8. Το Κυνήγι του Αγριογούρουνου
Ο Δανιήλ ξύπνησε την επόμενη της δεξίωσης πολύ αργά, από χτυπήματα στην πόρτα του. Είχε πιει λίγο παραπάνω και τον πονούσε φοβερά το κεφάλι του. Τα χτυπήματα έγιναν ακόμα πιο ενοχλητικά.
"Τώρα, τώρα!" φώναξε καθώς σηκωνόταν με δυσκολία. Άνοιξε. Ήταν ο βασιλικός σύμβουλος του Ντέριου, ο Άρης.
"Καλημέρα." του είπε με το ζόρι.
"Τι καλημέρα, μεσημέριασε! Ο Λόρδος Ντέριος θέλει να σας δει επειγόντως, κατάσκοπε. Στην Αίθουσα του Θρόνου."
"Εντάξει, Σύμβουλε Άρη. Σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί." απάντησε και του έκλεισε την πόρτα.
Τί να θέλει πάλι αυτός; αναρωτήθηκε, καθώς ανέβαινε στον επάνω όροφο του διαμερίσματος του, από μια σειρά πέτρινες σκάλες. Ευτυχώς, την προηγούμενη μέρα είχε φτιάξει αρκετά φίλτρα, ανάμεσα τους και ένα για τον πονοκέφαλο. Το ήπιε και έπειτα κατέβηκε κάτω και ντύθηκε. Πήγε στο δοχείο με το νερό, έπλυνε το πρόσωπο του και έφυγε. Ο Λόρδος Ντέριος περίμενε καθισμένος στο θρόνο του με ύφος βαριεστημένο.
"Επιτέλους, κατάσκοπε. Υπερκοιμήθηκες, θα έλεγα." του είπε.
"Δεν υπάρχει αυτή η λέξη, Μεγαλειότατε. Αλλά ναι, οφείλω να παραδεχθώ ότι χθες ξέδωσα λιγάκι παραπάνω."
"Δεν πειράζει, Κατάσκοπε Δανιήλ. Ας έρθω κατευθείαν στο θέμα μας. Έχω να σου αναθέσω μια καινούργια αποστολή."
Κι άλλη αποστολή; είπε από μέσα του ο Δανιήλ.
"Σας ακούω, Μεγαλειότατε."
"Λοιπόν, μέσα στο δάσος ζει ένα πολύ σπάνιο αγριογούρουνο, το τελευταίο του είδους του. Θέλω να μου φέρεις το κεφάλι του για τη συλλογή μου με κεφάλια άγριων ζώων που φυλάσσω στην ειδική αίθουσα. Το θέμα είναι, ότι έξω από το δάσος έχουν ήδη κατασκηνώσει τρεις κυνηγοί, οι οποίοι θέλουν επίσης το κεφάλι. Τι άλλο να θέλουν δηλαδή, εφόσον το κρέας του συγκεκριμένου αγριογούρουνου δεν τρώγεται. Θέλω να το σκοτώσεις πριν από αυτούς. Αν καταφέρεις και μου φέρεις το κεφάλι, θα σε ανταμείψω με εκατό νομίσματα. Εάν όχι, θα κρεμάσω το δικό σου κεφάλι στον τοίχο. Δέχεσαι την αποστολή;"
Αυτή η ερώτηση ήταν περιττή, γιατί ο Δανιήλ ήξερε πολύ καλά ότι δεν είχε άλλη επιλογή.
"Δέχομαι." είπε εντελώς αδιάφορα.
"Ωραία. Πρέπει να εξοπλιστείς με τον κατάλληλο οπλισμό και να πάρεις μια σκηνή για να στήσεις. Τρόφιμα δεν χρειάζεσαι, καθώς θα έχουν οι άλλοι κυνηγοί. Μπορείς να φύγεις αμέσως." Ο Δανιήλ πήγε στο διαμέρισμα του, πήρε σπαθί και μια παλιά σκηνή και ξεκίνησε.
Όταν έφτασε έξω απ' το δάσος, είδε τρεις έτοιμες σκηνές. Υπήρχαν σάκοι και καλάθια με τρόφιμα, καθώς και βαρέλια μπύρας. Σε ένα τραπέζι, ένας κυνηγός καθόταν και έπινε. Σε ένα άλλο τραπέζι δίπλα, δύο άλλοι κυνηγοί έπαιζαν χαρτιά.
Ωραία παρέα θα έχω. σκέφτηκε ειρωνικά και έστησε τη σκηνή του λίγο παράμερα. Μετά πλησίασε τους κυνηγούς και τους ρώτησε τι ήξεραν για εκείνο το αγριογούρουνο.
"Είναι ένα πολύ άγριο και έξυπνο ζώο." είπε ο ένας κυνηγός.
"Ακριβώς. Και για αυτό, αύριο το πρωί θα το παρακολουθήσουμε κρυφά και το πρωί της μεθεπόμενης μέρας, θα μπουκάρουμε στο δάσος, θα χωριστούμε και όποιος το πιάσει, το κεφάλι είναι δικό του." είπε ο άλλος.
"Δεν ξέρουμε ποιος είσαι και ποιος σε έστειλε, μικρέ. Αλλά πρέπει να συνεργαστείς μαζί μας." είπε στον Δανιήλ ο τρίτος κυνηγός, ο πιο μεγάλος της παρέας. "Έλα τώρα μαζί μου. Θα πάμε μια βόλτα στο δάσος για να σου μάθω τα μυστικά της δουλειάς."
Ο Δανιήλ τον ακολούθησε στο δάσος.
Ωραία, με συμπάθησε. σκέφτηκε. Καθώς περπατούσαν ανάμεσα στα πρώτα δέντρα, είδαν την Ιππότη Ελένη να περπατά χέρι- χέρι με έναν φρουρό προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Δανιήλ τους έκανε υπόκλιση και τους χαιρέτησε στρατιωτικά.
"Χαιρετώ την Ιππότη Ελένη. Πώς πάει;" είπε.
"Μια χαρά, Δανιήλ. Εσύ;" του είπε εκείνη, αποφεύγοντας να τον πει κατάσκοπο για λόγους ασφαλείας.
"Κι εγώ μια χαρά. Να, εδώ με τον καινούργιο φίλο μου έχουμε κατασκηνώσει για να πιάσουμε ένα αγριογούρουνο. Να προσέχετε εκεί μέσα." Είπε δείχνοντας στα πιο πυκνά δέντρα του δάσους. "Αυτό το θηρίο είναι πολύ επικίνδυνο."
"Φρουρός Μάρκος." συστήθηκε ο σύντροφος, απ' ότι φαινόταν, της Ελένης. "Μην ανησυχείτε, κύριε. Την προσέχω σαν τα μάτια μου." Ο Δανιήλ του έκλεισε το μάτι.
"Τυχερέ... Άντε, με το καλό. Και στο γάμο σας εγώ κουμπάρος."
"Θα...το έχουμε υπόψιν." είπε κάπως αμήχανα η Ελένη. Έπειτα χαιρετήθηκαν και συνέχισε ο καθένας το δρόμο του.
Δεν της είχε προτείνει ακόμα γάμο και τώρα το συνειδητοποιούσε η Ελένη. Ήταν τόσο ευτυχισμένη, τόσο ερωτευμένη μαζί του, ώστε δεν σκεφτόταν αυτό το θέμα. Δεν είχε σκεφτεί ούτε καν πώς θα ήταν να προχωρούσαν παρακάτω τη σχέση τους, γιατί ο Μάρκος δεν την είχε αγγίξει.
"Περίεργο..." είπε η Ναταλία στη φίλη της, όταν έφερε η συζήτηση αυτό το θέμα, λίγο μετά, στην ταβέρνα. "Με άλλες κοπέλες, είχε ήδη ολοκληρώσει πριν τους δυο μήνες."
"Κι εσύ πώς το ξέρεις;" απόρησε η Ελένη.
Της ήταν αδιανόητο να σκεφτεί ότι ο αγαπημένος της είχε κάνει αυτό το πράγμα, με άλλη και μάλιστα μες στην ταβέρνα της Ναταλίας, σε κάποια σκοτεινή γωνιά, την ώρα που όλοι είχαν μεθύσει και...
"Άσ' το, άσ' το. Δεν θέλω να ξέρω." είπε, διακόπτοντας αυτές τις κακές σκέψεις.
"Καλά κάνεις, χρυσή μου." της είπε η Ναταλία. "Εσύ δεν είσαι σαν αυτές τις... Ας μην τις χαρακτηρίσω καλύτερα. Εσένα σε σέβεται και πιθανόν δεν θέλει να σε αγγίξει πριν το γάμο."
"Δηλαδή πιστεύεις ότι θα με ζητήσει;" ρώτησε ενθουσιασμένη.
"Και πολύ σύντομα μάλιστα." απάντησε χαμογελώντας η Ναταλία.
Βράδιασε. Στην κατασκήνωση έξω από το δάσος, κάτι βασάνιζε το μυαλό του Δανιήλ, ενώ οι τρεις κυνηγοί κοιμούνταν. Είχαν πρωινό ξύπνημα την επόμενη μέρα και γι' αυτό είχαν αποσυρθεί στις σκηνές τους από νωρίς. Ο Δανιήλ όμως δεν κοιμόταν. Έκανε βόλτες γύρω απ' τις σκηνές, σκεπτόμενος τη Μεγκάνα. Από την αρχή του άρεσε. Τις ημέρες που έμεινε στην εκκλησία, όσο κράτησε η εκπαίδευση του, εκείνο το συναίσθημα είχε αρχίσει να φουντώνει.
Η ιστορία του με τη Στέλλα στο Κέντρο τον έκανε να την ξεχάσει λίγο, αλλά μόνο προσωρινά. Τώρα είχε αρχίσει να τη σκέφτεται πάλι.
Πρέπει να παραδεχτώ μπροστά της τα αισθήματα μου για εκείνη. σκέφτηκε. Τότε πήρε την απόφαση του: θα πήγαινε να της μιλήσει κι ας μην ανταποκρινόταν εκείνη. Έφυγε αμέσως και πήγε στην εκκλησία. Η Μεγκάνα δεν είχε κοιμηθεί ακόμα και του άνοιξε.
"Κατάσκοπε Δανιήλ. Σε τί οφείλεται η επίσκεψη σου τέτοια ώρα;"
"Πρέπει να μιλήσουμε. Να περάσω;"
"Ναι, πέρνα μέσα..." απάντησε και τον άφησε να μπει λιγάκι απορημένη.
Πήγαν στην κάμαρα της.
"Να σου βάλω κάτι να φας ή να πιεις;" τον ρώτησε.
"Όχι, δεν θ' αργήσω. Ήθελα απλά να σου εξομολογηθώ κάτι."
"Τι είναι αυτό; Μήπως θες να συμμετάσχεις στη θρησκεία μας;"
"Όχι, όχι...Μεγκάνα... Αυτό που θέλω να σου πω δεν έχει σχέση με θρησκεία."
"Ομως; Τι ειναι;"
"Από τη μέρα που σε είδα, μου έκλεψες την καρδιά. Με κέρδισε ο δυναμισμός σου, η αποφασιστικότητα σου και η κρυμμένη σου θηλυκότητα. Δεν μπορώ να σε βγάλω απ'το μυαλό μου. Κοντεύω να τρελαθώ."
Η Μεγκάνα κάθισε σε μια καρέκλα και προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ.
"Να διώξεις αμέσως αυτές τις σκέψεις απ' το μυαλό σου, διότι είναι πολύ πονηρές." Του είπε τελικά. "Μπορείς να πας με οποία άλλη θέλεις. Όμως εγώ είμαι ιέρεια των Αυστηρών και είναι μεγάλη αμαρτία να με ποθείς. Ξέχασε με. Στο ξεκαθάρισα απ' την αρχή. Δεν μου το επιτρέπει η θρησκεία μου, πόσο μάλλον με εσένα που είσαι σχεδόν...εγκληματίας." Μια τέτοια απάντηση περίμενε να ακούσει ο Δανιήλ.
Όσο του έλεγε αυτά, παρατήρησε ότι απέφευγε να τον κοιτάει στα μάτια.
"Εντάξει, δεν θα σε πιέσω άλλο. Μου φτάνει που σου εξομολογήθηκα τον έρωτα μου. Καληνύχτα." Και έφυγε. Η Μεγκάνα δεν ήθελε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Ήταν σίγουρη πως είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Είχε ερωτευθεί κι εκείνη τον Δανιήλ, αλλά έπρεπε να το κρατήσει μέσα της. Με βάση τη θέση που είχε στη θρησκεία των Αυστηρών, της επιτρεπόταν να παντρευτεί, αλλά απαγορευόταν οποιαδήποτε επαφή με άντρα πριν το γάμο.
Επιπλέον, ένας άλλος νόμος της επέτρεπε να παντρευτεί μόνο έναν αγνό κι αθώο άνθρωπο, που να είχε ελάχιστες και καθόλου σοβαρές αμαρτίες και φυσικά να ήταν οπωσδήποτε πιστός των Αυστηρών. Ενώ ο Δανιήλ δεν ήταν ούτε αγνός, ούτε αθώος και κυρίως ήταν Αγνωστικιστής δηλαδή άθεος. Ήταν κατάσκοπος, το δεξί χέρι του βασιλιά. Εκείνος αναλάμβανε όλες τις βρώμικες δουλειές και τις πλεκτάνες που ετοίμαζε ο Λόρδος Ντέριος, όπως την πλεκτάνη της συμμαχίας με το Κέντρο. Και με αυτές τις σκέψεις, η Μεγκάνα κοιμήθηκε ήρεμη.
Ξύπνησε την άλλη μέρα το πρωί και ετοιμάστηκε για την πρωινή λειτουργία, όμως η Ουρανία ήταν άφαντη. Ανησύχησε. Θυμόταν πως πριν από λίγο καιρό δεν ήταν καλά, ήταν κατάχλομη, ζαλιζόταν, λιποθυμούσε και έκανε εμετούς. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να την πάει στη Γιατρό Πατρίσια, αλλά δεν είχε ευκαιρήσει ακόμα. Πήγε έξω από την καμάρα της και της χτύπησε την πόρτα.
"Ουρανία; Έλα, καλή μου, έχουμε λειτουργία."
"Δεν μπορώ, κυρία." Την άκουσε να λέει από μέσα.
Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Η Ουρανία βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, κατάχλομη και φορούσε ακόμα τη νυχτικιά της.
"Τι έχεις, γλυκιά μου;"
"Δεν είμαι καλά. Ζαλίζομαι πάλι και είναι και κάτι άλλο, αλλά ντρέπομαι να σας το πω." Η Μεγκάνα κάθισε δίπλα της και της είπε:
"Πρέπει να μου πεις. Εμένα δεν πρέπει να με ντρέπεσαι. Πες μου λοιπόν, τι άλλο σε βασανίζει;" Η Ουρανία κατάφερε και ανασηκώθηκε και της είπε:
"Ε... Να... Νομίζω πως κάτι πάει στραβά με τον οργανισμό μου. Εδώ και πολύ καιρό δεν μου έχει έρθει περίοδος."
Η Μεγκάνα, που ήταν μεγαλύτερη και σοφή γυναίκα, είχε αρχίσει να καταλαβαίνει.
"Από πότε έχει να σου έρθει περίοδος;"
"Εμ... Νομίζω...λίγο πριν παντρευτώ με τον Σταύρο μου. " Με αυτά τα λόγια της Ουρανίας, η Μεγκάνα ήταν πλέον σίγουρη τι είχε η νεαρή βοηθός της. Έπρεπε όμως να βεβαιωθεί.
"Ξεκουράσου λίγο. Θα κάνω μόνη μου τη λειτουργία και όταν τελειώσω, θα σε πάρω να πάμε στη Γιατρό, την Πατρίσια. Τη θυμάσαι τι καλή που είναι;"
"Ναι."
"Θα σε εξετάσει και θα σου πει τι έχεις."
"Εντάξει." Απάντησε η Ουρανία και ξάπλωσε πάλι.
Όταν έγινε η λειτουργία, η Μεγκάνα πήγε πάλι στο δωμάτιο της και της είπε να ετοιμαστεί. Η Ουρανία φόρεσε ένα πρόχειρο φόρεμα, έπλυνε το πρόσωπο της και ξεκίνησαν. Στο δρόμο προς το ιατρείο είχε φοβερή αγωνία. Τι διάγνωση θα έκανε άραγε η γιατρός; Έφτασαν στο ιατρείο. Υπήρχαν ελάχιστοι ασθενείς που περίμεναν στην αίθουσα αναμονής, ανάμεσα τους και ο Γιλβέρτος, ο οποίος τις χαιρέτησε με ένα νόημα.
Μια γυναίκα φτερνιζόταν συνέχεια και σκούπιζε τη μύτη της με ένα μαντίλι. Εκείνη ήταν η επόμενη ασθενής της Πατρίσιας. Όταν μετά από λίγο βγήκαν, η Πατρίσια κοίταξε τους εναπομείναντες ασθενείς και ρώτησε ποιος είχε σειρά. Τότε ο Γιλβέρτος απάντησε:
"Εγώ, αλλά θα προτιμούσα να δώσω τη θέση μου στις κύριες." Έδειξε τη Μεγκάνα και την Ουρανία. "Η Δεσποινίς Ουρανία δεν φαίνεται καθόλου καλά."
"Σίγουρα δεν σε πειράζει;" τον ρώτησε η Ουρανία.
"Ω, μα και βέβαια όχι. Εγώ δεν έχω ανάγκη. Ποιος νοιάζεται για την υγεία ενός μάγου, άλλωστε...;"
"Ευχαριστούμε. " διέκοψε το μαύρο χιούμορ του η Μεγκάνα και προχώρησαν μέσα.
Η Ουρανία σάστισε μόλις είδε το αυτοσχέδιο ιατρικό κρεβάτι. Επρόκειτο για ένα μηχανισμό με μια σανίδα, η οποία ενωνόταν με δύο σειρές γρανάζια και ένα χερούλι. Δίπλα υπήρχαν δύο δοχεία. Το ένα περιείχε βδέλλες και το άλλο διαφορά βότανα. Σε κάτι θήκες απ' την άλλη μεριά ήταν κρεμασμένα μαχαίρια, ψαλίδια και τανάλιες.
"Έλα καλή μου, μη φοβάσαι. Κάθισε εδώ." Της είπε η Πατρίσια και την έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα. "Λοιπόν, τι έχει η μικρή μας;" ρώτησε τη Μεγκάνα που τα ήξερε καλύτερα.
Η Μεγκάνα της διηγήθηκε περιληπτικά όλα τα συμπτώματα της Ουρανίας.
"Χμμ... Νομίζω κατάλαβα τι έχεις!" Αναφώνησε στο τέλος η Πατρίσια. "Αλλά πρέπει να βεβαιωθούμε. Έλα στη σανίδα να σε εξετάσω." Η Ουρανία πήγε τρέμοντας, φόρεσε μια ρόμπα που της έδωσε, τύλιξε τα μαλλιά της μ' ένα μαντήλι και η γιατρός τη βοήθησε να στερεωθεί στη σανίδα. Έπειτα έπιασε το χερούλι, άρχισε να το γυρνάει και η σανίδα όλο και χαμηλώνέ, ώσπου η κοπέλα βρέθηκε τελείως ξαπλωμένη.
"Μη φοβάσαι. Τα ψαλίδια και τα μαχαίρια είναι για τις εγχειρήσεις. Δεν πρόκειται να σε ανοίξω!" Είπε η Πατρίσια προσπαθώντας να της φτιάξει το κέφι, μάταια όμως.
Άρχισε η εξέταση, ενώ η Ουρανία άκουγε δίπλα της τον αηδιαστικό ήχο που έκαναν οι βδέλλες καθώς κινούνταν. Η Πατρίσια της πίεζε πολύ ελαφρά την κοιλιά, ποτέ με τα δάχτυλα και ποτέ με τις παλάμες της, σε διάφορα σημεία.
"Από πότε έρθει να σου έρθει περίοδος;" τη ρώτησε. Η κοπέλα το σκέφτηκε, θυμήθηκε και απάντησε:
"Από...λίγο πριν παντρευτώ με τον Σταύρο. "
"Ολοκληρώσατε;"
"Ναι."
Η Πατρίσια χαμογέλασε. Έπιασε το χερούλι και έφερε τη σανίδα στην κάθετη θέση. Καθώς η Ουρανία ντυνόταν πάλι της είπε:
"Λοιπόν, κορίτσι μου, ο Σταύρος σου άφησε την πιο γλυκιά ανάμνηση. Ένα μωράκι."
"Τι εννοείτε, γιατρέ;"
"Εννοώ ότι όλα αυτά τα συμπτώματα που έχεις είναι της εγκυμοσύνης. Είσαι έγκυος!" Αναφώνησε.
"Έγκυος;!"
"Ναι. Θα γεννήσεις το παιδί του Σταύρου."
Η Μεγκάνα πήρε την απόφαση της: θα τη στήριζε.
"Ο Σταύρος μου είναι νεκρός. Δεν θα γνωρίσει ποτέ το παιδί του." Είπε λυπημένη η Ουρανία.
"Μην ανησυχείς. Είναι ο καρπός του έρωτα σας. Όπως και να 'χει, θα σου θυμίζει εκείνον. Κι εγώ θα σε βοηθήσω να το μεγαλώσεις και θα γίνει κι εκείνο βοηθός μου στην εκκλησία. " την καθησύχασε η Μεγκάνα.
"Να τρως πολλά φρούτα και λαχανικά, να ξεκουράζεσαι και για κανένα λόγο να μη σηκώνεις βάρη." Τη συμβούλευσε η Πατρίσια και έφυγαν.
Το απόγευμα δέχθηκαν δύο απρόσμενες επισκέψεις: ο πρώτος ήταν ο Γιλβέρτος!
"Τι θέλεις εσύ εδώ; Έμαθα ότι πήγες στη θρησκεία των Καλών. Δεν ανήκεις εδώ." Του είπε η Μεγκάνα, όμως εκείνος μπήκε στην εκκλησία απτόητος.
"Ήρθα να μιλήσουμε ήρεμα." Είπε. "Έμαθα πως η Ουρανία είναι έγκυος."
"Ποιος σου το είπε;!"
"Ή Πατρίσια, καθώς με εξέταζε."
"Μα τι σοί γιατρός είναι αυτή, τέλος πάντων;!"
"Μη συγχίζεσαι. Θα μιλήσουμε ήρεμα είπα. Λοιπόν, ήρθα να κάνω μια τελευταία προσπάθεια. Αν δεν δεχθεί η Ουράνια την πρόταση που έχω να της κάνω, δεν θα επιμείνω. Άλλωστε είμαι Καλός τώρα πια."
Η Μεγκάνα φώναξε διστακτικά την Ουρανία. Εκείνη τον πλησίασε λίγο φοβισμένη.
"Λοιπόν, Δέσποινα Ουρανία. Έχω μια πρόταση να σου κάνω. Μη με φοβάσαι καλέ, δεν δαγκώνω. Έμαθα πως είσαι έγκυος και ήρθα να σου προτείνω να γίνεις γυναίκα μου και να μεγαλώσουμε μαζί το παιδί σου." Η Ουρανία αρνήθηκε ευγενικά.
"Είσαι πολύ καλός. Όμως δεν θέλω να ξαναπαντρευτώ. Λυπάμαι, δεν μπορώ να δεχθώ την πρόταση σου." Ο Γιλβέρτος έσκυψε το κεφάλι του, φανερά λυπημένος.
"Καλώς. Αν αλλάξεις γνώμη πάντως, έλα να με βρεις στον Πύργο."
Όμως η Ουρανία δεν επρόκειτο να άλλαζε γνώμη. Ήθελε να μεγαλώσει αυτό το πάιδι με τη βοήθεια της Μεγκάνας και με την ανάμνηση του Σταύρου. Με κανέναν άλλον. Όταν έφυγε ο Γιλβέρτος, ήρθε η δεύτερη επίσκεψη: ο Δανιήλ.
"Πάλι εσυ; Νομίζω πως ξεκάθαρίσα τη θέση μου." Του είπε αυστηρά η ιέρεια.
"Το κατάλαβα. Όμως δεν μπορώ να ησυχάσω. Δέξου τουλάχιστον να πάμε μια βόλτα στο δάσος, να τα πούμε με ησυχία."
"Εντάξει." Είπε η Μεγκάνα, χωρίς να έχει ιδέα γιατί του απάντησε θετικά.
Θα πήγαινε βόλτα μαζί του μόνο για να του κόψει κάθε δικαίωμα να τη βλέπει ερωτικά. Αφού βεβαιώθηκε πως η Ουρανία ήταν καλύτερα και ξεκουραζόταν στο δωμάτιο της, ξεκίνησαν. Στο δρόμο για το δάσος ο Δανιήλ της εξήγησε περιληπτικά για την αποστολή που του ανέθεσε ο Λόρδος Ντέριος, για το αγριογούρουνο και όλα τα σχετικά. Έφτασαν έξω απ' το δάσος και τη σύστησε στους κυνηγούς. Η Μεγκάνα αισθανόταν άβολα. Ο Δανιήλ το κατάλαβε αυτό και της πρότεινε να πάνε μέσα στο δάσος.
Περπατούσαν ανάμεσα στα δέντρα και κουβεντιάζανε για αρκετή ώρα.
"Αυτός ο Λόρδος Ντέριος είναι ανυπόφορος. Δεν πρόλαβα καλα- καλά να τελειώσω την αποστολή στο Κέντρο και μου έβαλε αμέσως επόμενη." Παραπονέθηκε ο Δανιήλ.
"Κάτι συμβαίνει με αυτόν." Συμφώνησε η Μεγκάνα. "Δεν θυμάσαι πόσο άδικα είχε εκτελέσει τον Μάγο Σταύρο;"
"Ήταν όντως λυπηρό." Παραδέχτηκε ο Δανιήλ και τότε συνειδητοποίησαν πως είχε σκοτεινιάσει. "Ας βγούμε απ' το δάσος. Γίνεται επικίνδυνο τέτοια ώρα. " της είπε.
Γύρισαν στην κατασκήνωση. Προσπέρασαν τους κυνηγούς που τραγουδούσαν και χόρευαν μεθυσμένοι γύρω απ' τη φωτιά και αφού απομακρύνθηκαν λίγο, η Μεγκάνα του είπε:
"Τώρα πρέπει να γυρίσω στην εκκλησία. Η Ουρανία έμεινε μόνη της αρκετές ώρες και πρέπει να την προσέχω τώρα που είναι έγκυος."
"Εντάξει, θα σε συνόδευσω μέχρι εκεί." Της είπε ο Δανιήλ, παρόλο που θα ήθελε να μείνει κι άλλο μαζί του.
"Όχι, δεν χρειάζεται. Σ' ευχαριστώ για την παρέα σήμερα. Είσαι πολύ καλός...φίλος."
"Φιλος; Μόνο...;" τη ρώτησε σιγανά ο Δανιήλ, ενώ τα πρόσωπα τους πλησίασαν.
Την αγκάλιασε απ' τη μέση και τότε, η Μεγκάνα, επηρεασμένη λίγο απ' τη γοητεία του και λίγο απ' τα τραγούδια των μεθυσμένων κυνηγών στο βάθος, ξέχασε πως ήταν ιέρεια και θυμήθηκε ότι πάνω απ' όλα ήταν γυναίκα. Είχε πλαγιάσει με αλλον άντρα στο παρελθόν. Ήταν ο παιδικός της έρωτας, όμως όταν η Μεγκάνα ένιωσε το ιερό κάλεσμα από τον Θεό Επόπτη, ένιωσε καθήκον της να θυσιάσει την αγάπη της για εκείνον και να αφοσιωθεί στην εκπαίδευση της ως ιέρεια, αναγκασμένη να μην τον ξαναδεί ποτέ. Είχαν περάσει είκοσι χρόνια από τότε και σχεδόν είχε ξεχάσει πως ήταν το αντρικό άγγιγμα. Πώς θα ήταν άραγε αν το ένιωθε ξανά, αυτή τη φορά στα χέρια του Δανιήλ;
Χωρίς να σκέφτεται τίποτα από όσα τους χώριζαν και της απαγόρευαν να γευτεί τον απαγορευμένο καρπό, άφησε τον Δανιήλ να τη φιλήσει, ενώ τύλιξε τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό του.
Έπειτα ο Δανιήλ έκανε μερικά πίσω βήματα και τους οδήγησε στη σκηνή του. Μπήκαν μέσα και εκεί, έσμιξαν παράφορα και ένιωσαν πρωτόγνωρα συναισθήματα, αλλά συγχρόνως μπερδεμένα. Λίγο μετά, είχαν τελειώσει και η Μεγκάνα ξαπλωμένη ακόμα ανάσκελα προσπαθούσε να συνέλθει και να καταλάβει αυτό που μόλις είχε κάνει.
"Τι σου συμβαίνει;" τη ρώτησε ο Δανιήλ, μόλις συνήλθε κι εκείνος απ' την έξαψη.
"Αμάρτησα..." ψέλλισε η Μεγκάνα, κοιτάζοντας το κενό.
"Εντάξει, δεν έγινε και τίποτα..."
Η Μεγκάνα όμως σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται βιαστικά.
"Είσαι σοβαρή τώρα; Αυτό που κάναμε είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο." Της έλεγε ο Δανιήλ, καθώς ντυνόταν κι εκείνος.
"Με παρέσυρες. " του είπε αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια από τη ντροπή της.
"Σε παρέσυρα; Έλα τώρα, μη μου πεις πως δεν σ' άρεσε. Δεν έκανα τίποτα ενάντια στη θέληση σου."
"Παράτα με!" Του φώναξε και βγήκε απ' τη σκηνή.
Άρχισε να περπατάει γρήγορα προς την εκκλησία.
"Μεγκάνα, στάσου!" Τη σταμάτησε ο Δανιήλ.
"Τι δεν καταλαβαίνεις; Είμαι άνθρωπος του Θεού, Δανιήλ! Μια ιέρεια! Ενώ εσύ είσαι...άθεος, είσαι εγκληματίας και κυρίως, είσαι κατάσκοπος. Δεν θέλω να σε ξαναδώ! Με μόλυνες! Με παρέσυρες στην αμαρτία!" Του φώναξε.
"Αυτά είναι μπούρδες της θρησκείας σου!" Τότε σήκωσε το χέρι της και τον χαστούκισε.
Κανένας δεν προσέβαλλε έτσι τη θρησκεία της. Και ειδικά ένας άθεος. Έτρεξε κλαίγοντας στην εκκλησία, ενώ ο Δανιήλ δεν έκανε τον κόπο να την ακολουθήσει. Η Μεγκάνα έτρεξε ως την καμάρα της, έβγαλε τα ρούχα της και άρχισε να πλένεται, τρίβοντας όλο της το σώμα με μανία. Μετά φόρεσε τη νυχτικιά της.
Πρέπει να τιμωρηθώ. Σκέφτηκε. Έπειτα προσευχήθηκε και παρακάλεσε το Μάτι να της δώσει την τιμωρία που της άξιζε.
Το επόμενο πρωί, ο Δανιήλ και οι κυνηγοί ξύπνησαν, εξοπλίστηκαν με σπαθιά και τόξα και αφού μπήκαν στο δάσος, χωρίστηκαν. Ο Δανιήλ, καθώς ήταν κατάσκοπος, προχωρούσε πολύ αθόρυβα, κρυβόταν πίσω από θάμνους και δέντρα, ώσπου το είδε: το αγριογούρουνο ήταν πελώριο, είχε δύο τεράστιους χαυλιόδοντες, γκρίζο τρίχωμα και κόκκινα μάτια με δολοφονικό βλέμμα.
Μήπως είναι κρίμα να το σκοτώσω, εφόσον είναι το τελευταίο του είδους του; αναρωτήθηκε.
Την ίδια στιγμή όμως το αγριογούρουνο τον είδε και όρμησε κατά πάνω του. Ο Δανιήλ έβγαλε αστραπιαία το σπαθί του. Το θηρίο πήδηξε στον αέρα και προσγειώθηκε πάνω του, ρίχνοντας τον κάτω. Αντί να πέσει ακριβώς επάνω του όμως, καρφώθηκε την τελευταία στιγμή στο σπαθί και σκοτώθηκε. Έτσι ο Δανιήλ γλίτωσε. Έδιωξε με μεγάλη δυσκολία το βαρύ κουφάρι και ελευθερώθηκε απ' τον τεράστιο όγκο του.
Τα κατάφερα. Σκέφτηκε και ξεκάρφωσε το σπαθί του απ' την κοιλιά του κτήνους.
Την ίδια ώρα στην εκκλησία των Αυστηρών, η Ουρανία ξυπνούσε τη Μεγκάνα για την πρωινή λειτουργία και όχι το αντίστροφο. Και αυτό επειδή η ιέρεια δεν είχε κλείσει ματι όλη τη νύχτα. Συνεχώς στριφογυρνούσε στο κρεβάτι από τις τύψεις. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν, ότι ακόμα σκεφτόταν τον Δανιήλ και θυμόταν συνεχώς το άγγιγμα του στο σώμα της, πράγμα που σημαίνε πως δεν είχε μετανιώσει πλήρως. Έπρεπε να μετανοήσει όμως. Και κυρίως έπρεπε να τιμωρηθεί, διαφορετικά δεν θα τη συγχωρούσε ποτέ το Μάτι.
Η φωνή της Ουρανίας διέκοψε τις σκέψεις της:
"Κυρία Μεγκάνα, είστε καλά; Μήπως είστε άρρωστη;"
"Όχι, μια χαρά είμαι στην υγεία μου." Της απάντησε.
"Ε τότε; Ελάτε, η λειτουργία θα έπρεπε να έχει ήδη ξεκινήσει. Οι πιστοί μας περιμένουν."
"Κοίτα, Ουρανία. Δεν είμαι σε θέση να κάνω λειτουργία σήμερα. Έκανα μια αμαρτία χθες βράδυ και νιώθω ακόμα βρώμικη. Πρέπει να τιμωρηθώ πρώτα."
Η Ουρανία γούρλωσε τα μάτια της. Θυμόταν ότι το προηγούμενο βράδυ, η κυρά της είχε φύγει με τον Κατάσκοπο Δανιήλ.
"Τι; Μη μου πείτε πως εσείς κι ο Δανιήλ..." Δεν ολοκλήρωσε τη φράση της, όμως η Μεγκάνα κατάλαβε τι ήθελε να πει.
"Ακριβώς." Της είπε. "Μπορείς να κάνεις εσύ τις λειτουργίες για μενα; Για όσο χρειαστεί. "
"Τι εννοείτε;"
"Θα πρέπει να λείψω για μερικές ημέρες. Θα πάω στο Βασίλειο του Κέντρου, να εξομολογηθώ στον Ύψιστο Πάπα. Μόνο έτσι θα νιώσω καθαρή."
"Εντάξει, κυρία." Της είπε η Ουρανία. "Θα είναι κάτι σαν εξάσκηση για μένα."
"Όμως...με την εγκυμοσύνη...;"
"Ω, μην ανησυχείτε. Θα είμαι καλά. Ήδη νιώθω καλύτερα τώρα που ξέρω τι έχω και μου έφυγε το άγχος."
Ο Δανιήλ μπήκε στο παλάτι, κρατώντας ένα σάκο απ' τον οποίο είχε αρχίσει να στάζει αίμα. Μια υπηρέτρια λιποθύμησε όταν το είδε, γιατί νόμισε πως ήταν κεφάλι ανθρώπου! Ο κατάσκοπος γονάτισε μπροστά από το θρόνο και είπε στον Λόρδο Ντέριο:
"Μεγαλειότατε, το κεφάλι του αγριογούρουνου. "
"Συγχαρητήρια, Δανιήλ. Τα κατάφερες. Πήγαινε στο δωμάτιο σου και θα σου στείλω την αμοιβή σου σε λίγο με τον Σύμβουλο Άρη." Πήγε στα διαμερίσματα του, όμως δεν ήταν καθόλου χαρούμενος.
Μπορεί να τα κατάφερε στην αποστολή, όμως δεν κέρδισε την καρδιά της Μεγκάνας. Το πήρε πλέον απόφαση ότι δεν είχε καμία ελπίδα μαζί της. Ακόμα κι αυτό το λίγο που είχαν ζήσει όμως, οι λίγες μοναδικές στιγμές που εκείνη άφησε τον εαυτό της ελεύθερο, του αρκούσαν.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top