θα δούμε αν πραγματικά δουλεύει."
Πράγματι, λίγα δευτερόλεπτα μετά, μια λάμψη κάλυψε το κεφάλι και τα χέρια του Γιλβέρτου πάνω απ' τη φωτιά. Είχε κίτρινη απόχρωση και φαινόταν σαν ένα προστατευτικό πέπλο.
"Δεν καίγομαι!" αναφώνησε ο Γιλβέρτος.
"Δουλεύει!" φώναξε χαρούμενη η Ναταλία και τον άφησε να βγάλει το κεφάλι του απ' το τζάκι. Πανηγύρισαν και οι τρεις και στη συνέχεια η Τροβαδούρος είπε, ενθουσιασμένη:
"Απόψε κιόλας θα παώ να διαβάσω το ποίημα μου στον Δράκο. Μου 'ρθε έμπνευση τώρα. Πάω να το γράψω. Σ' ευχαριστώ, Γιλβέρτο!"
Ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα και κλείστηκε στην κάμαρα της για ώρες. Όταν τελείωσε, κατέβηκε πάλι για να διαβάσει το ποίημα στον Κυριάκο. Ο Γιλβέρτος είχε φύγει, ενώ κάποιοι πελάτες είχαν καταφθάσει. Η Ναταλία αποφάσισε να το απαγγείλει δυνατά ώστε να το ακούσουν όλοι. Ανέβηκε στην εξέδρα, καθάρισε το λαιμό της και είπε:
"Αγαπητοί πελάτες. Σήμερα, μιας και δεν μπορώ να παίξω λόγω ενός ατυχήματος που είχα με τα χέρια μου, θα σας διαβάσω ένα ποίημα με τίτλο Η Καρδιά του Δράκου. Ελπίζω να σας αρέσει."
Οι τέσσερις- πέντε πελάτες κι ο Κυριάκος έστρεψαν την προσοχή τους πάνω της και άρχισε να απαγγέλει:
"Ω, Δράκε φοβερέ.
Ω, Δράκε μεγάλε και τρανέ.
Όλοι σε φοβούνται και σε τρέμουν,
Και πολλοί σε εσένα δεν πιστεύουν.
Έχεις μια μεγάλη ουρά,
Και απ' το στόμα βγάζεις φωτιά.
Όμως ξέρω πως κάπου εκεί κοντά,
Υπάρχει κρυμμένη η χρυσή σου καρδιά.
Θέλεις πολύ σε κάποιον να τη δώσεις,
Να αγαπήσεις και τη μοναξιά σου να σώσεις.
Εάν όντως έχεις αισθήματα καλά φυλαγμένα,
Σου λέω ότι μπορείς να τα δώσεις σε εμένα."
(Δεν το έχω καθόλου με την ποίηση, έτσι έγραφα απλά ό,τι μου κατέβαινε στο κεφάλι εκείνη την ώρα. Το αποτέλεσμα πιστεύω πως είναι ξεκαρδιστικό!!)
Οι ακροατές της τη χειροκρότησαν θερμά κι έπειτα έκανε υπόκλιση και κατέβηκε.
"Συγχαρητήρια." Της είπε ο Κυριάκος.
«Πιστεύεις ότι θα μπορέσει να εξημερωθεί ακούγοντας αυτούς τους στίχους;» τον ρώτησε.
«Μόνο θα εξημερωθεί; Αφού φοβάμαι μη σε ερωτευτεί κιόλας και σε κλέψει από εμένα.»
«Έλα, μη λες ανοησίες!» γέλασε η Ναταλία. «Αχ, δεν κρατιέμαι. Ανυπομονώ να έρθει το βράδυ.»
Οι ώρες όμως δεν περνούσαν με τίποτα. Όταν επιτέλους πέρασαν κι έφτασε η δύση του Ήλιου, η Ναταλία ντύθηκε κατευθείαν κι έφυγε, αφήνοντας τον Κυριάκο να επιβλέπει μια παράσταση που έπαιζαν κάποιοι ηθοποιοί. Η σπηλιά βρισκόταν δίπλα στο Νεκροταφείο.
Άναψε το δαυλό της και μπήκε μέσα, ενώ στο άλλο χέρι είχε έτοιμο τον πάπυρο. Αφού πέρασε έναν προθάλαμο, άρχισε να κατεβαίνει σκάλες. Στην τσέπη της είχε το φίλτρο.
Τα σκαλοπάτια ήταν πέτρινα και φάνταζαν αρχαία κι εξωπραγματικά στο φως του δαυλού, σαν να μην είχαν φτιαχτεί από άνθρωπο.
Σίγουρα έχει να πατήσει εδώ μέσα άνθρωπος πολύ καιρό. Σκέφτηκε. Και όσοι πάτησαν, σίγουρα δεν ξαναβγήκαν. Ας ελπίσουμε να είμαι πιο τυχερή. Δεν είχε ιδέα πόσα σκαλοπάτια είχε κατέβει, όταν παρατήρησε ότι στα δεξιά της δεν υπήρχε πια τοίχος. Φώτισε προς τα εκεί με τη δάδα και διέκρινε από κάτω της μια αίθουσα με βάθος.
Άκουσε κάτι σαν ροχαλητό, αλλά δεν μπορούσε να δει τίποτα πέρα από μια ακίνητη μορφή στο σκοτάδι, γιατί το φως του δαυλού δεν έφτανε για να φωτίσει ολόκληρη την αίθουσα. Κατέβηκε ένα ακόμα σκαλοπάτι και τότε παρατήρησε ότι το ροχαλητό σταμάτησε. Αν ήταν όντως ο Δράκος, θα πρέπει να ήταν πολύ αθόρυβος, γιατί δεν άκουγε ούτε αναπνοή, ούτε καν ένα μούγκρισμα, μόνο ένα ελαφρύ σύρσιμο.
Με χέρια που έτρεμαν άφησε κάτω τη δάδα κι έβγαλε το μπουκαλάκι με το φίλτρο. Ήπιε λίγες γουλιές και ενώ ακόμα έπινε, (ήθελε να το πιει όλο για να είναι πιο σίγουρη,) άκουσε ένα δυνατό βρυχηθμό και πρόλαβε να δει μια μεγάλη κόκκινη μορφή προτού μια μάζα φωτιάς πέσει καταπάνω της. Το μπουκαλάκι της έπεσε και πνίγηκε από το ξάφνιασμα. Έπεσε στο έδαφος και προσπαθούσε να συνέλθει, βήχοντας και φτύνοντας, ενώ γύρω της έβλεπε μόνο φωτιά.
Όταν το πνίξιμο πέρασε, κατάφερε τελικά να σηκωθεί. Νόμιζε πως έβλεπε όνειρο! Γύρω της βρισκόταν ένα κίτρινο πέπλο που την κάλυπτε ολόκληρη κι έδιωχνε από πάνω της τις φλόγες. Ένιωθε δροσιά να αναβλύζει από το σώμα της. Και τότε τον είδε μέσα από τις φλόγες: ο Δράκος ήταν έτσι ακριβώς όπως τον είχε φανταστεί. Μια κοκκινόμαυρη γιγάντια σαύρα με μακριά ουρά, μεγάλα φτερά, γαμψά νύχια και κοφτερά δόντια.
Από το πελώριο στόμα του με τη διχαλωτή γλώσσα έβγαζε συνεχώς φωτιές και τις εκτόξευε πάνω της, καθώς εκείνη τον κοιτούσε με δέος. Ο Δράκος εξακολουθούσε να της φτύνει φλόγες, νευριασμένος που δεν καιγόταν, βρυχώντας και ουρλιάζοντας απόκοσμα. Τότε η Ναταλία θυμήθηκε το λόγο για τον οποίο είχε πάει. Άνοιξε τον πάπυρο και του διάβασε το ποίημα. Στην αρχή εκείνος εξαγριώθηκε ακόμα περισσότερο και η Μουσικός διάβαζε δυνατά για να ακουστεί.
Για λίγο πίστεψε πως ο Δράκος δεν ήξερε τη γλώσσα και δεν καταλάβαινε τι σήμαιναν οι στίχοι, στη συνέχεια όμως φάνηκε να την ακούει και τέλος εγκατέλειψε την προσπάθεια να την κάψει. Έγειρε προς το μέρος της και την παρατήρησε με τα κίτρινα σχιστά μάτια του. Έβγαλε καπνό από τα ρουθούνια του και της μίλησε με βροντερή φωνή:
«Ποια είναι η θεότητα την οποία δεν μπορώ να κάψω;»
Η Ναταλία έμεινε έκπληκτη. Όχι μόνο καταλάβαινε τη γλώσσα των ανθρώπων, αλλά μπορούσε και να μιλήσει! Δεν έβρισκε λόγια να του απαντήσει. Ο Δράκος μούγκρισε νευριασμένος και της φώναξε:
«Γιατί δεν μιλάς;! Ποια είσαι;! Πες μου το όνομα σου!»
«Ε... Ναταλία με λένε, Δράκε. Και δεν είμαι θεά. Θνητή είμαι, μια απλή Μουσικός του Βασιλείου του Νότου.» απάντησε σαν χαμένη. «Απλά δεν μπορούσες να με κάψεις, γιατί χρησιμοποίησα ένα πυρίμαχο φίλτρο που μου έφτιαξε ένας μάγος.» πρόσθεσε.
Ο Δράκος βρυχήθηκε περιφρονητικά.
«Θνητοί... Δεν έχουν ιδέα από τη δύναμη των δράκων. Θέλουν να μας αιχμαλωτίσουν και να μας εκμεταλλευτούν. Δεν μπορούν να δεχθούν ότι είμαστε ανώτερα όντα.»
«Εγώ δεν έχω τέτοιους σκοπούς, Δράκε. Ήρθα εδώ μόνο για να σε γνωρίσω, επειδή η ύπαρξη σου με γοήτευσε και απέκτησα έμπνευση. Το παραδέχομαι ότι είσαι ανώτερος και για αυτό νιώθω σεβασμό και δέος για εσένα.» του εξήγησε η Ναταλία.
«Χμμ... Σε πιστεύω. Στα μάτια σου βλέπω την αλήθεια. Εσείς οι Μουσικοί είσαστε αθώοι και έχετε αγνή καρδιά. Δεν έχετε λόγο να μας βλάψετε. Σε εσένα μπορώ να εμπιστευθώ την ιστορία μου.»
«Θα ήθελα πολύ να την ακούσω. Και υπόσχομαι να μην την πω σε κανέναν.»
Ο Δράκος ανέπνευσε βαθιά και ξεκίνησε:
«Προέρχομαι από τη μακρινή Χώρα των Δράκων. Το όνομα μου είναι Νιρέξης και ήμουν ένας από τους πιο τρανούς και ξακουστούς δράκους της φωτιάς, πριν με πιάσουν και με αιχμαλωτίσουν εδώ.»
«Μα... πώς κατάφεραν να σε πιάσουν, τόσο μεγάλος και φοβερός που είσαι;»
«Δεν ήμουν σε αυτή τη μορφή. Στο φως της μέρας, εμείς οι δράκοι έχουμε ανθρώπινη μορφή. Έχουμε κάποιες υπεράνθρωπες δυνάμεις, όμως εάν μαζευτούν πολλοί θνητοί μαζί μπορούν να μας νικήσουν. Μόνο μετά τη δύση του Ήλιου μεταμορφωνόμαστε σε Δράκους και είμαστε ανίκητοι.»
Η Ναταλία είχε αρχίσει να νιώθει περίεργα συναισθήματα, πέρα από γοητεία και σεβασμό για τον Νιρέξη. Ήθελε να τον ελευθερώσει.
«Γιατί δεν μπορείς να το σκάσεις και να φύγεις τη μέρα, όταν θα είσαι άνθρωπος;» τον ρώτησε.
«Δεν μπορώ. Οι φρουροί του Ντέριου θα με αναγνωρίσουν και δεν πρόκειται να καταφέρω να περάσω τα σύνορα. Έτσι, μένω κλεισμένος εδώ μέσα ακόμα και την ημέρα και όποιος τολμάει να πλησιάσει, τον καίω λόγω του απέραντου μίσους μου για τους ανθρώπους. Όλους, εκτός από εσένα, μικρή μου Ναταλία.»
«Ο Λόρδος Ντέριος δεν βασιλεύει πια. Ο Βασιλιάς Δαμιανός πήρε το θρόνο τώρα.»
Ο Νιρέξης την κοίταξε με έκπληξη στα μάτια του.
«Μπορείς να φύγεις. Αν του μιλήσω εγώ ίσως σε αφήσει...» πήγε να συνεχίσει η Ναταλία, όμως τη διέκοψε:
«Όλοι οι βασιλιάδες, καλοί ή κακοί, είναι ίδιοι. Αν εσύ ήσουν βασίλισσα, θα άφηνες ελεύθερο ένα τέρας επικίνδυνο για το λαό σου;»
«Μα εσύ δεν είσαι επικίνδυνος κι ο Δαμιανός είναι διαφορετικός από κάθε άλλο μονάρχη που βασίλεψε στον Νότο.»
«Ναι, ίσως είναι. Παρόλα αυτά δεν θα καταφέρει να αποφύγει τον πόλεμο. Όμως εγώ, καλή μου, εξακολουθώ να είμαι ένας κίνδυνος για τα κατώτερα όντα, τους συνανθρώπους σου. Εσύ όμως, με το ποίημα που μου διάβασες, πήρες μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Δεν μπορώ να φύγω εάν δεν εκπληρώσουμε πρώτα μια προφητεία μαζί.»
«Ποια είναι αυτή, Δράκε;» ρώτησε γεμάτη αγωνία.
«Είναι αργά τώρα και σίγουρα θα πρέπει να γυρίσεις σπίτι. Πήγαινε να αναπαυθείς και αύριο θα έρθω να σε βρω με ανθρώπινη μορφή.»
Είχε περάσει όντως η ώρα και ο Κυριάκος θα ανησυχούσε και θα την έψαχνε. Την είχε συγκινήσει τόσο η ιστορία του και ήξερε ότι το μέλλον του ήταν σκοτεινό. Ο Νιρέξης έγειρε το κεφάλι του προς το μέρος της και εκείνη άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε το σκληρό με φολίδες δέρμα του σαν αποχαιρετισμό. Έπειτα μάζεψε βιαστικά τα πράγματα της από κάτω και ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά, ώστε να μην προλάβει να δει τα μάτια της να δακρύζουν. Ο Νιρέξης όμως, με τη σοφία που είχε, κατάλαβε χωρίς να χρειαστεί την όραση του.
Η Ναταλία έφτασε στην κορυφή της σκάλας, βγήκε απ' τη σπηλιά κι έκλαψε κάτω από ένα δέντρο χωρίς να ξέρει το γιατί. Τι ήταν αυτό που ένιωθε; Συγκίνηση; Λύπη για το σκληρό μέλλον του Νιρέξη; Κάτι πάνω από ποιητική έμπνευση πάντως. Όταν συνήλθε σηκώθηκε και πήρε το δρόμο για την Ταβέρνα γεμάτη ερωτηματικά. Ήθελε πάρα πολύ να τον ξαναδεί, αλλά δεν είχε το κουράγιο να ξαναπάει.
Της είχε πει ότι θα πήγαινε να τη βρει την επομένη. Ήξερε όμως πού ήταν η Ταβέρνα; Δεν είχε σημασία. Εκείνος θα την έβρισκε με τις υπερφυσικές του δυνάμεις. Ήθελε τόσο να δει την ανθρώπινη μορφή του, αλλά φοβόταν την αντίδραση της. Ξάφνου, συνειδητοποίησε πόσο ευαίσθητη κι ευάλωτη είχε γίνει μέσα σε μια στιγμή, εκείνη, η Τροβαδούρος Ναταλία, η χαρούμενη και πάντα σκληρή γυναίκα που είχε να κλάψει χρόνια.
Μπήκε στην Ταβέρνα, μ' ένα αίσθημα ανακούφισης που γύρισε σπίτι της. Ο Κυριάκος την πλησίασε ανήσυχος. Η παράσταση είχε τελειώσει με μεγάλη επιτυχία και είχαν μείνει μόνο δύο τραπέζια με πελάτες. Μόλις είδε ότι τα μάτια της ήταν κλαμένα, τρόμαξε κι ανησύχησε ακόμα πιο πολύ. Δεν την είχε δει ποτέ τόσο λυπημένη. Δεν τόλμησε να τη ρωτήσει τίποτα, γνωρίζοντας ότι δεν ήταν σε θέση να απαντήσει ερωτήσεις.
Ανέβηκε στην κάμαρα της και μετά από λίγο ο Κυριάκος έκλεισε την ταβέρνα και ανέβηκε κι αυτός. Η Ναταλία ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και κοιτούσε το ταβάνι. Ο άντρας της άλλαξε αμίλητος και ξάπλωσε πλάι της. Στο μεταξύ, βλέποντας ότι δεν του είχε πει λέξη ακόμα, δεν άντεξε και της είπε:
«Η σιωπή σου με σκοτώνει. Τι έγινε; Δεν βρήκες τον Δράκο; Δεν υπάρχει;»
«Τον είδα.» του απάντησε, γυρνώντας στο πλάι για να τον κοιτάξει.
«Και;»
«Μιλήσαμε, αφού του διάβασα το ποίημα και τον ηρέμησα. Τον λένε Νιρέξη και είναι ένα πλάσμα τόσο ανώτερης νοημοσύνης, ώστε μας θεωρεί κατώτερους. Την ημέρα παίρνει ανθρώπινη μορφή. Μου είπε κι άλλα πράγματα πολύ σκοτεινά και λόγια προφητικά, για τα οποία δεν θέλω να μιλήσω.»
«Δεν θα σε πιέσω, αγαπημένη μου. Ξέρω πως αυτά που σου είπε σε στενοχώρησαν. Κοιμήσου τώρα κι αύριο θα αισθάνεσαι καλύτερα.»
Όντως την επόμενη το πρωί ένιωθε λίγο καλύτερα. Σηκώθηκε, έκανε μερικές δουλειές και συνέχισε ένα θεατρικό που έγραφε. Το μεσημέρι έφαγε με τον άντρα της, αφού πρώτα σέρβιραν στους λιγοστούς πελάτες τους. Μετά άρχισε να καταφθάνει περισσότερος κόσμος. Καθώς η Ναταλία σέρβιρε μια κανάτα κρασί σε μια παρέα, ο Κυριάκος σκούπιζε μπροστά από την είσοδο. Τότε είδε ακριβώς μπροστά του έναν νεαρό ψηλό και γεροδεμένο.
Το όμορφο πρόσωπο του ήταν ανεξιχνίαστο και φωτεινό και είχε μακριά κατακόκκινα μαλλιά και καστανοκίτρινα μάτια. Φορούσε μια κοκκινόμαυρη πανοπλία. Ο Κυριάκος στην αρχή νόμισε πως ήταν άγιος και πήγε να γονατίσει από τη λάμψη του, ωστόσο τον χαιρέτησε ευγενικά και του είπε:
«Καλησπέρα, κύριε. Θα θέλατε να κάτσετε;»
«Θέλω να δω τη Ναταλία. Είναι η ιδιοκτήτρια της Ταβέρνας;» ρώτησε ο άνδρας με μια δόση αβεβαιότητας κι αμηχανίας, σαν να μην αισθανόταν άνετα σε αυτό το μέρος.
«Ω, όχι, δεν θα το έλεγα. Όλα τα κτήρια ανήκουν στο Βασιλιά. Όμως, η Ναταλία είναι η Μουσικός που κάνει κουμάντο στην Ταβέρνα και σύζυγος μου, φυσικά. Εγώ είμαι ο Μπάρμαν Κυριάκος.»
Του έτεινε το χέρι του.
«Νιρέξης.» του συστήθηκε απλά ο νεαρός. Τα μάτια του Κυριάκου γέμισαν με δέος και έκπληξη. Ο Δράκος Νιρέξης, αυτοπροσώπως με ανθρώπινη μορφή, είχε έρθει στην Ταβέρνα τους. Εκείνη την ώρα γύρισε κι η Ναταλία και τον είδε, και κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν. Τα μάτια τους ενώθηκαν και η χαρά της ήταν απερίγραπτη που κράτησε το λόγο του και την επισκέφθηκε με ανθρώπινη μορφή.
******************
Η συνέχεια στο επόμενο μέρος, όπου θα γνωρίσουμε καλύτερα τον Δράκο Νιρέξη ως άνθρωπο. Ποια είναι άραγε η προφητεία την οποία ανέφερε στη Ναταλία; Και τι αισθήματα θα γεννηθούν ανάμεσα τους; Μια δυνατή φιλία ή μήπως κάτι παραπάνω;;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top