Σέργιος
Hταν η πιο όμορφη και ιδιαίτερη μέρα για όλους. Όταν τελείωσε η παρουσίαση και το φαγοπότι στο καφενείο μαζεύτηκαν όλοι στο σπίτι της Ελένης και του Λάμπρου όπου το γλέντι τώρα θα γινόταν οικογενειακό. Ο Κωσταντής και η Δρόσω εξαφανίστηκαν ψάχνοντας τα δυο μικρότερα παιδιά τους που δεν είχαν φανεί στην παρουσίαση. Όσο εκείνοι έλειπαν o Nικηφόρος συζητούσε με τον Λάμπρο για το βιβλίο του και τις επόμενες παρουσιάσεις που θα έκανε σε Αθήνα και Λάρισα, η Ελένη με την Ασημίνα και την Νεφέλη, την γυναίκα του Σέργιου, ετοίμαζαν το τραπέζι ανοίγοντας ένα ακόμα μπουκάλι κρασί. Ο Σέργιος ανεβοκατέβαινε τις σκάλες μην ξέροντας τι να κάνει με τον εαυτό του αφού όλα του φαινόντουσαν περίεργα.
"Είσαι καλά Σέργιε;" άκουσε να τον ρωτάει η Ελπίδα καθώς κοντοστάθηκε στη πόρτα κοιτάζοντας τη μητέρα του και τη Λενιώ να συζητάνε χαρούμενες. Έγνεψε. Η Ελπίδα άπλωσε το χέρι της και το πέρασε γύρω από το λαιμό του.
"Έλα, σε ξέρω καλά. Τι έχεις;" επέμεινε.
"Έχεις δει ποτέ όνειρο;" Η Ελπίδα γέλασε.
"Φυσικά, ποιος δεν έχει δει;" Είδε τον ξάδερφο της να ξεροκαταπινει.
"Εγώ. Σταμάτησαν κάποια στιγμή όταν ήμουν πολύ μικρός. Ήξερα πως ο κόσμος ονειρεύεται, άκουγα τους συμμαθητές μου να περιγράφουν τα όνειρα τους στη δασκάλα και πολλά βραδιά άκουγα τη μαμά να ξυπνάει από κάποιον εφιάλτη. Εγώ όμως δεν μπορούσα να δω. Κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου, κενό. Και κάθε φορά που νόμιζα πως θα δω κάποιο όνειρο ήμουν απλώς ήμουν ξύπνιος και το μυαλό μου έτρεχε και έπλαθε σενάρια."
Η Ελπίδα δεν ήξερε τι να πει. "Φαντάζομαι και άλλος κόσμος εκεί έξω δεν βλέπει όνειρα", είπε δειλά. "Κόσμος που..."
"Είναι διαφορετικός;" ρώτησε ο Σέργιος. Ένα γέλιο τράνταξε το στήθος του. "Κοιτά γύρω σου", της είπε. "Βλέπεις κάτι στη ζωή μας που να μην είναι διαφορετικό;" έκανε δυο βήματα πίσω και κατέβηκε τη σκάλα.
"Σέργιε..." άκουσε την Ελπίδα να φωνάζει αλλά δεν της απάντησε. Κάθισε πλάι στον πατέρα του και τον θείο του και προσποιήθηκε πως χαμογελάει με κάτι που του είπαν. "Τι έχεις πάθει;" ψέλλισε η Ελπίδα μη διστάζοντας να τους διακόψει. "Συγνώμη θείε, μπαμπά, είχαμε μια κουβέντα με τον Σέργιο", βιάστηκε να δικαιολογηθεί. Ο Σέργιος αναστέναξε και την ακολούθησε.
"Ελπίδα μη το κάνεις θέμα δεν..." η ξαδέρφη του τον άρπαξε από το χέρι και τον τράβηξε μακριά πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του. Προχώρησαν μέχρι τις λεύκες και μόλις σιγουρεύτηκε πως κανείς δεν τους ακούει του έβαλε τις φωνές.
"Δες! Δες τους! Πόσο καιρό είχες να δεις τον πατέρα σου τόσο χαρούμενο;" Ο Σέργιος είδε τον Νικηφόρο να γελάει ξεφυλλίζοντας το βιβλίο του γιου του. Έμοιαζε λες και τα μάτια του δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στο φως και κάθε του κίνηση πρόδιδε την συγκίνηση του. "Τον δικό μου;" συνέχισε η Ελπίδα. Ο Σέργιος πρόσεξε πως το χαμόγελο του θείου του φώτιζε όλο του το πρόσωπο ακόμα και από μακριά. Στιγμιαία το πρόσωπο του σφίχτηκε λες και άλλαξε ο αέρας γύρω του και τα μάτια του καρφώθηκαν στη σκάλα. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα είδε την μαμά του με την θεία Ελένη να κατεβαίνουν την σκάλα, τα χέρια τους γεμάτα με καλούδια, τα μάγουλα τους κόκκινα, τα μάτια τους υγρά.
"Ξέρω τι θες να πεις", είπε στην Ελπίδα πρώτου εκείνη προλάβει να ανοίξει το στόμα της. Τότε άκουσαν ένα αυτοκίνητο να σταματάει λίγο πιο πέρα. Η Δρόσω με τον Κωνσταντή και τα δυο τους ξαδέρφια κατέβηκαν από το αμάξι.Τα ξαδέρφια τους έτρεξαν στον Νικηφόρο και τον Λάμπρο και η Δρόσω στις αδερφές της. Ο Κωνσταντής έμεινε για λίγο πίσω σαν να χρειαζόταν παραπάνω χρόνο το μυαλό του να συντονιστεί με τα πόδια του. "Κοιμήθηκα μόνο δυο ώρες χθες βράδυ", είπε ξαφνικά ο Σέργιος. "Δεν μπορούσα να κλείσω μάτι από την αγωνία." Η Ελπίδα ακούμπησε και πάλι το χέρι της στον ώμο του. Ακολούθησε και πάλι το βλέμμα του, είχε καρφωθεί στο τραπέζι μπροστά τους. Τα γέλια τους αντηχούσαν στα αυτιά τους και έκαναν την Ελπίδα να γεμίζει με χαρά. Ένιωθε όμως την ανησυχία του ξαδέρφου της σχεδόν να πάλλεται στα ακροδακτυλα της.
"Γι' αυτό είσαι ταραγμένος σήμερα; Μήπως είναι καλύτερα να πέσεις να κοιμηθείς λιγάκι;" Ο Σέργιος έγνεψε αρνητικά.
"Δεν μπορούσα να κοιμηθώ και διάβαζα. Κόντευα να τελειώσω το βιβλίο όταν οι σελίδες του επιτέλους γλίστρησαν από τα χέρια μου. Διέκρινα τον ήλιο να βγαίνει και είχα αρχίσει να αγχώνομαι πως θα σέρνομαι σήμερα στην παρουσίαση. Και τότε ξέρεις τι έγινε;" η Ελπίδα έγνεψε αρνητικά. "Είδα όνειρο. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, είδα όνειρο."
Η Ελπίδα ανέπνευσε βαθιά. "Αυτό είναι υπέροχο!" αναφώνησε. "Έτσι δεν είναι; Αυτό δεν ήθελες;" Το σώμα του Σέργιου τραντάχτηκε και πάλι από ένα γέλιο.
"Όχι αν είναι να βλέπω τέτοια όνειρα."
Η Ελπίδα δεν κατάλαβε. "Είδες εφιάλτη;" ρώτησε.
Ο Σέργιος έσκυψε το κεφάλι. "Εφιάλτη. Ανάμνηση. Δεν ξέρω."
Άκουσε την ξαδέρφη του να αναστενάζει. "Ωχ μωρέ Σέργιε, θα με σκάσεις μέχρι να μου πεις έτσι;" φώναξε.
"Είδα τον παππού."
Η Ελπίδα έμεινε για λίγο σιωπηλή. "Τον παππού τον Γιώργη;" αναφώνησε με χαρά.
Ο Σέργιος έγνεψε αρνητικά. "Τον παππού μου τον Δούκα". Σιωπή.
"Σέργιε..." ξεκίνησε να λέει αλλά την διέκοψε.
"Είδα πως ήταν μαζί μου, στην παρουσίαση. Προλογούσε το βιβλίο μου και εγώ... κρατιόμουν από κάθε λέξη. Μετά μαζευτήκαμε στο σπίτι.. Το παλιό το σπίτι. Ανοίγαμε όλοι δώρα και εγώ κρατούσα ένα ξύλινο αλογάκι που μου είχε χαρίσει κάποτε. Εκεί το όνειρο έγινε ανάμνηση αλλά..." πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα. "Υποθέτω πως απλώς μου λείπουν."
Η Ελπίδα έμεινε να τον κοιτάζει μη ξέροντας τι να του πει. "Σέργιε ο παππούς σου..."
"Ξέρω τι άνθρωπος ήταν ο παππούς μου!" φώναξε.
Η Ελπίδα έκανε δυο βήματα μακριά. "Θα έλεγα απλώς πως ο παππούς σου θα ήταν πολύ περήφανος για σένα. Και οι δυο τους θα ήταν." αποκρίθηκε κοιτάζοντας τα δέντρα πίσω της και έφυγε. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε στις λεύκες και στο βουητό των μελισσών που στόλιζε τις φωνές και τα γέλια στο βάθος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top