Λενιώ
1983
"Ποτέ δεν θα θερίζεις κάτι που έχει πιθανότητα να αναπτυχθεί και κάτι που έχει αρχίσει ήδη να πεθαίνει. Ο θερισμός αφορά τον καρπό που είναι έτοιμος, ουτε αργοπορημένος ούτε βιαστικός."
Είδα τον Γιώργη να γνέφει. "Και όσον αφορά τους προμηθευτές ποτέ δε θα τους λες τη τιμή που έχεις αποφασίσει να πουλήσεις γιατί θα σου κάνουν παζάρια."
"Τι εννοείς θεία;" ρωτάει και αναρωτιέμαι αν είναι πολύ μικρός γι' αυτές τις κουβέντες. "Εννοώ πως στα παζάρια θα καταλήξετε έτσι κι αλλιώς. Αν εσύ του πεις τη τιμή που θες να του πουλήσεις εκείνος θα σου τη ρίξει και θα βγεις ζημιωμένος." Ένα ελαφρύ νεύμα μου λέει πως ίσως κάτι να καταφέραμε.
"Πάντα θα ξεκινάς με μεγαλύτερη τιμή, έτσι ώστε όταν αρχίσετε τις διαπραγματεύσεις να φύγει ικανοποιημένος και να νομίζει ότι υπέκυψες στα παζάρια του, ενώ στη πραγματικότητα θα τον έχεις φέρει εκεί που ήθελες εξαρχής."
Χαμόγελο. "Έλα πάμε τώρα γιατί είναι ώρα για φαγητό."
Στο δρόμο για το σπίτι τον ακούω να μου επαναλαμβάνει όσα έμαθε. Χαμογελάω γιατί τώρα καταλαβαίνω πως είναι. Να μεταδιδεις κάτι στον άλλον. Ένα κομμάτι γνώσης που δεν αποτυπώνεται στα βιβλία γιατί είναι μέσα σου. Έτσι είναι η αγάπη για την γη. Δεν μαθαίνεται, δεν αποστηθίζεται, ούτε μιμείται. Αλλά με κάποιο τροπο, εάν κάποιος την αγαπάει αρκετά μπορεί να καταλάβει πως σκέφτονται όλοι αυτοί που είναι σαν εμένα. Έτσι και ο Γιώργης μου. Από μικρό παιδί στα χωράφια ήθελε να παίζει. Ο πατέρας του τον έβαζε στο άλογο προτού καλά καλά περπατήσει και όταν περπάτησε του πήρε ένα πόνι. Γιώργη το ονόμασε, σαν εκείνον και ήταν ο καλύτερος του φίλος. Όταν πρωτοπήγε στο σχολείο βρήκε ευκαιρία να ξεμυτιζεί τα Σαββατοκύριακα και να έρχεται όλο και πιο συχνά σπίτι μας. Ζήταγε να διαβάσει με τον θείο Λαμπρο όμως στη πραγματικότητα εγώ τον είχα, κατεβαίναμε στα χωράφια και πάλι διαβάζαμε αλλά όχι αυτό που νόμιζαν οι γονείς του. Και έτσι ένιωσα και 'γώ την μεγαλύτερη να μαθαίνω στον Γιώργη την τέχνη του παππού του. Αχ πόσο θα τον καμάρωνες πατέρα.
Μου λείπεις πολύ,
Λενιώ.
2003
Τα καταφέραμε πατέρα!
Πήρε πολύ καιρό, πολύ περισσότερο από όσο περίμενα και στερηθήκαμε, στερηθήκαμε πολλά και κυρίως την χαρά που έρχεται κάθε εποχή του θερισμού αλλά τα καταφέραμε. Ο Γιώργης σου δεν τα παράτησε στιγμή και τα χωράφια επανήλθαν και φέτος μας ευλόγησαν με την πρώτη σοδειά. Μου το λέγε πως θα το καταφέρουμε αλλά εγώ δεν τον πίστευα. Είχα χάσει τις ελπίδες μου. Όλα αυτά τα χρόνια σκορπίσαμε αρκετά. Από την μέρα που ο Λάμπρος βγήκε στη σύνταξη ασχολήθηκε με το να βοηθάει εθελοντικά τα τυφλά παιδιά. Βοήθησε να στήσει με τον Νικηφόρο και τον Σέργιο τον μικρό εκδοτικό που τώρα τρέχει κυρίως ο Σέργιος και εξεδωσε τα ποιήματα του Αντώνη. Αν είσαι όντως κάπου εκεί πάνω, τον έχεις γνωρίσει τον Αντώνη πριν από μένα. Όσο για μένα, να ναι καλά ο συνεταιρισμός και το γλυκό σύκο που ταίριαξα με τα τουρσιά και πορευτήκαμε όλα αυτά τα χρόνια χωρίς να έχουμε την ανάγκη κανενός.
Η Δρόσω μετράει ήδη τέσσερα εγγονάκια, ένα από τον Σέργιο και τρία απ' τη Βαλεντίνη μας. Και ο δικός μου, ο Γιάννος μου είναι στην άλλη κάμαρη και παίζει. Η ζωή κυλάει ήρεμα. Έχει εννιά χρόνια που χάσαμε την Πηνελόπη και σε λίγες μέρες έχουμε και το μνημόσυνο του Κωνσταντή. Κυλάει ήρεμα σου είπα μα δεν είναι φωτεινή για όλους. Να μη νοιάζεσαι όμως για τη Δρόσω, έχει τα παιδιά την να την στηρίζουν αν και σαν αδερφή της ξέρω, πως ποτέ ξανά δεν θα είναι η ίδια. Μέσα της ζει και εκείνος, και μέσα από τα παιδιά τους ζει και αυτή. Εγώ απλά αισθάνομαι ακόμα πιο ευγνώμων που τους έχω όλους κοντά μου και που μπορώ ακόμα, να ανοίγω τα μάτια μου και να αντικρίζω το μικρό θαύμα της οικογένειας μας. Με τις νίκες και τις απώλειες του.
Μου λείπεις πολύ,
Λενιώ.
2009
Σήμερα σε είδα στον ύπνο μου, πατέρα.
Δεν ξέρω για ποσό ακόμα θα μπορώ να σου γράφω. Όχι, δεν είμαι άρρωστη, απλώς τα μάτια μου δυσκολεύονται με το χαρτί και αυτούς τους υπολογιστές που δουλεύει η Ελπίδα εγώ δεν μπορώ να τους καταφέρω. Γι' αυτό αν δεν σου γράφω, να μη μου θυμώσεις. Ο Λάμπρος με ρωτάει πότε πότε τι σκαλίσω στο χαρτί και του λέω πως κρατάω ημερολόγιο να μη τα ξεχάσω. Και έτσι είναι. Φέτος δεν κατάφερα να δω με τα μάτια μου τη σοδειά μας. Ξέρω όμως πως ήταν καλή. Ο Γιώργης μας τα καταφέρνει περίφημα. Σωστός Σταμίρης είναι.
Μου λείπεις πολύ,
Λενιώ.
Διπλώνω το γράμμα και ξαπλώνω στο κρεβάτι. Ο Λάμπρος μου χαμογελάει και κλείνει το βιβλίο του. Ανοίγει ένα συρτάρι και βγάζει από μέσα ένα κουτί. Το ανοίγω δειλά και βλέπω πως και εκείνο είναι γεμάτο με γράμματα. "Τι είναι αυτά;" τον ρωτάω αλλά μου δείχνει το πίσω μέρος και καταλαβαίνω. "Ξεκίνησα να της γράφω από όταν ήμουν 8. Το ίδιο βράδυ που έφυγε." Χαμογελάω. "Τα υπόλοιπα;"
"Πρέπει να είναι ακόμα στο πατάρι του σπιτιού." αποκρίνεται.
"Ευτυχώς τα χούμε καλά με τους ενοίκους", γελάω και ξαπλώνω πλάι του. Ηρεμώ.
"Μήπως πρέπει να πούμε στη Δρόσω να μείνει μαζί μας αύριο;" ρωτάει και ξεφυσάω πιο άνετα.
"Ναι Λαμπρο μου. Τα παιδιά την λατρεύουν αλλά νομίζω πως εδώ θα ξεχαστεί".
"Δεν θα ξεχαστεί", μουρμουράει αλλά ξεχνιέμαι από τον τροπο που χαϊδεύει τα μαλλιά μου.
"Θα γράφεις και σε μένα;" ρωτάω αλλά φοβάμαι πως θα τον ταράξω.
"Όχι", μου λέει και ταράζομαι εγώ.
"Γιατί όχι;"
"Γιατί θα είμαστε μαζί. Για πολλά χρόνια ακόμα."
Χαμογελάω και πάλι. "Και για μια αιωνιότητα αργότερα".
Χαμογελάει και εκείνος. "Όπως σου υποσχέθηκα". Η φωνή του σβήνει από κάποιο όνειρο. Μόνο με αυτά αποκοιμιέμαι πλέον. Οι εφιάλτες έχουν σβηστεί εδώ και χρόνια από το σπιτικό μας.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top