Κεφάλαιο 66: Ξενάγηση και Επανασύνδεση

Η Ελπινίκη σχεδόν δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι βρισκόταν ξανά στο Νότιο Χωριό, στον τόπο που γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε τόσες στιγμές με τον Ωρίωνα... Για κάποιο λόγο, από την πρώτη στιγμή που πέρασε την πύλη από τη Σκοτεινή Διάσταση σε ετούτο το μέρος, τον ένιωθε πιο κοντά της από ποτέ, πράγμα αρκετά παράξενο δεδομένου ότι οι στάχτες του βρίσκονταν ακόμα κάπου σκορπισμένες στη Σκοτεινή Διάσταση.

Πρώτα από όλα, το Αρχοντικό. Το ίδιο αυτό σπίτι στο οποίο είχε περάσει αρκετές μέρες της ζωής της. Στην ίδια αυτή αυλή την προπονούσε με τα σπαθιά και τις δυνάμεις τους, ενώ γινόταν αυστηρός μαζί της όταν έπρεπε για να την αφυπνίσει. Στην ίδια αυτή κρεβατοκάμαρα που τώρα ανήκε στον Άρχοντα Ιγνάτιο, εκεί του είχε χαρίσει την αγνότητα της, μία μόλις ημέρα πριν τη μεγάλη μάχη με τα Ορκ που κατέστρεψε τη ζωή τους. Ακόμα και τώρα αναρωτιόταν τι θα συνέβαινε αν δεν γινόταν αυτή η μάχη, αν έβρισκαν κάποιον άλλο τρόπο να λύσουν τις διαφορές τους με τα Ορκ, αν δεν γίνονταν Σκοτεινά Ξωτικά και δεν πάγωναν τα συναισθήματα τους για πάντα με την απώλεια των καρδιών τους. Θα συνεχιζόταν άραγε η σχέση τους; Θα παντρεύονταν; Θα έκαναν παιδί μαζί;

Καθώς ο Λόρδος Ιγνάτιος ξεναγούσε εκείνη και τη συνοδεία της, δείχνοντας τους τα πιο σημαντικά σημεία του χωριού, θυμόταν σε εκείνα τα μέρη όλες τις στιγμές που έζησαν από παιδιά. Ήταν σαν να τους έκανε ξανά εικόνα το μυαλό της να παίζουν, να μοιράζονται μυστικά και να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον. Μόνο που τώρα πια δεν ήταν η ίδια, το ίδιο αθώο, συνεσταλμένο κορίτσι που ήταν τότε. Ήταν μια άλλη, και μπορούσε να νιώσει μόνο αντανακλάσεις των συναισθημάτων της από τότε, όπως θα της έλεγε και εκείνος. Η μήπως όχι; Είχε αλλάξει άραγε τόσο πολύ, η παρέμενε ακόμα κάπου μέσα της εκείνο το κορίτσι; Όπως και να είχε, πίστευε πως εδώ που ξεκίνησαν όλα, εδώ θα τελείωναν. Εδώ θα έβρισκε τον Άνθιμο και θα έβαζε ένα τέλος.

Έφτασαν στην Κεντρική Πλατεία του χωριού, με το μεγάλο πλάτανο στη μέση, ένα από τα λίγα δέντρα που υπήρχαν στο Νότιο Χωριό, και τα διάσπαρτα μαγαζάκια στις άκρες της πλατείας. Η Ελπινίκη στάθηκε και κοίταξε τον πλάτανο για λίγο, που είχε παραμείνει ακριβώς ο ίδιος, λες κι ήταν αθάνατος όπως και εκείνη.

Γύρω του είχαν στηθεί ήδη πάγκοι, τραπέζια, καθώς και μια ξύλινη εξέδρα συναυλιών στην άλλη άκρη της πλατείας. Ήταν όλα αρκετά προχειροφτιαγμένα, όμως η Ελπινίκη ήξερε ότι οι Νοτιοχωρίτες έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν με όσα μέσα διέθεταν. Αφού ο Ιγνάτιος ξενάγησε τις Σκοτεινές στο χώρο του φεστιβάλ, προχώρησαν από έναν άλλο δρόμο ακόμα πιο νότια. Αυτός ο δρόμος της ήταν επίσης γνώριμος.

«Σας θαύμαζα ξέρετε, εσάς και τον Λόρδο Ωρίωνα.» της είπε κάποια στιγμή, αφήνοντας την απορημένη, ο Ιγνάτιος.

«Μας... θυμάσαι;» ρώτησε με έκπληξη.

«Ναι. Όταν μαθεύτηκε η αλήθεια σχετικά με τη γενοκτονία των Ορκ, πριν από ένα χρόνο και κάτι, το ξόρκι της Μάντισσας έσπασε και όλοι μας θυμηθήκαμε τα πάντα, τι ακριβώς συνέβη τότε -και την ύπαρξη σας μαζί.» Η Ελπινίκη αναρωτήθηκε αν θα τη θυμόταν και η μητέρα της, αν ζούσε βέβαια ακόμα. Ίσως θα έπρεπε να την αναζητήσει αυτές τις μέρες πριν τη μεγάλη μάχη. Από την άλλη όμως, δεν ήξερε πως θα έπρεπε να φερθεί, τόσο που είχε αλλάξει. Και αν ήταν ψυχρή μαζί της και δεν ένιωθε τίποτα; Τι θα σκεφτόταν εκείνη;

«Ήμουν παιδί ακόμα, τότε που ανέλαβε τη διακυβέρνηση του Χωριού ο Άρχοντας Ωρίωνας.» συνέχισε ο Ιγνάτιος. «Θυμάμαι πόσο δίκαια, αν και κάπως αυστηρά, κυβερνούσε το Χωριό. Αυτή η αυστηρότητα του όμως ήταν που έκανε τους εγκληματίες να τον φοβούνται και να σκέφτονται διπλά προτού διαπράξουν κάποιο έγκλημα, ενώ όταν απελευθέρωσε εσάς από το Στρατόπεδο και σας πήρε ως Λοχαγό στο πλάι του, έδειξε ένα άλλο πρόσωπο, σαν να έγινε κάπως πιο προσιτός για τους πολίτες. Ξέρετε, υπήρχαν πολλοί που σας ήθελαν μαζί, εννοώ... σαν ζευγάρι, ανάμεσα τους και εγώ. Πιστεύαμε ότι θα ήσασταν και εσείς εξίσου ικανή ως Αρχόντισσα στο πλευρό του. Ταιριάζατε απόλυτα.» Η Ελπινίκη δεν ήξερε τι να πει μετά από αυτό. Ποιος να το περίμενε... Ασυναίσθητα χαμογέλασε ελαφρώς.

Η Ροζαλία με τη Φωτεινή αντάλλαξαν μια ματιά και χαμογέλασαν πονηρά η μία στην άλλη με αυτά τα λόγια.

«Να λείπουν τα πονηρά βλέμματα και χαμόγελα.» τους είπε μισό- αυστηρά, έχοντας καταλάβει ότι έτσι αντέδρασαν και ας περπατούσαν πίσω της.

«Και... εσύ; Πότε ανέλαβες το ρόλο του άρχοντα του Χωριού; Αμέσως μετά το θάνατο μας;» ρώτησε έπειτα τον Ιγνάτιο.

«Όχι, πρώτος ανέλαβε ο πατέρας μου, ο Ισίδωρος, ύστερα από εκλογή που έγινε εφόσον δεν είχε αφήσει διάδοχο ο Άρχοντας Ωρίωνας, ο οποίος τότε κανείς δεν ήξερε τι απέγινε. Εκπαιδεύτηκα σκληρά για να πάρω μια μέρα τη θέση του και τώρα που θυμήθηκα τα πάντα, καταλαβαίνω το γιατί. Επειδή ενδόμυχα, πάντοτε ήθελα να μοιάσω σε εκείνον και σε εσάς. Ποιος να το φανταζόταν όμως ότι είχατε επιζήσει και τόσα χρόνια ζούσατε κρυμμένοι στη Σκοτεινή Διάσταση... Όταν έμαθα για την ύπαρξη σας και για το ρόλο που παίξατε στον προηγούμενο πόλεμο, Αρχόντισσα, ανυπομονούσα να σας γνωρίσω.»

Η Ελπινίκη ένιωσε και εκείνη θαυμασμό για εκείνον τον νεαρό άρχοντα που μόλις της είχε εκμυστηρευτεί ότι πάντα τη θαύμαζε. Παρατήρησε πως δεν ανέφερε καθόλου το λόγο για τον οποίο βρίσκονταν στη Σκοτεινή Διάσταση, τον Λόρδο Άνθιμο και όλα αυτά. Εξάλλου τώρα πια δεν είχαν σημασία...

«Το Νότιο Χωριό βρίσκεται σε παρακμή, Αρχόντισσα Ελπινίκη.» είπε έπειτα ο Ιγνάτιος. «Ο Άρχοντας Έλιος δεν καταλαβαίνει. Αμφιβάλλω αν θα ασχολούταν καθόλου μαζί μας αν η μάχη δεν ερχόταν κατά δω. Ελπίζω τουλάχιστον να τηρήσει την υπόσχεση του να μας βοηθήσει αν βγούμε νικητές από αυτόν τον πόλεμο.»

Είχαν φτάσει σε ένα ακόμη γνώριμο μέρος- και μόλις τώρα το κατάλαβε η Ελπινίκη. Στο βάλτο με τις καλαμιές, όπου έπαιζαν μικροί και είχε τόσες ανέμελες αναμνήσεις από εκείνον... Σχεδόν έβλεπε ξανά τους εαυτούς τους μικρούς, να τρέχουν γύρω από τη «λίμνη» και να φαντάζονται πως βρίσκονταν στην Παραλία της Ανφάνης.

«Εδώ παίζαμε με τον Ωρίωνα όταν ήμασταν παιδιά.» εκμυστηρεύτηκε στους υπόλοιπους.

Έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Ήταν θεοσκότεινη εκείνη η περιοχή και η μοναδική πηγή φωτός ήταν από το φεγγάρι, το οποίο ξεπρόβαλε πότε- πότε μέσα από τα σύννεφα, λούζοντας τους με το χλωμό φως τους. Κανένας δεν μιλούσε για λίγο, σαν να φοβούνταν μην ταράξουν τις αναμνήσεις της και τις επισκιάσουν με τη σκοτεινή πραγματικότητα στην οποία ζούσαν. Φωνές από το παρελθόν αντηχούσαν στο μυαλό της:

«Το όνειρο μου είναι μια μέρα να επισκεφθώ την Ανφάνη και τη διάσημη παραλία της. Λένε ότι η θάλασσα είναι σαν μια γιγάντια λίμνη, Ωρίωνα. Και είναι τόσο μεγάλη, που δεν βλέπεις την αντίπερα όχθη, γιατί εκείνη βρίσκεται χιλιόμετρα μακριά.» θυμόταν τον δεκάχρονο εαυτό της να λέει, καθώς εκείνη και ο Ωρίωνας κάθονταν στην όχθη του βάλτου και χάζευαν τα βατράχια που πηδούσαν εδώ κι εκεί στα πόδια τους. «Και τη νύχτα τα αστέρια καθρεφτίζονται πάνω της. Λες να είναι πράγματι έτσι;»

«Ποιος ξέρει...» είπε το μαυρομάλλικο αγόρι. «Ίσως μια μέρα να καταφέρουμε να την επισκεφθούμε μαζί και να το διαπιστώσουμε από μόνοι μας. Μέχρι τότε όμως, μπορούμε να φανταζόμαστε ότι ο Βάλτος είναι η Παραλία της Ανφάνης.»

Το μυαλό της Ελπινίκης επέστρεψε στο παρόν. Η Ροζαλία στεκόταν τώρα δίπλα της.

«Φαίνεται ότι σου λείπει πολύ.» της είπε με έγνοια στη φωνή και στο βλέμμα της.

«Είναι παράξενο», της αποκρίθηκε, «μα εδώ νιώθω την παρουσία του πιο έντονη από ποτέ.»

«Λογικό είναι. Τόσες στιγμές ζήσατε εδώ μαζί.» Έμειναν για λίγο ακόμα σιωπηλοί, ώσπου η Ελπινίκη μίλησε ξανά:

«Καλύτερα να συνεχίσουμε με την ξενάγηση, Άρχοντα Ιγνάτιε και μετά να γυρίσουμε πίσω.»

«Όπως επιθυμείτε, Αρχόντισσα Ελπινίκη. Έχει μείνει ένα ακόμα μέρος που θέλω να σας δείξω, δηλαδή στις συνοδούς σας, γιατί εσείς το έχετε ξαναδεί σίγουρα.»

Το μέρος εκείνο ήταν το περίφημο Ορυχείο Αλατιού του Νοτίου Χωριού, μία από τις ελάχιστες πηγές που βοηθούσαν στην επιβίωση των κατοίκων του χωριού, ίσως και η σημαντικότερη αφού προμήθευαν με αλάτι ολόκληρη τη Χώρα. Ήταν μερικά μαύρα βράχια τα οποία υψώνονταν το ένα πάνω στ' άλλο και η είσοδος τους οδηγούσε από ένα σκοτεινό τούνελ, το οποίο τώρα ήταν κλειστό, στο ορυχείο. Λίγο πιο πέρα, ήταν τα επίσης ξακουστά ιαματικά λουτρά του ορυχείου, μια λίμνη μέσα σε σπηλιά, με νερό που θύμιζε το θαλασσινό.

«Θα μπορούσε να επιφέρει πολλά κέρδη αν το χρησιμοποιούσατε για τουρισμό αυτό το μέρος.» είπε η Ροζαλία με θαυμασμό, βλέποντας τους σταλαχτίτες που λαμπύριζαν στην οροφή στο φως του φακού που είχε φέρει μαζί του ο Ιγνάτιος.

«Ίσως, αλλά κανείς δεν θέλει να επισκεφθεί το χωριό μας, Λαίδη Ροζαλία.» είπε στη ροζομάλλα κοπέλα. «Δεν έχουμε καθόλου τουρισμό.»

Στη συνέχεια, έφυγαν από εκεί και πήραν το δρόμο του γυρισμού, και αφού αποχαιρέτησαν τον Ιγνάτιο μπροστά στις πύλες του Αρχοντικού, πέρασαν στη Σκοτεινή Διάσταση.

Μόλις μπήκαν στο κάστρο, η Ελπινίκη αποσύρθηκε στο δωμάτιο της χωρίς να μιλήσει σε κανέναν.

«Ροζαλία... Η Αρχόντισσα Ελπινίκη και ο Λόρδος Ωρίωνας... ήταν κάτι παραπάνω από φίλοι, έτσι δεν είναι;» ρώτησε τότε διστακτικά η Φωτεινή. «Για αυτό αντέδρασε έτσι. Και σε όλη τη διάρκεια της ξενάγησης μου φαινόταν σχεδόν... θλιμμένη. Δεν την έχω ξαναδεί έτσι.»

«Είναι... περίπλοκο.» απάντησε η μεγαλύτερη κοπέλα με έναν αναστεναγμό. «Και οι δυο είχαν κρυμμένα συναισθήματα, αλλά έζησαν σε μια δύσκολη εποχή και δεν μπόρεσαν ποτέ να τα εκφράσουν. Ίσως και να έγινε μια αρχή κάποτε, όμως έπειτα συνέβησαν τα γεγονότα της μάχης με τα Ορκ και της μεταμόρφωσης τους από τον Λόρδο Άνθιμο, και ύστερα η σχέση τους έγινε ακόμα πιο περίπλοκη ως Λοχαγοί του.»

«Πάντως η Ελπινίκη έχει ψυχή, έτσι; Μπορεί να νιώσει συναισθήματα. Δεν είναι τόσο ψυχρή όσο θέλει να δείχνει...» συμπέρανε η νεότερη κοπέλα. Η Ροζαλία χαμογέλασε με το ενδιαφέρον της. Έβλεπε ότι το πιο καινούργιο και νεότερο Σκοτεινό ξωτικό θαύμαζε την αρχόντισσα τους και χαιρόταν για αυτό. Και πως να μην τη θαύμαζε δηλαδή, αφού εκτός από τα άλλα κατορθώματα της, είχε σώσει τη ζωή της νεαρής. 

«Φυσικά και νιώθει τα πάντα. Απλώς... όχι τόσο έντονα όσο εμείς που έχουμε καρδιά. Το σημαντικό είναι νοιάζεται για εμάς και γενικά για τους γύρω της και θέλει να πολεμήσει για το καλό αυτού του Κόσμου. Και μην ξεχνάς ότι σε έσωσε στο Δάσος της Σύγχυσης. Αν δεν νοιαζόταν δεν θα είχε κανένα λόγο να το κάνει.» κατέληξε.

{...}

Την επομένη το πρωί, οι φιλοξενούμενοι του Ιγνάτιου ξύπνησαν από πολύ νωρίς το πρωί για την ξενάγηση, γιατί θα έπρεπε να επιστρέψουν πριν το μεσημέρι για συμβούλιο. Αφού πήραν σύντομα το πρωινό τους, το οποίο ήταν πολύ πιο φτωχικό σε σχέση με τα πλούσια πρωινά γεύματα του Παλατιού της Έλφιας, ξεκίνησαν.

Στο φως της ημέρας, το χωριό φαινόταν κάπως διαφορετικό, αν και πάλι ο ουρανός ήταν μουντός και καλυπτόταν από σύννεφα. Όμως φαινόταν λιγότερο τρομακτικό και ζοφερό, σκεφτόταν η Ιφιγένεια, η οποία ένιωθε καλύτερα έχοντας ξεκουραστεί λίγο. Δεν κοιμήθηκε πολλές ώρες βέβαια, αλλά τουλάχιστον χαλάρωσε το σώμα και το πνεύμα της.

Έκαναν την ίδια διαδρομή που είχε κάνει ο Ιγνάτιος με τις Σκοτεινές την προηγούμενη νύχτα, μόνο που τώρα οι δρόμοι δεν ήταν έρημοι. Οι κάτοικοι είχαν ήδη ξυπνήσει και πήγαιναν άλλοι στα χωράφια τους, άλλοι στο ορυχείο, άλλοι στην αγορά όπου πουλούσαν την πραμάτεια τους. Πέρασαν από τη λαϊκή αγορά του χωριού, όπου οι μικροπωλητές προσπαθούσαν με κόπο να πείσουν τους περαστικούς να αγοράσουν λίγο ρύζι, σιτάρι ή υφάσματα, με σκοπό να θρέψουν τις οικογένειες τους. Όλοι τους χαιρετούσαν με σεβασμό τον Άρχοντα Ιγνάτιο, ενώ κοιτούσαν κάποιοι επιφυλακτικά, κάποιοι άλλοι με απαξίωση και ίσως οργή τον Άρχοντα της Χώρας και τη συνοδεία του που είχαν έρθει από την πρωτεύουσα.

«Γιατί μας κοιτάνε όλοι έτσι;» αναρωτήθηκε ο Γιάννης.

«Λογικό είναι.» εξήγησε η Ιφιγένεια. «Ερχόμαστε από την Έλφια, η οποία αναβλύζει πλούτο και ανέσεις, ενώ εκείνοι έχουν περάσει όλη τους τη ζωή μέσα στη φτώχεια. Οι Άρχοντες δυστυχώς είχαν αφήσει αυτόν τον τόπο στη μοίρα του, και πιστεύουν ότι ο μοναδικός λόγος που τους θυμήθηκαν είναι ο πόλεμος και επειδή απειλείται ολόκληρη η χώρα αν ο Άνθιμος κατακτήσει το Νότιο Χωριό.»

«Χμ. Να και ένας τόπος όπου δεν μας θεωρούν ήρωες.» έκανε ο Ηρακλής.

Στη συνέχεια, έφτασαν στην Κεντρική Πλατεία, όπου το στήσιμο για τη βραδινή γιορτή συνεχιζόταν.

«Αυτά είναι όλα όσα μπορέσαμε να κάνουμε με αυτά που έχουμε, Άρχοντα Έλιε.» είπε ο Ιγνάτιος. «Ελπίζω να ικανοποιούν έστω και λίγο τη... μεγαλειότητα σας, παρόλο που δεν θυμίζουν σε τίποτα τις λαμπερές τελετές που έχετε στην Έλφια και τις άλλες, μεγάλες πόλεις.» συμπλήρωσε σαρκαστικά.

«Δεν μου αρέσει καθόλου αυτός ο τύπος.» είπε ο Ορέστης εμπιστευτικά στον Νίμο. «Ότι και αν έχει κάνει ο Άρχοντας μας, οφείλει να του δείξει τον ανάλογο σεβασμό.»

«Εγώ πάντως τον δικαιολογώ.» αποκρίθηκε ο Αρχηγός του Νερού. «Βλέπεις σε τι συνθήκες ζούνε... Έχει δίκιο να είναι θυμωμένος με τον Άρχοντα μας και με όλους εμάς που τους ξεχάσαμε.»

«Εγώ από την άλλη, τον πάω πολύ. Κάποιος έπρεπε να του τα πει του Άρχοντα σας, κακά τα ψέματα.» πετάχτηκε ο Σωκράτης.

«Εγώ διακρίνω πιότερο ζήλια, παρά θυμό στα λόγια του.» επέμεινε ο άλλος.

«Νομίζω πως με έχετε παρεξηγήσει, Άρχοντα Ιγνάτιε.» απάντησε ο Έλιος στον νεαρό άρχοντα. «Δεν απαιτώ μεγαλεία. Ούτως η άλλως, δεν ήθελα να γίνει η Γιορτή του Φθινοπώρου με πολλές επισημότητες, εξαιτίας του πολέμου. Ο χώρος του φεστιβάλ είναι μια χαρά.»

Ο Ιγνάτιος ένευσε σιωπηλός και συνέχισαν την ξενάγηση. Αφού τους έδειξε κάποια απ' τα χωράφια, τους βάλτους αλλά και το ορυχείο, πήραν το δρόμο της επιστροφής, γιατί κόντευε να μεσημεριάσει. Η Ιφιγένεια αισθανόταν πολύ κουρασμένη για κάποιο λόγο, τα πόδια της με το ζόρι περπατούσαν. Το απέδωσε στην ψυχολογική της κούραση και τη θλίψη που ένιωθε, καθώς θυμόταν κάποια από εκείνα τα μέρη που περνούσαν από τις αναμνήσεις του Ωρίωνα, τις οποίες είχε μοιραστεί μαζί της λίγα λεπτά πριν από το θάνατο του.

Έφτασαν στο Αρχοντικό και ο Ιγνάτιος με τον Έλιο, τον Ορέστη, τον Νίμο, αλλά και τον Σωκράτη ο οποίος εκπροσωπούσε τους Μάγους, ετοιμάστηκαν για το συμβούλιο. Οι υπόλοιποι πήγαν στα δωμάτια τους να ξεκουραστούν μέχρι να τελειώσει το συμβούλιο και να σερβιριστεί το μεσημεριανό. Ήρθαν και η Ελπινίκη με τη Ροζαλία από τη Σκοτεινή Διάσταση. Ο Ορέστης αναθάρρησε όταν είδε την κοπέλα που είχε κάποτε κλέψει την καρδιά του, όπως είχε νιώσει και το προηγούμενο βράδυ αλλά δεν πρόλαβαν να μιλήσουν καθόλου. Ούτε τώρα λογικά θα προλάβαιναν, αν και δεν είχαν τίποτα να πουν... Αφού, όχι τη στιγμή που εκείνη τον αρνιόταν συστηματικά και κατηγορηματικά. Παρόλο που είχε δείξει ενδιαφέρον και είχε ανησυχήσει πραγματικά όταν τον βρήκε τραυματισμένο μετά τη μάχη με τον Άνθιμο, αυτούς τους τρεις μήνες που μεσολάβησαν από τότε δεν είχαν ξαναβρεθεί, και τώρα εκείνη του φερόταν σαν να ήταν ξένος.

Το συμβούλιο ξεκίνησε.

«Λοιπόν, όπως όλοι γνωρίζετε, βρισκόμαστε όλοι εδώ με αφορμή τη μάχη την οποία σκοπεύει να φέρει ο Άνθιμος.» μίλησε πρώτος ο Έλιος. «Είναι χρέος μας να υπερασπιστούμε το Νότιο Χωριό και να πολεμήσουμε στο πλάι τους.»

«Πότε πιστεύετε ότι θα επιτεθούν;» ρώτησε ο Ιγνάτιος.

«Ο Άνθιμος είχε αποκαλύψει ότι θα χτυπούσε σε τρεις μήνες από την Μάχη της Ανφάνης. Δηλαδή, έτσι όπως τα υπολογίσαμε, στη Γιορτή του Φθινοπώρου. Η Γιορτή θα γίνει κανονικά, απλά θα είμαστε όλοι σε ετοιμότητα. Μπορεί να χτυπήσει ακόμα και κατά τη διάρκεια της γιορτής.» είπε ο Ξωτικός Άρχοντας.

«Εμείς είμαστε ήδη.» είπε ο Ιγνάτιος. «Εδώ και τρεις μήνες προετοιμαζόμαστε εντατικά. Από τότε που μάθαμε ότι ο Άνθιμος σκοπεύει να επιτεθεί εδώ δεν έχουμε αναπαυθεί ούτε λίγο. Αλλά είμαστε συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους καταστάσεις, ειδικά οι πιο μεγάλοι, ήδη από την εποχή που υπήρχαν τα Ορκ.»

«Πάντως θέλω να ξέρετε ότι δεν είστε πια μόνοι, Άρχοντα Ιγνάτιε. Ολόκληρη η Χώρα έχει στρέψει την προσοχή τους πάνω σας. Μπορεί να σας είχαμε ξεχάσει, όπως λέτε, μα τώρα θα σας βοηθήσουμε και θα πολεμήσουμε στο πλευρό σας, για το καλό σας αλλά και για το καλό όλης της Χώρας.»

Ο Ιγνάτιος ήταν έτοιμος να δώσει μια από τις σαρκαστικές απαντήσεις του, αλλά εκείνη τη στιγμή χτύπησε η πόρτα και αφού έδωσε την άδεια, μπήκε μέσα η Λυσσάνδρα με μια άλλη γυναίκα λίγο μεγαλύτερη.

«Με συγχωρείτε, Άρχοντα μου.» είπε η οικονόμος. «Είναι η μητέρα της Αρχόντισσας Ελπινίκης, η Ευθυμία. Έμαθε ότι η κόρη της είναι εδώ και θέλησε να έρθει να τη δει.» Όλα τα μάτια στράφηκαν πάνω στη μεγαλύτερη αλλά αρκετά καλοστεκούμενη γυναίκα καθώς εισήλθε στην αίθουσα. Η Ελπινίκη πάγωσε. Ή μητέρα της έμοιαζε να έχει γεράσει πριν την ώρα της, παρόλο που δεν ήταν πολύ μεγάλη. Αν και τα μαλλιά της κοσμούσαν ακόμα μαύρα και μακριά τους ώμους της, τα καστανά μάτια της, τα οποία την κοιτούσαν τώρα βουρκωμένα καθώς την πλησίαζε, είχαν χάσει τη λάμψη τους και έμοιαζαν κουρασμένα και βαριά, λες και ο χρόνος την είχε προλάβει σε αγώνα δρόμου.

«Ελπινίκη... Κοριτσάκι μου...!» αναφώνησε συγκινημένη η γυναίκα και την έσφιξε στην αγκαλιά της, ξεσπώντας σε λυγμούς και προκαλώντας και στους υπόλοιπους ρίγη συγκίνησης. Όμως η Ελπινίκη παρέμεινε παγωμένη, δεν ήξερε πως να αντιδράσει.

Τελικά ανταπέδωσε την αγκαλιά, αν και όχι με τόση θέρμη όσο εκείνη. Όμως τότε ένιωσε κάτι που είχε καιρό να νιώσει: ασφάλεια. Η αγκαλιά της μητέρας της ήταν τόσο ζεστή και οικεία... Ένιωθε ένοχη που δεν μπορούσε να νιώσει τα ίδια συναισθήματα και να συγκινηθεί που την έβλεπε ξανά μετά από τόσα χρόνια, όμως το μικρό κορίτσι μέσα της συνειδητοποιούσε ότι είχε ανάγκη το χάδι της. Ξάφνου η Ευθυμία τραβήχτηκε και την κοίταξε στα μάτια.

«Άλλαξες.» της είπε. «Είσαι πολύ κρύα και τα μάτια σου είναι κόκκινα, αλλά δεν με νοιάζει, φτάνει που σε βρήκα ξανά. Αχ, νόμιζα ότι σε είχα χάσει.» είπε και ξέσπασε ξανά σε λυγμούς. Η Ροζαλία παρακολουθούσε με θλίψη, μαζί με την Λίντα στον ώμο της, την επανασύνδεση μητέρας και κόρης. Ήταν σίγουρη ότι κάτι ένιωθε η Ελπινίκη, αλλά δεν μπορούσε να το εκφράσει.

Η Ευθυμία διέκοψε ξανά το αγκάλιασμα της και χάιδεψε απαλά το κρύο δέρμα του προσώπου της κόρης της.

«Σε παρακαλώ... Πες μου πως είσαι ακόμα κάπου εκεί... πως δεν έχουν παγώσει όλα...»

«Ένα μέρος της ψυχής μου ζει ακόμα.» απάντησε τελικά η Ελπινίκη. «Και χαίρεται που σε βλέπει ξανά, μητέρα.» Η γυναίκα έπνιξε ένα λυγμό στο άκουσμα αυτής της τόσο ιερής λέξης και νέα δάκρυα μαζεύτηκαν στα μάτια της. Ένας διακριτικός βήχας τις διέκοψε κι έστρεψαν την προσοχή τους εκεί.

«Όσο συγκινητική στιγμή και αν είναι αυτή η στιγμή, οφείλουμε να συνεχίσουμε το συμβούλιο, αρχόντισσες.» είπε ο Ιγνάτιος. «Θα έχετε αρκετό χρόνο να τα πείτε οι δυο σας στην αποψινή γιορτή.»

«Θα σε δω το βράδυ.» της είπε η Ελπινίκη κρατώντας και χαϊδεύοντας απαλά το χέρι της.

«Ναι, φυσικά, κοριτσάκι μου. Έχουμε τόσα να πούμε.»

«Λυσσάνδρα, συνόδευσε σε παρακαλώ τη Λαίδη Ευθυμία στην έξοδο.» είπε με βαριά καρδιά ο Ιγνάτιος και η οικονόμος του υπάκουσε. Η Ροζαλία έβαλε αδελφικά το χέρι της στην πλάτης της αρχόντισσας και φίλης της και της χαμογέλασε στοργικά. Χαιρόταν που είχε ξαναβρεί τη μητέρα της. Οι δικοί της γονείς την είχαν ξεχάσει, αν ζούσαν ακόμα. Ήταν σίγουρη πως δεν θα ήθελαν να δουν ότι η κόρη τους είχε μεταμορφωθεί σε ένα τέρας που έπινε αίμα και το έκαιγε ο ήλιος, διαφορετικά θα την είχαν αναζητήσει μετά τη συνθήκη συμμαχίας ανάμεσα στη Σκοτεινή Διάσταση και τη Χώρα των Ξωτικών.

Το συμβούλιο συνεχίστηκε κανονικά. Η Ελπινίκη έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται ακόμα τη μητέρα της και να ανυπομονεί για τη συνάντηση τους το βράδυ στη γιορτή. Ήθελε πολύ να μάθει νέα της και να της μιλήσει και η ίδια για όσα έζησαν χώρια, αν και δεν ήθελε να της μαυρίσει κι άλλο την καρδιά.

**************

Κεφάλαιο μετά από καιρό!! Πως σας φάνηκε; Ελπίζω να μην έχω χάσει τη συγγραφική μου φόρμα, χεχε!

Είδαμε λοιπόν και το Νότιο Χωριό λίγο καλύτερα και γνωρίσαμε λίγο τους κατοίκους του, οι οποίοι είναι αρκετά επιφυλακτικοί απέναντι στους «επισκέπτες» απ' την πρωτεύουσα. Τέλος, είδαμε και τη μητέρα της Ελπινίκης. Θεωρώ πως έπρεπε να μάθουμε τι απέγινε μετά το «θάνατο» της κόρης της. Στη Γιορτή που θα μιλήσουν ξανά οι δυο τους έχει να μας αποκαλύψει πολλά, αν και όχι τόσο ευχάριστα... Όσο για τον πατέρα της, σε περίπτωση που αναρωτιέστε, δεν ζει πια, αφού ήταν θνητός και η Ελπινίκη είναι 190 ετών. Το θεωρώ αυτονόητο για αυτό δεν το ανέφερα καθόλου. 

Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε τη Γιορτή του Φθινοπώρου (παρόλο που σε εμάς είναι Άνοιξη). Πως πιστεύετε ότι θα περάσουν οι ήρωες μας; Θα επιτεθεί όντως κατά τη διάρκεια της ο Άνθιμος για να τους χαλάσει το γλέντι, η θα θελήσει να τους αφήσει λίγο ακόμα σε αναμμένα κάρβουνα; 

Να είστε όλοι καλά και να προσέχετε!! 


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top