Βαλεντίνη
Κορίτσι μωβ λουλούδι από φως
ξεκινημένο από τις βραδινές παρυφές του έρωτα
τι ήρθες
χωρίς προοπτικήν αγάπης;
Κορίτσι μωβ χαμογελαστό φως
μικρή μωβ κάρτα
που καρφώθηκε ξαφνικά στην καρδιά μας
με τρεις κόκκινες λέξεις:
Είμαι το βράδυ.
Όταν ξύπνησε το σπίτι ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Ένας απόκοφος ήχος από το σκουπιδιάρικο κάτω από το παράθυρο της την έκανε να βυθιστεί λίγο πιο βαθιά στα σκεπάσματα της προτού το ξυπνητήρι της δηλώσει την λήξη της σιέστας. Σηκώθηκε με βαριά καρδιά αλλά αμέσως θυμήθηκε πως σήμερα ήταν η μέρα που ανυπομονούσε περισσότερο από όλες. Μπήκε στο ντουζ και άφησε το ζεστό νερό να χαλαρώσει όλους τους μυς τις καθώς οι υποχρεώσεις της ημέρας έσβηναν σαν τις μπουρμπουλήθρες που έσκαγε με τα χέρια της. Βγήκε από το μπάνιο και τυλίχθηκε με μια πετσέτα. Ντύθηκε γρήγορα, χοντρό καλσόν, κορμάκι και ένα τεράστιο φούτερ του αδερφού της που έφτανε μέχρι τα γόνατα της ήταν αρκετά. Έριξε στην τσάντα της ένα σωρό φουρκέτες και ήλπιζε να έχει αρκετό χρόνο στη στάση του λεοφωρείου να τιθασεύσει τα μακρια μαλλιά της. Άρπαξε τα κλειδιά της και το θερμός με τον καφέ που βρισκόταν πλάι στην πόρτα με ένα σημείωμα στερεωμένο πάνω του:
"Το πρωινό σου είναι στο ψυγείο. Σ'αγαπώ, η μαμά".
Aγνόησε το πρωινό της πήρε όμως το σημείωμα και το έχωσε στην τσέπη του παλτού της. Με μια φευγαλέα μάτια στο δωμάτιο των γονιών της είδε τη πλευρά της μάνας της άδεια, ο πατέρας της κοιμόταν ακόμα βαθιά και ο Μπελάς, το γατάκι τους, γουργούριζε στα πόδια του.
Έτρεξε μέχρι τον φούρνο και πήρε το καθιερωμένο κουλούρι της. Μασουλουσε νυσταγμενα στη στάση μέχρι που το λεοφωρειο της φάνηκε στη γωνία. Πέρασε την υπόλοιπη διαδρομή στερεώνοντας φουρκέτες στα μαλλιά της αγνοώντας τα νυσταγμενα βλέμματα των υπολοίπων. Όταν έφτασε στη σχολή χορού κοίταξε το ρολόι της. Είχε φτάσει πρώτη. Κάθισε έξω από την αίθουσα και στράγγιξε τα απομεινάρια του καφέ της μέχρι που ο χώρος άρχισε να πλημμυρίζει με κορίτσια που απ' ότι παρατηρούσε έκαναν καλύτερη διαχείριση του χρόνου τους από την ίδια. Τα μάγουλα τους άστραφταν με ροζ γκλιτερ και το μολύβι κάτω από τα μάτια τους ήταν προσεκτικά βαλμένο. Τα μαλλιά τους έμοιαζαν κοκκαλωμένα κάτω από στρώσεις λακ και ασυναίσθητα η Βαλεντίνη πατίκωσε όσο μπορούσε τα μαλλιά της.
"Καλημέρα κορίτσια", αναφώνησε η δασκάλα καθώς έμπαιναν στην αίθουσα.
"Καλημέρα κυρία", απάντησε η συγχορδία φωνών και όλες πήραν τη θέση τους αυτόματα.
"Μαριάννα, μπορείς να βοηθήσεις την Βαλεντίνη να στρώσει τα μαλλιά της; Στο πρώτο πλιέ θα διακόψουμε τη πρόβα από ότι φαίνεται. Πάλι."
Η Βαλεντίνη ένιωσε το πρόσωπο της να κοκκινίζει και το χαχανισμα των υπολοίπων κοριτσιών βοήθησε να εξαπλωθεί το κοκκινάδι σε όλο της το σώμα. Η Μαριάννα βρέθηκε με μιας κοντά της, ένα ανεπαίσθητο σφίξιμο στο μπράτσο της τής έδωσε κουράγιο καθώς η κολλητή της τής έστρωσε τα μαλλιά σε ανύποπτο χρόνο. Η πρόβα ήταν εξαντλητική όμως η Βαλεντίνη ήταν χαρούμενη που τελείωσε και βγήκε από την αίθουσα πρώτη αποφεύγοντας περαιτέρω βλέμματα και ψυθίρους.
"Είσαι καλά;" ρώτησε η Μαριάννα όταν έφτασαν στην στάση.
"Κάθε μέρα τα ίδια, το έχω συνηθίσει." Η Μαριάννα άναψε ένα τσιγάρο και άφησε τον καπνό να ταξιδέψει ψηλά.
"Μην τους δίνεις σημασία. Σου κάνουν καψόνια επειδή είσαι καινούργια. Το μπαλέτο δεν διαφέρει και πολύ από τον στρατό mon chéri", ειπε και η Βαλεντινη εγνεψε. Λες και της ελεγε κατι καινουργιο. Τεσσερις σχολές χωρου ειχε αλλάξει. Και στις τέσσερις τα ίδια καψόνια περνούσε.
"Αν έπαιρνα λιγη απο τη χάρη της μάνας μου τίποτα απ' αυτά δε θα περνουσα. Αλλά όχι έπρεπε να πάρω τα δυο αριστερά πόδια του πατέρα μου", αποκρίθηκε η Βαλεντίνη παίρνωντας ένα τσιγάρο από την φίλη της. Μισούσε το κάπνισμα. Ήταν και αυτό ένα από τα μυστήρια πράγματα που απλά έκανε χωρίς να ξέρει το γιατί.Οπως και το μπαλέτο.
"Εκείνοι σου το λένε αυτό;" ρωτησε η Μαριάννα. Μπορούσε να διακρίνει την έκπληξη στη φωνή της από χιλιόμετρα. Ένα γέλιο της ξέφυγε καθώς φυσούσε τον καπνό.
"Όχι φυσικά. Οι γονείς μου νομίζουν πως έχουν έναν άγγελο επί της γης. Πως απ' όπου περνάω και φυτρώνουν λουλούδια", η πίκρα στη φωνή της φαίνεται να μούδιασε το στόμα της. Μπορεί να ήταν και το τσιγάρο.
"Άδικο έχουν; Έχεις πολύ ταλέντο, Βαλ. Να το πιστέψεις πρέπει μόνο". Η Βαλεντίνη δεν απάντησε. Πέταξε το τσιγάρο της και ανέβηκε στο λεοφωρείο της επιστροφής. Σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή πάλευε να βγάλει τις φουρκέτες από το κρανίο της. Η μεσημεριανή συμφώρηση είχε πολλαπλασιάσει τα βλέμματα έβρισκαν το θέαμα συναρπαστικό. Οταν εφτασε επιτελους στο σπίτι η εικονα που αντικρυσε ήταν διαφορετική από το ίδιο πρωί. Όλη η οικογένεια, εκτός από τον αδερφό της τον Γιώργη, ήταν καθισμένοι στο τραπεζι. Οι φωνές και τα γέλια τους αντηχούσαν μέχρι την είσοδο και η Βαλεντίνη ένιωσε μια αίσθηση ανακούφισης και ζεστασιάς να την υποδέχεται προτού ανοίξει καν την πόρτα.
"Καλώς την μικρή μου αρτίστα", άκουσε τον μπαμπά της να της λέει.
"Γειά σου, μπαμπά", αποκρίθηκε κουρασμένα και έσκυψε να τον φιλήσει.
"Έλα κάτσε να φάμε", είπε αλλά η Βαλεντίνη έγνεψε αρνητικά.
"Θέλω να κάνω ένα μπάνιο και να κοιμηθώ θα φάω αργότερα. Φυλάξτε μου ένα πιάτο, ναι;", είπε και άφησε την τσάντα της.
"Μα το παιδάκι δεν τρώγεται κρύο παιδί μου", γκρίνιαξε εκείνος.
"Άστο το παιδί, Κωνσταντή", τον μάλωσε η Δρόσω ακουμπώντας την σαλάτα στο τραπέζι. "Από τα χαράματα είναι σηκωμένη, άστην να ξεκουραστεί". Ο Κωνσταντής αναστέναξε και συνέχισε το φαγητό του σκεπτικός.
"Μήπως κουράζεται πολύ;" είπε μετά από λίγο. "Σάββατο είναι, πρέπει να βγει και καμιά βόλτα, να κάνει φίλους, να κοινωνικοποιηθεί".
"Μια χαρά κοινωνική είναι", αποκρίθηκε η Δρόσω ρίχνοντας του ένα βλέμμα που τον προειδοποιούσε ότι δεν έπρεπε να ανοίξει αυτή τη συζήτηση.
"Ναι, ναι κοινωνική για καλόγρια", γέλασε ο Δούκας. Ο Κωνσταντής αναστέναξε και κοίταξε την Δρόσω απολογητικά.
"Διάβασμα δεν έχετε εσείς; Άντε τραβάτε στα δωμάτια σας. Μικρή για σένα λέω", προσπάθησε αλλά καμία σημασία δεν του έδωσαν.
"Αστούς Κωνσταντή", αποκρίθηκε ήρεμα η Δρόσω, "Αν δεν έχουν διαβάσει θα πρέπει απλά να ξεχάσουν αυτά που ζήτησαν", είπε απλά και μεμιάς το τραπέζι άδειασε. Ο Κωνσταντής αναστέναξε και καταπιάστηκε πάλι με το φαγητό του.
"Τι θα τους κάνουμε αυτούς μου λες;" είπε αγανακτισμένος.
"Θα μεγαλώσουν και θα στρώσουν δεν λένε;" χαμογέλασε η Δρόσω και κάθισε δίπλα του. Ο Κωνσταντής την έπιασε από το χέρι και την έβαλε να κάτσει στα πόδια του.
"Δεν μεγάλωσαν αρκετά νομίζεις. Ο Δούκας έχει τη σχολή του, έχει μια δουλειά και ήρθε εδώ και-"
"Άστην αυτήν την κουβέντα τώρα. Όλα στην ώρα τους. Θα τον βρει και εκείνος τον δρόμο του όπως όλοι μας".
"Αχ Δροσούλα μου, δεν ξέρω πως τα καταφέρνεις όλα αυτά", είπε αλλά ξέχασε να τελειώσει την φράση του όταν ένα φιλί θόλωσε κάθε του σκέψη.
"Είσαι και εσύ εδώ. Με σένα πλάι μου όλα τα καταφέρνω", αποκρίθηκε. Φωνές ακούστηκαν στο βάθος, κάποιος νέος καυγάς ξέσπασε. Η στιγμή τελείωσε και η Δρόσω ανασκουμπώθηκε και σηκώθηκε έτοιμη να σβήσει τη φωτιά. Ο Κωνσταντής την έπιασε από το χέρι και την κράτησε κοντά του.
"Ώρες ώρες δεν ξέρω πως τα καταφέραμε, Δρόσω", είπε αλλά ένα φιλί προσγειώθηκε στη μύτη του για απάντηση. Η Δρόσω μπήκε στο δωμάτιο των παιδιών και η Βαλεντίνη έκλεισε την πόρτα πίσω της βουλιάζοντας στην ικανοποίηση πως μπορεί να μην ήταν ευλογημένη με κάποιο ταλέντο στον χορό, αλλά τουλάχιστον οι γονείς της αγαπιόντουσαν ακόμα και αυτή ήταν από μόνη της, η μεγαλύτερη ευλογία.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top