Επίλογος
"Λοιπόν. Ποιος θέλει να πει τι θέλει να μας πει ο συγγραφέας σε αυτό το σημείο του διηγήματος;"
Τρία χέρια σηκώθηκαν στον αέρα.
"Ότι όλα τα εγκλήματα τιμωρούνται".
"Ότι υπάρχει κάρμα εκεί που δεν υπάρχουν νόμοι"
"Να μην εμπιστεύεσαι τις γυναίκες".
"Ότι όλοι αξίζουν την συγχώρεση. Και ο μόνος τρόπος να έρθει η κάθαρση είναι μέσα από αυτήν. Ο συγγραφέας πίστευε στην αγάπη. Αυτή η ιστορία δεν μιλάει ούτε για δικαιοσύνη ούτε για μοίρα. Ναι μιλάει για έγκλημα, όμως το μήνυμα της ιστορίας είναι η αγάπη."
Η τάξη βυθίστηκε στη σιωπή. "Πολύ καλά, Έλενα. Δεν μπορούμε να αποκόψουμε ένα σημείο της ιστορίας νοηματικά, ο συγγραφέας μπορεί να δίνει στενόχωρο επίλογο στο διήγημα του όμως το μήνυμα του είναι ξεκάθαρο", αποκρίθηκε ο καθηγητής. "Σημειώστε από την σελίδα 50 έως το τέλος είναι σος για το διαγώνισμα. Το κουδούνι χτύπησε. Τα παιδιά βγήκαν τρέχοντας από την τάξη, άλλοι έμειναν λίγο ακόμα μαζεύοντας τα πράγματα τους και άλλοι έψαχναν τις τσέπες τους για το κινητό τους. Η Έλενα δεν κουνήθηκε από την θέση της μέχρι που ο καθηγητής την εντόπισε και της έκανε νόημα να τον πλησιάσει. "Όλα καλά, Έλενα;" ρώτησε, "Δεν πιστεύω να ανησυχείς για το τεστ του τετραμήνου;" Το κορίτσι έγνεψε. "Όχι, όχι. Απλώς, να είχα μια απορία. Σχετικά με το διήγημα που αναλύσαμε σήμερα." Ο καθηγητής προσπάθησε να κρύψει την ικανοποίηση που ένιωθε όταν οι μαθητές του ενδιαφερόταν πράγματι για το μάθημα που δίδασκε. Οι περισσότεροι χαρακτήριζαν τη Λογοτεχνία άχρηστη και παρωχημένη και είχαν ξεχάσει πως μυρίζει ένα βιβλίο, αν έμαθαν ποτέ τους. "Πες μου". Η Έλενα γρατζούνισε νευρικά το βιβλίο στα χέρια της. "Ο μικρός μου αδερφός λέει πως είναι αληθινό πρόσωπο. Η Ελένη." Ο καθηγητής χαμογέλασε. "Είναι μια πιθανότητα. Σίγουρα ο συγγραφέας είχε κάποια μούσα όταν έγραφε την ιστορία." Η Έλενα ξεροκατάπιε ανικανοποίητη από την απάντηση. "Τι ξέρουμε όμως για την ζωή του; Ποια ήταν η μούσα του;" Είδε το βλέμμα του καθηγητή της να πέφτει πάνω στο βιβλίο και ήξερε πως θα της καταθέσει τις πληροφορίες στο εσωτερικό του βιβλίου. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. "Ο Νικηφόρος Σεβαστός έγραψε πάνω από 50 διηγήματα και περίπου 10 μυθιστορήματα στη ζωή του. Λέγεται πως τα περισσότερα από αυτά ήταν αυτοβιογραφικά καθώς ο ίδιος είχε δηλώσει πως η μούσα του, ήταν η σύζυγος του, η Ασημίνα. Όταν όμως ο γιος του έγινε γνωστός συγγραφέας και ποιητής, και σε πολλά επίπεδα ξεπέρασε και τον ίδιο, ο Νικηφόρος σταμάτησε να εκδίδει. Τα τελευταία του διηγήματα, μαζί με αυτό που μελετάμε τώρα, εκδόθηκαν μετά τον θάνατο του και έτσι δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα για την προέλευση τους." Η Έλενα χαμογέλασε άχνα και προχώρησε προς την πόρτα ξέροντας πως η πρόβλεψη της για τις γνώσεις του καθηγητή της επαληθεύθηκαν. "Έλενα, μισό λεπτό", είπε και το κορίτσι σταμάτησε απότομα. Είδε τον καθηγητή της να ψάχνει τα συρτάρια του μέχρι που το φως του φωτίστηκε. "Σου προτείνω να το διαβάσεις αν δεν το έχεις ήδη", είπε και της έδωσε ένα βιβλίο. Η Έλενα άφησε τα μάτια της να αποτυπώσουν τον τίτλο ανατρέχοντας νοητά στη εκτενέστατη βιβλιοθήκη της. "Το Μαγεμένο Νησί", είπε. "Όχι, δεν το έχω διαβάσει." Ο καθηγητής της κούνησε το κεφάλι του με ενθουσιασμό. "Να το κάνεις. Και ίσως βρεις περισσότερες απαντήσεις σχετικά με την ζωή του συγγραφέα από μένα. Και την μούσα σου, την Ελένη Σταμίρη", πρόσθεσε με ένα αχνό χαμόγελο. Η Έλενα το έβαλε στην τσάντα της και ξεροκατάπιε και πάλι. "Δεν έχει καμία σημασία", είπε προσπαθώντας να κρύψει το κοκκίνισμα στα μάγουλα της, "άλλωστε πέρασε και ένας αιώνας από τότε".
Μολις χτύπησε το κουδούνι για το σχόλασμα η Έλενα πήρε τον δρόμο της επιστροφής με την καρδιά της να χτυπάει ανυπόμονα σε κάθε βήμα προς το σπίτι. Το μόνο που ήθελε μετά από μια μέρα διαγωνισμάτων και εργασιών ήταν να κλειστεί στο δωμάτιο της και να διαβάσει το βιβλίο της. Έξω από το σπίτι της βρήκε τον μικρό της αδερφό να κάνει αγώνες με τα ποδήλατα. "Γιάννη! Έλα εδώ! Τι κάνεις τέτοια ώρα γιατί δεν είσαι σχολείο;" τον μάλωσε. "Αρρώστησε η δασκάλα και μας έδιωξαν νωρίς", αποκρίθηκε το παιδί και έκανε πάλι να φύγει. Η Έλενα άρπαξε την ρόδα από το ποδήλατο του και τον σταμάτησε. "Πως σας έδιωξαν η μαμά που είναι;" φώναξε. "Στη δουλειά", αποκρίθηκε αδιάφορα εκείνος. Η Έλενα έδειξε αγριεμένα το ποδήλατο. "Πήδηξα απ' τα κάγκελα", είπε ο μικρός απλά. "Αφού δεν είχα κλειδιά για το σπίτι." Το κορίτσι αναστέναξε και τον άφησε. Ξεκλείδωσε την πόρτα αναλογιζόμενη την ησυχία που την περίμενε για τις υπόλοιπες ώρες που θα ήταν μόνη στο σπίτι. "Πάμε κόντρα;" φώναξε το ένα παιδί πάνω στα ποδήλατα. "Μέχρι το σπίτι της Σταμίρη!" φώναξε το άλλο και χάθηκαν από τα μάτια της. Η Έλενα πάγωσε στη θέση της με τα κλειδιά να τρέμουν στα χέρια της. Μπήκε γρήγορα στην αυλή και έβγαλε το ποδήλατο της από το γκαράζ. Είχε χρόνια να κάνει ποδήλατο όμως για κάποιο λόγο δεν λένε άλλωστε πως δεν ξεχνιέται; Οι παιδικές φωνές άρχισαν να σβήνουν και εκείνη πήγαινε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να τους προφτάσει παρά την ζέστη της ημέρας. Δεν θα ησύχαζε όμως αν δεν τους βρει. Στην επόμενη στροφή είδε τον Νικόλα, ένα στρουμπουλό παιδί που προσπαθούσε πάση θυσία να μπει στην κλίκα που ήταν η παρέα του αδερφού της. Καθόταν στην άκρη του δρόμου, αφού από ότι φαινόταν, η βοηθητική ρόδα του ποδηλάτου του είχε βγει. Δέκα χρόνων παιδί και χρειαζόταν βοηθητικές ρόδες. Η Έλενα έβλεπε γιατί οι προσπάθειες του ήταν μάταιες. "Νικόλακη είσαι καλά;" ρώτησε και κατέβηκε από το ποδήλατο της. Η συνειδητοποιήσει πως δεν θα βρει ποτέ που πηγαίνουν βούλιαξε μέσα της αλλά προσπάθησε να μη το σκέφτεται άλλο. Ο μικρός έδειξε την ρόδα του κοκκινίζοντας σαν το παντζάρι. Η Έλενα του χαμογέλασε σε μια προσπάθεια να νιώσει πιο άνετα όμως η κοκκιναδα απλώθηκε και στα μάγουλα του και έτσι αποφάσισε να καταπιαστεί με τη ρόδα του καλύτερα. Σε λιγότερο από δυο λεπτά την είχε βιδώσει στη θέση της και το παιδί της χαμογέλασε διάπλατα από χαρά. "Παρακαλώ", απάντησε εκείνη σκεφτόμενη πως το χαμόγελο του Νικόλα θα ήταν ότι πιο κοντινό σε λέξεις και ανέβηκε στο ποδήλατο της. "Νικολάκη!" φώναξε προτού ξεκινήσει. "Ξέρεις που πήγαν οι υπόλοιποι;" ρώτησε και με ανακούφιση είδε το παιδί να γνέφει θετικά. "Μπορώ να έρθω και εγώ;" επέμεινε με την καρδιά της να χτυπάει τώρα με ανυπομονησία. "Ναι", απάντησε το παιδί, "αλλά θα με λες Νικόλα". Η Έλενα γέλασε με την καρδιά της και δεν σκέφτηκε ξανά για το υπόλοιπο της διαδρομής την δυσκολία της στην ποδηλασία. "Εδώ είμαστε", της είπε μετα από λίγο. Μια μεγάλη αλάνα απλωνόταν μπροστά τους. "Εδώ δεν είναι... τίποτα", παρατήρησε και η καρδιά της βούλιαξε. Ο Γιάννης τότε τους είδε και έτρεξε νευριασμένος προς το μέρος τους. "Καλά τι την κουβάλησες αυτήν;" φώναξε. Η Έλενα είδε τον Νικολάκη να συστέλλεται και πάλι. "Για μαζέψου, σπόρε", απάντησε και ο Γιάννης της έριξε ένα νευριασμένο βλέμμα. "Ήθελα να μάθω που κρύβεσαι θα πέσεις κάτω καμία μέρα και δεν θα ξέρουμε από που να σε μαζέψουμε." Ο Γιάννης την αγνόησε και ανέβηκε πάλι στο ποδήλατο του. Όλοι παρατάχθηκαν σε μια ευθεία γραμμή. "Οποίος φτάσει πρώτος στο τέρμα κερδίζει", φώναξε ο Γιάννης σοβαρά. "Τι κερδίζει;" ρώτησε ο Νικολάκης αλλά όλοι τον αγνόησαν. Η Έλενα άρπαξε την ευκαιρία και σταμάτησε μπροστά τους. "Θέλετε διαιτητή;" είπε και όλα τα παιδιά εκτός του Γιάννη άρχισαν να ζητωκραυγάζουν. "Ο διαιτητής πρέπει να κάθεται στο τέρμα", διέταξε ο Γιάννης. "Και που είναι το τέρμα;" ρώτησε η Έλενα με απορία. "Πίσω από την στροφή πέρα από τα δέντρα. Το λευκό σπίτι." αποκρίθηκε ο Μανώλης και η Έλενα ένιωσε χαζή. Ζούσε τόσα χρόνια σ' αυτό το χωριό και ποτέ της δεν ήξερε πως υπάρχει σπίτι προς τα εκεί. Ξεκίνησε να κάνει πετάλι όσο πιο γρήγορα γίνεται με την απορία να καίει το μέσα της. Πήρε την στροφή λίγο πιο απότομα από όσο έπρεπε και έβγαλε το υπόλοιπο της διαδρομής με τα χέρια της να σφίγγουν το τιμόνι. Έστριψε πίσω από τα δέντρα και πράγματι, ένα λευκό παλιό σπίτι έστεκε εκεί στην σκιά των ψηλών δέντρων. "Απίστευτο", μουρμούρισε κατεβαίνοντας από το ποδήλατο της. Τρεις γέρικες λευκές στεκόταν λίγο πιο πέρα από την είσοδο του σπιτιού και η Έλενα στάθηκε κάτω από την σκιά τους να συνέλθει από τον καυτό ήλιο. Παρατήρησε το σπίτι από μακριά και προσπάθησε με την μνήμη της να φανταστεί πως μπορεί να ήταν πριν εκατό περίπου χρόνια. Ανέτρεξε νοητά στα διηγήματα που είχε διαβάσει και πράγματι, οι περιγραφές ταίριαζαν. Τρεις μεγάλες λευκές, δυο πιο μικρές λίγο πιο πέρα, ψηλά παράθυρα και λευκά σκαλιά, που με κάποιον τροπο παρέμεναν ίδια βγαλμένα από κάποιο σκονισμένο χρονοντούλαπο. Πλησίασε την σκάλα και έκανε να ανεβεί όμως φοβήθηκε πως το σπίτι ήταν παλιό και μπορεί ανά πάσα στιγμή να γκρεμιστεί με εκείνη στα ερηπια του. Έτσι περιορίστηκε στο να το κοιτάζει από μακριά κάτω από τις λευκές και την ασφάλεια της σκιάς τους. Στην δεξιά πλευρά του σπιτιού είδε πως δέσποζε ένας κήπος που, τι παράξενο, ήταν καλοφροντισμένος και ανθισμένος με κάθε λογής λουλούδια. Έκανε μια βόλτα στον κήπο και τότε την είδε. Την μαρμάρινη επιγραφή που έμοιαζε να ξεφυτρώνει από πουθενά.
"Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο."
Εις μνήμην
του Λάμπρου Σεβαστού και της Ελένης Σταμίρη
αγαπημένοι γονείς, παππούδες, θείοι και άνθρωποι.
Σας ευχαριστώ που μου μάθατε πως να φυτεύω
μέσα απ' τη κόλαση λουλουδια
-Ελπίδα
Η Έλενα σκούπισε τα μάτια της και πισωπάτησε. "Ώστε είναι πράγματι εδώ", μουρμούρισε. Η ανάσα της κόλλησε στον λαιμό της και παραλίγο να φωνάξει όταν άκουσε φωνές να την πλησιάζουν. "Κέρδισα, κέρδισα", φώναξε ο Νικόλας ακουμπώντας εξουθενωμένος πάνω στη γέρικη λευκά. Η Έλενα έτρεξε κοντά τους και χειροκρότησε δίνοντας του μια παπαρούνα που ξέκλεψε από τον κήπο. Το πρόσωπο του Νικόλα άστραψε κόκκινο σαν το λουλούδι στα χέρια του και όλοι έτρεξαν πάνω του και τον αγκάλιασαν.
Καθώς έφευγαν η Έλενα έριξε μια μάτια στο παλιό σπίτι και της φάνηκε πως είδε ένα φως να ανάβει. Ίσως να είδε απλά τις αχτίδες του ήλιου να αντανακλούν στα κλειστά παράθυρα. Ίσως και να το φαντάστηκε λόγω του ενθουσιασμού της στιγμής. Δεν μαθαίνει άλλωστε κανείς κάθε μέρα πως τα είδωλα του ήταν κάποτε αληθινά. Ίσως απλά κάποια σπίτια να είναι φτιαγμένα έτσι ώστε να φέγγουν για πάντα και κάποιοι ήρωες για να μην πεθαίνουν ποτέ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top