25. Πόλεμος: Ο Δράκος
Πέμπτη ημέρα πολέμου και η μάχη Βορείων- Νοτίων είχε ξεκινήσει, ενώ τα σύννεφα δεν έλεγαν να φύγουν απ' τον ουρανό και πότε έβρεχε, πότε σταματούσε. Η υγρασία και το κρύο περόνιαζαν τα κόκκαλα των στρατιωτών, οι οποίοι ήταν απροετοίμαστοι για αυτό που ονομαζόταν Κεντρικός Χειμώνας. Διότι από τη μια οι Βόρειοι ήταν από ένα βασίλειο που πάγωνε το Χειμώνα, έτσι θεωρούσαν ότι δεν θα έκανε τέτοιο κρύο στο Κέντρο, ούτε είχαν νιώσει ποτέ τέτοια υγρασία.
Από την άλλη μεριά οι Νότιοι προέρχονταν από ένα βασίλειο με γενικά ζεστό κλίμα με ελαφρούς Χειμώνες. Αυτοί ειδικά ήταν οι πιο απροετοίμαστοι. Η Ελένη έτυχε να συγκρουστεί κι άλλες φορές με τον Μάρκο και κανένας δεν σκοτώθηκε. Μάλιστα έμοιαζαν περισσότερο σαν να χόρευαν, παρά να μονομαχούσαν και αν τους έβλεπε κανείς θα έλεγε πως το διασκέδαζαν κιόλας!
Κόντευε να βραδιάσει κι ο ήλιος πρέπει να είχε δύσει, όμως κανένας δεν μπορούσε να ξέρει με τόση σκοτεινιά που σκέπαζε ήδη τον ουρανό.
Άλλωστε κανείς δεν έδινε σημασία στις ώρες που περνούσαν. Κανένας απ' τους δύο βασιλιάδες δεν παραδεχόταν ότι είχε χάσει πάρα πολλούς κι έπρεπε να υποχωρήσει.
«Μεγαλειότατε! Έχουμε χάσει πάρα πολλούς! Πρέπει να υποχωρήσουμε! Η ήττα μας είναι σίγουρη!» του φώναζε ο Στρατηγός του, όμως ο Δαμιανός δεν τον άκουγε. Τόσο τον είχε κυριεύσει η δίψα για το αίμα της Λομπέλιας, και εκείνη το ίδιο. Ειδικά αυτή, ήταν ανελέητη και δεν θα τους άφηνε ούτε καν να υποχωρήσουν. Θα τους κυνηγούσε μέχρι τα Σύνορα τους. Γι' αυτό ο Δαμιανός δεν έκανε πίσω.
Κάποια στιγμή, ο Δανιήλ συγκρούστηκε με τον αντίπαλο Κατάσκοπο Μάρκο, για πρώτη φορά όλως παραδόξως.
«Επιτέλους συναντιόμαστε, κουμπάρε.» του είπε με μπόλικη ειρωνεία όταν τα σπαθιά τους διασταυρώθηκαν.
«Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι...» του απάντησε το ίδιο ειρωνικά ο Μάρκος. Σύντομα τα αίματα άναψαν. Σπρώχνονταν, ξανασυγκρούονταν, μάχονταν ο καθένας με τη δική του τεχνική, αλλά με την ίδια δίψα για αίμα.
«Άκου να δεις...» του είπε κάποια στιγμή ο Δανιήλ, που είχε νευριάσει (και αυτό δεν ήταν καλό!) «Μπορεί η γυναίκα σου να σε λυπήθηκε και να μη σε σκότωσε τόσες φορές, εγώ όμως δεν σε λυπάμαι καθόλου. Μας ξεγέλασες, μας πρόδωσες και κυρίως, φέρθηκες με το χειρότερο τρόπο στην καλή και αθώα Ελένη! Την κατέστρεψες! Κοίτα με τι μίσος σκοτώνει τώρα!»
Όντως, λίγα μέτρα πιο πέρα, ο Μάρκος είδε την Ελένη να σκοτώνει τρεις δικούς του τον έναν μετά τον άλλον.
«Δεν είναι πρόβλημα μου αυτό.» απάντησε στον Δανιήλ καθώς η μονομαχία τους συνεχιζόταν. «Και γιατί ενδιαφέρεσαι τόσο για εκείνη; Μήπως παίζει τίποτα μεταξύ σας; Ο κουμπάρος και η κουμπάρα που λένε...;»
«Πώς τολμάς;! Τη βλέπω σαν τη μικρή μου αδελφή!» φώναξε εκνευρισμένος ο Δανιήλ και πήγε για μία ακόμα φορά να φέρει το σπαθί με δύναμη επάνω του, για να βρει εμπόδιο για πολλοστή φορά το δικό του.
«Την οποία έχασες σε μια μάχη με τους Βάρβαρους πριν από εφτά, οχτώ χρόνια αν δεν κάνω λάθος.» του είπε τελείως ψύχραιμος ο Μάρκος. Είδε το βλέμμα στα γαλανά μάτια του Δανιήλ να αλλάζει και να παγώνει, να χάνει το χρώμα του.
«Οι πληροφορίες μου για εσένα δεν ήταν λανθασμένες, Δανιήλ. Τούτος εδώ δεν είναι ο πρώτος πόλεμος στον οποίο συμμετέχεις.» συνέχισε, και για λίγο ο Νότιος Κατάσκοπος λίγο έλειψε να χάσει την αυτοσυγκέντρωση του και να ρίξει το σπαθί του, όμως το μίσος και ο θυμός επέστρεψαν στο βλέμμα του.
«Αυτό δεν σε αφορά!» φώναξε και όρμησε με μια νέα επίθεση πάνω του, για να διακοπεί από μια κραυγή που φώναξε:
«Κοιτάξτε! Ο Δράκος! Ο Δράκος!»
Η μάχη κόπηκε απότομα και όλοι, στις θέσεις που βρίσκονταν, κοίταξαν προς τα επάνω και τον είδαν: ο πελώριος Δράκος Νιρέξης έκανε κύκλους πάνω απ' τα κεφάλια τους. Είχαν σταματήσει όλοι και τον κοιτούσαν σαν μαγεμένοι.
«Δεν το πιστεύω... Η Ναταλία!» αναφώνησε η Ελένη, χαρούμενη κατά βάθος που η φίλη της ήταν ζωντανή και ασφαλής στη ράχη του Δράκου. Και ο Νιρέξης ήταν ένα τόσο όμορφο πλάσμα... Πώς ήταν δυνατόν κάποιοι να ήθελαν να του κάνουν τέτοιο κακό;
Για λίγα δευτερόλεπτα ακουγόταν μόνο ο ήχος που έκαναν οι φτερούγες του καθώς πετούσε.
«Φίλοι μου Βόρειοι και Νότιοι! Δεν είναι δυνατόν να μάχεστε, τη στιγμή που περισσότερα σας ενώνουν παρά σας χωρίζουν!» αντήχησε μέχρι την Πρωτεύουσα η φωνή της Ναταλίας. Οι Κεντρικοί που ήταν κλεισμένοι μέσα, καθώς και κάποιοι Βόρειοι φρουροί, την άκουσαν κι αυτοί. Ο Νιρέξης πέταξε πάνω απ' τα τείχη για να τον δουν κιόλας, έκανε ένα γύρο και έπειτα επέστρεψε πάλι στο πεδίο της μάχης.
«Ο Δράκος είναι ελεύθερος!» φώναξε με πάθος η Ναταλία. «Δεν ανήκει σε κανέναν!»
Βόρειοι και Νότιοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Μήπως έπρεπε να συμφιλιωθούν; Ο Δαμιανός αναζήτησε με το βλέμμα του τη Λομπέλια, και όταν την είδε και τον κοίταξε κι εκείνη, για λίγα δευτερόλεπτα ήλπισε να έκαναν την ίδια σκέψη και όλα αυτά να έληγαν επιτέλους, να άφηναν στην άκρη τις διαφορές τους και να έβλεπαν πόσα τους ένωναν όπως είπε η Ναταλία. Όμως η Λομπέλια του χαμογέλασε σατανικά και έπειτα φώναξε δυνατά:
«Τοξότες! Ρίξτε στον Δράκο! Σκοτώστε τον για να μη σας κάψει!» Μια βροχή από βέλη έφυγε από τους τοξότες που είχε συγκεντρώσει η Βασίλισσα γύρω της, αλλά και από άλλους που βρίσκονταν πιο μακριά. Πολλά βέλη τον πέτυχαν, τα περισσότερα από τα οποία ήταν δηλητηριώδη.
«Όχι!!» κραύγασε η Ελένη. Ο Νιρέξης έχασε λίγο ύψος, όμως δεν έπεσε.
Συνέχισε να πετάει, απομακρύνθηκε λίγο κι έπειτα ξαναγύρισε, χαμήλωσε και έφτυσε μια μάζα φωτιάς προς όσους ήταν σε αυτό το σημείο. Έτρεξαν όλοι πανικόβλητοι, ενώ κάποιοι κάηκαν ζωντανοί.
«Ανόητοι! Ξαναρίξτε του! Όλοι στον Δράκο! Θα μας κάψει ζωντανούς!» ούρλιαξε η Λομπέλια. Ο Νιρέξης χαμήλωσε κι άλλο και έκαψε κι άλλο κόσμο με τις φλόγες του.
«Όλοι οι τοξότες στο Δράκο!» επανέλαβε η Βόρεια Βασίλισσα. «Δαμιανέ! Και οι δικοί σου! Δώσε διαταγή, τώρα!»
Ο Δαμιανός κοίταξε γύρω του. Η μάχη συνεχιζόταν, όμως μέσα στη λάσπη και το αίμα ήρθε τώρα να προστεθεί και η φωτιά. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Και δικοί του στρατιώτες είχαν καεί.
«Ρίξτε στον Δράκο!» φώναξε με μισή καρδιά. Ο Νιρέξης έπρεπε τώρα να αποφεύγει και τα βέλη των Νοτίων.
«Νιρέξη! Είσαι πληγωμένος, πρέπει να υποχωρήσουμε!» φώναξε με αγωνία η Ναταλία.
Ο Νιρέξης συμφώνησε. Δεν του είχαν μείνει πολλές δυνάμεις. Έριξε μια τελευταία μάζα φωτιάς σε Βόρειους και Νότιους που ακόμα πολεμούσαν μεταξύ τους και πέταξε ψηλά και προς το πιο κοντινό δάσος.
«ΟΧΙ!» φώναξε κλαίγοντας η Λομπέλια. «Ανάθεμα σε, Νιρέξη! Μου ξέφυγες μέσα από τα χέρια! Αλλά δεν τελειώσαμε ακόμα. Μάρκο! Τσακίσου κι έλα εδώ αμέσως!» Ο Μάρκος παράτησε τη μάχη και πλησίασε.
«Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη.»
«Εσύ και οι άνδρες σου να κυνηγήσετε τον Δράκο στο δάσος τώρα!»
«Μα... Αυτό είναι αδύνατον. Το δάσος είναι τεράστιο και είναι νύχτα.»
«Δεν με νοιάζει, ηλίθιε! Θα κάνεις αυτό που σου λέω! Βρείτε τον Δράκο και σκοτώστε τον! Θωμά!» φώναξε τον Αρχηγό Τοξότη.
«Μάλιστα, Βασίλισσα μου.»
«Εσύ και οι τοξότες σου με τους κατασκόπους να πιάσετε τον Δράκο. Γρήγορα, τώρα! Και φέρτε μου το αίμα του να το πιω!»
«Αμέσως. Εμπρός, άντρες! Όλοι στο δάσος! Κουνηθείτε, κουνηθείτε!» φώναξε ο Θωμάς και το ίδιο διέταξε και ο Μάρκος τους δικούς του.
Αφού θα έχουμε τη βοήθεια τον τοξοτών, κάτι μπορεί να γίνει. Σκέφτηκε.
Την ώρα που έμπαιναν στο δάσος τους είδε από μακριά ο Δαμιανός.
«Δεν πάει καλά αυτή η γυναίκα! Έστειλε άνδρες στο δάσος για να πιάσουν τον Δράκο!» είπε στον Μαρίνο.
«Δεν πρέπει να τον βρουν, Μεγαλειότατε. Θυμάστε τους σκοπούς της τρελής. Πρέπει να τους σταματήσουμε.» του είπε ο Στρατηγός του.
«Συμφωνώ. Βρες την Ιππότη, πάρτε μερικούς τοξότες και στρατιώτες και κυνηγήστε τους.» διέταξε ο Δαμιανός και ο Στρατηγός του υπάκουσε.
Η Ελένη συμφώνησε αμέσως, γιατί ήταν ένας τρόπος αυτός να σωθεί ο Δράκος και η Ναταλία. Αφού μάζεψαν μία μεγάλη ομάδα στρατιωτών και τοξοτών, μπήκαν τρέχοντας στο δάσος.
«Σίγουρα αυτοί θα έχουν σκορπιστεί σε ομάδες. Πρέπει να χωριστούμε.» της είπε ο Στρατηγός.
«Μάλιστα.» απάντησε και αφού χωρίστηκαν γρήγορα, σκορπίστηκαν ο καθένας προς διάφορες κατευθύνσεις. Η Ελένη συνόδευε μια ομάδα από τρεις στρατιώτες και τρεις τοξότες και πήγαιναν όλο και πιο μέσα στην καρδιά του δάσους.
Ήταν θεοσκότεινα και η υγρασία από τα κλαδιά και τα φυλλώματα των δέντρων έσταζε πάνω τους.
«Να τοι!» φώναξε κάποιος απ' την ομάδα της. Στην ευθεία η Ελένη μπόρεσε να διακρίνει μερικές σκιές και να ακούσει ήχους από σπαθιά που συγκρούονταν μεταξύ τους.
«Τους βρήκαν κάποιοι από εμάς. Ελάτε, πάμε να βοηθήσουμε!» φώναξε η Ιππότης. Έτρεξαν σ' αυτό το σημείο και μπήκαν κι εκείνοι στη μάχη. Οι κόκκινες πανοπλίες φαίνονταν καθαρά στο σκοτάδι, το ίδιο και η γυαλάδα των σπαθιών.
Όταν τα μάτια της συνήθισαν εντελώς στο σκοτάδι, η Ελένη συνειδητοποίησε ότι μαχόταν για μία ακόμα φορά με τον Μάρκο και οι ματιές τους συναντήθηκαν μαζί με τα σπαθιά τους.
«Πάλι εσύ;» απόρησε ο Μάρκος. «Δεν μπορούμε να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλον, πάρ' το απόφαση.» Σταμάτησαν και κοιτάχτηκαν για μερικά ατέλειωτα δευτερόλεπτα. Την ίδια στιγμή, ένας άλλος Βόρειος κατάσκοπος επιτέθηκε στην Ελένη και εκείνη πάλεψε μαζί του για να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Αμέσως μετά, είδε τον Μάρκο να πέφτει κάτω αιμόφυρτος από κάποιο Νότιο σπαθί.
«ΟΧΙ!» φώναξε και με μια αστραπιαία κίνηση σκότωσε τον εχθρό της. Αμέσως άρχισε να πολεμά με έναν άλλον με μανία. Νόμιζε πως ο Μάρκος ήταν νεκρός, ώσπου τον είδε να τρέχει όπως- όπως ανάμεσα στα πιο πυκνά δέντρα. Τραυμάτισε τον αντίπαλο της και ξέφυγε από τη μάχη, τρέχοντας προς τον Μάρκο.
«Μάρκο, περίμενε!» φώναξε.
Καθώς όμως εκείνος ήταν βαριά τραυματισμένος, έχασε κάθε κουράγιο και έπεσε κάτω. Η Ελένη τον έφτασε και λαχανιασμένη γονάτισε πλάι του.
«Μάρκο... Ω Θεέ μου...»
«Ελένη...» ψέλλισε εκείνος. «Πόσο χαίρομαι που θα πεθάνω στην αγκαλιά σου.» Έβαλε το χέρι της στην πληγή του στο στήθος. Αιμορραγούσε πάρα πολύ.
«Όχι, αγάπη μου, δεν θα πεθάνεις. Θα σε σώσω. Θα φέρω βοήθεια.» του είπε δακρυσμένη και πήγε να σηκωθεί.
«Δεν έχει νόημα.» είπε ο Μάρκος. «Δεν θα προλάβεις. Το τέλος μου έφτασε, Ελένη. Το μόνο που θέλω είναι να μείνεις κοντά μου, αγάπη μου, στις τελευταίες μου στιγμές.»
Είχε δίκιο. Ψάχνοντας μέσα σ' αυτό το άγνωστο δάσος, είχε χαθεί και δεν θυμόταν που βρισκόταν το πεδίο της μάχης, το στρατόπεδο, η σκηνή των τραυματιών για να βρει γιατρό. Γονάτισε πάλι δίπλα του και είπε κλαίγοντας:
«Όχι, δεν μπορεί. Δεν πρέπει να πεθάνεις.»
«Μου αξίζει, για όσα έκανα. Πρόδωσα εσένα και την εμπιστοσύνη όλων. Νόμιζα... Νόμιζα πως θα γινόμουν σπουδαίος μια μέρα. Πόσο ηλίθιος ήμουν...»
Έκανε μια παύση, γιατί πονούσε πολύ. Η Ελένη του κράτησε το χέρι, το έσφιξε και το φίλησε.
«Μακάρι να μπορέσεις να με συγχωρέσεις κάποια μέρα.» συνέχισε ο Μάρκος.
«Σε συγχωρώ, αγάπη μου.» του είπε τρυφερά.
«Χαίρομαι. Έτσι η ψυχή μου θα αναπαυθεί γαλήνια. Αν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο, να ξέρεις ότι πάντα θα σε συντροφεύω και θα σε προσέχω, αφού δεν κατάφερα να το κάνω εν ζωή.»
Τα μάτια του έκλεισαν.
«Μάρκο; Μάρκο;» έκανε η Ελένη με αγωνία. Όμως εκείνος τα ξανάνοιξε. Πάλευε να μείνει λίγο ακόμα κοντά της.
«Νιώθω πολύ κουρασμένος.»
«Σε παρακαλώ, μη με αφήσεις. Κάνε μια προσπάθεια να κρατηθείς λίγο ακόμα στη ζωή και θα φέρω βοήθεια. Θα ψάξω και θα βρω κάποιον στο δάσος.»
«Και ποιος θα σε βοηθήσει να σώσεις τον προδότη; Οι δικοί σου; Ή οι δικοί μου, που θα σκοτώσουν και εσένα μαζί; Όχι... Όχι, έχω χάσει πολύ αίμα. Μόνο εσύ μείνε κοντά μου μέχρι να φύγω. Και θέλω και κάτι ακόμα από εσένα.»
«Τι, αγαπημένε μου;»
«Να με ξεχάσεις. Αν αγαπήσεις κάποιον άλλον, να τον παντρευτείς. Και όταν μεγαλώσει ο γιος μας... Αλήθεια, πώς είπες πως τον βάφτισες;»
«Φώτη.»
«Φώτη... Πολύ ωραίο όνομα. Σημαίνει φως. Όταν μεγαλώσει ο Φώτης, λοιπόν, πες του πως δεν ήμουν και ο καλύτερος πατέρας... αλλά τον αγαπούσα και ας μην τον γνώρισα ποτέ.»
Σήκωσε με δυσκολία το χέρι του και χάιδεψε τα ξανθά μαλλιά της.
«Μάκρυναν κι άλλο. Μην τα κόψεις. Να τα αφήσεις έτσι, είναι πολύ όμορφα.» της είπε μ' ένα αχνό χαμόγελο. Η Ελένη ξέσπασε σ' ένα γοερό κλάμα με λυγμούς.
«Δεν θα αντέξω στη ζωή χωρίς εσένα.» κατάφερε να του πει.
«Θα αντέξεις. Έχεις τον γιο μας, έχεις φίλους και δυο υπέροχους γονείς. Αντίο, αγαπημένη μου Ελένη. Σε αγάπησα μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο της ζωής μου.»
Έκλεισε πάλι τα μάτια του και αυτή τη φορά, δεν τα ξανάνοιξε ποτέ.
«Μάρκο... ΜΑΡΚΟ!» φώναξε για μια τελευταία φορά η Ελένη και συνέχισε να κλαίει αγκαλιάζοντας τον. «Γιατί; Γιατί να γίνει έτσι, αγάπη μου;» έλεγε συνέχεια.
Μετά από αρκετή ώρα, τα μάτια της στέρεψαν από δάκρυα. Κοίταξε γύρω της. Ησυχία επικρατούσε στο δάσος. Η μάχη που γινόταν λίγο πίσω της είχε σταματήσει.
Ήταν ολομόναχη σ' αυτό το άγνωστο δάσος, με μόνη της συντροφιά το νεκρό σώμα του Μάρκου. Έτρεμε από το κρύο και νύσταζε. Επιπλέον, ένιωθε τόσο κουρασμένη, που δεν είχε τη δύναμη να σηκωθεί και να γυρίσει πίσω. Ξάπλωσε δίπλα στον Μάρκο, τα μάτια της έκλεισαν και παραδόθηκε στον ύπνο της λησμονιάς και του λυτρωμού.
********************************************************
Η Ναταλία βρισκόταν στη σπηλιά τους με τον Νιρέξη, στο μέρος όπου τις τελευταίες αυτές μέρες είχε γίνει η ερωτική τους φωλιά. Του είχε βγάλει ένα- ένα τα βέλη που είχαν μείνει ακόμα καρφωμένα επάνω του και του είχε περιποιηθεί τις πληγές του οι οποίες ακόμα αιμορραγούσαν. Κατάλαβε πως η ώρα του πλησίαζε. Το ξημέρωμα, η μορφή του θα άλλαζε σε ανθρώπινη και το ανθρώπινο σώμα του δεν θα άντεχε τις πληγές αυτές. Έτσι απλά ξάπλωσε επάνω του, σε σημείο που δεν είχε πληγή βέβαια για να μην τον πονέσει, και απλά απολάμβανε τις τελευταίες ώρες που τους απέμεναν μαζί.
Κάπου- κάπου μέσα στο δάσος, άκουγε ήχους από σπαθιά που συγκρούονταν και γελούσε μέσα της για την ανοησία των δυο βασιλιάδων να στείλουν δικούς τους στο δάσος για να τους βρουν. Ακόμα και αν έβρισκαν το βουνό, θα τους ήταν αδύνατον να το ανέβουν σκαρφαλώνοντας, καθώς ήταν πολύ απότομο και σίγουρα θα έπεφταν και θα σκοτώνονταν στην προσπάθεια.
«Νιρέξη;» έσπασε τη σιωπή κάποια στιγμή, αναρωτώμενη εάν ο σύντροφος της κοιμόταν.
«Μμμ;» της απάντησε ο Δράκος με ένα μουγκρητό.
«Γιατί σκότωσες και δικούς μου στη μάχη;» θέλησε να μάθει.
«Γιατί δεν γινόταν αλλιώς, αγάπη μου. Κοντά στα ξερά, καίγονται και τα χλωρά λέει μια παροιμία. Έπρεπε να τους δώσω ένα μάθημα για να δουν ότι είναι αδύνατον να λύσουν τις διαφορές τους έτσι, ότι ο πόλεμος περισσότερη καταστροφή φέρνει παρά αποτελέσματα. Και ύστερα, επίτηδες έκαψα και άλλους Νότιους, καθώς όταν άρχισαν και εκείνοι να μου ρίχνουν βέλη, ένιωσα να απειλούμαι. Είναι λογικό. Δεν τους αδικώ όμως. Και εκείνοι το ίδιο ένιωσαν.»
«Πότε θα σταματήσει όλο αυτό;» ρώτησε με παράπονο στη φωνή της η νεαρή μουσικός.
«Σύντομα, καλή μου... Πολύ σύντομα.» τη διαβεβαίωσε. «Η νύχτα αυτή θα είναι εφιαλτική για όλους, όμως το ξημέρωμα πιστεύω πως θα λογικευτούν. Στο φως της ημέρας, οι απώλειες θα φανούν και τότε θα καταλάβουν πως όλο αυτό ήταν ένα λάθος.»
Η Ναταλία γύρισε και τον κοίταξε στα κιτρινωπά του μάτια.
«Εσύ όμως θα φύγεις το ξημέρωμα.» είπε.
«Ναι...»
«Και τι θα κάνω εγώ χωρίς εσένα;»
«Ζήσε. Περίμενε να τελειώσει ο πόλεμος και ύστερα γύρνα στον Νότο, γέννησε εκεί το παιδί μας και όταν έρθει η ώρα, εκείνος θα σου πει τι πρέπει να κάνετε. Μόνο να έχεις επιμονή και πίστη, αγαπημένη μου.» Η Ναταλία έβαλε το χέρι στην κοιλιά της.
«Πώς το ξέρεις...;» απόρησε.
«Το λέει η προφητεία, αλλά και εγώ το ένιωσα, όταν συνέβη. Έχεις μέσα σου το παιδί μας, Ναταλία.»
Η Ναταλία άρχισε να κλαίει, αυτή τη φορά όχι από θλίψη αλλά από συγκίνηση. Τι χαρά και τεράστια παρηγοριά ήταν αυτή... Είχε μέσα της έναν μικρό δράκο, έναν απόγονο του Νιρέξη ο οποίος σίγουρα θα του έμοιαζε και θα της τον θύμιζε. Δεν θα ένιωθε ποτέ ξανά μόνη.
*************************************************************************************
Πώς σας φάνηκε ο θάνατος του Μάρκου; Η εμφάνιση του Νιρέξη στον πόλεμο; Δυστυχώς, ούτε αυτός κατάφερε να σταματήσει τη Λομπέλια, αντιθέτως την εξαγρίωσε κι άλλο και στο επόμενο κεφάλαιο ετοιμάζει μια δυσάρεστη έκπληξη για τους Νότιους, αλλά και τους Κεντρικούς.
Μάθαμε επίσης κάτι από το παρελθόν του Δανιήλ. Σε μερικά κεφάλαια θα μάθουμε περισσότερα και όλα όσα του είπε ο Μάρκος θα εξηγηθούν.
Τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο, σύντομα ελπίζω!! Μέχρι τότε μην ξεχνάτε να ψηφίζετε (δεν είναι κόπος ένα αστεράκι παιδιά!) Και αν θέλετε να σχολιάζετε. Φιλιά 😘😘
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top