10. Βασιλική Εκτέλεση
Υπήρχε πολύς κόσμος εκείνη τη μέρα στο ιατρείο και η Πατρίσια είχε πολλή δουλειά. Στο βάθος της αίθουσας διέκρινε τον Λέανδρο Νόβα ο οποίος περίμενε υπομονετικά. Δεν ήταν άρρωστος, ούτε είχε κλείσει ραντεβού για εξέταση. Είχε άλλο ραντεβού μαζί της. Γιατί η Πατρίσια δεν ήταν μόνο μια απλή γιατρός. Έβγαζε μερικά επιπλέον χρήματα με το να πουλάει το κορμί της στους άντρες. Δεν ήταν πολλοί εκείνοι που το ήξεραν, όμως σιγά- σιγά μαθευόταν και τα ερωτικά ραντεβού της ολοένα και αυξάνονταν.
Η Πατρίσια όμως ποτέ δεν παραμελούσε τους πραγματικούς ασθενείς της και πάνω απ' όλα έβαζε αυτούς, ενώ τα ερωτικά ραντεβού γίνονταν όταν τελείωναν τα ιατρικά. Ο Λέανδρος λοιπόν περίμενε για ένα τέτοιο ραντεβού. Ήταν ο πιο τακτικός πελάτης της, χωρίς η ίδια να ξέρει γιατί. Δεν έδειχνε πάντως ερωτευμένος μαζί της. Όταν τελείωσε και με τον τελευταίο ασθενή, είπε στον νοσοκόμο της, τον Στέφανο ότι μπορούσε να φύγει και έκανε νόημα στον Λέανδρο ότι μπορούσε να περάσει.
Εκείνος μπήκε στην ιατρική αίθουσα και στη συνέχεια ανέβηκαν οι δύο τους στην καμάρα της Πατρίσιας. Εκείνη έβγαλε το μαντίλι που φορούσε στα κάστανα μαλλιά της και τα άφησε να πέσουν ανάλαφρα στους ώμους της. Ο Λέανδρος έβγαλε απ' την τσέπη του ένα πουγκί νομίσματα και της τα έδωσε. Η γιατρός τα έβγαλε και αφού τα μέτρησε σύντομα, τα ακούμπησε πάνω σε ένα ξύλινο γραφείο.
"Λοιπόν;" Είπε στον Λέανδρο. "Δεν είπες τίποτα από την ώρα που μπήκες. Συνήθως ήσουν πολύ φλύαρος."
"Σήμερα δεν έχω όρεξη." Της απάντησε κοφτά.
"Θα μου πεις το λόγο;"
"Μετά." Είπε εκείνος και τη φίλησε.
Τότε ξεκίνησαν όλα τα άλλα. Ο Νόβας ως γνωστόν ήταν πολύ θρασύς στην ερωτική του ζωή, αλλά και στο κρεβάτι δεν πήγαινε πίσω. Η Πατρίσια το ήξερε καλύτερα από όλους αυτό. Ειδικά εκείνο το βράδυ όμως ήταν σχεδόν βίαιος. Η Πατρίσια είχε εστιάσει το βλέμμα της σε μια ρωγμή στον ξύλινο τοίχο του δωματίου και σκεφτόταν ότι έπρεπε να τη φτιάξει, ώσπου εκείνος επιτέλους, με ένα βογκητό βγήκε από μέσα της και τελείωσε πάνω της χωρίς να νοιάζεται αν η ίδια ένιωθε τίποτα.
Έμεινε λίγα δευτερόλεπτα ανάσκελα για να συνέλθει.
"Παντρεύομαι. " της είπε τότε ξαφνικά, όταν η αναπνοή του επανήλθε στο φυσιολογικό.
"Τι;" ρώτησε έκπληκτη εκείνη. "Άκουσα καλα; Είπες παντρεύεσαι;"
"Ναι. Δεν ξέρω τι να κάνω. Θέλω να συνεχίσω να έρχομαι σε εσένα, αλλά χωρίς να το καταλάβει η γυναίκα μου. Φοβάμαι όμως μη διαδοθεί η φήμη και με καταλάβει, ειδικά αυτή που είναι μέσα σε όλα."
"Τι εννοείς μέσα σ' όλα;"
"Την Τελάλισα παίρνω, την Τασία. Θα ζήσουμε στο μαγαζί μου μετά το γάμο. Οπότε, καταλαβαίνεις. Θα πάψω να έρχομαι εδώ, γιατί αυτή η αγελάδα μαθαίνει τα πάντα."
Η Πατρίσια είχε μείνει έκπληκτη. Πρώτον, γιατί ο άστατος εκείνος έμπορος παντρευόταν και μάλιστα με μια γυναίκα που ήταν η τελευταία που θα διάλεγε. Και κατά δεύτερον γιατί μιλούσε έτσι για τη γυναίκα που επρόκειτο να παντρευτεί;
"Δεν με πειράζει που δεν θα έρχεσαι. Αλλά πώς προέκυψε αυτό;" τον ρώτησε.
"Οι γονείς μου ήρθαν εδώ κι εγκαταστάθηκαν στην Πόλη του Νότου πριν από λίγες μέρες. Γνωρίστηκαν με την οικογένεια της χοντρής κι έγινε το προξενιό."
"Και εσένα η Τασία δεν σ' αρέσει καθόλου από ότι κατάλαβα, ε;"
"Καθόλου. Σου φαίνομαι για άνδρας που θα κοιτούσε την Τελάλισα; Με το ζόρι την παίρνω."
Μάθε πρώτα να ικανοποιείς μια γυναίκα και μετά κρίνε την εξωτερική εμφάνιση του άλλου! Ήθελε να του πει, όμως σκέφτηκε πως δεν άξιζε να ασχοληθεί με αυτόν τον άξεστο.
Έτσι λοιπόν, αποχαιρετίστηκαν τυπικά και ο Λέανδρος έφυγε για να συναντήσει το βαρετό του μέλλον. Δεν την ενδιέφερε καθόλου. Η σχέση τους ήταν μόνο σωματική, όπως και με όποιον άλλο άντρα είχε γνωρίσει. Εκτός από έναν: τον Λόρδο Ντέριο. Ήταν πραγματικά ερωτευμένη μαζί του, όμως ο μόνος λόγος που την πλησίαζε εκείνος ήταν καθαρά ιατρικός. Τον τελευταίο καιρό ωστόσο, είχε γίνει πολύ διαφορετικός.
Οι φόροι αυξάνονταν με ταχύτατους ρυθμούς και οι νόμοι γίνονταν ολοένα και πιο αυστηροί. Έκανε ασυγχώρητα λάθη. Καταδίκασε ένα νεαρό ζευγάρι για παράνομο γάμο και εκτέλεσε τον Μάγο Σταύρο. Φθηνά την γλίτωσε η Δέσποινα Ουρανία, χάρη στην παρέμβαση της Ιέρειας Μεγκάνας. Κι έπειτα όλοι έλεγαν πως φερόταν απαίσια σε όλους τους ανθρώπους που τον υπηρετούσαν, μεταξύ αυτών στον βασιλικό του σύμβουλο, αλλά και σε αξιωματικούς, κατασκόπους καθώς και στους ανθρώπους της αυλής.
Η Πατρίσια θυμήθηκε μια υπόσχεση που είχε δώσει στην Ιππότη Ελένη, ότι δηλαδή θα ανακαλύψει τι άλλαξε τον βασιλιά τους και θα τον τιμωρούσε, όμως δεν έβρισκε τρόπους να το κάνει αυτό. Πώς θα τιμωρούσε έναν άντρα με τον οποίο, ήταν ερωτευμένη; Και με ποια πρόφαση θα τον πλησίαζε; Σίγουρα θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει τη γοητεία της, όμως κάθε φορά που τον έβλεπε, κάτι πάθαινε και φερόταν σαν ανόητο κοριτσόπουλο!
Κι αν έκανε και κανένα μοιραίο λάθος η έλεγε κάτι απρεπές, τότε σίγουρα θα την εκτελούσε και εκείνη, όπως τόσους άλλους για ασήμαντο λόγο... Έπρεπε να φερθεί διακριτικά. Την επόμενη του αποχωρισμού της απ' τον Λέανδρο, είπε στον νοσοκόμο Στέφανο να αναλάβει τους ασθενείς και πήγε στο παλάτι. Ο Ντέριος συνομιλούσε με μερικούς ανθρώπους της αυλής εκείνη την ώρα. Πλησίασε, αγνοώντας την καρδιά της που κόντευε να σπάσει.
"Καλημέρα." Είπε σε όλους και έκανε υπόκλιση στον βασιλιά.
"Καλή σας μέρα, Γιατρέ Πατρίσια. Σε τι οφείλω την τιμή της επίσκεψης σας;" τη ρώτησε ο Ντέριος.
Φέρσου έξυπνα και άνετα Πατρίσια! Είπε από μέσα της.
"Ήθελα να βεβαιωθώ αν η υγεία σας είναι εντάξει, Μεγαλειότατε. Δεν σας βλέπω πια στο ιατρείο μου." Του είπε.
"Δεν καταλαβαίνω το λόγο της ανησυχίας σας, Γιατρέ. Εφόσον είμαι υγιής, γιατί να έρθω;" είπε ο Ντέριος και η παρέα του γέλασαν σιγανά.
"Είσαστε υγιής, λοιπόν."
"Φυσικά."
"Μια μικρή εξέταση δεν θα έβλαπτε. Ένας βασιλιάς πρέπει να είναι απολύτως υγιής για να κυβερνάει σωστά, και μια προληπτική εξέταση μπορεί να προβλέψει αρρώστιες που δεν είναι αισθητές ακόμα, αν γίνει νωρίς."
"Σοφή κουβέντα, όμορφη γιατρέ. Θα έπρεπε να μου κρατάτε περισσότερη συντροφιά."
Είναι πιο εύκολο από ότι φανταζόμουν! Πανηγύρισε από μέσα της.
"Θα το ήθελα πολύ, αλλά είναι και οι ασθενείς που πρέπει να φροντίσω."
"Ω, μα φυσικά! Προηγείται το καθήκον. Τι θα λέγατε λοιπόν, οπότε είσαστε ελεύθερη, να με συνοδεύσετε σε μια...εχμ...νυχτερινή περιπολία, ας πούμε. " είπε ο Ντέριος και οι αυλικοί του κοιτάχτηκαν μεταξύ τους έκπληκτοι.
"Ναι, βέβαια, Μεγαλειότατε. Είναι τιμή μου. " απάντησε η Πατρίσια. "Απόψε το βράδυ θα είμαι ελεύθερη. "
Ο Δανιήλ τους παρατηρούσε τόση ώρα και κρυφάκουγε τη συζήτηση τους. Την ήξερε καλά την Πατρίσια. Ήξερε τι γυναίκα ήταν. Άραγε τι προσπαθούσε να πετύχει; Λίγες στιγμές σωματικής ευτυχίας δίπλα στον Λόρδο Ντέριο, ένα πολύ "δύσκολο θύμα", ή ήθελε να βρει πληροφορίες, πράγματα τα οποία και ο ίδιος ήξερε για αυτόν τον αντιπαθητικό βασιλιά; Έπρεπε να μάθει τις προθέσεις της και αν ανακάλυπτε ότι μπορούσε να βοηθήσει, τότε θα γινόταν σύμμαχος της.
Η Πατρίσια επέστρεψε στην κλινική, ανέλαβε μερικούς ασθενείς και μετά πήγε στην κάμαρα της να ξεκουραστεί και να φάει. Λίγο μετά δέχθηκε μια επίσκεψη. Ήταν ο Κατάσκοπος Δανιήλ.
"Καλησπέρα." της είπε. "Να περάσω;"
"Ναι." του απάντησε εκείνη και παραμέρισε. "Έχεις κλείσει ραντεβού για εξέταση ή για..."
"Για τίποτα απ' τα δυο. Ήρθα για τελείως διαφορετικό λόγο."
Τον κοίταξε απορημένη και ανήσυχη.
"Θα σου κάνω κάποιες ερωτήσεις και θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά." ξεκίνησε ο Δανιήλ.
"Και πώς μπορώ να σ' εμπιστευθώ;" ρώτησε η Πατρίσια.
"Είμαι το δεξί χέρι του Λόρδου Ντέριου. Αφού εμπιστεύεσαι αυτόν, θα σου είναι πιο εύκολο με εμένα!"
"Τι εννοείς;"
"Τίποτα... Άσ' το. Θα στο θέσω αλλιώς. Σας είδα που μιλούσατε το πρωί. Ο Ντέριος σου πρότεινε να πας το βράδυ μαζί του στο δάσος κι εσύ δέχτηκες. Μπορώ να μάθω το λόγο;" τη ρώτησε με σταυρωμένα χέρια.
"Είναι μεγάλη ιστορία. Δεν ξέρω ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που τον πλησιάζω."
"Α, τώρα είπες τη σωστή κουβέντα: να τον πλησιάσεις. Άρα, κάτι θες να κερδίσεις από αυτόν. Τί όμως; Να δω αν μπορώ να σε βοηθήσω."
Η Πατρίσια αποφάσισε να του πει τη μία αλήθεια. Τί στο καλό, κατάσκοπος του ήταν, σίγουρα κάτι θα ήξερε.
"Δανιήλ, πόσο καιρό είσαι στον Νότο;" ρώτησε αρχικά.
"Έξι χρόνια, γιατί;"
"Εγώ είμαι δεκαπέντε. Τον πρώτο καιρό που ήρθα εδώ, κοριτσάκι είκοσι χρονών ακόμα, ο Λόρδος Ντέριος ήταν πολύ καλός και φρόντιζε για όλους τους ανθρώπους του, πλούσιους και φτωχούς, άντρες και γυναίκες, γέρους και παιδιά, χωρίς διακρίσεις. Τον τελευταίο καιρό όμως άλλαξε. Άρχισε να εκτελεί αθώους χωρίς σοβαρό λόγο και το αποκορύφωμα ήταν το ρίξιμο του πρώην Μάγου Σταύρου στο Τέρας της Τιμωρίας. Τότε υποσχέθηκα στην Ιππότη Ελένη, που ήταν παιδική φίλη του Σταύρου και τον αγαπούσε, να ανακαλύψω τι τον άλλαξε και να τον σταματήσω, ούτως ώστε να μην σκοτώνονται πλέον αθώοι και το πνεύμα του Σταύρου να βρει τη δικαίωση. Τώρα όμως δεν έχω ιδέα πώς θα το κάνω αυτό."
Ώστε δεν ξέρει όλη την αλήθεια. σκέφτηκε ο Δανιήλ και αποφάσισε να τη βοηθήσει.
"Μπορείς τώρα να μου πεις τι θες από εμένα;" τον παρότρυνε εκείνη να μιλήσει.
"Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή σε παρεξήγησα. Νόμιζα πως ήθελες να τυλίξεις τον Ντέριο ή κάτι τέτοιο. Και όχι μόνο ερωτικά, αλλά και να τον βοηθήσεις στα βρόμικα σχέδια του."
"Ποια βρόμικα σχέδια; Τι εννοείς; Ξέρεις κάτι παραπάνω από εμένα;" τον ρώτησε η Πατρίσια ανυπόμονα.
"Κατάσκοπος είμαι. Δεν θα ξέρω κατιτίς παραπάνω;" αποκρίθηκε ο Δανιήλ ήρεμα.
Ωστόσο δεν ήξερε αν μπορούσε να την εμπιστευθεί. Και αν όντως υποστήριζε τον ηλίθιο βασιλιά; Όχι, καλύτερα να την παρακολουθούσε λίγο ακόμα.
"Δεν θα σου πω τώρα." Της είπε. Η Πατρίσια έκανε να διαμαρτυρηθεί, όμως τη διέκοψε με μια κίνηση του χεριού.
"Κανονικά θα σου πρότεινα να μην πας απόψε στο δάσος μαζί του." Συνέχισε. "Όμως...Ίσως μου φανείς χρήσιμη και ίσως ξεσκεπάσουμε μαζί την απάτη του. Να πας λοιπόν. Εγώ ωστόσο θα σας παρακολουθώ από μακριά. Φεύγω τώρα. Πρέπει να ετοιμαστώ για το βράδυ. Αντίο, Γιατρέ."
Η Πατρίσια είχε μπερδευτεί. Όσο αλλόκοτος ήταν ο Λόρδος Ντέριος, τόσο μυστήριος ήταν ο κατάσκοπος του. Μήπως της έστηναν οι δύο τους παγίδα; Αν όμως ήταν αλήθεια αυτά που της είπε ο Δανιήλ, τότε ο βασιλιάς ήταν ένα καθίκι. Αν πήγαινε απόψε στο δάσος, μπορεί ακόμα και να της δινόταν η ευκαιρία να σώσει το λαό του Νότου.
Οι ώρες πέρασαν κάποτε και το βράδυ έφτασε. Η Πατρίσια φόρεσε μια έσαρπα πάνω από το φόρεμα, το μαντίλι στα μαλλιά της, μπότες και ξεκίνησε. Έξω απ' το δάσος είχε φτάσει ήδη ο Ντέριος, αλλά δεν ήταν μόνος. Συνοδευόταν από μια ομάδα τρομακτικών σωματοφυλάκων. Ήταν όλοι τους πελώριοι και φορούσαν γκρίζες σιδερένιες πανοπλίες που κάλυπταν όλο το σώμα. Στα κεφάλια τους φορούσαν κράνη, μέσα από τα οποία δεν φαίνονταν τα πρόσωπα τους και στην κορυφή τους είχαν δύο κέρατά.
Έμοιαζαν με δαίμονες που ξεπήδησαν κατευθείαν από την κόλαση. Ο Ντέριος φορούσε μια άλλη, πιο απλη πανοπλία χωρίς καθόλου κράνος και ήταν ζωσμένος με σπαθί. Αγνοώντας τον τρόμο που φωλιάσε στην καρδιά της, η Πατρίσια τον πλησίασε και υποκλίθηκε.
"Χαίρεται, Μεγαλειότατε."
"Αργήσατε λίγο, Γιατρέ. Αλλά δεν πειράζει. Οι άντρες που βλέπεις είναι η νυχτερινή φρουρά μου. Μην φοβάσαι. Εσύ είσαι ασφαλής προς το παρόν. Έαν όμως ανοίξεις το στόμα σου και μαθευτεί έστω και μια κουβέντα παραέξω από αυτά που θα δεις απόψε..."
Έδειξε έναν απ' τους φρουρούς του κι εκείνος έκανε μια χαρακτηριστική κίνηση ότι θα της έκοβαν το κεφάλι.
"Κατανοητό, Μεγαλειότατε." αποκρίθηκε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε η Πατρίσια.
"Λοιπόν, ώρα να ξεκινήσουμε την περιπολία. Εσείς, κυρία μου, θα μείνετε πίσω με αυτούς τους δυο φρουρούς μου, ώστε να είμαι βέβαιος ότι δεν θα το σκάσετε." είπε ο Ντέριος και μπήκαν όλοι στο δάσος. Περπατούσαν αργά και προσεκτικά, σταματώντας κάθε τόσο για να δουν αν θα διακρίνουν ή ακούσουν τίποτα ύποπτο.
Ο Ντέριος πήγαινε πρώτος, οδηγώντας και τους υπόλοιπους και η Πατρίσια τελευταία, συνοδευόμενη από δυο τερατώδεις φρουρούς τόσο στενά που ασφυκτιούσε. Το αν όντως τους ακολουθούσε κρυφά κι ο Δανιήλ, ή αν απλά της το είπε για να την κάνει να νιώσει πιο ασφαλής, αυτό δεν μπορούσε να το ξέρει. Άλλωστε ήταν κατάσκοπος, σίγουρα δεν θα τον καταλάβαινε αν ήταν εκεί τριγύρω. Σταμάτησαν κάποια στιγμή πολύ απότομα και οι σκέψεις της διακόπηκαν.
Ο Ντέριος είχε ακούσει κάτι. Να ήταν άραγε ο Δανιήλ; Ο Λόρδος αφουγκράστηκε τις κινήσεις του δάσους και το θρόισμα των φύλλων.
"Από εδώ! Εσείς οι δυο μείνετε εδώ να την προσέχετε! Οι υπόλοιποι μαζί μου!" φώναξε και οι φρουροί του υπάκουσαν. Η Πατρίσια τους είδε να χάνονται πίσω από μια συστάδα δέντρων. Μετά άκουσε φωνές ανθρώπων και κραυγές.
Μα τι κάνει; Πάλι αθώους σκοτώνει; αναρωτήθηκε έντρομη.
Και ο Δανιήλ δεν φαινόταν πουθενά για να επέμβει. Μέσα από τα δέντρα βγήκε μια κοπέλα με σκισμένα ρούχα. Έπεσε κάτω αιμόφυρτη και της είπε με αδύναμη φωνή:
"Γιατρέ Πατρίσια! Σώστε με!" και άρχισε να σέρνεται προς το μέρος της. Πίσω απ' τα δέντρα η μάχη συνεχιζόταν.
"Σώστε με!" της φώναξε όσο μπορούσε. Η Γιατρός κοίταξε τους δυο φρουρούς. Καμία αντίδραση από μέρους τους.
Δεν άντεξε άλλο. Έτρεξε και γονάτισε δίπλα στην κοπέλα. Την πήρε στην αγκαλιά της και έριξε μια σύντομη ματιά στις πληγές της. Ήταν πολύ αργά. Η κοπέλα αιμορραγούσε ακατάπαυστα, είδικα από ένα βαθύ κόψιμο στην κοιλιά της, μέσα από το οποίο σάρκες κρέμονταν, και αργοπέθαινε. Τότε ένας απ' τους δυο φρουρούς πήγε κι έπιασε την Πατρίσια. Ο άλλος έβγαλε τη χαντζάρα του και αποτελείωσε την κοπέλα. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε πάλι ο Ντέριος με τους υπόλοιπους τέσσερις.
"Τους εκτελέσαμε όλους." είπε με απάθεια κι έπειτα κοίταξε τα γεμάτα αίμα ρούχα της Γιατρού. "Γιατί ανακατεύτηκες;" τη ρώτησε.
"Που να πάρει, είμαι γιατρός κι η κοπέλα χρειαζόταν τη βοήθεια μου!" φώναξε. "Τι στο καλό κάνετε;!"
"Το δάσος είναι απαγορευμένη ζώνη. Ίσως να μην έφτασε στα αυτιά σου η διαταγή που έδωσα να μην έρχεται κανένας εδώ εκτός από μένα και τους δικούς μου."
"Δεν έτυχε να το ακούσω. Γιατί όμως;"
"Αυτό δεν σας αφορά, Γιατρέ." το γύρισε πάλι στον πληθυντικό.
"Δεν έπρεπε να τη φέρετε δω, Μεγαλειότατε." είπε ένας από τους φρουρούς με βαριά φοβερή φωνή.
"Δεν θα πει τίποτα. Έτσι δεν είναι, Γιατρέ; Αν σε εκτελέσω, τι θα απογίνουν οι ασθενείς σου;"
Εκείνη τη στιγμή ήθελε να τον φτύσει, μα συγκρατήθηκε. Έπρεπε να φερθεί έξυπνα και λογικά. Μπορεί να χρειαζόταν καιρός ώσπου να τον ανακαλύψει και τον ξεσκεπάσει.
"Αρκετά με την περιπολία." είπε ο Ντέριος. "Θα σας πρότεινα να έρθετε μαζί μου στο παλάτι, Γιατρέ Πατρίσια, ώστε να βεβαιωθώ ότι δεν θα μιλήσετε στο λαό και δεν θα τον ξεσηκώσετε." Φυσικά, αυτό δεν ήταν πρόταση, ήταν διαταγή. Η Πατρίσια δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Δέχθηκε...
Ξύπνησε δίπλα του την άλλη μέρα το πρωί. Τα αισθήματα της μπερδεύτηκαν ακόμα περισσότερο. Ο εφιάλτης της προηγούμενης νύχτας, με τους φρουρούς- τέρατα και τις μυστηριώδεις εκτελέσεις, τελείωσε με τον πιο ωραίο τρόπο, στο βασιλικό κρεβάτι του Ντέριου.
Τώρα τα πράγματα έγιναν περίπλοκα. σκέφτηκε. Από τη μια μεριά, μπορώ να παραδεχθώ την αλήθεια, ότι είμαι ερωτευμένη μαζί του για να κερδίσω την εμπιστοσύνη του. Έτσι όμως, θα συνεχίσει να με εμπιστεύεται ο Δανιήλ; Και μετά τι να κάνω, όταν όλα αυτά τελειώσουν; Να θυσιάσω τα αισθήματα μου για το καλό του λαού μας;
Όλα αυτά τα ερωτήματα δεν θα αργούσαν πολύ να απαντηθούν. Ο Ντέριος ξύπνησε κι εκείνος δίπλα της, την κοίταξε και της χαμογέλασε πονηρά.
"Καλημέρα, Πατρίσια." της είπε και η καρδιά της έκανε πάλι τα δικά της, γιατί πρώτη φορά την αποκαλούσε απλά με το όνομα της. "Ήσουν υπέροχη χθες τη νύχτα."
"Κι εσείς το ίδιο, Μεγαλειότατε." του αποκρίθηκε.
"Ομολογώ ότι δεν το περίμενα. Με έχεις εντυπωσιάσει. Για αυτό, θα πάρουμε πρωινό μαζί και μετά θα σε αφήσω να πας στην κλινική να αναλάβεις τους ασθενείς σου. Δεν θέλω να υποπτευθούν τίποτα... Όταν σε ξανακαλέσω, όμως, θέλω να παρατήσεις ό,τι κι αν κάνεις και να σπεύσεις αμέσως στο Παλάτι. Σύμφωνοι;"
"Μάλιστα, Μεγαλειότατε."
Σηκώθηκαν, ντύθηκαν και έφαγαν ένα πλούσιο πρωινό, σε αντίθεση με την κλινική όπου εκείνη κι ο Στέφανος την έβγαζαν με ένα ξερό κομμάτι ψωμί βουτηγμένο σε γάλα. Ύστερα ο Ντέριος την άφησε να φύγει και το παραμύθι έλαβε τέλος.
Ο Στέφανος ήταν έξαλλος όταν επέστρεψε στην κλινική.
"Πού ήσασταν όλη νύχτα, γιατρέ; Είχαμε επείγον περιστατικό!" της φώναξε.
"Είχα μια δουλειά που δεν σε αφορά." του απάντησε ήρεμα. "Τι είδους περιστατικό είχαμε;"
"Τραυματίστηκε ένας άνδρας στο δάσος. Είχε σοβαρές πληγές από σπαθί, που σημαίνει ότι μπορεί να δέχθηκε επίθεση από ληστές. Τον βρήκαν δύο άλλοι άνδρες και τον έφεραν, δεν κατάφερα όμως να τον σώσω μόνος μου."
Η κατάσταση ξέφυγε τελείως! είπε αγανακτισμένη από μέσα της. Σίγουρα θα ήταν κάποιος που γλίτωσε από τη χθεσινή επίθεση του Ντέριου και των τεράτων του. Δεν θα το αφήσω έτσι αυτό! Προς το παρόν όμως, έπιασε δουλειά και ανέλαβε τους ασθενείς της. Το απόγευμα την επισκέφθηκε επιτέλους ο Δανιήλ και πήγαν επάνω να μιλήσουν.
"Πού ήσουν εσύ; Είδες τι έγινε χθες στο δάσος;!" του φώναξε η Πατρίσια.
"Ναι. Τα είδα όλα. Ευτυχώς, εσύ τη γλίτωσες. Όχι για πολύ ακόμα όμως..."
"Τι εννοείς;! Και γιατί δεν έκανες τίποτα χθες;! Τους άφησες και πέθαναν, Δανιήλ! Αθώοι πολίτες!"
"Τι θα μπορούσα να κάνω μόνος μου;! Δεν είδες πώς ήταν η φρουρά του;!" της φώναξε κι εκείνος.
"Έχεις δίκιο." παραδέχτηκε.
"Λοιπόν, ας οργανωθούμε. Έμαθα πως πέρασες τη νύχτα στο Παλάτι και συγκεκριμένα στο δωμάτιο του Ντέριου."
"Δεν σου ξεφεύγει τίποτα, ε;"
"Αν θέλω να μάθω κάτι, κανένας δεν με σταματά. Λοιπόν. Δεν ξέρω αν το έκανες με τη θέληση σου ή αν εκείνος σε διέταξε..."
"Και τα δύο." του απάντησε ειλικρινά. "Εσύ;"
"Τι εγώ;"
"Με παρακολουθείς με τη θέληση σου ή σε διέταξε αυτός;"
"Τι θες να πεις; Ότι είμαι μαζί του; Εγώ να είμαι με το μέρος αυτού του σκουληκιού;! Ποτέ!" ξέσπασε ο Δανιήλ.
Μετά όμως ηρέμησε και της είπε:
"Άκου να δεις. Εγώ είμαι με το μέρος του λαού, με τους κατώτερους και τους αδικημένους. Με τη χήρα και τα παιδιά του άντρα τον οποίο εκτέλεσε ο Ντέριος επειδή δεν είχε λεφτά για να πληρώσει τους φόρους. Με την έγκυο γυναίκα που είναι αναγκασμένη να μεγαλώσει το παιδί μόνη της, επειδή ο άντρας της εκτελέστηκε για γελοίο λόγο. Με τη μάνα του νεκρού υπηρέτη, ο οποίος εκτελέστηκε επειδή έφερε λάθος φαγητό στον Ντέριο. Με τους φτωχούς που μόλις και μετά βίας βγάζουν τα προς το ζην, ενώ πρέπει να πληρώνουν και τους εξωφρενικά υψηλούς φόρους για να ζει ο Ντέριος μες στη χλιδή και να τρώει πλουσιοπάροχα, ενώ στο βασίλειο επικρατεί πείνα. Θέλω τη βοήθεια σου, Πατρίσια. Τα πράγματα σοβάρεψαν."
"Εμένα μου λες..."
"Ο Λόρδος Ντέριος πρέπει να πεθάνει. Μόνο έτσι θα γλιτώσει το βασίλειο μας κι ο λαός από την ολική καταστροφή. Ήδη έχει αρχίσει να εκτελεί άτομα τα οποία γνωρίζουν τους σκοπούς του, εκτός από τις άλλες άδικες εκτελέσεις. Ένας απ' τους επόμενους θα είμαι κι εγώ."
"Τι θες να πεις;"
"Ότι ο βασιλιάς, ή μάλλον ο τύραννος, έχει αρχίσει να μη με εμπιστεύεται και σύντομα θα ανακαλύψει τα σχέδια μου."
"Και εσύ πώς το ξέρεις;"
"Το έχω καταλάβει. Διότι έχω φτιάξει ένα δηλητήριο και δεν βρίσκω τρόπο να του το δώσω. Να το ρίξω στο φαγητό του; Φοβάμαι μην το φάει κανένας αθώος. Το ρίχνω στο ποτό του, του το προσφέρω και δεν το πίνει. Άρα, με έχει πάρει χαμπάρι."
"Και γιατί δεν σ' έχει εκτελέσει ακόμα;"
"Γιατί με χρειάζεται. Είμαι το δεξί του χέρι, μην το ξεχνάς. Τώρα όμως που του έχω εναντιωθεί, σύντομα δεν θα μ' έχει ανάγκη και τότε θα με ξεφορτωθεί. Όπως κι εσένα. Σε θέλει για το κρεβάτι του, για αυτό σε εμπιστεύθηκε και σε πήρε στο δάσος. Το θέμα είναι...ποιανού το μέρος θα πάρεις εσύ. Το δικό του, ή θα βοηθήσεις εμένα να σώσουμε το λαό μας;"
Η Πατρίσια τον κοιτούσε έκπληκτη. Σίγουρα θα είχε καταλάβει τον κρυφό έρωτα της για τον Ντέριο, αλλιώς δεν θα τη ρωτούσε τέτοια πράγματα. Πήρε την απόφαση της: θα θυσίαζε τα αισθήματα της, για να σωθούν όσοι αθώοι είχαν απομείνει. Γιατρός ήταν εξάλλου, έπρεπε να κάνει πάντα το δίκαιο.
"Δέχομαι να σε βοηθήσω." είπε. Ό,τι κι αν γινόταν στη συνέχεια, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει πίσω.
"Ποιο είναι το σχέδιο;" ρώτησε τον Δανιήλ.
"Βρήκα τρόπο να του δώσουμε το δηλητήριο." απάντησε εκείνος. "Θα το αλείψεις στα χείλη σου και μόλις φιλήσεις τον Ντέριο, εκείνος σε τέσσερις ώρες θα πεθάνει."
"Τι;! Θα αστειεύεσαι μάλλον."
"Καθόλου. Είσαι το τελευταίο άτομο που μπορεί να υποπτευθεί διότι νομίζει ότι σ' έχει του χεριού του. Το θέμα είναι να φτιάξεις το αντίδοτο του δηλητηρίου."
"Και γιατί πρέπει να το φτιάξω εγώ;"
"Γιατί εσύ είσαι η Γιατρός και μπορείς να βρεις τα υλικά. Αυτή εδώ..."
Έβγαλε ένα χαρτί και της το έδωσε.
"...είναι η φόρμουλα του δηλητηρίου. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να την αντιστρέψεις. Δηλαδή, για το κάθε δηλητηριώδες βότανο που αναγράφεται στη φόρμουλα, να βάλεις το αντίστοιχο με το οποίο θεραπεύουμε τη δράση του. Μπορείς να το κάνεις;" Η Πατρίσια έριξε μια ματιά στη συνταγή και απάντησε:
"Ναι, νομίζω πως θα το καταφέρω."
"Πρέπει να το πιεις πριν περάσουν τέσσερις ώρες όμως, ειδάλλως θα τον συνοδεύσεις κι εσύ στο θάνατο."
"Δεν φοβάμαι." του είπε αποφασισμένη η Πατρίσια.
"Έτσι σε θέλω. Λοιπόν. Φτιάχνω το δηλητήριο, φτιάχνεις το αντίδοτο."
"Σύμφωνοι."
"Το βράδυ ο Ντέριος δεν θα κάνει περιπολία στο δάσος. Ώρα να μάθεις κι εσύ την αλήθεια. Θα πάμε κρυφά στο δάσος μαζί."
Αφού συμφώνησε και σ΄ αυτό μαζί του, ο Δανιήλ έφυγε. Μέχρι να έρθει το βράδυ και η ώρα να φύγει, η Πατρίσια πάλευε να φτιάξει το αντίδοτο του φίλτρου- δηλητηρίου με τα υλικά που της έφερε ο Στέφανος, ενώ ο Κατάσκοπος έφτιαξε πανεύκολα μια φιάλη με το δηλητήριο. Το βράδυ έφτασε και οι δύο ήρωες συναντήθηκαν στο δάσος.
"Άργησες." Της είπε ο Δανιήλ. "Έλα, πάμε. Ώρα να μάθεις τι είναι αυτό το καθίκι."
Περπάτησαν για πολλή ώρα, ανάμεσα από πυκνά δέντρα, προς την καρδιά του δάσους. Ο Δανιήλ, που φαινόταν να ξέρει που πατάει, πήγαινε μπροστά, ενώ η Πατρίσια πάσχιζε να τον ακολουθήσει με απορία και αγωνία. Κατηφόρισαν ένα τεράστιο μονοπάτι, εκεί όπου τα δέντρα ήταν τόσο πυκνά, ώστε πάνω απ' τα κεφάλια τους δεν φαινόταν ο νυχτερινός ουρανός. Έφτασαν και σταμάτησαν μπροστά από ένα μεγάλο βράχο.
Όλο αυτό το διάστημα της διαδρομής δεν είχαν μιλήσει.
"Φτάσαμε." Της είπε τότε ο Δανιήλ.
"Που είμαστε;" αναρωτήθηκε η Πατρίσια, κοιτάζοντας απορημένη τον πελώριο βράχο μπροστά τους.
"Εδώ υπάρχουν όλες οι αποδείξεις σχετικά με την ενοχή και το σκοπό του Ντέριου."
"Που εδώ μέσα;"
"Εδώ." Απάντησε ο Δανιήλ και άρχισε να σπρώχνει μια μεγάλη πέτρα στη βάση του βράχου. "Έλα να με βοηθήσεις με την πόρτα. Κατάσκοπος είμαι, δεν είμαι ο Δήμιος να μπορώ να την ανοίξω μόνος μου. "
"Πόρτα...;" απόρησε η Πατρίσια κι έσπευσε να τον βοηθήσει.
Έσπρωξαν την πετρα και αποκαλύφθηκε μια είσοδος. Μπήκαν μέσα στο βράχο.
"Ακολούθα με χωρίς να ρωτήσεις τίποτα. Θα τα εξηγήσω όλα κάτω." Της είπε ο Δανιήλ κι άρχισαν να κατεβαίνουν μια πέτρινη στριφογυρίστη σκάλα, που φωτίζοταν στα τοιχώματα με δάδες. Μετά από αμέτρητα σκαλοπάτια έφτασαν επιτέλους στον πάτο. Η Πατρίσια κοίταξε άφωνη τη φωτισμένη αίθουσα: υπήρχαν παντού χρυσά νομίσματα και μπαούλα με κάθε λογής θησαυρούς.
"Όλα αυτά, αγαπητή Γιατρέ...είναι οι πόροι του βασιλείου μας." Της εξήγησε ο Δανιήλ. "Ο Λόρδος Ντέριος έχει σκοπό να τους πάρει και να φύγει σύντομα, αφήνοντας τα μικρά ανθρωπάκια που ονομάζει λαό του να υποφέρουν από την οικονομική καταστροφή. Τα περισσότερα άτομα που ήξεραν τους σκοπούς του εκτελέστηκαν με διάφορους τρόπους και αφορμές. Τώρα είναι η σειρά μου."
"Απίστευτο..." ψέλλισε η Πατρίσια.
"Δεν με νοιάζει για τη δικιά μου ζωή, έτσι κι αλλιώς είναι άδεια χωρίς τη Μεγκάνα."
"Την Ιέρεια;!" Αναφώνησε εκείνη.
"Δεν είναι επί του παρόντος. Πρέπει όμως να σώσουμε το λαό μας και ο μόνος τρόπος είναι να πεθάνει αυτός ο απατεώνας. Έφτιαξες το αντίδοτο;"
"Το έφτιαξα, αλλά δεν είμαι σίγουρη αν είναι το σωστό. Αλλά ακόμα και αν δεν είναι, θα τον έχω ήδη φιλήσει πριν πεθάνω, σωστά;"
"Σωστά. Άρα θα πεθάνει κι αυτός. Η δικαιοσύνη θα αποδοθεί, αλλά θα χάσουμε τη Γιατρό μας."
"Ο Στέφανος θα συνεχίσει το έργο μου."
"Καλά." Κατέληξε ο Δανιήλ.
Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του κι έβγαλε ένα μικρό φιαλίδιο.
"Ορίστε το δηλητήριο." της είπε και της το έδωσε. "Θα σε πάω στο παλάτι τώρα, γιατί το καθίκι ζήτησε να πας πάλι απόψε και ήδη έχεις αργήσει. Είναι η ευκαιρία σου να γίνει η δουλειά."
"Τι; Και το λες τώρα;! Πρέπει να βιαστούμε!" αναφώνησε η Πατρίσια και έφυγαν τρέχοντας σχεδόν. Όταν ανέβηκαν επάνω όμως, η έξοδος τους εμποδίστηκε απ' τον Λόρδο Ντέριο και την τερατώδη φρουρά του.
Τους κοίταξαν έντρομοι. Ο Ντέριος είχε στείλει τον Δανιήλ για να φέρει την Πατρίσια στο Παλάτι, όταν όμως άργησαν, υποπτεύθηκε πως κάτι περίεργο συνέβαινε κι έτσι πήρε τους φρουρούς του και πήγαν στο δάσος να δουν αν ήταν οι δυο τους εκεί. Και δεν έπεσε καθόλου έξω...
"Έπρεπε να το είχα φανταστεί." τους είπε, κοιτώντας τους αλαζονικά. "Το είχα καταλάβει, αγαπημένε μου Κατάσκοπε Δανιήλ, ότι είσαι προδότης. Αλλά από εσένα, Γιατρέ Πατρίσια, δεν το περίμενα αυτό. Νόμιζα πως είχες αισθήματα για μένα. Με πληγώνεις..."
Αυτό, φυσικά, ήταν ειρωνεία.
"Δεν θα μείνεις ατιμώρητος, κτήνος!" του φώναξε ο Δανιήλ.
"Ούτε εσύ, Κατάσκοπε." του αντιγύρισε ο Ντέριος. "Βάλτε τον στην Καλύβα. Η εκτέλεση του θα γίνει αύριο το πρωί." διέταξε τους φρουρούς του. Δύο πήγαν κι έπιασαν τον Κατάσκοπο. Η Πατρίσια τους παρακολούθησε με αγωνία καθώς τον οδηγούσαν έξω, ενώ ο ιδρώτας έλουσε το μέτωπο της, περιμένοντας και τη δική της καταδίκη.
"Τι θα κάνουμε με δαύτην, Μεγαλειότατε;" τον ρώτησε ένα τέρας.
"Προς το παρόν, θα έρθει μαζί μου στο παλάτι και θα αποφασίσω αύριο την τιμωρία της. Εμπρός, πάμε!"
Στο δρόμο για το Παλάτι, η Πατρίσια σκεφτόταν γρήγορα. Δεν είχαν τελειώσει όλα. Ίσως προλάβαινε να τον ξεγελάσει, φιλώντας τον με το Φιλί του Θανάτου, όπως ονόμασε το δηλητήριο. Το θέμα ήταν αν θα έβρισκε αφορμή για να το βάλει στα χείλη της χωρίς να την καταλάβει. Κι ύστερα, θα προλάβαινε να μιλήσει στον Δήμιο για να του εξηγήσει και να ακυρώσει την εκτέλεση του Δανιήλ; Θα προλάβαινε να σώσει τον εαυτό της από το δηλητήριο;
Θα αυτοσχεδίαζε στην πορεία, αρκεί να μην έχανε την ψυχραιμία της. Έφτασαν στο Παλάτι, ενώ οι φρουροί τους άφησαν κι έφυγαν. Πού να πήγαν άραγε; Στο Κάστρο αποκλείεται, διότι σίγουρα δεν θα ήταν στρατιώτες της Ελένης ή των υπολοίπων ιπποτών. Η Αίθουσα του Θρόνου ήταν σκοτεινή και ήσυχη.
"Έλα μαζί μου." της είπε ο Ντέριος και την έπιασε σφιχτά από το μπράτσο. Ανέβηκαν στο δωμάτιο του.
"Τι άλλο θες από εμένα, εκτός απ' το να με σκοτώσεις;" τον ρώτησε η Πατρίσια με όλο της το θράσος.
"Μια τελευταία νύχτα." της απάντησε και την πλησίασε. "Ίσως και δύο, αν είσαι καλό κορίτσι και δεν μου εναντιωθείς."
Η Πατρίσια τότε ασυναίσθητα έπιασε το φιαλίδιο που είχε βάλει στην τσέπη του φορέματος της.
"Τι έχεις εκεί;" τη ρώτησε ο Ντέριος. Τώρα ήταν η ευκαιρία της να δράσει!
"Τίποτα... Μπορώ πρώτα να πάω στο λουτρό, πριν αρχίσουμε; Θέλω να φρεσκαριστώ."
"Πολύ καλά, πήγαινε. Μόνο μην αργήσεις. Εγώ πάω να βάλω κάτι να πιούμε." Η Πατρίσια μπήκε στο λουτρό. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και έπειτα έριξε άφθονο νερό στο πρόσωπο της για να συνέλθει.
Μετά έβγαλε το φιαλίδιο. Ο Δανιήλ το είχε κάνει σε μορφή αλοιφής για να μπορεί να σταθεί στα χείλη της. Έβαλε στα δάχτυλα της δυο σταγόνες και τις άλειψε. Η δουλειά του κατασκόπου ήταν πραγματικά πολύ καλή, καθώς δεν φαινόταν σχεδόν καθόλου. Στη συνέχεια, έκρυψε το υπόλοιπο δηλητήριο μέσα στο δοχείο ούρησης, ούτως ώστε να μην το βρει τουλάχιστον προς το παρόν ο Ντέριος, και επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα. Λίγα λεπτά αργότερα ήρθε ο Ντέριος με δυο ποτήρια κρασί.
"Στην υγειά μου. Δεν λέω στη δικιά σου, γιατί δεν μπορώ να σου εγγυηθώ ότι θα ζήσεις για πολύ ακόμα..." είπε ο Ντέριος και της έδωσε το ένα.
Το δικό του το ήπιε σχεδόν όλο, ενώ η Πατρίσια ήπιε διστακτικά μια γουλιά. Αμέσως ένιωσε μια περίεργη ηρεμία και χαλάρωση. Ο Ντέριος την άρπαξε και τη φίλησε βίαια, ενώ το ποτήρι από το χέρι της έπεσε κάτω και το κρασί χύθηκε. Καθώς την έριχνε στο κρεβάτι του, η Πατρίσια ένιωσε μια παράξενη, γλυκιά νύστα.
Τι μου έριξε; σκέφτηκε. Κάτι μου έριξε στο κρασί! Ο Ντέριος έβαλε το χέρι του στην τσέπη του φορέματος της.
"Που είναι;" τη ρώτησε, κοιτάζοντας την απορημένος.
"Ποιο;" ρώτησε αδύναμα η Πατρίσια, νιώθοντας τον ύπνο να πλησιάζει απειλητικά.
"Κάτι είχες στην τσέπη σου, είμαι σίγουρος." συνέχισε ο βασιλιάς και πετάχτηκε απ' το κρεβάτι.
Άρχισε να ψάχνει τριγύρω σαν τρελός.
"Σου είπα ότι δεν έχω τίποτα..." ψέλλισε η Πατρίσια, βλέποντας τα όλα θολά.
"Ανόητη! Κάποιο δηλητήριο είχες για να με ξεκάνεις! Αλλά εγώ πρόλαβα και σε κοίμισα για να το πάρω! Πού το έκρυψες, λέγε!" Έπειτα κοντοστάθηκε λίγο κι έγλυψε τα χείλη του. Είχαν μια ελαφρώς πικρή γεύση.
"Τι δηλητήριο ήταν αυτό;" τη ρώτησε σκεπτικός.
"Το δηλητήριο του φιλιού..." μουρμούρισε η Γιατρός και γέλασε νυσταγμένα. "Τώρα θα πεθάνουμε κι οι δύο..."
"Όχι... Με ξεγέλασες! Εκείνος ο ηλίθιος ο Δανιήλ στο έδωσε, σίγουρα!" φώναξε ο Ντέριος και άρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο.
Η Πατρίσια δεν κατάφερε να αντισταθεί άλλο στη νύστα κι ένιωσε τα μάτια της να κλείνουν, ενώ ο Ντέριος προσπαθούσε να σκεφτεί πώς θα γλίτωνε.
"Για στάσου!" είπε κάποια στιγμή. "Δεν μπορεί να είσαι τόσο χαζή! Σίγουρα θα έχεις φτιάξει κι αντίδοτο! Λέγε λοιπόν! Πού είναι το αντίδοτο;" Όμως η Γιατρός είχε βυθιστεί σε βαθύ λήθαργο. Ο Ντέριος, απελπισμένος, όρμησε στο κρεβάτι, την έπιασε απ' τους ώμους κι άρχισε να την ταρακουνάει.
"Πατρίσια! Ξύπνα, Πατρίσια! Χρειαζόμαστε το αντίδοτο, ανόητη! Θα μας σώσω και τους δύο."
Έπειτα την άφησε και άρχισε να βηματίζει πάλι με αγωνία.
"Την πάτησα, ο ηλίθιος." μονολόγησε. "Την κοίμισα και αυτή πρόλαβε και μου έδωσε το δηλητήριο. Σε πόση ώρα θα ξυπνήσει τώρα; Και εγώ, πόση ώρα έχω; Πρέπει να δράσω γρήγορα. Θα πάω στην κλινική να πάρω μόνος μου το αντίδοτο. Σίγουρα θα είναι ο βοηθός της εκεί."
Και έφυγε σαν κυνηγημένος. Έφτασε στην κλινική και άρχισε να χτυπάει με μανία την πόρτα. Ο Στέφανος, νομίζοντας πως ήταν η κυρά του, πήγε και του άνοιξε. Ο Ντέριος όρμησε μέσα και τον έριξε κάτω.
"Πού είναι;!" άρχισε να φωνάζει. Μπήκε στο Ιατρείο κι άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα μπουκαλάκια.
"Πού είναι το αντίδοτο για το δηλητήριο;! Εσύ σίγουρα θα ξέρεις, είσαι ο βοηθός της!"
Ο Στέφανος, φυσικά, ήξερε το σχέδιο και δεν ήταν κανένας χαζός να του δώσει το αντίδοτο και να συνεχιστούν τα κακόβουλα σχέδια του. Σηκώθηκε, πήγε και του είπε:
"Δεν έφτιαξε αντίδοτο η κυρά μου, Μεγαλειότατε. Προτίμησε να πεθάνει και να θυσιαστεί κι εκείνη."
"Πώς; Και εσύ την άφησες;"
"Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς." του απάντησε ο βοηθός με σκυμμένο το κεφάλι. Βέβαια ήξερε πως αν έδινε το αντίδοτο στον βασιλιά, μπορεί να έσωζε και τη γιατρό.
Όμως όχι, ο Λόρδος ήταν κακός άνθρωπος, σίγουρα δεν θα την έσωζε.
"Να πάρει!" Φώναξε ο Ντέριος και έφυγε τρέχοντας. Μη μπορώντας να αντέξει άλλο τον επερχόμενο θάνατο του, που δεν ήξερε καν σε πόση ώρα θα ερχόταν, έφτασε στη Ζώνη της Τιμωρίας. Ανέβηκε στη σανίδα πάνω από το τέρας και κοίταξε με τρόμο προς την τρύπα. Έκανε το ένα πόδι μπροστά... Η τρύπα ήταν σκοτεινή και τρομακτική.
Έβγαλε μια κραυγή απόγνωσης, που ξύπνησε την Εκτελέστρια Έλενα, τον Δήμιο Δήμο και τον Δανιήλ στην Καλύβα Κράτησης. Η Έλενα κι ο Δήμος πετάχτηκαν έξω και πήγαν προς το Τέρας. Είδαν έκπληκτοι τον βασιλιά τους να κάθεται στα σκαλοπάτια και να κάνει μπρος- πίσω σαν τρελός ενώ μουρμούριζε επανειλημμένα:
"Δεν μπορώ να το κάνω... Δεν μπορώ να το κάνω."
"Μεγαλειότατε;!" Αναφώνησε η Έλενα και έτρεξε κοντά του. "Τι πάθατε;"
Ο Δήμος πλησίασε και αυτός, ενώ ο Δανιήλ παρακολουθούσε τη σκηνή μέσα από την κλειδαρότρυπα σοκαρισμένος.
"Δεν μπορώ να το κάνω!" Ούρλιαξε ο Ντέριος.
"Τι δεν μπορείτε να κάνετε;" προσπάθησε να βγάλει κάποια άκρη ο Δήμιος.
"Μου έδωσαν δηλητήριο." Είπε τρέμοντας ο βασιλιάς. "Και δεν υπάρχει αντίδοτο. Θέλω να πέσω στο Τέρας, αλλά δεν μπορώ." Η Εκτελέστρια κι ο Δήμιος κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
Το κατάλαβε. Σκέφτηκε ο Δανιήλ. Κατάλαβε για το δηλητήριο! Και η Πατρίσια; Τη σκότωσε; Πρέπει να μάθω!
"Ανοιχτέ μου! Βγάλτε με έξω!" Φώναξε κοπανώντας την πόρτα.
"Τι έγινε; Απόψε βρήκαν να τρελαθούν ολοι;" απόρησε η Έλενα. Αν ο Ντέριος δεν είχε χάσει τα λογικά του, θα ζητούσε από τον Δήμιο να βγάλει τον Δανιήλ απ' την Καλύβα ούτως ώστε να του φτιάξει ένα αντίδοτο, η έστω για να διατάξει να τον εκτελέσουν πιο γρήγορα για εκδίκηση.
Τώρα που είχε τρελαθεί όμως δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο πέρα απ' το θάνατο.
"Ρίξτε με στο Τέρας!" Φώναξε στους δύο υπηκόους του. "Είναι διαταγή! Τώρα!"
"Μα, Μεγαλειοτατε..." πήγε να πει η Έλενα, όμως ο Δήμος άρπαξε τον Ντέριο, τον οδήγησε ως την άκρη της σανιδάς και τον πέταξε μέσα.
"Αι στο καλό πια! Μας επριξες! Τέρας ήθελες, Τέρας θα έχεις!" Φώναξε.
"Είσαι εντελώς ηλίθιος;!" Του φώναξε η Έλενα κι άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους. "Μείναμε χωρίς βασιλιά τώρα!"
"Καλύτερα! Μας απάλλαξα μια και καλή από δαύτον!"
Κάτω στην τρύπα, ο Ντέριος δεν πάλεψε για να γλιτώσει. Άφησε το Τέρας να τον κατασπαράξει κατευθείαν. Ο Δανιήλ, χωρίς να ξέρει τι απέγινε η Πατρίσια, κάθισε απελπισμένος στο ντιβάνι και απλά περίμενε. Μετά από πολλή ώρα τσακωμού, η Έλενα και ο Δήμος αποφάσισαν να απελευθερώσουν τον Δανιήλ και όλους όσους κρατούσαν χωρίς σοβαρό λόγο μέχρι να βρουν τρόπο να το ανακοινώσουν στο λαό.
Μόλις έβγαλαν τον Δανιήλ, εκείνος πήγε τρέχοντας στην κλινική. Βρήκε τον Στέφανο να κλαίει σε μια γωνιά.
"Πέθανε η Γιατρός μας;" τον ρώτησε ο νεαρός νοσοκόμος.
"Δεν ξέρω. Ίσως την προλάβουμε, αν δεν τη σκότωσε ο Ντέριος. Δώσε μου το αντίδοτο." Ο Στέφανος σηκώθηκε και αφού έψαξε ανάμεσα στα ανακατεμένα μπουκαλάκια, βρήκε το αντίδοτο και του το έδωσε.
"Θα έρθω μαζί σας." Του είπε.
Ο Δανιήλ συμφώνησε και έφυγαν οι δύο τους βιαστικά για το Παλάτι.
"Εγώ φταίω. Αν έδινα το αντίδοτο στον βασιλιά, ίσως να την έσωζε." Είπε ο Στέφανος στο δρόμο.
"Αποκλείεται." Διαφώνησε ο Κατάσκοπος. "Θα έπινε το αντίδοτο και μετά θα την έσφαζε με το σπαθί του. Βιάσου τώρα, μη μένεις πίσω. "
Έφτασαν λαχανιασμένοι στο Παλάτι. Διέσχισαν την Αίθουσα του Θρόνου, ανέβηκαν τρέχοντας τις σκάλες και όρμησαν στην κρεβατοκάμαρα του Ντέριου.
Τη βρήκαν ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι και φαινομενικά νεκρή.
"Γιατρέ... Όχι!" Φώναξε ο Στέφανος και έτρεξε κοντά της. Ο Δανιήλ πλησίασε με λύπη και παρατήρησε ότι τα χείλη της ήταν σκασμένα, πράγμα που σημαίνε ότι το δηλητήριο είχε δράσει και στην ίδια.
"Είναι πολύ αργά." Είπε.
"Μα δεν πρέπει να πέρασαν τέσσερις ώρες. " είπε ο Νοσοκόμος με παράπονο.
"Χμμ... Ίσως έχεις δίκιο."
Ο Δανιήλ ξαφνικά παρατήρησε ένα ποτήρι πεσμένο στο πάτωμα. Το χαλί στο οποίο είχε πέσει είχε ένα κόκκινο υγρό τριγύρω. Πήγε κοντά, έσκυψε και αφού το εξέτασε είπε:
"Κρασί. Το κάθαρμα! Κάτι της έριξε στο κρασί που της έδωσε! Μια ουσία, η οποία κάνει αντίδραση με το δικό μας δηλητήριο και επιταχύνει τη δράση του. " Ο Στέφανος της έπιασε το χέρι δακρυσμένος και τότε, ένιωσε στον καρπό της σφιγμο, αδύνατο μεν, αλλά έβαλε και το αυτί του στην καρδιά της και την άκουσε να χτυπά.
"Κατάσκοπε Δανιήλ!" Αναφώνησε. "Είναι ζωντανή! Γρήγορα, το αντίδοτο!"
"Πως;" είπε έκπληκτος ο Δανιήλ και αφού την εξέτασε το κατάλαβε κι εκείνος.
Χωρίς να χάσει καιρό, έβγαλε το μπουκαλάκι με το αντίδοτο, το άνοιξε και έριξε στο στόμα της μερικές σταγόνες. Όμως η Γιατρός δεν σάλεψε.
"Σε παρακαλώ, Πατρίσια. Ξύπνα. Όλα τελείωσαν, καλή μου φίλη. Μη μας αφήσεις τώρα που νικήσαμε." Της είπε ο Δανιήλ. Και ενώ οι δύο άντρες είχαν αρχίσει να απογοητεύονται, η Γιατρός άνοιξε τα μάτια της.
"Ντέριε...;" είπε με αδύναμη φωνή, γιατί έβλεπε ακόμα θολά.
"Όχι, Πατρίσια. Ο φίλος σου είμαι, ο Δανιήλ. Και ο πιστός βοηθός σου ο Στέφανος."
"Δανιήλ; Στέφανε; Μα πως...; Ο Ντέριος;"
"Είναι νεκρός." Της απάντησε ο Δανιήλ. "Νικήσαμε. Ο λαός μας σώθηκε."
Η όραση της Πατρίσιας άρχισε να επανέρχεται και ανασηκώθηκε με δυσκολία στο κρεβάτι.
"Γιατί πέθανε ο Ντέριος μου; Γιατί...;" είπε με παράπονο και άρχισε να κλαίει στην αγκαλιά του Δανιήλ.
"Έτσι έπρεπε να γίνει, Γιατρέ. Αυτό δεν ήταν το σχέδιο;" απόρησε ο Στέφανος, ο Κατάσκοπος όμως κατάλαβε.
"Ήταν ερωτευμένη μαζί του. Το είχα καταλάβει απ ' την αρχή." Του εξήγησε.
Ο Στέφανος έμεινε άφωνος.
"Ερωτευμένη...με τον εχθρό;"
"Έτσι είναι ο έρωτας. Δεν ξέρεις ποιον θα χτυπήσει με τα βέλη του. Κι εγώ ήμουν τόσο ανόητος... Δεν έπρεπε να τη βάλω να το κάνει αυτό. Συγνώμη, καλή μου Πατρίσια." Η Γιατρός συνήλθε από τους λυγμούς και τους είπε:
"Και εκείνος με αγάπησε, είμαι σίγουρη. Γι' αυτό δεν με σκότωσε."
"Μα σας έριξε δηλητήριο στο κρασί σας." Διαμαρτυρήθηκε ο Στέφανος.
"Ήταν υπνωτική ουσία, πολύ ισχυρή. Ήθελε να με κοιμίσει, όχι να με σκοτώσει. "
"Έτσι εξηγείται γιατί φαινόσουν νεκρή." Συμπέρανε ο Δανιήλ. "Και σε συνδυασμό με το δικό μας δηλητήριο, παραλίγο να πεθάνεις στ' αλήθεια. "
"Δανιήλ, εσύ συμφωνείς ότι με αγαπούσε κι εκείνος;" τον ρώτησε με παράπονο.
"Ποιος ξέρει, Γιατρέ; Μπορεί και να υπήρχε κάποιο ίχνος αγάπης, μέσα σε όλο αυτό το μίσος και την κακία που είχε στην καρδιά του."
*********************
Ουφ! Αυτό ήταν το μεγαλύτερο κεφάλαιο μέχρι στιγμής, με 6050 λέξεις! Πώς σας φάνηκε;
Εσείς τι λέτε; Ο Ντέριος είχε ερωτευθεί κι εκείνος την Πατρίσια; Θα τη σκότωνε η θα την έσωζε αν είχε το αντίδοτο;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top