Κεφάλαιο 65: Νότιο Χωριό

Πέρασαν ακόμα δύο μήνες. Οι κάτοικοι της Ανφάνης ακόμα μάζευαν τα κομμάτια που τους άφησε η μάχη, αν και μια ελπίδα είχε γεννηθεί στην καρδιά τους με τη γέννηση της μικρής Ξωτικιάς πριγκίπισσας. Και όχι μόνο σε εκείνους, αλλά και σε όλους τους κατοίκους της Χώρας, σαν μια ηλιαχτίδα μέσα στο σκοτάδι. Ο Έλιος και η Αθηνά, έχοντας επιστρέψει μαζί με τους υπόλοιπους στην Έλφια, ζούσαν την κάθε στιγμή μαζί με το μωρό τους, βλέποντας την να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο. Τριών μηνών πλέον και είχε ήδη αρχίσει να τους γελάει και να κουνάει χαρούμενη τα χεράκια και τα ποδαράκια της, θαυμάζοντας με ενθουσιασμό τα πολύχρωμα, κρεμαστά παιχνίδια πάνω από την κούνια της.

Το τέλος του Καλοκαιριού και συνεπώς, η Γιορτή του Φθινοπώρου πλησίαζε, και μαζί τους επανερχόταν ο φόβος για την επόμενη μάχη στο μυαλό των Αρχόντων, των πολεμιστών και των απλών κατοίκων. Ο Ηρακλής είχε πάει στο Νότιο Βασίλειο όλο αυτόν τον καιρό, θέλοντας να περάσει όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο με την οικογένεια του και την Άσπα. Ο Γιάννης και η Ιφιγένεια παρέμειναν στο Παλάτι της Έλφιας, κάνοντας ολιγοήμερες επισκέψεις στην παλιά τους πατρίδα για να βλέπουν τους φίλους τους αλλά και τον Φαίδωνα με την Ευτυχία, οι οποίοι μαράζωναν όλο και πιο πολύ με την απουσία του γιου τους και τη σκέψη ότι τώρα πια υπηρετούσε το κακό. Ο Γιάννης βρέθηκε και με την Έλενα κάποιες φορές και έζησαν όμορφες στιγμές γεμάτες έρωτα. Μια φορά μάλιστα την επισκέφτηκε και στον Βορρά, κάνοντας της έκπληξη, και γνώρισε τους γονείς και τους παππούδες της. Ο παππούς και η γιαγιά της τον συμπάθησαν αμέσως, όμως οι γονείς της ήταν λίγο πιο επιφυλακτικοί, ειδικά τώρα που είχε μαθευτεί τι ήταν ο πατέρας του και τι είχε κάνει. Όμως τελικά κέρδισε και τη δική τους συμπάθεια, αφού κατάλαβαν ότι έβλεπε την κόρη τους σοβαρά.

Το Καλοκαίρι πλησίαζε στο τέλος του και μαζί με αυτό, ερχόταν και η Γιορτή του Φθινοπώρου.

Το κλίμα του φόβου και της ανασφάλειας επέστρεψε στη Χώρα των Ξωτικών και στάλθηκαν πάλι ενισχύσεις από τα Πέντε Βασίλεια. Ο Έλιος και οι υπόλοιποι ηγέτες, για μία ακόμα φορά γνώριζαν ότι από στιγμή σε στιγμή θα χτυπούσε ο Άνθιμος το Νότιο Χωριό, έτσι αναγκαστικά θα έπρεπε να το επισκεφθούν για να υποδεχθούν εκεί το Φθινόπωρο και να είναι σε ετοιμότητα σε περίπτωση που ο στρατός των Νυχτερινών εμφανιζόταν κατά τη διάρκεια της γιορτής. Έτσι, ο Άρχοντας της Χώρας επικοινώνησε με τον Άρχοντα του Νοτίου Χωριού, του είπε ότι η γιορτή θα πραγματοποιούνταν κανονικά, όμως χωρίς πολλές επισημότητες, και ότι ο ίδιος με τη συνοδεία του θα κατέφθαναν το βράδυ της προτελευταίας ημέρας του καλοκαιριού, στις 30 Αυγούστου δηλαδή. Δεν θα γινόταν φεστιβάλ εκείνη τη νύχτα, αλλά απευθείας την επόμενη όπου θα υποδέχονταν το Φθινόπωρο, ούτως ώστε να προλάβουν οι επισκέπτες να ξεκουραστούν.

Η μέρα έφτασε και στο παλάτι της Έλφιας γίνονταν οι τελευταίες προετοιμασίες για την αναχώρηση του Έλιου και της συνοδείας του. Η Αθηνά και η μικρή Αθέλια θα έμεναν πίσω στο παλάτι για να μην κινδυνεύσουν. Όσο και αν πονούσε τον Έλιο που έπρεπε να τις αφήσει, ήταν ο μόνος τρόπος να τις κρατήσει ασφαλείς. Αυτό που τον πονούσε περισσότερο όμως, ήταν το ότι ίσως να ήταν η τελευταία φορά που τις έβλεπε. Δεν είχε μιλήσει ακόμα στην Αθηνά και δεν ήξερε αν θα της μιλούσε. Ωστόσο, είχε κάνει κάποιες κινήσεις ώστε να εξασφαλίσει την ασφάλεια τους και μετά το θάνατο του. Είχε στείλει επιστολή στους Ανώτερους Άρχοντες, εξηγώντας τους πως είχαν τα πράγματα και αποκαλύπτοντας την προφητεία του Ιάσονα για το θάνατο του. Έγραφε ότι η Λαίδη Αθηνά ήταν μια εξαιρετική αρχόντισσα και θα κυβερνούσε τη χώρα ισάξια με εκείνον και ίσως ακόμα καλύτερα, μέχρι να ενηλικιωθεί η κόρη τους για να αναλάβει εκείνη τα ηνία.

Τους εκλιπαρούσε να κάνουν μια εξαίρεση και για πρώτη φορά στα χρονικά, να αφήσουν μια γυναίκα να κυβερνήσει μόνη της τη Χώρα των Ξωτικών. Εφόσον εκείνοι δεν είχαν απαντήσει ακόμα, ήλπιζε ότι το σκέφτονταν το θέμα.

Η Ιφιγένεια βγήκε από το κοινό μπάνιο στο ισόγειο του παλατιού, κατάχλομη και αδύναμη. Έτυχε να βρίσκεται απ' έξω η Ηλέκτρα, η οποία επίσης ήθελε να χρησιμοποιήσει το μπάνιο, κοντοστάθηκε όμως μόλις είδε τη φίλη της έτσι και την κοίταξε με την ανησυχία να φαίνεται ξεκάθαρα στο βλέμμα της. Βρισκόταν στο παλάτι από νωρίς το πρωί, καθώς και εκείνη, όπως όλη η παρέα, θα συνόδευαν τον Άρχοντα Έλιο στο Νότιο Χωριό.

«Πάλι...;» τη ρώτησε. Η Ιφιγένεια απλά ένευσε.

«Είναι η τρίτη φορά σήμερα. Γιατί δεν λες στον μπαμπά σου η στη μαμά σου να σε εξετάσουν;»

«Δεν είναι τίποτα... Είναι από το άγχος της επερχόμενης μάχης. Σκέφτομαι ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσω πάλι... εκείνον και... καταλαβαίνεις.»

«Δεν γίνεται όμως να αφήσεις αυτό το πράγμα να σε αρρωστήσει, φιλενάδα. Πιστεύω ότι πρέπει να μείνεις πίσω σε αυτή τη μάχη. Μίλησε στον Άρχοντα Έλιο και είμαι σίγουρη πως θα καταλάβει και δεν θα σε αφήσει να πολεμήσεις σε αυτή την κατάσταση.»

«Όχι, Ηλέκτρα. Θα είμαι καλά, θα μου περάσει. Δεν μπορώ να μείνω πίσω ενώ οι ζωές των φίλων μου θα βρίσκονται σε κίνδυνο. Θα είμαι χειρότερα αν μείνω. Μην πεις τίποτα σε κανέναν, σε εκλιπαρώ.»

Η Ηλέκτρα αναστέναξε παραιτημένη.

«Εντάξει, όπως νομίζεις. Αλλά δεν πρόκειται να σε αφήσω από τα μάτια μου, να ξέρεις.»

«Σε ευχαριστώ. Πάω να βαφτώ λίγο, να μη με δουν έτσι και καταλάβουν τίποτα...»

Έτσι λοιπόν, γύρω στο μεσημέρι, οι άμαξες με τη συνοδεία του Έλιου ετοιμάστηκαν και περίμεναν τους επιβάτες τους στην αυλή του παλατιού. Παρόλο που το Καλοκαίρι τυπικά δεν είχε φύγει ακόμα, ήταν μια συννεφιασμένη ημέρα. Ο Ξωτικός Άρχοντας αποχαιρέτησε πρώτα τη μητέρα του, που επίσης θα έμενε πίσω για συντροφιά και παρηγοριά στη σύζυγο του.

«Να τις προσέχεις, μητέρα.» της είπε.

«Εννοείται, γιε μου. Μην ξεχνάς ότι την Ανδριάνα την έχω σαν κόρη μου, και όσο για τη μικρή Αθέλια, είναι εγγονή μου, οπότε και εκείνη θα την προσέχω σαν τα μάτια μου.»

Έπειτα στράφηκε στην Αθηνά, την αγκάλιασε, τη φίλησε και πήρε στην αγκαλιά το μωρό τους. Δάκρυσαν και οι δυο, φιλήθηκαν ξανά σαν να ήταν η τελευταία φορά που βρίσκονταν. Διότι μπορεί να μην της είχε πει τίποτα, αλλά η Λαίδη είχε καταλάβει τα πάντα...

Την ίδια στιγμή, και άλλοι από τη συνοδεία αποχαιρετούσαν τους δικούς τους: ο Ορέστης τη Λυδία, αν και αισθανόταν για μία ακόμα φορά διχασμένος, γιατί όσο λυπόταν που αποχωριζόταν τη γυναίκα του, άλλο τόσο η καρδιά του αναθαρρούσε που θα έβλεπε ξανά τη Ροζαλία. Ο Τηλέμαχος θα πολεμούσε στο πλάι του, ως ξιφομάχος, μαζί με τα υπόλοιπα Ξωτικά της Φωτιάς.

Ο Γιάννης και ο Σωκράτης με τη σειρά τους αποχαιρετούσαν την Αντιγόνη. Ο Μάγος είχε μείνει στο παλάτι την προηγούμενη νύχτα και θα ταξίδευε μαζί τους, ενώ θα συναντούσε τους γονείς του και τον υπόλοιπο στρατό όταν θα ερχόταν η στιγμή της μάχης. Ήθελε να είναι δίπλα στον Γιάννη και την παρέα του, καθώς είχε δώσει υπόσχεση στην αγαπημένη του να προσέχει τον γιο της. Πρόσφατα αποκάλυψαν στον νεαρό τη σχέση τους και εκείνος χάρηκε πολύ.

Επιβιβάστηκαν όλοι στις άμαξες και ξεκίνησαν το μακρύ τους ταξίδι προς τον νότο. Η συνοδεία αποτελούνταν από: τον Έλιο, τη Μάντισσα Ορτανσία, τον Ορέστη με τον γιο του, τον Νίμο καθώς επίσης και τους άλλους τρεις Αρχηγούς, την Ιφιγένεια με τους γονείς της, τον Γιάννη, τον Σωκράτη με τον Αγησίλαο, τον Ηρακλή, την Ηλέκτρα και τη Ναυσικά επίσης με τους γονείς τους, καθώς επίσης και τον Διονύση, ο οποίος εδώ και τρεις μήνες είχε μπει στην παρέα τους και διατηρούσε κρυφό δεσμό με την Ηλέκτρα, για τον οποίο μονάχα οι φίλοι τους γνώριζαν. Όλοι οι υπόλοιποι πίστευαν πως ήταν απλά το νέο μέλος της παρέας.

Την ίδια στιγμή που αναχωρούσαν, ο στρατός σε ολόκληρη τη Χώρα βρισκόταν σε ετοιμότητα. Χρονομάγοι θα βρίσκονταν σε επιφυλακή σε διάφορα σημεία, ούτως ώστε όταν ξεκινούσε η μάχη, να έστελνε μήνυμα ο Έλιος με τον Αγησίλαο και εκείνος να ειδοποιούσε όλους τους Χρονομάγους με σκοπό να ανοίξουν πύλες και να μεταφερθούν τα στρατεύματα στο Νότιο Χωριό.

Έτσι όπως τα είχε υπολογίσει ο Έλιος, κάνοντας μερικές στάσεις για φαγητό, τουαλέτα και ξεκούραση σε διάφορα χωριά που θα περνούσαν, θα έφταναν στον προορισμό τους στις δέκα το βράδυ, θα ξεκουράζονταν και την επόμενη μέρα θα γινόταν ξενάγηση, συμβούλιο με τον Άρχοντα του Χωριού και ετοιμασίες για τη γιορτή.

Για μία ακόμη φορά λοιπόν, η γνωστή συνοδεία ταξίδευε στα όμορφα τοπία της Χώρας των Ξωτικών, με τους καταρράκτες, τις λίμνες και τα καταπράσινα λιβάδια, την ομορφιά των οποίων ούτε τα πυκνά σύννεφα δεν κατάφερναν να κρύψουν. Σε μία από τις άμαξες βρίσκονταν η Ιφιγένεια και η παρέα της, οι οποίοι ήταν όλοι σκυθρωποί. Η Ηλέκτρα κοιτούσε κάθε τόσο ανήσυχα προς το μέρος της κολλητής της, ωστόσο κάποια στιγμή προσπάθησε να ελαφρύνει κάπως το κλίμα:

«Ω, ελάτε τώρα, μην είστε έτσι... Δείτε το σαν εκδρομή. Δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να ταξιδέψουμε στα νότια της χώρας. Θα δούμε και κάτι διαφορετικό.»

«Τι ακριβώς θα δούμε, Ηλέκτρα; Άγονα λιβάδια και ξερότοπους. Από την εποχή των Ορκ έχει πάψει να ευδοκιμεί οτιδήποτε φυτεύεται εκεί.» είπε η Ιφιγένεια. «Και ακόμα και μετά τον αφανισμό τους, εξακολουθεί να υπάρχει η κατάρα τους. Οι κάτοικοι τα βγάζουν πέρα δύσκολα, ενώ θα περίμενε κανείς να συμβαίνει το αντίθετο εφόσον δεν υπάρχουν πια τα Ορκ.»

Όλοι παρέμειναν σιωπηλοί, ακόμα και η πάντα ομιλητική Ηλέκτρα. Που πήγε η αισιόδοξη Ιφιγένεια, που έβλεπε πάντα φως στο σκοτάδι κι έδινε θάρρος σε όλους;

Οι ώρες περνούσαν και τα τοπία εναλλάσσονταν συνεχώς έξω απ' τα παράθυρα της άμαξας από καταπράσινα λιβάδια και γαλάζιες λίμνες, σε αραιά βοσκοτόπια και σκόρπια χωριουδάκια, καθώς έφταναν στο νοτιότερο τμήμα της χώρας. Ο ήλιος είχε δύσει και τα φαναράκια από τις άμαξες άναψαν για να φωτίζουν το δρόμο. Είχαν κάνει ήδη κάποιες στάσεις για ανάπαυση, ενώ γευμάτισαν σε ένα χωριό. Ο δρόμος πλέον είχε γίνει κακοτράχαλος. Οι άμαξες τραντάζονταν συνεχώς καθώς οι ρόδες τους σήκωναν σκόνη από τον άγριο χωματόδρομο.

Ευτυχώς, η Ιφιγένεια είχε προλάβει να ετοιμάσει και να πιει ένα ρόφημα θεραπευτικών βοτάνων για τη ναυτία προτού αναχωρήσουν από την Έλφια, το οποίο την είχε βοηθήσει αρκετά. Αν και δεν εξαφάνισε εντελώς τη ναυτία, απέτρεψε το περιεχόμενο του στομαχιού της να ανέβει προς τα επάνω, έτσι η Ιφιγένεια, παρόλο που ένιωσε πολλές φορές ναυτία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, δεν ήταν τόσο έντονη ώστε να θελήσει να κάνει εμετό. Επιπλέον, αγνάντευε τα τοπία έξω απ' το παράθυρο και της περνούσε χωρίς να το καταλάβει κανείς.

Στα αριστερά του δρόμου απλωνόταν σκοτεινό ένα ξερολίβαδο, ενώ στα δεξιά τους ένα δάσος, ίσως το τελευταίο που θα συναντούσαν πριν το Νότιο Χωριό.

Το σκοτάδι γύρω τους απλωνόταν όλο και περισσότερο καθώς νύχτωνε, μαζί με την υγρασία.

Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν πέρασαν τις πύλες του Νοτίου Χωριού, αφού πρώτα διέσχισαν μερικές ακόμα άγονες και θεοσκότεινες πεδιάδες, τις οποίες μόλις και μετά βίας διέκριναν τα μάτια τους. Οι φρουροί τους καλωσόρισαν με αμηχανία και έδωσαν οδηγίες σχετικά με το πως θα έφταναν στο Αρχοντικό.

Καθώς διέσχιζαν τους έρημους, χωμάτινους δρόμους του χωριού με τα διάσπαρτα παλιά, χαμηλά σπίτια εδώ κι εκεί, μερικά κοράκια πετούσαν στον ουρανό κράζοντας. Η Ιφιγένεια θυμήθηκε τον Βαρόνο και, συνεπώς, τον Ωρίωνα.

Αυτό το μέρος δεν είχε αλλάξει καθόλου από τις εικόνες που είχε δει στις αναμνήσεις του, και ας είχαν αφανιστεί τα Ορκ, λες και η κατάρα τους είχε παραμείνει. Άραγε πως θα αντιδρούσε η Ελπινίκη, αν έβλεπε ξανά μετά από τόσα χρόνια το μέρος στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε; Πως θα ένιωθε όταν θα θυμόταν όσα είχε ζήσει εδώ;

Το χωριό ήταν σαν χτισμένο πάνω σε μια σκοτεινή έρημο, με ελάχιστη βλάστηση, μόνο μεγάλους βράχους στην άκρη των δρόμων και ανάμεσα στα σπίτια και τους ανεμόμυλους. Κάποια απ' τα παράθυρα των σπιτιών φωτίζονταν από το εσωτερικό τους, όμως δεν κυκλοφορούσε ψυχή στους δρόμους. Ο αέρας σφύριζε σε κάποια απόσταση, ενώ τα σύννεφα από πάνω απλώνονταν πυκνά. Άφησαν πίσω τους τα σπίτια και διέσχισαν ένα δρόμο ανάμεσα σε χωράφια με στάχυα. Ένα σκιάχτρο κουνιόταν απόκοσμα στον άνεμο, διώχνοντας τα κοράκια απ' τα σπαρτά. Η Ιφιγένεια αναρίγησε βλέποντας το και τύλιξε κι άλλο τη ζακέτα της γύρω της.

Έφτασαν στο Αρχοντικό, που δεν ήταν τίποτα περισσότερο παρά ένα μεγάλο σπίτι με δύο πατώματα που όμως έμοιαζε τόσο φτωχικό όσο και τα μικρότερα σπίτια του χωριού. Οι άμαξες μπήκαν σε μια αυλή με ξερόκλαδα παντού, η οποία φωτιζόταν επίσης από κίτρινες λάμπες. Δύο φρουροί κατέφθασαν και αφού οι επισκέπτες αποβιβάστηκαν, άρχισαν να λύνουν τα άλογα απ' τις άμαξες και να τα οδηγούν σε ένα στάβλο που έμοιαζε επίσης εγκαταλελειμμένος, ενώ κουβάλησαν μόνοι τις βαλίτσες τους μέχρι την κεντρική είσοδο του Αρχοντικού. Η Ιφιγένεια κοίταξε το παλιό κτήριο με τους φθαρμένους τοίχους και ένα συναίσθημα θλίψης φώλιασε στην καρδιά της. Το θυμόταν και αυτό από τις αναμνήσεις του Ωρίωνα. Εδώ ήταν το μέρος που είχε ζήσει κι εκείνος, εδώ όπου είχε βιώσει όλη εκείνη τη συναισθηματική και σωματική κακοποίηση από τον πατέρα του.

Δεν ήξερε γιατί ένιωθε τόση μελαγχολία σε σημείο να είναι έτοιμη να δακρύσει.

Μία γυναίκα, μια ξωτικιά με ένα παλιό φόρεμα και μια ξεβαμμένη ποδιά λερωμένη με λαδιές, τους υποδέχθηκε στον προθάλαμο. Μία φαρδιά σκάλα μπροστά τους οδηγούσε στο επάνω πάτωμα, ενώ το φθαρμένο ξύλο στο πάτωμα έτριζε σε κάθε τους βήμα.

«Άρχοντα Έλιε... Καλώς ήλθατε. Θα ενημερώσω τον Άρχοντα Ιγνάτιο ότι φτάσατε. Παρακαλώ περιμένετε εδώ.» είπε ελαφρώς αμήχανα και χάθηκε πίσω από μια πόρτα.

Περίμεναν μερικά λεπτά στον προθάλαμο, ώσπου η ίδια πόρτα στο βάθος άνοιξε ξανά και εμφανίστηκε ένας άνδρας με μαύρα μαλλιά κάπως μακριά από τη μια μεριά, από την άλλη όμως ξυρισμένα. Ήταν ντυμένος στα μαύρα και είχε πολλά σκουλαρίκια στο ένα μυτερό αυτί, εκείνο από τη μεριά που ήταν ξυρισμένη και φαινόταν καλύτερα, καθώς επίσης και ένα σκουλαρίκι πάνω απ' το δεξί του φρύδι. Η γυναίκα που τους υποδέχθηκε στάθηκε δίπλα του και κάπως πίσω του σε απόσταση.

«Πολύ γκόθικ το κλίμα του Νοτίου Χωριού. Και ο Άρχοντας τους δεν πάει πίσω...» είπε χαμηλόφωνα ο Γιάννης στην παρέα του.

«Χαίρεται, Άρχοντα Έλιε και συνοδεία του. Καλώς ήλθατε στο αρχοντικό μας, ή μήπως να πω καλύτερα... στο φτωχικό μας... Σίγουρα δεν είναι σαν το παλάτι της Έλφιας στο οποίο έχετε συνηθίσει, αλλά έχει τις βασικές ανέσεις.» είπε με ελαφρώς ειρωνικό τόνο.

«Φτάνει να μην πέσει η οροφή πάνω στα κεφάλια μας.» σχολίασε ο Ηρακλής, όμως ευτυχώς ο εκκεντρικός Άρχοντας δεν τον άκουσε.

«Καλώς σας βρήκα, Άρχοντα Ιγνάτιε.» αποκρίθηκε ο Έλιος. «Είναι τιμή μας που θα γιορτάσουμε μαζί σας την έλευση του Φθινοπώρου και κυρίως που θα πολεμήσουμε στο πλάι σας.»

«Είναι το λιγότερο που μπορείτε να κάνετε για να επανορθώσετε για όλα αυτά τα χρόνια που μας έχετε ξεχάσει, λες και εμείς φταίγαμε για όσα έπραξαν τα Ορκ.» είπε τότε προκλητικά ο Ιγνάτιος, κοιτάζοντας τον Άρχοντα της Χώρας με τα γκρίζα, διαπεραστικά μάτια του.

«Δεν είπα ποτέ ότι φταίξατε. Το αντίθετο μάλιστα. Μας προστατεύατε από τα Ορκ.» απάντησε ο Έλιος, παραμένοντας ψύχραιμος.

Ο Ιγνάτιος πλησίασε περπατώντας αργά με τα χέρια πίσω απ' την πλάτη του.

«Και ποιο ήταν το ευχαριστώ σας; Να μας στερήσετε έναν πολύ ικανό άρχοντα, αφού πρώτα ρίξατε όλο το βάρος για τη γενοκτονία των Ορκ στις πλάτες του, και να μας κάνετε ξόρκι για να ξεχάσουμε, κι έπειτα να μας ξεχάσετε και εσείς.»

«Πρόσεχε πως μιλάς στον Άρχοντα μας, γιατί αλλιώς θα...» γρύλισε ο Ορέστης και πήγε να βγει μπροστά, όμως ο Έλιος τον σταμάτησε.

«Ηρέμησε, Αρχηγέ Ορέστη. Έχει δίκιο ο Λόρδος Ιγνάτιος. Πράγματι, ο πατέρας μου φρόντισε ώστε να ξεχάσουν όλοι τον Λόρδο Ωρίωνα και όσα συνέβησαν τότε, κι έπειτα απλά άφησε το Νότιο Χωριό και τα περίχωρα στο έλεος των Θεών. Κι εγώ δεν έκανα τίποτα για να το διορθώσω αυτό. Όμως θα μας δείξετε και στην πράξη πως είναι η κατάσταση εδώ, Άρχοντα Ιγνάτιε, και όταν τελειώσει ο πόλεμος και εφόσον βγούμε νικητές από αυτόν, εγώ θα φροντίσω ώστε το χωριό σας να γνωρίσει την παλιά του αίγλη.»

Ο Ιγνάτιος τον κοίταξε δύσπιστα και κούνησε αργά το κεφάλι του.

«Ελπίζω να κάνετε πράξη τα λόγια σας.» είπε μόνο, έπειτα τους κοίταξε όλους, έναν- έναν διερευνητικά. «Τώρα θα κάνουμε μια σύντομη ξενάγηση στο Αρχοντικό κι έπειτα η Λυσσάνδρα, η οικονόμος μου», έδειξε τη γυναίκα με τα φθαρμένα ρούχα δίπλα του, «θα σας οδηγήσει στα δωμάτια σας. Πρώτα όμως, έχουν έρθει και κάποιες άλλες επισκέψεις, σύμμαχοι σας εδώ και ένα χρόνο ύστερα από τον πρώτο πόλεμο.»

Όλοι κατάλαβαν ποιες εννοούσε.

«Έχουν έρθει ήδη η Αρχόντισσα Ελπινίκη και η Λοχαγός της;» απόρησε ο Έλιος.

«Ναι. Θα τους κάνω νυχτερινή ξενάγηση στο χωριό, μιας και δεν θα μπορέσουν αύριο μαζί σας στο φως του ήλιου, και θα γιορτάσουν μαζί μας τη Γιορτή του Φθινοπώρου. Παράλληλα θα μπορούμε να συζητήσουμε και για την κατάσταση που επικρατεί, καθώς η Αρχόντισσα Ελπινίκη όπως όλοι γνωρίζουμε πλέον, έζησε την περισσότερη ζωή της εδώ.»

Πέρασαν σε ένα σαλόνι με λιτή διακόσμηση, παλιά έπιπλα και κάποιους πίνακες ζωγραφικής που απεικόνιζαν μουντά τοπία. Σε έναν καναπέ κάθονταν η Ελπινίκη, η Ροζαλία και η Φωτεινή, η οποία επίσης ακολούθησε τις άλλες δύο για να δει ξανά τους φίλους και την αγαπημένη της.

«Παιδιά!» φώναξε και έτρεξε αμέσως κοντά τους. Αγκάλιασε πρώτα τη Ναυσικά, όσο πιο συγκρατημένα μπορούσαν για να μην κινήσουν υποψίες βέβαια, κι έπειτα τα υπόλοιπα κορίτσια και τα αγόρια. Έπειτα η Ροζαλία πλησίασε την Ιφιγένεια και την αγκάλιασε θερμά.

«Πως είσαι, κορίτσι μου;» τη ρώτησε, όπως έκανε σε κάθε συνάντηση τους ύστερα από όλα όσα συνέβησαν με τον Ιάσονα.

«Προσπαθώ να είμαι καλά.» απάντησε.

«Είσαι σίγουρη; Φαίνεσαι πιο χλομή και από εμάς.» επέμεινε η Σκοτεινή φίλη της.

«Είμαι κουρασμένη απ' το ταξίδι, αλλά γενικά, η υγεία μου δεν είναι πολύ καλά τον τελευταίο καιρό...» παραδέχτηκε η νεαρή μιλώντας χαμηλόφωνα. «Όλα όσα έγιναν με επηρέασαν πολύ ψυχολογικά και με αρρώστησαν, και το γεγονός ότι θα πρέπει να τα ξαναζήσω μου έχει δημιουργήσει τεράστιο άγχος και φόβο.»

«Αχ, γλυκιά μου...» είπε εκείνη και την αγκάλιασε ξανά παρηγορητικά. «Να είσαι σίγουρη πως θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να τελειώσει όλο αυτό.» προσπάθησε να τη διαβεβαιώσει, αν κι ήξερε μέσα της πως δεν έφτανε κανένας καλός λόγος για να την κάνει να νιώσει καλύτερα. Τουλάχιστον όσο μπορούσε θα ήταν στο πλευρό της σαν φίλη, όπως και οι υπόλοιποι φίλοι της.

Αφού ολοκληρώθηκαν οι χαιρετισμοί, ο Ιγνάτιος ξενάγησε τη συνοδεία του Έλιου στο Αρχοντικό, το οποίο δεν ήταν πολύ μεγάλο και είχε μόνο τα βασικά: ένα μεγάλο σαλόνι κι ένα μικρότερο, μία ευρύχωρη κουζίνα, τραπεζαρία, μπάνιο και στον επάνω όροφο βρίσκονταν τα δωμάτια και άλλα δύο κοινόχρηστα μπάνια. Το στυλ του σπιτιού ήταν αρκετά φτωχικό και παλαιού τύπου, ενώ τα ξύλινα πατώματα έτριζαν σε κάθε βήμα. Ο Γιάννης και ο Ηρακλής συμφώνησαν ότι τους θύμιζε στοιχειωμένη έπαυλη βγαλμένη από ταινία τρόμου.

Στη συνέχεια, η οικονόμος Λυσσάνδρα οδήγησε τους επισκέπτες στα δωμάτια τους, ενώ ο Άρχοντας Ιγνάτιος έφυγε με την Ελπινίκη, τη Ροζαλία και τη Φωτεινή για να τις ξεναγήσει.

Η επόμενη μέρα προβλεπόταν μεγάλη και μια δύσκολη μάχη πλησίαζε, έτσι όλοι ήθελαν να αναπαυθούν τώρα που μπορούσαν. 

***********************************

Δεν βγήκε τόσο καλό και το τελείωσα αρκετά βιαστικά, όμως πρέπει να προχωρήσει η ιστορία, να δούμε τη Γιορτή του Φθινοπώρου κι έπειτα τη μάχη.

Πως σας φάνηκε το κεφάλαιο; Τι πιστεύετε ότι έχει η Ιφιγένεια; Μήπως είναι κάτι πιο σοβαρό από ψυχοσωματικό άγχος και στεναχώρια όπως υποστηρίζει; 

Τι έχετε να πείτε με το Νότιο Χωριό και τον Άρχοντα του; Στο επόμενο θα τον γνωρίσουμε λίγο καλύτερα και θα δούμε και τις σκέψεις της Ελπινίκης για τον τόπο στον οποίο έζησε κάποτε. Τι αναμνήσεις θα της ξυπνήσουν άραγε; 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top