Λάμπρος


Σηκώθηκα από το κρεβάτι προτού χαράξει. Πλέον τα ξυπνητήρια δεν μου χρειάζονται. Πάνε χρόνια που το κορμί μου ξυπνάει από μόνο του, αναζητώντας κάτι που δεν μπορεί πια να μου επικοινωνήσει. Του δίνω νερό, του φτιάχνω καφέ, φοράω τις παντόφλες μου και βγαίνω έξω. Αφήνω τα μάτια μου να χαράξουν από μνήμης την διαδρομή που κάνει ο ήλιος κάθε μέρα για να φτάσει σε μας. Πρώτα φτάνουν τα μάτια μου στον ουρανό και τότε αρχίζει να χαράζει. Ο καφές μου αχνίζει ζεστός κάτω από τα χέρια μου και το σώμα μου σταματάει για λίγο να παραπονιέται. Αυτό που θέλει δεν μπορώ να του το δώσω άλλωστε. Νιάτα αποζητά. Νιάτα και έναν σκοπό που εγώ έχω εκπληρώσει προ πολλού. Το ξέρω βαθιά μέσα μου και η γνώση αυτή με γαληνεύει. Πίνω και τη τελευταία γουλιά του καφέ μου και τότε τα πουλιά ξυπνάνε και μαζί τους ξυπνάει και εκείνη. Ανάβω την τοστιέρα πάνω στην ώρα. Σπάω δυο αυγά στο τηγάνι και ανοίγω το ράδιο. Χαμογελάω στο τραγούδι που ταιριάζει με την πρωινή μου διάθεση. Το φαγητό γεμίζει με αρώματα το σπίτι αλλά ο νους μου τρέχει σε εκείνη, τα βήματα της προδίδουν κάθε της κίνηση, η πρωινή μου συνήθεια. Να απορροφώ κάθε της κίνηση, και ας μην την βλέπω. Βγάζω δυο πιάτα τη στιγμή που η πόρτα ανοίγει. Ακούω το γέλιο της καθώς σιγοτραγουδάει μαζί με το ράδιο.

"Κι ας μη μου 'χεις χαρίσει ποτέένα χάδι ως τώραπάντα εδώ θα γυρνώ."

Αφήνω το πιάτο και τρέχω κοντά της. Βλέπω τα μάτια της φωτεινά και ζωηρά και ας μην έχει χαθεί κάθε ίχνος του ύπνου από πάνω της. Ένα φιλί είναι η δική μου καλημέρα. Την νιώθω να χαμογελάει και ξέρω πως θα ναι μια όμορφη μέρα. Και αυτή. Μου τραβάει το χέρι και ζαλιζόμαστε και οι δυο σε έναν πρωινό χορό που δεν είναι μέρος της ρουτίνας μας μα μάλλον θα πρεπε. 

"Τα παιδιά στην κερκίδαείναι η μόνη σου ελπίδα, ελπίδαπρωινός ουρανός" σιγοτραγουδάμε. Το υπόλοιπο τραγούδι σβήνει, ένας υποκόφως στην άκρη του μυαλού μου, μια γλυκιά συνοδεία στο τώρα μας. 

"Σ' αγαπώ", μου λέει. Η δική της καλημέρα. Τρώμε πρωινό και για λίγο ξεχνάει. Ξεχνάει τις έγνοιες, ξεχνάει τα προβλήματα, ξεχνάω και 'γώ μαζί της. Ξεχνάει και το σώμα μου όσα μου ζήταγε σήμερα το πρωί. Γίνομαι παιδί και πάλι, παιδί στον δρόμο για το σχολείο, αυτόν που ήθελα πάντα να βαδίζουμε μαζί. Της αφήνω ένα φιλί με γεύση από καφέ και μπαίνω στο δωμάτιο για να ετοιμαστώ. Οι φωνές σβήνουν και πάλι και ξεφυσσαω με ανακούφιση στο ράδιο που τώρα έχει δυναμώσει. Την ακούω να σιγοτραγουδάει έναν σκοπό και ντύνομαι χαμένος στον δικό της κόσμο. Φοράω το γιλέκο μου και ο νους μου τρέχει στον Νικολή που μου είπε πως δεν φοράνε οι δάσκαλοι γιλέκα την σημερον εποχή. Μετά έδειξε τον χαρτοφύλακα μου και μου είπε πως ούτε τέτοιον κουβαλάνε. Γέλασα και εγώ με την παιδική του αφέλεια και τα αναμασημένα λόγια των μεγάλων που καθόλου δεν του ταίριαζαν και έφυγα. Δεν γινόταν να του εξηγήσω πως ο χαρτοφύλακας πέρα από βιβλία και χαρτιά κουβαλάει κάτι πιο σημαντικό, όνειρα. Τα δικά μου όνειρα, τις δικές μου παιδικές ευχές, αυτές που έκανα όταν πρωτοπατησα το πόδι μου στο σχολείο, όταν κάθισα στο πρώτο θρανίο και μύρισα το δέρμα από τον χαρτοφύλακα του δασκάλου μου. Τον ρώτησα τι φυλούσε εκεί μέσα και μου είπε πως ο χαρτοφύλακας του άκουγε όσα λέγαμε στο διάλειμμα και φρόντιζε να τον γεμίζει με γνώσεις που εμείς χρειαζόμασταν. Το είχα πιστέψει τότε. Και έτσι πάντα ονειρευόμουν έναν χαρτοφύλακα, να τον γεμίζω με γνώσεις κατάλληλες για τους μαθητές που μια μέρα θα δίδασκα. Έπρεπε να περάσουν κοντά πενήντα χρόνια για να καταλάβω πως αυτός ο χαρτοφύλακας ήταν περισσότερο φύλακας παρά οτιδήποτε άλλο. Με κουβαλούσε πρώτος εκείνος στη δουλειά. Και εγώ δεν τον άλλαξα ποτέ. Βγαίνω από το δωμάτιο και βλέπω την Λενιώ να κουμπώνει τις μπότες της. "Θα πας στα χωράφια;" ρωτάω καταπίνοντας το πάλι που παλεύει να συρθεί στην αρχή της πρότασης. Γνέφει. Το πρόσωπο της έχει σκοτεινιάσει. Οι σκέψεις της έχουν μαυρίσει και πάλι και 'γώ νιώθω πως πνίγομαι που δεν μπορώ να τις γιατρέψω. "Καρδιά μου..." ξεκινάω να της πω αλλά το χέρι της βρίσκεται στο στόμα μου. "Σήμερα έρχεται ο Γιώργης. Πρέπει να τον συναντήσω και να δούμε τι θα κάνουμε με το κακό που μας βρήκε. Εσύ είσαι έτοιμος;" έγνεψα. "Λενιώ, θέλω να σου πω..." ψέλλισα αλλά τα μαλλιά της ανεμισαν μπροστά μου καθώς έβγαινε απ την πόρτα. "Έλα να σε πάω", της είπα αλλά έγνεψε αρνητικά και πάλι. "Θα πάρω το άλογο", είπε και στάθηκα να την καμαρώνω που είχε την ίδια πυγμή και μεγαλύτερη, όσο τα χρόνια περνούσαν. Την είδα να χάνεται από μπροστά μου πάνω στο άσπρο άλογο με τις μπούκλες της να ανεμίζουν σχεδόν χρυσές στον ήλιο και ένιωσα να γεμίζω με όση δύναμη χρειαζόμουν και 'γώ για τη μέρα μου. Αποφάσισα να μην πάρω το αυτοκίνητο αλλά να περπατήσω ως το σχολείο, όπως παλιά. Μπήκα στην αίθουσα προτού αρχίσουν να μπαίνουν οι μαθητές. Ακούμπησα τον χαρτοφύλακα δίπλα μου και έβγαλα από μέσα ένα ημερολόγιο, μου το είχε χαρίσει η Ελπίδα στην αρχή της χρονιάς για να κρατάω λέει σημειώσεις με τις εργασίες τον παιδιών. Της εξήγησα πως δεν χρειάστηκα ποτέ τέτοια εργαλεία, όμως εκείνη επέμενε πως τα κάνει όλα πιο εύκολα. Και πράγματι, αν αυτή η σχολική χρόνια μου δίδαξε κάτι ήταν πως κύλησε πιο εύκολα από όλες τις άλλες. Aν και νομίζω πως αυτή η χρόνια θα περνούσε πιο εύκολα και δίχως το ημερολόγιο, αφού είναι η τελευταία. Η πόρτα χτυπάει δειλά και χαμογελάω γιατί αυτές οι πρωινές επισκέψεις είναι μέρος της φετινής μου ρουτίνας όμως ποτέ μα ποτέ δεν θα τις συνηθίσω. 

"Καλημέρα μπαμπάκα", ένα χαμόγελο φωτίζει το πρωινό μου και μου χαρίζει ένα φιλί, ίδιο και απαραλαχτο όσα χρόνια και αν πέρασαν, και ας μη το ξέρει. 

"Καλημέρα, ζωή μου. Πώς είσαι;" 

"Καλά μπαμπά μου. Εσυ; Έφαγες; Έφερα τυρόπιτες!" λέει και ανοίγει το συρτάρι της έδρας χώνοντας την τυρόπιτα κρυφά λες και κάποιος θα την έβλεπε. 

"Δεν πεινάω", ξεκινάω να της λέω αλλά κουνάει το κεφάλι αδιάφορα. "Θα φας και θα πεις και ένα τραγούδι", μου λέει και τρέχει να βγει όταν χτυπάει το κουδούνι. "Θα έρθω στο διάλειμμα να σου κάνω παρέα και να σου πω τα νέα". 

"Ποια νέα;" φωνάζω αλλά έχει ήδη μπει στην αίθουσα της και οι μαθητές μου πλημμυρίζουν με τις φωνές και τα γέλια τους την τάξη. 

"Καλημέρα παιδιά". 

"Καλημέρα δάσκαλε", οι χορωδία φωνών κάνει κάτι μέσα μου να σκιρτιζει καθώς ξέρω πως κάθε λέξη που θα ειπωθεί σήμερα θα είναι και η τελευταία. Από του χρόνου θα καλημερίζουν άλλον δάσκαλο ή δασκάλα. Κάποιος άλλος θα γεμίζει τα κεφάλια τους με γνώσεις και κάποια άλλη τσάντα θα πάρει τη θέση του χαρτοφύλακα. Είμαι ευγνώμων όμως για τα χρόνια που κέρδισα. Για τις καλημέρες που κάποτε δεν πίστευα πως θα έρθουν και τους μαθητές που δεν περίμενα ποτέ πως θα συναντήσω. Το ταξίδι αυτό τελείωσε όπως το ήθελα και κανένα παράπονο δεν έχω. Μόνο ένα. Που κράτησα για μένα, όσους εμένα δίδαξαν. Γι' αυτό σήμερα αποφάσισα να το κάνω. 

"Σήμερα θα μιλήσουμε για έναν σπουδαίο ποιητή, κάποιον που υπήρξε όχι μόνο δάσκαλος, αλλά και πατέρας για μένα. Έζησε μια ειρηνική και έντιμη ζωή και πέθανε τιμώντας ακριβώς αυτά. Την ειρήνη και την τιμή του ανθρώπου. Πέθανε ήρωας αλλά αν με άκουγε να το λέω αυτό θα με διόρθωνε. Δεν υπάρχουν ηρωικές πράξεις, μόνο ανθρώπινες. Και ο Αντώνης Ρηγόπουλος ήταν άνθρωπος πρώτα και ποιητής έπειτα." Διαβάστε το κείμενο, είπα την στιγμή που ένιωθα τον κόμπο να σφίγγεται στον λαιμό μου. Τα παιδιά έχουν καρφώσει τα μάτια τους πάνω μου λες και τον βλέπουν. Φυσικά τον βλέπουν. Όλα τα βλέπουν. Για μια στιγμή το μυαλό μου ταξίδεψε, έτρεξε εκεί που πάντοτε φοβόμουν να το αφήσω να πάει. Και όμως τα λόγια του Αντώνη ξύπνησαν την μνήμη μα όχι την πληγή. Θυμήθηκα το βλέμμα του καθαρό και φωτεινό, σαν να με κοιτάζει τώρα μπροστά μου, το μικρό του τεφτέρι που όλο σκάλιζε στίχους, το γέλιο του που έμοιαζε προσβλητικό σε ένα μέρος που μόνο οι κραυγές αντηχούσαν. Κοιτάζω από το παράθυρο της τάξης και την βλέπω. Στέκεται όρθια με το βλέμμα της γεμάτο αγάπη για τους μικρούς της μαθητές που την ακούν προσηλωμένοι. Κάτι τους γράφει στον πίνακα και αυτοί γελάνε. "Δεν την νικάς τη ζωή τελικά. Ούτε τη ζωή, ούτε την ελπίδα". Τα λόγια του Αντώνη αντηχούν μέσα μου, φρέσκα μετά από όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα βλέπω ακόμα πιο καθαρά τι εννοούσε. Τώρα έχω δει, την ζωή να αρχίζει απ το μηδέν και να ανθίζει και μαζί της να δημιουργεί κύματα θαυμάτων που γιατρεύουν κάθε είδους πληγών. Τώρα έχω δει, μαθητές μικρούς και μεγάλους να πιάνονται τις ίδιες λέξεις που και 'γώ κάποτε μαγεύτηκα και να βγάζουν δικές τους ερμηνείες και συμπεράσματα, να δημιουργούν νέες ελπίδες. Τώρα έχω δει πως η ζωή πάντα ανθίζει στα πιο άγονα μέρη αρκεί να την θρέψεις με το μόνο υλικό που έχει ανάγκη: την αγάπη. Και όσο η ζωή θεριεύει τόσο μέσα μου ηρεμώ ξέροντας πως ο Αντώνης ξεκουράζεται κάπου περήφανος που δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει στους ανθρώπους. 

"Δάσκαλε δεν καταλαβαίνω τι εννοεί ο ποιητής όταν μιλάει για θαύματα;" Χαμογελάω και παίρνω στα χέρια μου την κιμωλία. 

"Εσύ τι θεωρείς θαύμα;" της αντικρούω την ερώτηση και περιμένω. Ξέρω πως στο τέλος εκείνοι θα με διδάξουν. 

Η μέρα τελειώνει με μια πικρόγλυκη γεύση στο στομα μου. Το τελευταίο αντίο ήταν ίδιο και απαράλλαχτο με αυτό που τους λέω κάθε μέρα. Κάποιοι απαντούν, κάποιοι γνεφουν, όλοι όμως παίρνουν τις τσάντες τους και βγαίνουν από την αίθουσα χωρίς δεύτερη σκέψη. Μένω μετέωρος  με την συνειδητοποίηση πως αυτό είναι πράγματι το τέλος. Σηκώνομαι από την καρέκλα μου βάζοντας τα δυνατά μου να απομνημονεύσω κάθε αίσθηση και μυρωδιά αυτής εδώ της θέσης. Παίρνω τον χαρτοφύλακα στα χέρια μου, σβήνω τα φώτα και βγαίνω. 

"Σ'αγαπάμε πολύ, δάσκαλε", ένα κύμα φωνών με ξαφνιάζει και μου παίρνει λίγη ώρα να καταλάβω από που προέρχεται. Και τότε τους βλέπω. Τους μαθητές μου ανακατεμενους με μικρότερους μαθητές, στα χέρια τους κρατάνε διαφορά πάνω, δώρα και στη μέση η Ελπίδα με μια τούρτα στα χέρια. Δεν προσπαθώ να κρύψω τα δάκρυα που τρέχουν από τα μάτια μου. Τρέχω και εγώ πλάι τους και τους αγκαλιάζω έναν έναν. 

"Σας ευχαριστώ πολύ".

"Θα μας λείψεις πολύ, δάσκαλε".

"Ευχαριστούμε για όλα κύριε Λαμπρό". 

"Θα μας λείψεις πολύ μπαμπά". Αγκαλιάζω την Ελπίδα και παίρνω την τούρτα από τα χέρια της. 

"Τι έκανες; Δεν ήταν αναγκη", της λέω όμως εκείνη μου δείχνει με ένα νεύμα το τσούρμο που έχει μαζευτεί λίγο πίσω τους. Είναι όλοι εκεί. Ο Σέργιος, ο Φώτης, η Μπέμπα, η Βαλεντίνη, η Μυρτώ, ο Γιώργης, ο Δούκας, όλοι. Συγγενείς και μη, παλιοί και καινούργιοι μαθητές όλοι ενωμένοι ήρθαν να με χαιρετήσουν. Κάτι μέσα μου σπάει και κάτι άλλο κάνει χώρο για όλη αυτήν την αγάπη, αυτήν που φορές δεν ξέρω πως να την χωρέσω μέσα μου. Μαζί τους και εσύ. "Λενιώ μου", ψελλίζω και έρχομαι πλάι σου, "Τι κάνατε;" Τα χέρια σου τυλίγονται γύρω μου και ο κόσμος σκορπίζει μακριά δίνοντας και σε μας λίγο χώρο. "Πιστεύεις θα σε αφήναμε να φύγεις έτσι, δάσκαλε;" μου λες και γελάω. Τα δάκρυα σκόρπισαν και αυτά. 

"Όλοι είμαστε ευγνώμονες για τις γενιές που διαμόρφωσες, Λάμπρο", μου λέει ο Νικηφόρος. 

"Γι αυτό θα το γιορτάσουμε", προσθέτει η Ασημίνα. Η αυλή είναι γεμάτη και με άλλο κόσμο που αφελώς μόλις τώρα παρατηρώ. Σχεδόν όλο το χωριό είναι εδώ. Ένα μεγάλο τραπέζι στέκει στη μέση. Τα δάκρυα χαράζουν τον δρόμο τους και πάλι. Ανάμεσα σε ευχές και αγκαλιές στέκομαι στην άκρη και υψώνω το βλέμμα μου στον ουρανό. Δεν ξέρω αν ο άνθρωπός όταν μεγαλώσει τα χάνει όμως σήμερα, τους νιώθω όλους κοντά μου. " Σ' ευχαριστώ μπαμπά". ψυθιρίζω και στρεφομαι πάλι προς το πλήθος. Η Λενιώ γνέφει πλάι μου σαν να μου επιβεβαιώνει πως είναι πράγματι, όλοι τους εδώ. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top