Κεφάλαιο 8: Η Επόμενη Μέρα

Ο Γιάννης βρισκόταν ξανά στο φλεγόμενο σπίτι, δεν υπήρχε διέξοδος από πουθενά, ενώ άκουγε την απελπισμένη κραυγή της μητέρας του να φωνάζει για βοήθεια.

«Μαμά;!» φώναξε, δεν κατάφερε όμως τίποτα, ούτε την είδε πουθενά. Γύρω του γκρεμίζονταν καμένα δοκάρια από την οροφή και κολώνες καθώς το σπίτι καταστρεφόταν. Και καθώς προσπαθούσε να δραπετεύσει από τις φλόγες, να βρει τη μητέρα του και να φύγουν μαζί από εκείνη την κόλαση, εμφανίστηκε μέσα από αυτές ο πατέρας του, μόνο που ήταν διαφορετικός. Καιγόταν ολόκληρος, σε σημείο να λιώνουν οι σάρκες στο πρόσωπο του και να αποκαλύπτουν το κρανίο του από μέσα.

«Κοίτα τι μου έκανες, Ιωάννη! Δες τι έκανες στον πατέρα σου! Θα καείς στην Κόλαση!» του φώναξε με παραμορφωμένη, τερατώδη φωνή.

Και τότε ξύπνησε με μια κοφτή ανάσα και ένα τράνταγμα. Ήταν ασφαλής, βρισκόταν και πάλι στο κρεβάτι του Ιάσονα, στο δωμάτιο του στο οποίο είχε δεχθεί να τον φιλοξενήσει η κυρία Ευτυχία. Έτρεμε ολόκληρος και είχε ιδρώσει, όμως προσπάθησε να ηρεμήσει καθώς σκέφτηκε πως αυτό που είδε ήταν μόνο ένας εφιάλτης.

«Γιάννη μου;» Η μητέρα του είχε επίσης ξυπνήσει πλάι του στο ράντζο, αν είχε κοιμηθεί βέβαια και καθόλου. «Τι έπαθες;»

«Τίποτα... Είδα έναν εφιάλτη με... Με αυτό που έγινε χθες.» της απάντησε και εκείνη του χάιδεψε το χέρι καθησυχαστικά.

«Είναι λογικό. Είναι φρέσκο ακόμα, θα μας πάρει λίγο καιρό μέχρι να το δεχθούμε και να το ξεπεράσουμε. Ούτε εγώ μπόρεσα να κοιμηθώ ήρεμα... Κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου, έβλεπα το πρόσωπο του να με κοιτάζει απειλητικά.» ομολόγησε.

Ο Γιάννης κοίταξε έξω απ' το παράθυρο. Είχε ξημερώσει για τα καλά, παρόλο που δεν υπήρχε αρκετό φως λόγω της πυκνής συννεφιάς. Σηκώθηκε αμέσως και πλησίασε τη ντουλάπα. Αφού περιηγήθηκε λίγο ανάμεσα στα ρούχα του Ιάσονα, βρήκε τη σχολική στολή του.

«Που θα πας; Σχολείο;» απόρησε η μητέρα του.

«Ναι. Θέλω να ξεχαστώ από αυτό που έγινε και να δω τους φίλους μου.»

«Μήπως είναι καλύτερα να μείνεις εδώ σήμερα;»

«Μην ανησυχείς, μαμά. Θα μου κάνει καλό. Εσύ όμως θα μείνεις εδώ και θα κάνεις παρέα στην κυρία Ευτυχία.»

Η Αντιγόνη συμφώνησε πως θα ήταν όντως καλό για τον γιο της να πήγαινε στο σχολείο σήμερα, έτσι, αφού εκείνος πήγε στο μπάνιο, έκανε ένα ντους και ντύθηκε, πήγε και εκείνη να πλυθεί και μετά κατέβηκαν μαζί στον κάτω όροφο, όπου η Ευτυχία ήδη ετοίμαζε πρωινό και ο Φαίδωνας τη βοηθούσε να σερβίρει.

«Καλημέρα.» τους είπε μόλις τους είδε. Πήγε να τους ρωτήσει πώς κοιμήθηκαν, όμως μετά σκέφτηκε πως η ερώτηση αυτή θα ήταν περιττή, αφού φαίνονταν και οι δυο αρκετά κουρασμένοι σαν να μην είχαν κοιμηθεί καθόλου.

«Ελάτε, καθίστε να πάρουμε πρωινό όλοι μαζί. Γιάννη μου; Θα πας σχολείο;» ρώτησε έπειτα, βλέποντας τον νεαρό να φοράει ήδη τη σχολική στολή του γιου της.

«Ναι, κυρία Ευτυχία. Σκέφτηκα πως θα μου κάνει καλό και θα με βοηθήσει να ξεχαστώ.» απάντησε εκείνος καθώς έπαιρναν όλοι θέση στο τραπέζι.

«Καλά θα κάνεις. Να δεις και τα παιδιά.»

«Θα σε πάω εγώ με το αυτοκίνητο, όπως πήγαινα και τον Ιάσονα. Είναι στο δρόμο μου για τη δουλειά.» του είπε ο Φαίδωνας και ο Γιάννης τον ευχαρίστησε.

Εκείνος και η μητέρα του προσπάθησαν να πιουν λίγο καφέ και να φάνε έστω μία φέτα με βούτυρο και μαρμελάδα, καθώς κουβέντιαζαν συγχρόνως με το ζεύγος Ιωαννίδη. Η Ευτυχία κατάφερε να πείσει την Αντιγόνη να πάνε για ψώνια ώστε να αγοράσουν μερικά ρούχα για την ίδια καθώς δεν είχε καθόλου, έστω κάποια βασικά για αρχή και ένα παλτό. Η Αντιγόνη ένιωσε άσχημα. Δεν είχε ούτε κάρτες ούτε κινητό για να πληρώσει, ακόμα και αν είχε όμως, σίγουρα η πρώτη δουλειά του Ιάκωβου μετά την εξαφάνιση του θα ήταν να κλειδώσει όλους τους λογαριασμούς ώστε εκείνη και ο γιος της να μην έχουν πρόσβαση σε αυτούς. Όμως η Ευτυχία της είπε ότι θα τα πλήρωνε εκείνη και μόλις ορθοποδούσαν λίγο θα της τα επέστρεφε.

Όταν τελείωσαν το πρωινό, ο Φαίδωνας με τον Γιάννη έφυγαν, αφού αποχαιρέτησαν πρώτα την Ευτυχία και την Αντιγόνη. Η Ευτυχία έδωσε ένα τετράδιο κι ένα στυλό επίσης στον Γιάννη για να έχει να κρατήσει τουλάχιστον σημειώσεις αφού δεν είχε βιβλία και σχολικά γενικότερα. Στο δρόμο μέχρι το σχολείο εκείνος και ο Φαίδωνας μίλησαν για άσχετα θέματα, οτιδήποτε μη σχετικό με αυτό που είχε γίνει. Ο Γιάννης τον ρωτούσε πώς πήγαινε η δουλειά, ενώ ο μεγαλύτερος άνδρας σχετικά με το σχολείο του. Καθώς οδηγούσε, φαντάστηκε για λίγο ότι στη θέση του νεαρού βρισκόταν ξανά ο γιος του.

Όταν έφτασαν, του είπε απλά να προσέχει και ότι θα τα έλεγαν ξανά το μεσημέρι, ο Γιάννης τον αποχαιρέτησε και κίνησε προς την κεντρική είσοδο του σχολείου. Βρήκε την παρέα του στο γνωστό σημείο που συναντιούνταν κάθε πρωί πριν το μάθημα, σε ένα παγκάκι σε εξωτερικό διάδρομο. Η Ιφιγένεια τον κοίταξε και τότε επανήλθε στο μυαλό του το φιλί τους, το οποίο κάλυψε κάθε άλλη πρόσφατη ανάμνηση σαν γιατρικό.

Η Ιφιγένεια ένιωσε αμέσως αμήχανα μόλις τον είδε και κοκκίνισε από ντροπή όταν και εκείνος συνάντησε το βλέμμα τους καθώς το φιλί τους επανερχόταν στη μνήμη της. Για λίγο πίστεψε πως και οι άλλοι θα το καταλάβαιναν. Όμως τότε η προσοχή της επικεντρώθηκε σε κάτι άλλο, κάτι που από ότι φάνηκε και ο Ηρακλής πρόσεξε:

«Αδελφέ; Είσαι καλά; Φαίνεσαι...» Ο Ηρακλής δεν κατάφερε να βρει τα λόγια για να τον περιγράψει. Ο Γιάννης φαινόταν διαφορετικός, όχι τόσο στην εμφάνιση πέρα από τους μαύρους κύκλους που δήλωναν κούραση, πολύ περισσότερο όμως στο βλέμμα του.

«Καλά είμαι. Είχα... μια δύσκολη νύχτα, ανέβασα και πυρετό χθες και προχθές για δυο νύχτες... όμως τώρα είμαι καλύτερα.» τους είπε χαμογελώντας βεβιασμένα.

«Είσαι σίγουρα καλά; Και γιατί δεν μας είπες πως ήσουν άρρωστος; Η τσάντα σου που είναι;» παρατήρησε η Ιφιγένεια, καθώς κρατούσε μόνο ένα τετράδιο στα χέρια του.

«Την ξέχασα.» απάντησε απλά. «Πόσο χαζός είμαι... Όμως δεν σας είπα τίποτα για να μην σας ανησυχήσω. Τώρα είμαι εντάξει. Πάμε στην τάξη;» Δεν ήθελε να τους μιλήσει ακόμα για αυτό που του συνέβη και να τους τρομάξει. Ο Δήμος, η Άσπα και η Γιώτα τον κοιτούσαν εξίσου ανήσυχοι.

Η Ιφιγένεια τότε πρόσεξε και κάτι άλλο. Περνώντας από δίπλα του καθώς περπατούσαν προς την αίθουσα, της φάνηκε ότι η στολή του μύριζε σχεδόν όπως και του Ιάσονα, με το ίδιο υπέροχο μαλακτικό που χρησιμοποιούσε η κυρία Ευτυχία. Όμως σκέφτηκε πως ίσως να ήταν η ιδέα της.

Τέλεια, τώρα μυρίζω και το άρωμα του Ιάσονα στον Γιάννη... σκέφτηκε σαρκαστικά.

{...}

Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν απ' τους φίλους τους για το φιλί. Εφόσον ήταν ένα λάθος και ανήκαν κι οι δυο στην ίδια παρέα, δεν ήθελε να τον εκθέσει. Μόνο στην Ηλέκτρα το είπε, όταν εκείνη την πήρε τυχαία τηλέφωνο με βίντεο κλήση την προηγούμενη μέρα και κατάλαβε πως είχε κάτι.

«Τι;!» τσίριξε σχεδόν εκείνη. «Εσύ και ο Γιάννης;! Δεν το πιστεύω... Και ο Ιάσονας;» Η Ιφιγένεια έσκυψε το κεφάλι.

«Δεν ξέρω. Φυσικά και τον σκέφτομαι ακόμα και τον αγαπώ, και δεν έχω σταματήσει να νιώθω τύψεις για αυτό που έγινε, σαν να τον πρόδωσα.»

«Γλυκιά μου... Καταλαβαίνω πως νιώθεις. Όμως δεν πρόδωσες κανέναν. Μπορεί να υπάρχουν αισθήματα μεταξύ σας και να έχει προηγηθεί κάτι, όμως εσύ κι ο Ιάσονας δεν είπατε ποτέ πως έχετε σχέση. Δεν υπάρχει αποκλειστικότητα, ειδικά τη στιγμή που βρίσκεται μακριά. Και εκτός αυτού δεν κάνατε τίποτα σοβαρό... απλά ένα φιλί δώσατε κάτω από την επήρεια του κρασιού και της συναισθηματικής φόρτισης που αισθανθήκατε και οι δύο. Το θέμα είναι τα συναισθήματα του Γιάννη. Εσύ είσαι σίγουρη ότι δεν νιώθεις τίποτα για αυτόν;»

Η Ιφιγένεια δεν απάντησε αμέσως, πράγμα το οποίο προβλημάτισε και την ίδια.

«Μπορεί και να νιώθω κάτι και σίγουρα μου άρεσε το φιλί του, όμως αυτό δεν είναι σίγουρα έρωτας, δεν είναι αγάπη, τουλάχιστον όχι όπως με τον Ιάσονα. Είναι φιλική αγάπη και ίσως και να νιώθω ασφάλεια κοντά του. Αυτό που με θυμώνει είναι που δεν μου είχε πει νωρίτερα πώς ένιωθε και που δεν το είχα καταλάβει εγώ.»

«Αυτά τα πράγματα δεν τα καταλαβαίνεις εύκολα, κορίτσι μου... Ούτε εγώ είχα καταλάβει πώς ένιωθε ο Σεραφείμ για εμένα και κάναμε τόση παρέα.» Στην αναφορά του ονόματος του η θλίψη σκέπασε το πρόσωπο της Ηλέκτρας, όμως επανάκτησε το χαμόγελο της αμέσως. «Μη θυμώνεις μαζί του... Δεν του ήταν εύκολο, όχι όσο γνώριζε τι νιώθατε ο ένας για τον άλλον με τον Ιάσονα και δεδομένης και της φιλίας του μαζί του.»

{...}

Επιστρέφοντας στο παρόν, η Ιφιγένεια σκέφτηκε ότι η φίλη της από τη Χώρα των Ξωτικών είχε δίκιο και ότι δεν έπρεπε να κατηγορεί τον Γιάννη για ό,τι συνέβη. Αυτό που προείχε τώρα ήταν να συνεχίσει να στέκεται σαν φίλη δίπλα του τις δύσκολες στιγμές που περνούσε.

Η πρώτη ώρα τέλειωσε. Στο διάλειμμα, ο Δήμος αποκάλυψε στον Γιάννη πως ο Ηρακλής και η Άσπα είχαν βγει ραντεβού την προηγούμενη μέρα. Οι υπόλοιποι το ήξεραν ήδη.

«Αλήθεια; Επιτέλους!» αναφώνησε εκείνος χαρούμενος για τους δύο φίλους του. Εκείνοι κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν τρυφερά ο ένας στον άλλον. Χαιρόταν στα αλήθεια για εκείνους. Όμως είχε μια εκκρεμότητα με την Ιφιγένεια, έπρεπε να της μιλήσει για να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα και να πάψει να επικρατεί αμηχανία ανάμεσα τους. Πώς θα το έκανε όμως χωρίς να το καταλάβουν οι άλλοι, τη στιγμή που βρίσκονταν συνέχεια τριγύρω;

Τελικά, κατάφερε να την πλησιάσει αργότερα, καθώς έβγαιναν για το δεύτερο διάλειμμα.

«Ιφιγένεια...» της είπε πιάνοντας της το χέρι διακριτικά, αγνοώντας το ρίγος που ένιωσε σε εκείνο το σημείο ειδικά όταν τον κοίταξε. «Θέλω να μιλήσουμε. Ιδιαιτέρως.»

Το ξωτικό τον ακολούθησε αγχωμένη και χωρίς να τους καταλάβει κανένας, πήγαν σε ένα απομονωμένο σημείο του διαδρόμου.

«Σε ακούω.» του είπε τότε και η χαρακτηριστική μυρωδιά που είχαν τα ρούχα του Ιάσονα της ήρθε ξανά.

Δεν μπορεί... Σίγουρα αρχίζω να τρελαίνομαι... είπε από μέσα της. Ο Γιάννης φαινόταν σαν να έψαχνε τα κατάλληλα λόγια.

«Κοίτα...» είπε τελικά ξεφυσώντας και περνώντας το χέρι μέσα απ' τα μαλλιά του. «Σχετικά με προχθές το βράδυ... Σκεφτόμουν αυτό που έγινε και μαζί με όλα τα άλλα που είχαν μαζευτεί με έκανε να αρρωστήσω. Νιώθω πολύ άσχημα που εκμεταλλεύτηκα έτσι την κατάσταση και σου ζητώ συγνώμη. Εξακολουθώ να έχω αισθήματα για σένα, όμως θέλω να ξεχάσουμε αυτό που έγινε και να παραμείνουμε σαν φίλοι ο ένας δίπλα στον άλλον. Δεν θέλω να σε χάσω εντελώς ούτε να μη μιλάμε.»

«Σε συγχωρώ.» του είπε εκείνη μέσα απ' την καρδιά της. «Έχω συγχωρέσει άτομα που μου έκαναν μεγαλύτερο κακό. Έτσι έχω μάθει... Και όσο κι αν μου είναι δύσκολο να ξέρω πως νιώθεις πράγματα για εμένα, δεν μπορώ να σου στερήσω και τη φιλία μου ούτε θέλω να στερηθώ τη δικιά σου. Ελπίζω όμως να βρεις κάποια στιγμή, εκείνη που θα μπορέσει να σε αγαπήσει με τον τρόπο που θα την αγαπάς και εσύ... και να σε κάνει ευτυχισμένο.»

Ο Γιάννης της χαμογέλασε μελαγχολικά. Δεν ήξερε κατά πόσο θα ήταν εφικτό κάτι τέτοιο που του ευχήθηκε, γιατί προτιμούσε να μείνει μόνος του αν δεν είχε εκείνη. Ωστόσο της είπε:

«Σε ευχαριστώ. Λοιπόν, πάμε να βρούμε τους άλλους;»

«Πάμε.» του είπε εκείνη και περπάτησαν ο ένας πλάι στον άλλον στο διάδρομο αναζητώντας την παρέα τους.

Μόλις έφτασαν σε αυτούς, ο Ηρακλής τους κοίταξε περίεργα. Αυτή η συνάντηση των δυο τους τον έβαλε σε υποψίες, ειδικά μετά την εξομολόγηση του Γιάννη. Ήξερε πως δεν έπρεπε να ανακατευτεί, όμως το μόνο που ήθελε ήταν να προστατεύσει τον κολλητό του απ' το να πληγωθεί. Θα ήταν ένα ακόμα πλήγμα μέσα σε όλα εκείνα που ήδη είχε δεχθεί και φοβόταν πως θα ήταν θέμα χρόνου είτε να εκραγεί, είτε να καταρρεύσει τελείως ο Γιάννης.

Στο επόμενο διάλειμμα, τον έπιασε και του είπε πως ήθελε να μιλήσουν.

«Πολλή μυστικοπάθεια έπεσε σήμερα στην παρέα μας...» άκουσαν τον Δήμο να σχολιάζει καθώς απομακρύνονταν, αλλά τον αγνόησαν. Πήγαν σε ένα απόμερο σημείο, όπως είχαν πάει και πριν με την Ιφιγένεια.

«Λοιπόν;» ρώτησε ο Γιάννης, παρόλο που ήξερε σχετικά με τι ήθελε να του μιλήσει.

«Άκου... Δεν θέλω να γίνω σκληρός ούτε πιεστικός. Θέλω να μόνο να σε προστατεύσω για να μην πληγωθείς και να μη γίνει μπέρδεμα. Για αυτό λέγε. Συνέβη κάτι άλλο με την Ιφιγένεια, πέρα από αυτό που ξέρω; Της μίλησες; Γιατί απομακρυνθήκατε οι δυο σας προηγουμένως;» απαίτησε να μάθει με ήρεμη φωνή, η οποία όμως δεν σήκωνε αντιρρήσεις.

«Εντάξει, θα σου πω.» του είπε τελικά εκείνος. «Προχθές το βράδυ, όταν εσύ και η Άσπα φύγατε, λίγο μετά έφυγαν και ο Δήμος με τη Γιώτα μαζί και μείναμε οι δυο μας.»

Η αγωνία του Ηρακλή κορυφωνόταν με κάθε λέξη του Γιάννη.

«Μου ζήτησε να καθίσω λίγο ακόμα μαζί της για να της κάνω παρέα, ανοίξαμε ένα μπουκάλι κρασί που είχαν φέρει από τη Χώρα των Ξωτικών, ήπιαμε, χαλαρώσαμε και... τη φίλησα.» παραδέχτηκε τελικά.

«Δεν το πιστεύω...» Ο Ηρακλής μόλις το άκουσε αυτό, κοπάνησε τη γροθιά του με δύναμη στον πιο κοντινό τοίχο. «Και στο είπα! Σου το είχα πει να μην επιχειρήσεις τίποτα γιατί θα τα καταστρέψεις όλα!» φώναξε για λίγο εκτός εαυτού, έπειτα όμως κατάλαβε πως δεν ήταν αυτός ο σωστός τρόπος και προσπάθησε να ηρεμήσει. «Μόνο αυτό;»

«Όχι, όχι μόνο αυτό. Δηλαδή, μόνο ένα φιλί ήταν, γιατί εκείνη, παρόλο που ανταποκρίθηκε στην αρχή, κάποια στιγμή με σταμάτησε. Όμως στη συνέχεια, με ρώτησε γιατί το έκανα και εγώ της αποκάλυψα το λόγο, δηλαδή τα κρυμμένα μέχρι τώρα συναισθήματα μου για αυτήν.»

«Όχι, ρε φίλε...» είπε πολύ πιο ήρεμα από πριν ο Ηρακλής, απογοητευμένος και ξεφυσώντας. «Και μετά; Τι σου είπε;»

«Τίποτα. Μου ζήτησε να φύγω. Φαινόταν... πληγωμένη, μπερδεμένη ίσως. Σήμερα της ζήτησα συγνώμη και ξεκαθαρίσαμε τα πράγματα. Θα το αφήσουμε πίσω μας.»

Ο φίλος του πλησίασε και του έπιασε τον ένα ώμο.

«Συγνώμη που σου φώναξα. Όμως πρέπει να με καταλάβεις, κολλητέ... Ανησυχώ τόσο για εσένα, όσο και για την Ιφιγένεια. Δεν ήθελα να γίνει κάτι για το οποίο θα μετανιώσετε και οι δύο... Όμως πιστεύω ότι αυτό που νιώθεις δεν είναι έρωτας. Είναι επιθυμία για κάτι που δεν μπορείς να έχεις. Με την Έλενα όλα θα ήταν πολύ πιο απλά και δεν θα υπέφερες, όμως αυτό θα ήταν κάτι που δεν θα σου άρεσε. Εν ολίγοις, σου αρέσει να βλέπεις τον εαυτό σου να υποφέρει, δεν ξέρω γιατί, αλλά εγώ αυτό έχω καταλάβει. Κάτσε και σκέψου το, γιατί εγώ δεν αντέχω άλλο να σε βλέπω έτσι.» Είπε αυτά τα λόγια και απομακρύνθηκε. Ο Γιάννης δεν τον παρεξηγούσε, αντιθέτως τον συγκινούσε το ενδιαφέρον που έδειχνε και συγχρόνως ένιωθε έκπληκτος με τη διαπίστωση του αυτή. Μήπως είχε δίκιο; Μήπως όντως του άρεσε να υποφέρει κρυφά και να τιμωρεί τον εαυτό του, επειδή μια ζωή συνήθισε στις τιμωρίες του πατέρα του και έτσι είχε μάθει;

Το σχολείο τελείωσε χωρίς απρόοπτα και άλλες παράξενες συζητήσεις, αντιθέτως, στα επόμενα διαλείμματα η παρέα κουβέντιασαν για άσχετα θέματα, ανάλαφρα, ενώ ο Ηρακλής και η Άσπα άφηναν υπονοούμενα στον Δήμο και τη Γιώτα ότι τους ήθελαν μαζί.

Όταν σχόλασαν και αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλον, τότε ο Γιάννης θυμήθηκε ότι δεν θα επέστρεφε ξανά στο παλιό του σπίτι, σε εκείνο το κολαστήριο στο οποίο τον περίμενε κάποτε ο πατέρας του, αλλά στο σπίτι των Ιωαννίδη. Οι αναμνήσεις με τη χθεσινή φωτιά επανήλθαν στο μυαλό του... Ήξερε πως έπρεπε να μιλήσει στους φίλους του, έστω στον Ηρακλή και την Ιφιγένεια για αυτό που συνέβη, όμως δεν τολμούσε ακόμα. Όμως, αργά ή γρήγορα ήξερε πως θα μαθευόταν, είτε από τις ειδήσεις ή από το ίντερνετ. Η Ωραιόπολη ήταν μια μικρή κοινωνία και το όνομα Λιβανός πολύ μεγάλο για να μη μαθευτεί ότι κάηκε ολόκληρη η βίλλα του.

Ωστόσο αποφάσισε απλά να αφοσιωθεί στη στιγμή. Γύρισε λοιπόν στο σπίτι των Ιωαννίδη, όπου μια αχνιστή μυρωδιά έβγαινε από την κουζίνα. Η κυρία Ευτυχία είχε μαγειρέψει γεμιστά με τη βοήθεια της μητέρας του, η οποία φαινόταν κάπως ανανεωμένη. Φορούσε ένα καινούργιο, ανοιχτόχρωμο τζιν και ένα γαλάζιο πουλόβερ, και είχε βάψει το πρόσωπο της ελαφρά, ίσα για να σκεπάσει τη μελανιά στο μάτι της. Πρώτη φορά την έβλεπε τόσο απλά ντυμένη και βαμμένη, και επίσης πρώτη φορά που του χαμογέλασε τόσο γλυκά και αληθινά όταν τον είδε.

«Γύρισες, γιε μου;» είπε και αμέσως πλησίασε και τον αγκάλιασε, αφήνοντας ένα φιλί στο μέτωπο του στη συνέχεια. «Πώς πήγε το σχολείο;»

«Καλά. Εσείς εδώ; Όλα καλά με την κυρία Ευτυχία;»

«Ναι, ναι, όλα τέλεια. Πήγαμε για ψώνια, κάναμε κάποιες δουλειές και μαγειρέψαμε μαζί.» απάντησε η Ευτυχία απ' την κουζίνα.

Λίγο αργότερα, επέστρεψε και ο Φαίδωνας απ' τη δουλειά και τότε κάθισαν όλοι μαζί να φάνε το πεντανόστιμο γεύμα.

Η Αντιγόνη στα αλήθεια ξεχάστηκε με την παρέα της Ευτυχίας και του Φαίδωνα. Ένιωθε ενοχές από τη μια που εκείνοι οι άνθρωποι, τους οποίους πάντοτε έβλεπε υποτιμητικά, της φέρονταν τώρα με τόση αγάπη και καλοσύνη. Από την άλλη εξακολουθούσε να νιώθει απέραντη ευγνωμοσύνη την οποία δεν ήξερε αν θα κατάφερνε να δείξει ποτέ. Στον κύκλο τον οποίο μεγάλωσε δεν συνάντησε ποτέ τόση αληθινή αγάπη και ενδιαφέρον, αντιθέτως κοιτούσαν πώς θα φάει ο ένας τον άλλον. Ήταν κάτι καινούργιο για αυτήν, και η αλήθεια ήταν πως θα μπορούσε να συνηθίσει. Θα μπορούσε να συνηθίσει να φοράει τζιν αντί για τις φούστες και τα ταγιέρ που φορούσε, να τρώει απλά αλλά ζεστά και οικογενειακά με τον γιο της και με φίλους, να λένε αστεία στο τραπέζι και να γελάνε. Όμως δεν άφηνε τον εαυτό της να χαρεί, όχι όσο η σκιά του Ιάκωβου ακόμα βρισκόταν πάνω απ' τα κεφάλια τους.

Μέχρι το απόγευμα της ίδιας μέρας, είχαν ήδη πληροφορηθεί όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της Ωραιόπολης για τη φωτιά που έκαψε ολοσχερώς τη βίλλα των Λιβανών, ενώ το νέο άρχισε να μαθεύεται και εκτός της πόλης στα κανάλια και το ίντερνετ. Το έμαθε και η Βασίλισσα Αλεξάνδρα, όμως όσο και αν προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Γιάννη και τους γονείς του δεν τα κατάφερε, έτσι συντετριμμένη έπλαθε ήδη στο μυαλό της τα χειρότερα σενάρια μέχρι να μαθευτεί το που βρίσκονταν, καθώς δεν βρέθηκαν σωροί ούτε ίχνη τους στη βίλλα.

«Πρέπει να δηλώσετε την παρουσία σας, να ξέρει τουλάχιστον η Βασίλισσα ότι είστε ζωντανοί.» είπε ο Φαίδωνας. «Είναι μάταιο να κρύβεστε, άλλωστε σας είδαν αρκετά μάτια, τόσο εσένα στο σχολείο Γιάννη όσο και εσάς στο κέντρο της πόλης με τη σύζυγο μου, κυρία Λιβανού.»

«Δεν κρυβόμαστε. Θέλουμε απλά να διαχειριστούμε αυτό που έγινε.» είπε ο Γιάννης. «Αύριο κιόλας, θα πάω στην αστυνομία να δηλώσω τι έγινε.»

«Δεν θα πας μόνος σου! Θα έρθω μαζί σου!» του είπε η μητέρα του με αγωνία.

{...}

Η Ιφιγένεια έμαθε και εκείνη στις ειδήσεις για την καταστροφική φωτιά στο σπίτι των Λιβανών, την οποία ευτυχώς πρόλαβαν να σβήσουν εγκαίρως οι πυροσβέστες προτού εξαπλωθεί στους στάβλους και καούν και τα άλογα της οικογένειας, αλλά και σε άλλα σπίτια τριγύρω.

«Θεοί μου!» αναφώνησε η Χρυσάνθη. «Ιφιγένεια, μίλησες με τον Γιάννη; Είναι καλά εκείνος και οι γονείς του;»

«Λέει πως αγνοούνται.» είπε ο Ζαχαρίας με την ίδια αγωνία.

«Όχι, αποκλείεται... Κάποιο λάθος θα έχει γίνει.» έκανε σοκαρισμένη η κόρη τους. «Ο Γιάννης ήρθε κανονικά σήμερα στο σχολείο σαν να μη συνέβη τίποτα. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, φαινόταν λίγο περισσότερο περίεργος από ότι συνήθως...»

Ένα απαίσιο προαίσθημα την κυρίευσε ξαφνικά και αρπάζοντας το κινητό της είπε:

«Πρέπει να μιλήσω στον Ηρακλή.» και κίνησε τρέχοντας για το δωμάτιο της στον επάνω όροφο.

*********************

Λοιπόν, σε αυτό το κεφάλαιο είδαμε την επόμενη μέρα από εκείνη της φωτιάς. Ο Γιάννης πήγε σχολείο προσπαθώντας να ξεχάσει αυτό που έγινε, ενώ η μητέρα του άρχισε να γίνεται φίλη με την Ευτυχία και ήδη νιώθει καλύτερα. Όμως, τίποτα δεν μένει κρυφό για πολύ. Ήταν αναμενόμενο να μαθευτεί το γεγονός μιας τόσο μεγάλης φωτιάς στο σπίτι ενός τόσο σημαντικού προσώπου. Τι πιστεύετε ότι πρέπει να κάνουν η Ιφιγένεια και ο Ηρακλής τώρα; Ο Γιάννης θα τους πει όλη την αλήθεια και αν ναι, πώς θα το πάρουν εκείνοι; 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top