Ελπίδα


Όταν κάθισαν όλοι στο τραπέζι το κλίμα ήταν γιορτινό. Ο Σέργιος ένιωθε όλα τα μάτια καρφωμένα πάνω του, όμως για πρώτη φορά, αντί να αισθάνεται άβολα και ανιαρά, ένιωθε την θαλπωρή και την αγάπη της οικογένειας του.

 "Πόσο καιρό έχουμε να βρεθούμε έτσι όλοι μαζί;" είπε σηκώνοντας το ποτήρι του ψηλά. Ένιωσε τον πατέρα του να στριφογυρίζει πλάι του στη καρέκλα.

 "Σέργιε μη χαλάς την διάθεση σε παρακαλώ..." 

 "Δεν το λέω για να χαλάσω τη διάθεση κανενός, μπαμπά. Λέω απλώς πως μου έλειψαν όλοι". Ο Σέργιος γέμισε το ποτήρι του με κρασί. Το ήπιε και αυτό μονορούφι. Η Ελπίδα του έριξε μια αγκωνιά και σήκωσε ψηλά το δικό της ποτήρι.

 "Θέλω να κάνω μια πρόποση", είπε. "Και μια ανακοίνωση", συνέχισε κοιτάζοντας τους γονείς της. Όλοι σιώπησαν και η Ελπίδα σηκώθηκε όρθια. "Θέλω να ευχηθώ στον ξάδερφο μου τον Σέργιο να είναι για πάντα ευτυχισμένος και να μας ταξιδεύει με τις όμορφες ιστορίες του. Όπως έκανε πάντα ο θείος Νικηφόρος. Θείε, λυπάμαι που στο λέω αλλά έχεις σοβαρό ανταγωνισμό." Όλοι γέλασαν. 

"Δεν θα μπορούσες να μου κανείς μεγαλύτερο κοπλιμέντο", πρόσθεσε ο Νικηφόρος υψώνοντας το ποτήρι του. Ο Σέργιος παρατήρησε τον τροπο που η Ελπίδα κόμπιασε καθώς στερέωνε μια τούφα πίσω από τα αυτιά της.

 "Τι ανακοινώσει έχεις να κάνεις;" της είπε δίνοντας της το απαραίτητο κουράγιο που αισθάνθηκε πως χρειαζόταν. 

"Η σημερινή μέρα είναι δική σου", ξεκίνησε να λέει εκείνη, "Γι' αυτό δεν θέλω να τους απασχολήσω όλους με τα δικά μου αλλά", ο Σέργιος πρόσεξε πως κόμπιασε πάλι και σηκώθηκε πλάι της υψώνοντας το ποτήρι του.

 "Η σημερινή μέρα είναι για όλους μας. Το βιβλίο μου ήταν μόνο η αφορμή που μας ένιωσε μετά  από καιρό. Και εγώ θέλω να πιω σε αυτό. Και σε οποία νέα έχει να μας πει η Ελπίδα. Άντε, Ελπίδα!" 

Το κορίτσι κάρφωσε τα μάτια της στον πατέρα της και στην μητέρα της. Τα χέρια τους ήταν μπλεγμένα πάνω στο τραπέζι με έναν χαλαρό τροπο και αυτό της έδωσε κουράγιο. "Όπως είπα, η σημερινή μέρα ανήκει στον Σέργιο μας αλλά να...ήθελα να πω σε όλους πως σήμερα ανακοινώθηκαν οι μεταθέσεις!"

 Ο Σέργιος είδε τον θείο του να τινάζεται όρθιος αλλά η θεία Ελένη έμεινε ήρεμη και χάιδευε απαλά το χέρι του. Μεμιάς κατάλαβε πως ήξερε.

 "Βγήκε η μετάθεση σου;" αποκρίθηκε ο Λάμπρος. Το βλέμμα του έπεσε στην Λενιώ. "Για πού;" ψέλλισε. Ο Σέργιος διέκρινε μυριάδες συναισθήματα στο πρόσωπο του. Περηφάνια, αγωνία, άγχος, συγκίνηση.

 "Άντε πες μας ντε, μας έσκασες!" φώναξε ο θείος Κωνσταντής. Η Ελπίδα όμως τώρα είχε καρφώσει τα μάτια της στον μπαμπά της. Κάθισε πάλι στην καρέκλα της και ο Σέργιος ένιωσε την ανάγκη να της σφίξει το χέρι. 

"Στο Διαφάνι. Πήρα μετάθεση για το Διαφάνι", είπε γρήγορα προτού ξεσπάσουν όλοι σε χειροκροτήματα και φωνές. Ο Λάμπρος βρέθηκε μεμιάς να γονατίζει πλάι της και το πρόσωπο της βρέθηκε χωμένο στην αγκαλιά του. 

"Λοιπόν, αυτά τα νέα σηκώνουν μεγάλο γλέντι!" αναφώνησε ο Κωνσταντής.

 "Πάω να φέρω κι άλλο κρασί", πρόσθεσε η Λενιώ.

 "Να κάτσεις εκεί που κάθεσαι θα βγουμε έξω να το γιορτάσουμε." αποκρίθηκε ο Κωνσταντής. 

Ο Σέργιος τους είδε όλους να γνέφουν αλλά τα μάτια του καρφώθηκαν στην Ελπίδα που δεν έλεγε να βγει από την αγκαλιά του πατέρας της. Όταν τελικά σήκωσε το κεφάλι της να τον κοιτάξει τα λόγια βγήκαν από μέσα της με τέτοια ορμή που ο Σέργιος δυσκολεύτηκε να ακολουθήσει. "...ξέρω πως δεν έπρεπε να το μάθεις έτσι αλλά ήθελα να είναι έκπληξη", είπε. "Σε παρακαλώ μη μου θυμώσεις, εξάλλου είναι πολύ αργά για να κάνω πίσω τώρα, οι υπογραφές έχουν πέσει και όλα είναι σχεδόν έτοιμα". Ο Σέργιος είδε το πρόσωπο του θείου του να συσπάται όμως δεν μπόρεσε να διαβάσει τα συναισθήματα του και συνειδητοποίησε πως ειπώθηκαν πράγματα που δεν είχε ακούσει. Η Ελπίδα στράφηκε στην Ελένη που τους κοίταζε στωικά. 

"Ελπίδα μου έπρεπε να περιμένεις να είμαστε μόνοι για να κάνουμε αυτή τη συζήτ-" ψέλλισε εκείνη.

"Το ήξερες", πετάχτηκε ο Λάμπρος.

"Δική μου ιδέα ήταν".

"Λενιώ τι-" πισωπάτησε. "Πώς πήρες τέτοια πρωτοβουλία; Δεν νομίζεις ότι μια τέτοια απόφαση θα έπρεπε να την πάρουμε μαζί;"

"Η απόφαση ήταν της Ελπίδας και εμάς καθόλου δεν μας αφορά".

"Δεν μας αφορά; Μόνη σου είπες ότι ήταν δική σου ιδέα, η Ελπίδα από μόνη της δεν θα σκεφτόταν-"

"Η Ελπίδα το σκέφτεται από μικρό παιδί. Εσύ είσαι αυτός που δεν ακούς κουβέντα-"

"Γιατί έχω τους λόγους μου, ξέρεις πολύ καλά..."

"Έχουν περάσει 20 χρόνια, Λάμπρο! Πρέπει επιτέλους να συμφιλιώνεις με το παρελθόν."

"Να συμφιλιωθώ;" Το βλέμμα του Λάμπρου περιφέρθηκε από εκείνον μέχρι τον Κωνσταντή και την Δρόσω. Όλοι τους είχαν αρχίσει να σηκώνονται άβολα από το τραπέζι. "Τι νομίζεις πως έχω κάνει;"

"Καταλαβαίνεις τι εννοώ", επέμενε η Λενιώ.

"Εμείς καλύτερα να πηγαίνουμε", αποκρίθηκε ο Νικηφόρος, "Η κουβέντα έγινε καθαρά οικογενειακή".

"Όλοι εδώ πέρα οικογένεια είμαστε Νικηφόρε", πέταξε η Λενιώ και όλοι κάθισαν πάλι στις θέσεις τους.

"Τουλάχιστον εξηγήστε μας τι συμβαίνει", αποκρίθηκε η Δρόσω.

"Εγώ φταίω", ψέλλισε η Ελπίδα. "Συγνώμη θεία, συγνώμη Σέργιε", είπε και ανέβηκε τρέχοντας την σκάλα. Ο Σέργιος δεν έχασε χρόνο και την ακολούθησε.

"Τι ήταν όλο αυτό;" ρώτησε αλλά απάντηση δεν πήρε. Η Ελπίδα κρύφτηκε στο δωμάτιο της κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Μετά από λίγο βγήκε με μια τσάντα και έναν σάκο στο χέρι. "Ελπίδα, τι είναι αυτά τώρα έλα να το συζητήσουμε ήρεμα".

"Θα συζητήσουμε αλλά όχι εδώ", ήταν το μόνο που του είπε βγαίνοντας από την πόρτα. Ο Σέργιος περίμενε πως σαν κατέβαιναν πάλι στην αυλή θα τους έβρισκαν όλους να καυγαδίζουν. Αντίθετα επικρατούσε νεκρική σκηνή. Και δεν μπόρεσε να εντοπίσει κανέναν από τους θείους του. Τους προσπέρασαν βιάστηκα με την Ελένη να τρέχει ξωπίσω τους. "Ελπίδα πού πας;" φώναξε αλλά εκείνη μπήκε στο αυτοκίνητο χωρίς να της μιλήσει.

"Θα την φέρω πίσω, θεία μην ανησυχείς", αποκρίθηκε ο Σέργιος και της άφησε ένα φιλί. "Είναι καλά ο θείος;" ρώτησε με την καρδιά του να χτυπάει ανάκατα.

"Μια χαρά είναι, θα συνέλθει", απάντησε εκείνη. "Να της το πεις αυτό." Ο Σέργιος έγνεψε και μπήκε στο αμάξι.

Οδήγησαν μέχρι το χωριό χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα. "Τα χάλασα όλα", ήταν το μόνο που είπε η Ελπίδα μόλις ηρέμησε λίγο. "Συγνώμη".

 Ο Σέργιος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. "Τίποτα δεν χάλασες. Απλά πες μου τι συμβαίνει." Πάρκαρε το αμάξι λίγο πέρα από το καφενείο και προχώρησαν. 

"Καλύτερα να σου δείξω". Στη διαδρομή σταμάτησαν αρκετές φορές να χαιρετήσουν τους συγχωριανούς τους. Προσπέρασαν το σχολείο και σταμάτησαν σε μια ανηφορίτσα. "Έχεις έρθει ποτέ από δω;" τον ρώτησε η Ελπίδα και ο Σέργιος κοίταξε γύρω του με περιέργεια. 

"Σίγουρα έχω περάσει από δω. Αλλά δεν καταλαβαίνω που πάμε", αποκρίθηκε. 

"Φτάσαμε", απάντησε η Ελπίδα και έβγαλε από την τσέπη της ένα κλειδί. Προχώρησε στο σπίτι που βρισκόταν μπροστά τους και ξεκλείδωσε την πόρτα. Προχώρησε στο σαλόνι, ένας καναπές ακόμα τυλιγμένος με πλαστικό και ένα ξύλινο τραπεζάκι τα μόνα έπιπλα. Όλο το υπόλοιπο σπίτι ήταν γεμάτο με κούτες. Ο Σέργιος κοίταξε το μεγάλο τζάκι και κάνοντας μια βόλτα στο χωριό είδε πως το σπίτι είχε τρία μικρά δωμάτια.

 "Εδώ θα μείνεις;" ρώτησε χαρούμενος. "Είναι πολύ όμορφο! Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί μαλώσατε; Ο θείος Λάμπρος θέλει να μείνεις μαζί τους;"

 Η Ελπίδα έγνεψε αρνητικά. Άνοιξε μια κούτα και έβγαλε μερικά πράγματα από μέσα. Κοντοστάθηκε σε μια παλιά φωτογραφία και την έδωσε στον Σέργιο. "Αυτό είναι το σπίτι του παππού μου του Μιλτιάδη. Το πατρικό σπίτι του μπαμπά." 

Ο Σέργιος την κοίταξε αποσβολωμένος. "Αυτό το σπίτι το είχαν πουλήσει", αποκρίθηκε απλά, σαν να μη πιστεύει πως βρισκόταν εκεί. 

"Πήρα δάνειο, με την βοήθεια της μαμάς και το αγόρασα." Ο Σέργιος κοίταξε καλά καλά την φωτογραφία νιώθοντας μια παράξενη αναστάτωση μέσα του.

 "Ώστε γι' αυτό αντέδρασε έτσι ο θείος." Η Ελπίδα πήρε πίσω την φωτογραφία και την ακούμπησε πάνω στο τζάκι. 

"Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί! Με είχε προειδοποιήσει η μαμά, μου είχε πει να του μιλήσω προτού κάνω οτιδήποτε αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί αντιδράει έτσι. Ποιος άνθρωπος δεν θέλει το πατρικό του σπίτι;" 

Ο Σέργιος αναστέναξε. "Ελπίδα...Δεν μπορείς να καταλάβεις".

"Μπορώ!"φώναξε εκείνη, "Δεν είμαι μωρό παιδί πια! Αν μου πει κάποιος θα καταλάβω, αλλά εσείς δεν μου λέτε τίποτα!" 

Ο Σέργιος κάθισε στον καναπέ και σήκωσε τα μάτια του στο ταβάνι. "Δεν πουλήσαμε ποτέ το παλιό μας σπίτι. Αλλά κάθε φορά που έρχομαι στο χωριό, δεν μπορώ ούτε απέξω να περάσω." Η Ελπίδα κάθισε πλάι του. 

"Αυτό είναι διαφορετικό. Οι γονείς σου είναι λογικό να μην έχουν ευχάριστες αναμνήσεις αφού δεν είχαν καλές σχέσεις με τους παππούδες σου".

"Δεν μιλάω για τους γονείς μου. Μιλάω για μένα. Το λάτρευα εκείνο το σπίτι. Είναι όλη μου η παιδική ηλικία. Όμως, κάποια πράγματα δεν θέλεις να τα θυμάσαι. Δεν μπορείς να τα θυμάσαι."

"Δεν καταλαβαίνω γιατί οι δικοί μου πούλησαν το σπίτι του παππού", αποκρίθηκε απλά εκείνη. Έμοιαζε και πάλι παιδί που ανακαλύπτει τον κόσμο.

"Τους ρώτησες ποτέ;"

"Ναι, αλλά δεν μου λένε."

"Να τους ξαναρωτήσεις".

Ξαφνικά πετάχτηκε όρθια. "Είναι τόσο κακό που θέλω να έχω ένα κομμάτι από το παρελθόν μου; Εσύ γνώρισες τους παππούδες σου, έζησες μαζί τους, γνώρισες τον δικό μου παππού αλλά εγώ, δεν ξέρω κανέναν τους! Το μόνο που έχω είναι φωτογραφίες και μισόλογα!" φώναξε.

"Καμιά φορά είναι καλύτερα να μην ξέρεις", αποκρίθηκε ο Σέργιος.

"Πες μου εσύ τι ξέρεις που δεν ήθελες;"

Έγνεψε αρνητικά. "Δεν είναι δική μου δουλειά". Ένιωσε ένα φορτίο να φεύγει από μέσα του καθώς ο ήλιος έδυε κόκκινος από το παράθυρο. 

Κάθισαν στη σιωπή μέχρι που η Ελπίδα ηρέμησε. Η πόρτα χτύπησε και τους έκανε και τους δυο να πεταχτούν. Για μια στιγμή και οι δυο τους αναρωτήθηκαν ποιος θα μπορούσε να είναι όμως κανένας τους δεν περίμενε να δει τον Κωνσταντή.

"Ώστε εδώ κρυφτήκατε και γύρισα το μισό χωριό", είπε. "Σέργιε, οι γονείς σου σε περιμένουν να φύγετε έχετε έρθει με ένα αμάξι αλλά αν θέλεις τους πάω εγώ..." Ο Σέργιος κοίταξε την Ελπίδα που του χαμογέλασε.

"Όχι, θείε θα φύγουμε όλοι μαζί. Ελπίδα..."

"Θα σου τηλεφωνήσω αύριο", αποκρίθηκε αυτή και τον αγκάλιασε. Όταν έφυγε ο Σέργιος ο Κωνσταντής έμεινε να την στέκεται αβέβαιος στην εξώπορτα.

"Είσαι καλά;" την ρώτησε μαλακά.

Η Ελπίδα έγνεψε. "Έλα μέσα, θείε, μη στέκεσαι εκεί."

Τον είδε να διστάζει. Το πρόσωπο του συσπάστηκε με τον ίδιο τροπο που συσπάστηκε και του πατέρα της νωρίτερα και για μια στιγμή ένιωσε πως μια εσωτερική πάλη συνέβαινε μέσα του.

"Υπόσχομαι πως δεν είναι στοιχειωμένο".

"Χα, όσο γι' αυτό, δεν θα παίρνα και όρκο", σάρκασε πίκρα ο Κωνσταντής. Η Ελπίδα αποφάσισε να του δώσει λίγο χρόνο. Τον είδε να σέρνει τα πόδια του στο κατώφλι και να το διαβαίνει παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, λες και βούτηξε στα βαθιά. Μόλις βρέθηκε κοντά της η ανάσα του χαλάρωσε. Το βλέμμα του όμως κινήθηκε λαίμαργα στον χώρο. "Δεν ξέρεις πόσα χρόνια έχω να μπω εδώ μέσα", είπε καταπίνοντας ξερά.

"Είναι και για τον μπαμπά μου τόσο δύσκολο να έρθει εδώ;" είπε η Ελπίδα απλά.

Ο Κωνσταντής ξεροκατάπιε ξανά. "Υποθέτω, για τον πατέρα σου, είναι εκατό φορές πιο δύσκολο, Ελπίδα μου."

Η Ελπίδα ένιωσε τα λόγια του γροθιά στο στομάχι. "Πόσα χρόνια έχεις να πας στο πατρικό σου;" ρώτησε.

Είδε τα μάτια του να γυαλίζουν και το στήθος του να φουσκώνει και πάλι. "Απ' όταν έχασα τον πατέρα μου. Δεν ξαναπάτησα. Ο Νικηφόρος είναι ο μόνος που το φροντίζει εκείνο το σπίτι."

"Γιατί;" Ο Κωνσταντής στάθηκε προσεκτικά μπροστά στο τζάκι. Πήρε την φωτογραφία στα χέρια του και την περιεργάστηκε. 

"Γιατί πονάει", είπε με ένα πικρό χαμόγελο.

"Άρα έκανα λάθος", αποκρίθηκε η Ελπίδα. "Ο μπαμπάς μου δεν θα δεχτεί ποτέ να έρθει σ' αυτό το σπίτι. Τον πλήγωσα. Τον πλήγωσα πολύ!" φώναξε και πάλι. Ο Κωνσταντής βρέθηκε κοντά της. Τα δάκρυα που τόση ώρα κρατούσε είχαν αρχίσει να ποτίζουν τα μάγουλα της. "Είμαι χαζή, είμαι χαζή!"

"Όχι, όχι, όχι! Ελπίδα...Άκουσε με, κορίτσι μου. Ο μπαμπάς σου δεν σου θύμωσε. Ούτε τον πλήγωσες εσύ, άκου με!" Η Ελπίδα σήκωσε το κεφάλι της και ο Κωνσταντής την προέτρεψε να καθίσει στον καναπέ. "Του ήρθε απλώς λίγο απότομη η ανακοίνωση βρε παιδάκι μου, τι θες και 'σύ και πας και αγοράζεις σπίτια έτσι; Του ήρθε νταμπλάς του χριστιανού!" ένα γέλιο βγήκε από το στήθος της Ελπίδας και τα μάτια της φωτίστηκαν. "Αλλά μην σκέφτεσαι ότι τον πλήγωσες, και προς θεού, κανείς δεν μπορεί να θυμώσει σε ένα πλάσμα σαν εσένα, πόσο μάλλον ο Λάμπρος Σεβαστός". 

Η Ελπίδα χαμογέλασε και έσφιξε τα χέρια του θείου της. "Μακάρι να ναι όπως τα λες".

"Όπως τα λέω είναι. Άντε, γυρνά τώρα σπίτι γιατί εδώ μέσα κάνει παγωνιά και άμα αρρωστήσεις με μένα θα θυμώσει σίγουρα ο πατέρας σου".

"Πιστεύεις πως πήρα την σωστή απόφαση;" ρώτησε καθώς έβαζε και πάλι τα πράγματα στη θέση τους.

"Πιστεύω πως είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που μπορεί να ξέρει ποια απόφαση είναι σωστή και ποια όχι. Αν όμως κοιμάσαι ήσυχη τα βραδιά, συνήθως αυτό είναι μια ένδειξη." Βγαίνοντας από το σπίτι η Ελπίδα είδε τον Κωνσταντή να ρίχνει άλλη μια μάτια τριγύρω του και να μουρμουρίζει κάτι που έπνιξε ο ήχος από τα κλειδιά. Έμοιαζε όμως πολύ με συγνώμη. 



Όταν γύρισε σπίτι η Ελπίδα τα φώτα ήταν σβηστά. Η αχνη μυρωδιά των φαγητών που είχαν περισσέψει ανακατεμένη με την μυρωδιά του καμένου κρέατος και του κρασιού έμενε διακριτικά στον χώρο. Πρόσεξε πως η πόρτα του δωματίου των γονιών της ήταν κλειστή. Θέλησε να χτυπήσει. Κάθισε για ώρα απέξω προσπαθώντας να αφουγκραστεί κάποιον ηχο. Σιωπή. Στο τέλος, απογοητευμένη, κλείστηκε στο δωμάτιο της, και έπεσε για ύπνο.

Ξύπνησε από έναν εφιάλτη. Ονειρεύτηκε πως σάλπαρε σε ένα μεγάλο καράβι και πως έπρεπε να ρίξει ένα μεγάλο κουτί στην θάλασσα ώστε να πιάσουν άγκυρα. Τη στιγμή που κατάφερε να πάρει το κουτί στα χέρια της ένα μεγάλο κύμα χτύπησε τη πλώρη του πλοίου και την ξύπνησε με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Δεν έμπαινε κανένα φως από το παράθυρο. Για ώρα σκεφτόταν να σηκωθεί αφού είχε χάσει τον ύπνο της, όμως το πυκνό σκοτάδι μαρτυρούσε πως ήταν ακόμα νύχτα και έτσι προσπάθησε να αφεθεί και πάλι σε έναν ύπνο χωρίς όνειρα.

 Τη δεύτερη φορά που ξύπνησε ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά. Αφουγκράστηκε το σπίτι για κάποιον ήχο όμως επικρατούσε σιωπή. Ίσως ήταν ακόμη πολύ νωρίς. Βγήκε στην κουζίνα τρίβοντας τα μάτια της από τη νύστα. Το στομάχι της ανακατευόταν δυσάρεστα, μόλις τότε συνειδητοποίησε πως είχε φάει ελάχιστα χθες. Είδε τη μητέρα της να ψήνει ένα καφέ στην κουζίνα, το τζάκι έκαιγε αν και δεν ήταν η εποχή του, το σάλι της σφιχτά τυλιγμένο γύρω από τους ώμους της. 

"Καλημέρα, μαμά", ψιθύρισε. Η Ελένη έμοιασε να μην την ακούει. "Μαμά;" είπε πάλι. Ένα τράνταγμα στους ώμους της μαρτύρησε πως την άκουσε. 

"Αχ, ξύπνησες Ελπίδα μου; Καλημέρα", είπε δυνατά και έτρεξε κοντά της. "Έλα, κάτσε να σου βάλω να φας." Η Ελπίδα περιεργάστηκε το συννεφιασμένο ύφος της μητέρας της. Η Ελένη έψησε δυο καφέδες και έκοψε ένα κομμάτι πίτα και το σέρβιρε στην Ελπίδα. 

"Μαμά, που είναι ο μπαμπάς;" ρώτησε η Ελπίδα αλλά η Λενιώ καταπιάστηκε πλένοντας τη στοίβα με τα πιάτα που είχε ξεμείνει από χθες. "Μαμά;" ξαναφώναξε. 

"Τι;" απάντησε εκείνη αφήνοντας με περίσσια δύναμη το πιάτο. "Ο μπαμπάς λέω. Πού είναι;" Η Λενιώ έπιασε πάλι το πιάτο και άρχισε να το τρίβει μανιασμένα. "Δεν σου είπε που πάει;" ρώτησε πάλι η Ελπίδα αλλά η Λενιώ δεν απάντησε. Κατάπιε πίκρα τον καφέ της και πήγε πάλι στο δωμάτιο της να ντυθεί αφήνοντας την στην ησυχία της. Λίγο αργότερα βγήκε πάλι με την τσάντα της στον ώμο. "Μαμά, φεύγω", της φώναξε αλλά η Ελένη απορροφημένη, δεν την άκουσε.

Προχώρησε μέχρι το σπίτι του παππού της, το σπίτι της, έλεγε και ξανάλεγε από μέσα της, αλλά της ήταν δύσκολο να συνηθίσει την έννοια. Ήταν κάμποσο περπάτημα αλλά σκέφτηκε πως ήταν καιρός να μάθει να κάνει την διαδρομή με τα πόδια, άλλωστε δεν της άρεσε καθόλου η οδήγηση, απαιτούσε μια υπομονή που δεν είχε, και τώρα που θα ερχόταν και πάλι στο Διαφάνι σκόπευε να παρατήσει μια και καλή το αυτοκίνητο σε ένα πάρκινγκ. Ο καιρός ήταν μουντός για την εποχή και ένα ψιλόβροχο της θόλωνε τα μάτια. Το χωριό ήταν ακόμα σιωπηλό, είδε όμως ελάχιστους πελάτες να κάθονται στο καφενείο καθώς η Βιολέτα έτρεξε ξοπίσω της να την καλημερίσει και να της σερβίρει φρέσκο γλυκό.

 "Για που το βάλες πρωί πρωί;" την ρώτησε και η Ελπίδα δαγκώθηκε προτού απαντήσει. Θυμήθηκε την αντίδραση του πατέρα της και φοβήθηκε πως εάν της έλεγε για τα σχέδια της η Βιολέτα θα ταραζόταν εξίσου.

 "Βγήκα να πάρω λίγο αέρα", αποκρίθηκε και έφυγε χαμογελώντας. Όταν έφτασε τελικά στο σπίτι ένιωσε το σώμα της να χαλαρώνει. Ότι και να έλεγαν οι γονείς της αυτό το μέρος της προκαλούσε μια ανεξήγητη γαλήνη. Δεν ήθελε να τους πάει κόντρα. Ούτε να θυμώσει τον πατέρα της. Να ριζώσει ήθελε. Και όσο και αν αγαπούσε το σταμιρέικο ήταν πάντοτε το σπίτι των γονιών της. Χρειαζόταν ένα μέρος να αποκαλεί δικό της. Και αυτό το μέρος το ένιωσε δικό της πριν καν το αποκτήσει. 

Ξεκλείδωσε την πόρτα και ένιωσε τα δάχτυλα της να παγώνουν στην κλειδαριά. Έκανε δυο βήματα μπροστά ασυναίσθητα ξεχνώντας να αναπνεύσει. Ένας τεράστιος μουσαμάς απλωνόταν απ' άκρη σε άκρη στο σαλόνι. Ο καναπές είχε μετακινηθεί στον απέναντι τοίχο και πάνω του δέσποζαν κάποιες από τις κλειστές κούτες καλά σκεπασμένες με πλαστικό. 

"Μπαμπά;" ψέλλισε. Ο Λάμπρος βρισκόταν γονατιστός μπροστά από το τζάκι και έβαφε με ένα πολύ λεπτό πινέλο τις γωνιές. Ένας μισοτελειωμένες καφές βρισκόταν ακουμπισμένος πλάι του, πάνω στη σκάλα. Σε αντίθεση με τη μητέρα της που ήταν απορροφημένη στις δουλειές της ο πατέρας της αντιλήφθηκε αμέσως την παρουσία της. Γύρισε και την κοίταξε και στο πρόσωπο του ζωγραφίστηκε ένα πελώριο χαμόγελο που φώτισε την μουντάδα της ημέρας. Σαν η προηγούμενη μέρα να μην υπήρξε ποτέ, σαν να ήταν απλά ένα κακό όνειρο.

 "Καλημέρα, κοριτσάκι μου", είπε μαλακά και γύρισε στη δουλειά του. Η Ελπίδα ξεροκατάπιε. Δεν μπορούσε να χωνέψει την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά των γονιών της. 

"Μπαμπά, τι κάνεις εδώ;" ρώτησε. Δεν ήξερε γιατί αλλά ένιωθε να φουσκώνουν δάκρυα στα μάγουλα της. 

"Άσε με να τελειώσω, γιατί αν στεγνώσει αυτό το κομμάτι δεν θα βάφεται και θα τα πούμε", της απάντησε. Γαλήνη απλώθηκε μέσα της. "Η μαμά σου ξύπνησε;" ρώτησε πάλι.

 "Ναι. Πλένει πιάτα σαν δαιμονισμένη", είπε. Η ανησυχία φώλιασε και πάλι μέσα της. 

Ο Λάμπρος γέλασε. "Να είσαι υπομονετική με τη μητέρα σου σήμερα αγάπη μου, είναι δύσκολη μέρα". 

Η Ελπίδα ήταν έτοιμη να ρωτήσει γιατί αλλά ξαφνικά θυμήθηκε. Ένα βάρος κάθισε μέσα της και τα δάκρυα που πάλευε να κρατήσει πίσω φούντωσαν τα μάτια της. "Tι να κάνω;" ρώτησε. Ένας αναστεναγμός ξέφυγε από το σώμα του Λάμπρου.

 "Κάντης μια αγκαλιά και πες της πως την αγαπάς", συνέχισε.

 "Δέκα θα της κάνω. Αλλά μπαμπά..." εισέπνευσε βαθιά. "Δεν νομίζεις πως ήρθε η ώρα να μάθω πως πέθανε ο παππούς ο Δούκας; Θέλω να πω, σε λίγο κλείνω τα είκοσι πέντε και το μόνο που ξέρω είναι πως την μέρα που γεννήθηκα εκείνος χάθηκε." Ο Λάμπρος άφησε κάτω την βούρτσα. 

"Είκοσι πέντε χρόνια και ακόμα τον λες παππού Δούκα", μουρμούρισε εκείνος.

 "Ξέρεις πως το εννοώ". 

"Και εσύ ξέρεις πως πέθανε. Ανακοπή." 

Η Ελπίδα αναστέναξε. "Άσχημη κληρονομικότητα. Και ο παππούς ο Γιώργης από ανακοπή πέθανε. Και η γιαγιά του η Μυ.."

"Ελπίδα!" φώναξε ο Λάμπρος προτού προλάβει να συγκρατηθεί. Πήρε μια βαθιά ανάσα και στράφηκε στην κόρη του. "Γιατί τα ψάχνεις τώρα αυτά, καρδιά μου;" Τα χέρια του απλώθηκαν στους ώμους της και η Ελπίδα ένιωσε την ανάσα της να ηρεμεί. 

"Ο Σέργιος..ο Σέργιος μου είπε πως υπάρχουν πράγματα που δεν γνωρίζω. Που μου κρύβεται. Όλοι." 

Ο Λάμπρος αναστέναξε. "Αυτό το παιδί παραείναι έξυπνο", γέλασε. "Άκου." της είπε μαλακά, "Σου υπόσχομαι πως μια μέρα θα σου απαντήσω σε όσα ερωτήματα σε βασανίζουν, αλλά όχι ακόμα." 

Η Ελπίδα ξεφύσηξε. "Μπαμπά, δεν είμαι μωρό πια!" μισούσε όμως το πως αυτή η φράση την έκανε να ακούγεται πιο παιδί από ποτέ.

 "Το ξέρω, ψυχή μου. Το ξέρω."

"Τότε γιατί δε μου λες; Ότι και να ναι μπορώ να το διαχειριστώ". 

Ο Λάμπρος έγνεψε. "Είμαι σίγουρος πως μπορείς. Απλώς... Απλώς εμείς, δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι." 

Η Ελπίδα κατέβασε το κεφάλι. "Καλά, δεν θα σε πιέσω άλλο." Κοίταξε γύρω της αλλά κατάπιε τις μυριάδες ερωτήσεις που έφταναν στην γλώσσα της. 

"Χθες φέρθηκα άσχημα. Και ντρέπομαι πολύ. Για την αντίδραση μου", ξεκίνησε να λέει ο Λάμπρος. 

"Όχι, μπαμπά, όχι εσύ δεν, εγώ φταίω εγώ..." τα δάκρυα τώρα κυλούσαν με ορμή και η Ελπίδα ένιωθε μικρή, πολύ μικρή δίπλα του. Ο Λαμπρος την έκλεισε στην αγκαλιά του και για λίγο όλες οι φωνές ησύχασαν. Για λίγο ήταν πάλι πέντε χρονών καθισμένη αναπαυτικά στους ώμους του και έβλεπε τα λαμπάκια του δέντρου να τρεμοπαίζουν καθώς στερέωνε το αστέρι από το δέντρο. 

 "Να μην το ξαναπείς αυτό", της είπε μαλακά με έναν τροπο που όλα τα κουτάκια στο μυαλό της έκλεισαν ήσυχα και η καρδιά της άνοιξε και πάλι. "Εσύ δεν φταις σε τίποτα, δεν φταις ποτέ. Απλώς, μου ήρθε ξαφνικό και αντέδρασα. Συγνώμη." Τα δάκρυα κόπασαν. Οι φωνές έσβησαν. "Σ' αγαπώ παρά πολύ. Σας αγαπώ παρά πολύ. Και τις δυο. Η μαμά σου το ξέρει, όμως, υπάρχουν στιγμές που φοβάμαι πως δεν το ξέρεις εσύ", ανέπνευσε. 

"Το ξέρω", είπε και ένιωσε και την δική του ανάσα να χαλαρώνει. "Το ξέρω πως έχω τους καλύτερους γονείς του κόσμου. Και δεν έπρεπε να πάρω μια τέτοια απόφαση χωρίς να σε ρωτήσω". 

Ο Λάμπρος της έκανε νόημα να σιωπήσει. "Χαίρομαι που την πήρες. Χαίρομαι που ήθελες να την πάρεις. Αυτό το μέρος..." ξεκίνησε όμως κάτι κόλλησε στον λαιμό του και ανέπνευσε βαθιά. "Αυτό το σπίτι, είναι το σπίτι μου. Είναι...Όλες μου οι αναμνήσεις είναι εδώ μέσα, Ελπίδα. Η μάνα μου...Ο αδερφός μου...Ο μπαμπάς μου... Όλοι έζησαν μέσα σ' αυτούς τους τοίχους. Και για πολλά χρόνια αυτό με έθλιβε και οι τοίχοι με πλακώναν και αυτό το μέρος έγινε μεγάλο μέσα μου. Με πλάκωνε και αυτό. Και δεν το άντεχα. Θέλω να με καταλάβεις..."

 Η Ελπίδα έγνεψε μέσα από τα δάκρυα της. "Καταλαβαίνω..." ψέλλισε.

 "Νόμιζα πως...Αυτοί οι τοίχοι θα έμεναν για πάντα μαύροι. Γεμάτοι με φαντάσματα. Δεν είχα σκεφτεί ότι μια μέρα θα έρθεις εσύ", ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του. Η Ελπίδα ένιωσε τα μάγουλα της να υψώνονται μιμώντας ένα χαμόγελο που χρειαζόταν. "Ήρθες εσύ. Και τα φώτισες όλα. Και μαζί με όλα τα άλλα, φώτισες και αυτό το μέρος. Επρεπε να το φανταστώ. Όμως η αλήθεια είναι πως το να σε βλέπω εδώ μέσα, το να σκέφτομαι πως θα ζήσεις εδώ μέσα, κοντά μας, πως θα διδάξεις στο σχολείο μου... με γεμίζεις με τόση περηφάνια που νομίζω πως θα σκάσω από ευτυχία". 

Ένα γέλιο αντήχησε στον χώρο. "Έλα μπαμπά, φτάνει", αποκρίθηκε σκουπίζοντας τα δάκρυα της.

 Ο Λάμπρος έγνεψε και έπιασε πάλι τη βούρτσα. "Σου αρέσει αυτό το χρώμα;" ρώτησε. 

Η Ελπίδα έγνεψε. Έσκυψε πάνω από τον κουβά με την πράσινη μπογιά και βούτηξε ένα καθαρό πινέλο. "Είναι το αγαπημένο μου", είπε και άπλωσε μια φρέσκια στρώση στον τοίχο. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top