Δούκας
Σε λίγο ξημέρωνε. Το καταλαβαίνε από την κίνηση του δρόμου. Ξαφνικά τα αυτοκίνητα έτρεχαν πιο βιαστικά, οι οδηγοί κορνάραν χωρίς δισταγμό. Οι βραδινοί περιπατητές ήταν πάντοτε πιο χαλαροί. Οδηγούσαν μεθυσμένοι με την μουσική τέρμα και μια προσευχή κάτω από τα χείλη να φτάσουν στο σπίτι ασφαλείς. Αυτοί ήταν αλλιώς. Βιαζόταν να φτάσουν στις δουλειές τους, βιαζόταν να τελειώσουν την δουλειά, να φάνε μεσημεριανό, να κάνουν έρωτα στις γυναίκες τους, να πέσουν πάλι για ύπνο και να σηκωθούν ώστε να κορνάρουν πάλι με ανυπομονησία στο φανάρι.
Κάθισε στην άκρη της γέφυρας και παρατήρησε την κίνηση κάτω από τα πόδια του. Περίεργοι που ήταν οι άνθρωποι όταν τους κοίταζες από ψηλά. Έμοιαζαν με μυρμήγκια τηλεκατευθυνόμενα από μια περίεργη ανάγκη, μια ανάγκη που τους εξωθούσε να κάνουν περισσότερα από το να μαζέψουν φαγητό για τον χειμώνα. Και όμως οι περισσότεροι δεν έκαναν ούτε αυτό. Χαζά μυρμήγκια.
Έσβησε το τσιγάρο του και κατέβηκε από την γέφυρα. Προχώρησε μέχρι το σπίτι νιώθοντας το αλκοόλ να μουδιάζει όλα του τα άκρα. Ήλπιζε απλά να φτάσει ως εκεί και μετά ας καταρρεύσει στο κρεβάτι του. Όταν έβαλε τα κλειδιά στην πόρτα ένιωσε μια ανακούφιση να τον τυλίγει.
"Δεν θα ξαναπιώ", μουρμούρισε και πέταξε τα κλειδιά στον καναπέ. Δεν άκουσε όμως το κλινκ που θα έπρεπε να κάνουν βρίσκοντας το μαξιλάρι.
"Το καλό που σου θέλω", απάντησε μια φωνή. Το φως άναψε. "Ξέρεις τι ώρα είναι;" Ο Κωνσταντής καθόταν στον καναπέ κρατώντας τα κλειδιά που μόλις πέταξε ο γιος του στον αέρα.
"Πατέρα δεν έχω όρεξη για κήρυγμα", ξεφυσηξε εκείνος. Το σπίτι γύριζε και τα πόδια του δεν τον κρατούσαν. Δεν μπορούσε να καβγαδίσει και με τον πατέρα του από πάνω.
"Και άντε δεν σε νοιάζει που έχει ξημερώσει και ο κόσμος πηγαίνει στις δουλειές του, τι δουλειά έχεις να πίνεις Δευτεριάτικα; Πώς θα;" Οι φωνές έσβησαν από έναν ακόμη πιο τρομακτικό ηχο. Τα σωθικά του καιγόταν και μια δυσάρεστη αίσθηση ανέβαινε στον λαιμό του. Ένιωσε ένα χέρι να τον βαστάζει δυνατά καθώς έχωνε το κεφάλι του σε έναν κουβά που με κάποιο τροπο βρέθηκε μπροστά του. Τα πόδια του δεν τον κρατούσαν. Γονάτισε στο πάτωμα μέχρι που η δυσάρεστη αίσθηση υποχώρησε. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε τον πατέρα του να γονατίζει πλάι του κρατώντας τρυφερά πίσω τα μαλλιά του. "Συγνώμη", ψέλλισε. Δεν του απάντησε. Η κατσάδα που περίμενε δεν ήρθε ποτέ. Μόνο τον βοήθησε να πάει μέχρι το κρεβάτι του, τον βοήθησε να βγάλει το πουκάμισο του και του άφησε μια αλλαξιά και έναν καθαρό κουβά στα πόδια του κρεβατιού.
"Κοιμήσου στο πλάι", του είπε αλλά δεν έφυγε. Κάθισε στην καρέκλα και τον κοίταζε μέχρι που έσβησαν όλα.
Όταν άνοιξε τα μάτια του τα βλέφαρα του πονούσαν από το φως του ηλίου. Τράβηξε τα σκεπάσματα να καλύψει τις αχτίδες αλλά ένα χέρι τα τράβηξε μακριά. Η ευχάριστη μυρωδιά του καφέ τον ανάγκασε να ανοίξει τα μάτια του και πάλι. Είδε τον πατέρα του να κάθεται στην ίδια καρέκλα που καθόταν χθες βράδυ. Του έδωσε την κούπα με τον καφέ και ένα παυσίπονο και σηκώθηκε.
"Σε μια ώρα φεύγουμε για την δουλειά", είπε απλά κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Ο Δούκας αναστέναξε και ανακαθισε παλεύοντας να ανακουφίσει την φωτιά που του έκαιγε τον λαιμό με λίγο καφέ και ηρεμία. Μια ώρα μετά σύρθηκε έως την κουζίνα σε αναζήτησή φαγητού. Το σπίτι ήταν ήσυχο, πρέπει όλοι να είχαν φύγει για τις δουλειές τους. Όλοι εκτός από τον πατέρα του. "Μπαμπά δεν νομίζω ότι θα μπορέσω..." ξεκίνησε να λέει αλλά εκείνος του έκανε νόημα να σωπάσει.
"Έχεις δέκα λεπτά. Και φάε, η μάνα σου έψησε πίτα. Θα σε περιμένω στο αυτοκίνητο". Αγανάκτηση. Αυτό ένιωθε. Του φερόταν λες και ήταν κάποιος εγκληματίας, λες και εκείνος δεν ήξερε πως είναι να είσαι είκοσι χρόνων και να θες να βγεις με τους φίλους σου, να γλεντήσεις, να γνωρίσεις κόσμο. Είχε όλη του τη ζωή για να δουλεύει. Είχε και δυο αδέρφια που, δεν γλέντησαν ποτέ. Ο μεγάλος του αδερφός, ο Γιώργης από τη μέρα που τελείωσε το σχολείο παρέμεινε χωμένος στα βιβλία και αφοσιωμένος στη δουλειά και στα χωράφια. Δεν τον είδε ποτέ να πίνει ούτε ένα ποτηράκι κρασί. Όσο για την αδερφή του την Βαλεντίνη, ήταν τόσο απορροφημένη στο θέατρο, στον χορό και στο τραγούδι που αναρωτιόταν εάν ήταν άνθρωπος ή μηχανή. Εκείνος όμως ήταν αλλιώς. Και να βγει ήθελε, και να πιει και να διασκεδάσει. Και ας ήταν το μαύρο πρόβατο. Τίποτα απ' αυτά δεν τολμούσε να συζητήσει με τους δικούς του. Όχι γιατί θα τον μάλωναν αλλά γιατί δεν θα καταλάβαιναν. Σιγά μην καταλάβαιναν οι δικοί του τα λάθη. Και το χειρότερο από όλα ήταν πως εκείνος ήταν γεμάτος με λάθη. Και πως όλα του τα συγχωρούσαν χωρίς φωνές, χωρίς καυγάδες και τιμωρίες. "Είσαι πολύ κωλόφαρδος ρε", του έλεγαν οι φίλοι του. "Εμένα ο γέρος μου θα με έγδερνε άμα κωλοβαρούσα όλη μέρα". Εκείνος όμως δεν ένιωθε τυχερός. Αποτυχημένος ένιωθε. Ντροπιασμένος.
Φόρεσε ένα καθαρό πουκάμισο, έχωσε τα κλειδιά του στην τσέπη και προχώρησε μέχρι το αμάξι. Ο πατέρας του καθόταν στη θέση του οδηγού και μασουλουσε λαίμαργα μια τυρόπιτα. "Σιγά ρε μπαμπά, σιγά, θα πνιγείς", γέλασε. Εκείνος του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα και άρχισε να βήχει, όντως πνίγηκε.
"Έλα! Μην κοροϊδεύεις τον πατέρα σου γιατί θα σε πάρει ο διάολος", είπε αλλά ο Δούκας που τον βαρούσε με όλη τη δύναμη του στην πλάτη δεν μπορούσε να σταματήσει να γελάει.
"Α ρε μπαμπά, ώρες ώρες νομίζω ότι δεν ξεπέρασες ποτέ την κατοχή", γέλασε και ο Κωνσταντής σκούπισε ντροπιασμένος το μουστάκι του.
"Οπου δεις φαί κάτσε, όπου δεις ξύλο φεύγα. Έτσι έλεγε η Αγορίτσα."
"Ναι, και εσύ καθόσουν και στο φαΐ και στο ξύλο". Ο Κωνσταντής τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. "Έτσι λέει η μαμά", γέλασε.
"Βάλε ζώνη", είπε απλά και πάτησε απαλά το γκάζι.
"Πού πάμε;" ρώτησε αλλά απάντηση δεν πήρε. Δεν επέμενε, το κεφάλι του πονούσε ακόμα από χθες. Είδε τις πολυκατοικίες να σβήνουν και τον κάμπο να απλώνεται μπροστά τους. "Στο χωριό πάμε;" ρώτησε και ανακαθισε. Είδε τον πατέρα του να γνέφει. "Είπες θα πάμε στη δουλειά!"
"Στη δουλειά πάμε".
Ο Δούκας αναστέναξε και βούλιαξε και πάλι στη θέση του. Λίγο αργότερα τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε είχαν παρκάρει έξω από το σταμιρέικο και ο Δούκας ένιωσε την καρδιά του να βουλιάζει.
"Όχι ρε μπαμπά, γιατί με έφερες εδώ; Επειδή βγήκα ένα βράδυ; Δεν είναι δίκαιο αυτό..." Η πόρτα έκλεισε πίσω του. Είδε τον πατέρα του να ανεβαίνει προς το σπίτι και έβρισε. Τον ακολούθησε με το στομάχι του να ανακατεύεται και πάλι.
"Καλώς τον", άκουσε την θεία του να λέει και σκέφτηκε να γυρίσει να κάτσει στο αυτοκίνητο αλλά ήταν αργά. "Δούκα; Τι έκπληξη είναι αυτή; Ελάτε, ελάτε μέσα",προχώρησε διστακτικά στο σπίτι και κάθισε μπροστά απ τη πόρτα.
"Καλημέρα Λενιώ. Τι κάνεις;" είπε ο πατέρας του και την φίλησε. "Μόλις έψηνα καφεδάκι, να σας ψήσω ένα;" ρώτησε εκείνη κοιτάζοντας τον. Ο Δούκας έγνεψε θετικά αλλά ο πατέρας του τον έκοψε.
"Όχι, δεν θα κάτσω πολύ." Η Λενιώ κοίταξε μια τον έναν και μια τον άλλον προσπαθώντας να καταλάβει.
"Εσύ Δούκα; Θα κάτσεις;" Προτού προλάβει να απαντήσει ο πατέρας του μίλησε και πάλι.
"Ξέρω ότι τέτοια εποχή χρειάζεστε χέρια στα χωράφια. Και τώρα που λείπει ο Γιώργης ακόμα περισσότερο. Ο Δούκας θα καλύψει το πόστο του αδερφού του, θα βοηθήσει και σένα σε ότι χρειαστείς. Απλώς διέταξε τον και αυτός θα στρωθεί στη δουλειά", είπε με ένα χαμόγελο. Ο Δούκας ένιωθε να πνίγεται. Δεν είχε συμφωνήσει σε τίποτα απ' αυτά.
"Μπαμπά δεν νομίζω πως μπορώ να καλυψω το πόστο του Γιώργη!" αποκρίθηκε αγανακτισμένος.
"Τότε κάπου αλλού θα βοηθήσεις. Ξέρεις τις δυνατότητες σου, ξέρεις τη δουλειά και ότι χρειαστείς, έχεις βοήθεια. Λοιπόν να μην σας κρατάω άλλο, Λενιώ χάρηκα που.."
"Μπαμπά δεν είναι δίκαιο αυτό που κάνεις!" φώναξε εκείνος. "Το ότι βγήκα ένα βράδυ και..."
"Ένα βράδυ; Ένα βράδυ; Κάθε βράδυ Δούκα. Κάθε βράδυ γυρνάς λες και είσαι τίποτα ρέμπελος και γυρνάς στο σπίτι λιώμα από το ποτό και ποιος ξέρει τι άλλο..."
"Ε όχι και τι άλλο", ψέλλισε αλλά η φωνή του σβήστηκε.
"Δεν ξέρω τι άλλο κάνεις και ούτε θέλω να μάθω! Αυτό που ξέρω είναι ότι παράτησες τη σχολή σου, παράτησες την κοπέλα σου, γύρισες πίσω στο σπίτι και το μόνο που κάνεις είναι να καταστρέφεσαι σαν..."
"Κωνσταντή! Κωνσταντή!" φώναξε η Λενιώ και τον άρπαξε απ' το χέρι. "Αρκετά. Τράβα στις δουλειές σου και εμείς θα τα πούμε με τον μικρό, έλα."
Οι λέξεις βγήκαν από μέσα του προτού προλάβει να συγκρατηθεί. "Είσαι άδικος, μπαμπά! Είσαι πολύ άδικος! Φέρεσαι λες και εσύ ήσουν το καλύτερο παιδί αλλά δεν ήσουν καλύτερος και τώρα τα βάζεις μαζί μου όπως τα έβαζε μαζί σου ο παππούς..."
"Δούκα! Φτάνει! Σταματήστε και οι δυο σας. Κωνσταντή, άστον, τράβα στις δουλειές σου!" φώναξε πάλι η θεία του και ο καβγάς είχε λήξει. Προς το παρόν. Είδε τον πατέρα του να βγαίνει από την πόρτα και αυτή τη φορά ζωγραφισμένη στον πρόσωπο του μαζί με την απογοήτευση ήταν και η έκφραση του πόνου. Ο Δούκας κάθισε στην καρέκλα νιώθοντας το στομάχι του να βράζει από τις τύψεις και την αίσθηση πως αυτή την φορά, δεν θα τον συγχωρούσαν τόσο εύκολα.
Η μέρα κύλησε ήρεμα σε αντίθεση με όλη την ένταση που την ξεκίνησε. Κατέβηκε με την θεία του στα χωράφια και την βοήθησε με δουλειές που εκείνη επέμενε πως μπορούσε να κάνει και μόνη της όμως την έβλεπε να δυσκολεύεται. Όταν τελείωσαν γύρισαν στο σπίτι και όσο η θεία του μαγείρευε εκείνος κάθισε στο τραπέζι με ένα φλιτζάνι καφέ. Είχε αρνηθεί το κρασί που του πρόσφερε αφού το μεθύσι της προηγούμενης νύχτας δεν είχε περάσει ακόμα.
"Ο θείος δεν θα έρθει;" ρώτησε όταν ξεκίνησε να στρώνει το τραπέζι.
"Θα αργήσει σήμερα. Ας φάμε εμείς", αποκρίθηκε εκείνη και σηκώθηκε να την βοηθήσει. Ένιωθε καλύτερα. Ήρεμα. Και όσο ηρεμούσε τόσο φούντωναν οι τύψεις μέσα του για τον τροπο που μίλησε προηγουμένως στον πατέρα του.
"Λες να μου ξαναμιλήσει;" ρώτησε μόλις κάθισαν στο τραπέζι. Η θεία του τον κοίταξε σαν να μην καταλαβαίνει.
"Ποιος;" ρώτησε και μετά ένα γέλιο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της. "Ο μπαμπάς σου;" γέλασε και πάλι. "Δούκα μου οι γονείς σου σε λατρεύουν, το ξέρεις αυτό."
Αναστέναξε. "Αυτό είναι το πρόβλημα", είπε χωρίς να μπορέσει να ελέγξει τον εαυτό του.
"Από πότε η αγάπη είναι πρόβλημα;" επέμεινε εκείνη.
"Πονάει".
Την είδε να γελάει και πάλι και να γνέφει αρνητικά. "Η αγάπη δεν πονάει. Γιατρεύει. Αλλά όσο γιατρεύεσαι, οι πληγή πονάει."
Αναστέναξε και πάλι. "Εγώ είμαι καμένο χαρτί, δεν υπάρχει γιατρειά." ψέλλισε.
Είδε κάτι να αλλάζει στο πρόσωπο της. Να σκοτεινιάζει. "Να μη το ξαναπείς αυτό", είπε μαζεύοντας νευρικά τα πιάτα. "Ποτέ. Και κυρίως στον πατέρα σου. Άκουσες;" Έγνεψε νευρικά, δεν ήξερε γιατί αλλά το στομάχι του είχε δεθεί κόμπος. "Δεν ξέρεις τους γονείς σου όπως τους ξέρω εγώ. Ούτε τι πέρασαν για να σας μεγαλώσουν μέσα στην αγάπη που τώρα νιώθεις πως σε πνιγεί. Δεν είναι τέλειοι, κανείς δεν είναι. Αλλά σας αγαπάνε περισσότερο από τη ζωή τους και πρέπει να το αποδεχτείς αυτό. Ναι, καμία φορά η αγάπη γίνεται πιεστική όταν είσαι νέος αλλά σε πιέζουν γιατί νοιάζονται. Και γιατί σε ξέρουν, καλύτερα από όσο νομίζεις πως ξέρεις τον εαυτό σου. Να παρατάς τη σχολή σου; Γιατί;"
"Είναι περίπλοκο", απάντησε. Δεν του πήγαινε η καρδιά να σηκώσει το κεφάλι.
"Τι είναι περίπλοκο; Η αγάπη; Γιατί περί αυτού πρόκειται". Είχε γονατίσει πλάι του και είχε σηκώσει το κεφάλι του με το χέρι της ώστε να την κοιτάζει.
"Δεν μπορώ να γυρίσω στην Αθήνα. Δεν μπορώ να γυρίσω σε εκείνο το σπίτι."
"Στο σπίτι δεν μπορείς να γυρίσεις ή σε εκείνη;"
"Έχει διαφορά;"
Εκείνη έγνεψε. "Άκουσε με. Άκουσε με προσεκτικά. Πήγαινε βρες τον πατέρα σου, βρες τα μαζί του και μετά πήγαινε σπίτι σου, πήγαινε βρες το κορίτσι σου και βρες τα μαζί της. Τελείωσε την σχολή σου και θα δεις πως όλα θα καλυτερέψουν αντί να χειροτερεύουν. Ή μην πας πουθενά και μείνε εδώ. Δούλεψε στα χωράφια ή βρες μια άλλη δουλειά και ένα άλλο κορίτσι αλλά ότι μα ότι και αν κάνεις σταμάτα να καταστρέφεις τον εαυτό σου και βρες τα μαζί σου."
Δεν κατάλαβε πότε βρέθηκε στην αγκαλιά της να κλαίει. Όμως όταν το κλάμα πέρασε, πέρασε και ο πονοκέφαλος, πέρασε και ο θυμός, και αν έκρινε από το φως που τώρα έσβηνε, πέρασε και η μέρα. Το βράδυ γύρισε σπίτι του με το κεφάλι του ελαφρύ. Κάθισε στο προσκεφάλι των γονιών του που κοιμόντουσαν βαθιά και τους κοίταξε, τα χέρια τους ήταν μπλεγμένα πάνω από το πάπλωμα και ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο ζωγράφισε τα πρόσωπα τους σαν να λέγανε γλυκόλογα ο ένας στον άλλον ακόμα και στον ύπνο τους.
"Μπαμπά", ψυθίρισε. Εκείνος στριφογύρισε και μετά τινάχτηκε όρθιος τρομαγμένος. "Μην τρομάζεις", ψυθίρισε. "Φεύγω".
"Τι; Τι φεύγεις πού πας;" μουρμούρισε. Είδε το γαλήνιο πέπλο του ύπνου να σβήνει από το πρόσωπο του και να δίνει την θέση του στην ανησυχία.
"Πάω σπίτι. Θέλω να προλάβω το εργαστήριο το πρωί", ψυθίρισε. Ο πατέρας του τον κοιταξε εξεταστικά. "Μην ανησυχείς νηφάλιος είμαι." Τον είδε να γνέφει το κεφάλι του σαν να του λέει πως δεν αμφέβαλλε.
"Να με πάρεις όταν φτάσεις", είπε απλά. Άπλωσε το χέρι του και τον έσφιξε. "Είμαι πολύ περήφανος για σένα, γιε μου. Και σ' αγαπώ πολύ".
"Και 'γώ σ' αγαπώ, μπαμπά. Και σ' ευχαριστώ."
Αντάλλαξαν ένα τελευταίο νεύμα και μετά στάθηκε στην πόρτα και τον είδε να βυθίζεται και πάλι σε έναν γαλήνιο ύπνο. Το χαμόγελο επέστρεψε το πρόσωπο του και το χέρι του βρήκε σχεδόν από μόνο του, την θέση του ανάμεσα στο χέρι της μάνας του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top