18. Ένας Μικρός Ιππότης
Οι Νότιοι όπως ήταν φυσικό έμαθαν για τη δολοφονία του Άρη και οι περισσότεροι εξαγριώθηκαν τόσο με τους Ανατολίτες, επειδή δικός τους ήταν ο φονιάς τους, όσο και με τους Βόρειους επειδή συνέβη στο βασίλειο τους και έμμεσα έφταιγαν αυτοί. Φυσικά μαθεύτηκε ο λόγος για τον οποίο ο Καράπας τον σκότωσε και γι' αυτό ο Βασιλιάς Δαμιανός δεν κατάφερε να κάνει τίποτα.
Όμως τελικά ενέδωσε στις πιέσεις των ανθρώπων της Αυλής και κήρυξε τους Βόρειους και τους Ανατολικούς εχθρούς του Νοτίου Βασιλείου. Οι Δυτικοί στήριξαν αυτή την απόφαση, γιατί μισούσαν τους Ανατολικούς. Όσο για το Κέντρο, δεν είχε παρά να συμφωνήσει επίσης, καθώς ήταν αναγκαστικά σύμμαχοι τους. Η Λίνα συγχωρέθηκε και στηρίχτηκε από τους δικούς της ανθρώπους, όπως και απ' τον Καράπα, που την παντρεύτηκε δύο μήνες μετά και έτσι υπογράφτηκε συμμαχία μεταξύ των δύο βασιλείων.
Φυσικά η Ελένη ανακατεύθηκε κι αυτά σε όλα εκείνα, αφού η γνώμη της ως ιππότης μετρούσε πολύ για τον Βασιλιά. Κάθε φορά που πήγαινε να το συζητήσει με τον Μάρκο όμως, εκείνος άλλαζε αμέσως θέμα συζήτησης. Μια φορά μάλιστα, της είπε:
«Δεν σε ρώτησα τη γνώμη σου. Σε ρώτησα μόνο τι ειπώθηκε σήμερα στο συμβούλιο.» και την έκανε να απορήσει.
«Μα... Πάντα σε ενδιέφερε η γνώμη μου... Για όλα.» διαμαρτυρήθηκε όσο μπορούσε.
«Ε λοιπόν, τώρα δεν με αφορά σε τέτοια θέματα!» φώναξε ξαφνικά ο Μάρκος. «Είσαι εννέα μηνών έγκυος, κοντεύεις να γεννήσεις και αντί να κάθεσαι σπίτι τρέχεις στα συμβούλια του Δαμιανού!»
«Είναι μέρος της δουλειάς μου!» φώναξε κι εκείνη.
«Αφού ήθελες να γίνεις ιππότης τότε τι ήθελες γάμους και παιδιά;!»
«Είμαι δυνατή γυναίκα, μπορώ να τα συνδυάζω όλα!»
«Ναι, ε;»
Ο Μάρκος ηρέμησε πάλι ξαφνικά και συμπλήρωσε με ειρωνικό τόνο:
«Τότε εμένα δεν με χρειάζεσαι. Ώρα να πηγαίνω.» και πήγε προς την κάμαρα τους. Η Ελένη πήγε όσο πιο γρήγορα της το επέτρεπε η φουσκωμένη κοιλιά της και τον πρόφτασε.
«Πού πας;» τον ρώτησε.
«Όπου θέλω. Μπορείς να τα καταφέρεις και μόνη σου, έτσι δεν είναι;» Το πείσμα της δεν την άφησε να κλάψει μπροστά του, ούτε να τον παρακαλέσει.
Είμαι ιππότης. Σκέφτηκε. Είμαι γενναία. Θα τα καταφέρω.
«Εντάξει. Φύγε.» του είπε τελικά κι έκανε στην άκρη για να περάσει. «Άδειασε μου τη γωνιά, να κάνω κι εγώ ό,τι θέλω χωρίς να σου δίνω λογαριασμό!» Ο Μάρκος δεν είπε τίποτα άλλο, μόνο μάζεψε βιαστικά κάποια πράγματα του. Δεν της είπε ούτε καν αντίο.
«Και χαιρετίσματα στις πόρνες σου!» του φώναξε καθώς εκείνος έφευγε.
Μόνο τότε άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να κλάψει και να ξεσπάσει. Ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι και έριξε τόσο δάκρυ όσο δεν είχε ρίξει τόσον καιρό που ο Μάρκος την πλήγωνε με την αδιαφορία και τις αδικαιολόγητες απουσίες του. Γιατί της φερόταν έτσι; Γιατί της τα είπε αυτά; Σ' εκείνη, που τον αγάπησε μ' όλη τη δύναμη της καρδιάς και της ψυχής της; Γιατί έπαψε να την αγαπάει αυτός; Πριν παντρευτούν της είχε πει:
Θα σ' αγαπάω για πάντα, Ελένη. Ό,τι κι αν γίνει, να το θυμάσαι αυτό.
Φυσικά και το θυμόταν, όμως ήταν φανερό τώρα πια πως δεν τήρησε τον όρκο του. Πόσο δίκιο είχε η Ναταλία...
Τέτοιοι άνθρωποι συνήθως δεν αλλάζουν ποτέ. Της είχε πει και τώρα καταλάβαινε τι εννοούσε. Ακόμα και ο πατέρας της, που τον είδε με κακό μάτι απ' την αρχή, τον είχε υποψιαστεί, αλλά είδε πόσο τον αγαπούσε εκείνη και δεν ήθελε να την πληγώσει... Γι' αυτό δεν της εκμυστηρεύτηκε άμεσα τις υποψίες του.
Μέσα στην κοιλιά της, το παιδί της κλωτσούσε συνεχώς, σαν να της έλεγε να σταματήσει να κλαίει. Όμως εκείνη το αγνοούσε και τα σκιρτήματα έγιναν εντονότερα, ώσπου άρχισε να πονάει.
«Σταμάτα!» ούρλιαξε μες στη σιγαλιά της νύχτας. «Πάρ' το απόφαση: θα μεγαλώσεις χωρίς πατέρα!» Ένιωθε πολύ περίεργα. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και είδε ότι το στρώμα είχε υγρανθεί.
Οι πόνοι άρχισαν πάλι κι έγιναν αβάσταχτοι. Ξάπλωσε πάλι πίσω στο κρεβάτι γιατί ζαλίστηκε και προσπάθησε να ηρεμήσει και να αναπνεύσει. Οι σπασμοί της γέννας είχαν ξεκινήσει. Κάποιοι φρουροί απ' ότι φάνηκε άκουσαν τις φωνές της και όρμησαν στην κάμαρα για να τη βοηθήσουν.
«Ιππότισσα; Τι πάθατε;» τη ρώτησε ένας ανήσυχος.
«Πονάω. Πονάω πάρα πολύ.» κατάφερε να απαντήσει, καθώς πονούσε κι έκλαιγε και ίδρωνε. «Νομίζω πως... Νομίζω πως γεννάω!»
«Γρήγορα! Να την πάμε στην Κλινική!» φώναξε κάποιος φρουρός στους άλλους.
Μαζεύτηκαν κάποια άτομα και κατάφεραν να τη σηκώσουν.
«Μη φοβάστε, κυρία. Πάρτε βαθιές ανάσες και θα σας οδηγήσουμε στη Γιατρό.» της είπε ένας.
Σ' αυτή τη δύσκολη στιγμή οι φρουροί της στάθηκαν όσο κανένας άλλος. Την πήγαν στην Κλινική όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, παρόλο που έσερνε τα πόδια της στο δρόμο. Η Πατρίσια έτρεξε αμέσως μόλις τους είδε να μπαίνουν και τους οδήγησε να τη βάλουν σε ένα κρεβάτι στη μέσα αίθουσα.
Έπειτα τους έβγαλε όλους έξω και κάλεσε κοντά της τον βοηθό της Στέφανο.
«Να στείλω να ειδοποιήσουν τον άντρα σου;» τη ρώτησε η Γιατρός καθώς της σήκωνε το φόρεμα και της τοποθετούσε τα πόδια στην κατάλληλη στάση.
«Έφυγε.» είπε η Ελένη με νέα δάκρυα στα μάτια. «Ο Μάρκος με παράτησε λίγο πριν με πιάσουν οι πόνοι. Και τώρα είμαι μόνη μου και... και... δεν μπορώ.»
«Το κάθαρμα.» γρύλισε η Πατρίσια. «Στέφανε, έχε λίγο το νου σου εδώ. Κι εσύ προσπάθησε να ηρεμήσεις και να παίρνεις ανάσες.»
Ο Στέφανος πήρε θέση μπροστά στο σημείο όπου θα έβγαινε το μωρό και κοιτούσε για να δει πότε θα έρθει η ώρα, ενώ η Πατρίσια έφυγε και επέστρεψε με ένα λεκανάκι νερό.
«Θα σε δροσίσει αυτό. Βλέπεις, το καλοκαίρι είναι πιο δύσκολες οι γέννες.» είπε, καθώς της δρόσιζε με ένα απαλό πανί το μέτωπο της. «Αν και είναι Σεπτέμβριος τώρα, είναι ακόμα η ζέστη του Καλοκαιριού και δεν λέει να φύγει.»
«Γιατρέ, νομίζω πως έρχεται.» διέκοψε τη φλυαρία της ο Στέφανος.
Το άγχος κατέβαλε την καρδιά της Ελένης, η οποία δεν μπορούσε πλέον να πάρει σωστές αναπνοές. Η Πατρίσια πήγε να δει, έβαλε τα χέρια στο σημείο και της είπε:
«Και τώρα, Ιππότισσα, πρέπει να παίρνεις ανάσα και να σπρώχνεις όσο πιο δυνατά μπορείς, ώστε να τραβήξω το μωρό έξω.» Η νεαρή Ιππότης τρομοκρατήθηκε, γιατί περίμενε η γέννα να είναι κάτι ευχάριστο κι ευκολότερο.
Έβαλε όλες της τις δυνάμεις, κάνοντας όπως της υπέδειξε η Γιατρός. Άραγε όλες οι μητέρες πονούσαν τόσο; Και η μητέρα της τόσο πολύ είχε πονέσει για να τη φέρει στον κόσμο; Όμως η Ελπίδα είχε σίγουρα και τον άντρα της στο πλευρό της, όμως τώρα η Ελένη δεν είχε τον Μάρκο... Ένιωθε πιο μόνη από ποτέ και οι δυνάμεις της άρχισαν να την εγκαταλείπουν.
«Πατρίσια... Δεν μπορώ... Δεν μπορώ να το κάνω...» είπε ξεψυχισμένα.
Η Πατρίσια υπέδειξε στον Στέφανο πού να βάλει τα χέρια του και πήγε και της έπιασε το χέρι.
«Άκουσε με, γλυκιά μου. Εγώ είμαι εδώ τώρα και θα σε βοηθήσω. Μη φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά, στο υπόσχομαι.»
«Δεν μπορώ χωρίς τον Μάρκο στο πλευρό μου... Τον χρειάζομαι και αυτός απουσιάζει από τη γέννηση του παιδιού μας.»
«Γιατρέ, λίγο ακόμα θέλει!» φώναξε εκείνη τη στιγμή ο Στέφανος.
«Λοιπόν, Ελένη.» της είπε η Πατρίσια. «Σου υπόσχομαι ότι θα κάνω ό,τι μπορώ για να γυρίσει σε εσένα ο άντρας σου. Αλλά ακόμα κι αν δεν γυρίσει, θα έχεις το παιδί σου να σου δίνει χαρά και όλοι εμείς, οι φίλοι σου, θα σε στηρίξουμε. Δεν είσαι μόνη. Τώρα, σφίξε μου το χέρι και κάνε μια μεγάλη προσπάθεια να σπρώξεις για να το βγάλουμε.»
Στράφηκε στον Βοηθό της:
«Στέφανε, είσαι έτοιμος να ξεγεννήσεις τον νέο ιππότη του βασιλείου μας;» Στο μεταξύ ο Στέφανος ήταν λίγο αγχωμένος, γιατί ήταν το πρώτο μωρό που θα ξεγεννούσε εκείνος. Όμως δεν το έδειξε για να μη φοβίσει κι άλλο τη νέα μητέρα.
«Έτοιμος.» είπε.
«Τώρα, Ελένη! Σπρώξε!» φώναξε η Γιατρός. Η Ελένη έσπρωξε με όλη της τη δύναμη, χωρίς να μπορεί να σκεφτεί τίποτα άλλο γιατί ο πόνος τη διαπέρασε ξανά σαν σπαθί για μερικά ατέλειωτα δευτερόλεπτα, ενώ το χέρι της Πατρίσιας λίγο έλειψε να σπάσει έτσι όπως το έσφιγγε.
Έπειτα ακούστηκε το κλάμα του μωρού.
«Είναι αγόρι!» φώναξε χαρούμενος ο Στέφανος. Η Ελένη έγειρε εξαντλημένη πίσω το κεφάλι της με ανακούφιση. Η Πατρίσια πήρε το μωρό, προσεκτικά και της το έβαλε πάνω στο στήθος. Εκείνο άρχισε να θηλάζει αμέσως.
«Ένας μικρός ιππότης.» ψιθύρισε η Ελένη, καθώς κοιτούσε τον γιο της με στοργή. Δεν ένιωθε λύπη τώρα πια. Μόνο ανακούφιση και χαρά που έφερε στον κόσμο το παιδί της.
«Πώς θα τον βαφτίσεις;» τη ρώτησε η Πατρίσια.
«Φώτιο.» της απάντησε. «Γιατί έδωσε φως στη ζωή μου.»
Στο μεταξύ ο Δανιήλ είχε μάθει για το χαρμόσυνο γεγονός, είχε καταφθάσει και περίμενε με αγωνία στην Αίθουσα Αναμονής με τους φρουρούς. Λίγη ώρα μετά βγήκε έξω η Πατρίσια και είπε:
«Εντάξει, μπορείτε να τη δείτε. Ένας- ένας όμως. Είναι ακόμα πολύ κουρασμένη. Δανιήλ, θέλεις να μπεις πρώτος;»
«Ναι, βέβαια.» απάντησε ο Κατάσκοπος και μπήκε.
Το πρόσωπο της Ελένης, αν και κουρασμένο, έλαμπε από χαρά.
«Δανιήλ;» είπε με έκπληξη μόλις τον είδε.
«Γεια σου κουμπάρα.» της είπε και πλησίασε. «Πώς είσαι;»
«Κάπως καλύτερα τώρα. Η Μεγκάνα;»
«Σπίτι, προσέχουμε την Ερίνα με βάρδιες, τι να κάνουμε... Μόλις γυρίσω εγώ, θα έρθει κι εκείνη να σε δει. Πού είναι ο μικρός;»
«Τον καθαρίζει ο Στέφανος και θα μου τον φέρει σε λίγο.»
Παρόλη τη χαρά της όμως, διέκρινε και μια θλίψη στα μάτια της. Και μόνο τότε παρατήρησε ότι κάποιος έλειπε.
«Πού είναι ο Μάρκος;» ρώτησε. Η Ελένη έσκυψε το κεφάλι και απάντησε:
«Έφυγε. Λίγο πριν με πιάσουν οι πόνοι, τσακωθήκαμε και με παράτησε.»
«Τι έκανε λέει;!» αναφώνησε ο Δανιήλ κι έπειτα συνέχισε σκεπτικός: «Έφυγε για πάντα;»
«Ναι, έτσι νομίζω.» του είπε και δυο δάκρυα κύλησαν πάλι.
Ο Δανιήλ της έπιασε το χέρι και της είπε:
«Άκουσε με. Είσαι πολύ νέα κι όμορφη για να στενοχωριέσαι για κάποιον που δεν σου αξίζει. Τώρα μένει να σκεφτείς τον γιο σου μονάχα, να ζήσεις και να παλέψεις για αυτόν. Κι εγώ, σαν Κατάσκοπος που είμαι, σου υπόσχομαι να λύσω το μυστήριο του Μάρκου. Γιατί για μυστήριο πρόκειται, κάτι πέρα από προδοσία του γάμου σας.»
«Τι εννοείς;» τον ρώτησε ψιθυριστά σχεδόν η Ελένη.
«Ότι μπορεί να είναι προδότης του βασιλείου μας.»
**************************************************
Δεν θα το σχολιάσω αυτό το κεφάλαιο... Τα συμπεράσματα δικά σας!!
Στο επόμενο κεφάλαιο: Μαθαίνουμε επιτέλους τι ακριβώς είναι ο Μάρκος και για ποιον δουλεύει και ο Δανιήλ έρχεται σε ρήξη με την Ελένη. Άραγε αυτό να είναι το τέλος της φιλίας τους;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top