Κεφάλαιο 64: Βασανισμός
Ο Γιάννης, ο Ηρακλής και η υπόλοιπη παρέα, είχαν συγκεντρωθεί στο δωμάτιο του πρώτου και κάθονταν τώρα σιωπηλοί. Δεν είχαν καν καθαριστεί, ούτε αλλάξει ρούχα, φορούσαν ακόμα τις πολεμικές τους ενδυμασίες, οι οποίες ήταν βρώμικες και λερωμένες με μαύρο και κόκκινο αίμα. Δεν είχαν κουράγιο για τίποτα. Ήθελαν όλοι λίγο χρόνο για να συνέλθουν, όχι μόνο από τη σκληρή μάχη απ' την οποία επιβίωσαν και της οποίας έγιναν μάρτυρες, αλλά και από την τελική συνειδητοποίηση ότι ο Ιάσονας δεν είχε ελπίδες να σωθεί. Η Ιφιγένεια καθόταν ανέκφραστη και κοιτούσε το κενό, έχοντας στερέψει πια από δάκρυα. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της να πάψει να τον αγαπάει, να μην πονάει για την προδοσία του και για τον τρόπο που τη χρησιμοποίησε.
Ο Γιάννης είχε προλάβει να δει λίγο τη μητέρα του, η οποία τον αγκάλιασε ανακουφισμένη και ξέσπασε σε δάκρυα που τον έβλεπε ζωντανό. Έπειτα της είπε μόνο ότι ήθελε να καθίσει λίγο με τους φίλους του και πως θα μιλούσαν αργότερα.
Επαναφέροντας το μυαλό του στο παρόν, αφού πρώτα αναβίωσε όλες τις σκηνές της μάχης, τελικά ξεφύσησε, βγάζοντας προς τα έξω όλη την κούραση, αλλά και την απογοήτευση για τον κάποτε κολλητό του.
«Όλα τελείωσαν.» είπε. «Εκείνος τελείωσε για εμάς. Το σκοτάδι τον κέρδισε.»
«Ας μη συζητήσουμε για αυτό τώρα. Τουλάχιστον, όχι μπροστά στην Ιφιγένεια, που πονάει περισσότερο από όλους μας.» είπε η Ηλέκτρα.
«Γιατί, εγώ δεν πονάω;! Εγώ τον ήξερα δώδεκα χρόνια σχεδόν! Δώδεκα χρόνια κολλητοί ήμασταν και αυτός τα πέταξε στα σκουπίδια!»
«Έλα, Γιάννη, μην το χειροτερεύεις...» επενέβη ο Ηρακλής.
«Όχι, δεν χρειάζεται να ανησυχείτε για μένα. Θα είμαι εντάξει.» είπε η Ιφιγένεια. «Είχες δίκιο απ' την αρχή Γιάννη, ο Ιάσονας είναι εχθρός μας τώρα πια. Δεν ήθελα να το πιστέψω, ακόμα κι όταν τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια να πολεμάει με το μέρος του εχθρού. Ήθελα να πιστέψω ότι ο Άνθιμος τον απείλησε και τον ανάγκασε να το κάνει, όπως είχε κάνει και μαζί μου όταν με είχε αιχμάλωτη. Όταν όμως είδα πόσο άσχημα σε χτύπησε, και όταν ύστερα που προσπαθούσαμε να τον μεταπείσουμε μου είπε εκείνα τα λόγια, το πήρα πλέον απόφαση. Δεν αξίζει να προσπαθήσουμε άλλο να τον σώσουμε.»
Όλοι συμφώνησαν και βυθίστηκαν λίγο ακόμα στη σιωπή, σαν να πενθούσαν, ώσπου πήραν επιτέλους την απόφαση να πάνε να αλλάξουν, να πλυθούν και να ξεκουραστούν.
Ο Σωκράτης δεν ακολούθησε τους γονείς του με το στρατό των Μάγων πίσω στη χώρα τους. Όταν τελείωσε το σύντομο συμβούλιο του απολογισμού της μάχης που είχαν με τον Άρχοντα Έλιο, τους Αρχηγούς των Στοιχείων και τον Άρχοντα της Ανφάνης, τον Νηρέα, ο οποίος δήλωσε συντετριμμένος για το κακό που βρήκε την πόλη τους, ο Μάγος πήγε και βρήκε την Αντιγόνη στο δωμάτιο της. Εκείνη τον αγκάλιασε αμέσως, χωρίς να τη νοιάζει που η στολή του ήταν βρώμικη με σκόνη και αίμα, ανακουφισμένη που τον έβλεπε ξανά και μάλιστα που ήταν ζωντανός. Χωρίς να πουν κουβέντα, τα χείλη τους ενώθηκαν και παραδόθηκαν κι οι δυο στο γεμάτο πάθος και προσμονή αγκάλιασμα. Ο Σωκράτης περίμενε να τον σταματήσει, πίστευε πως θα του έλεγε ότι κουράστηκε να τον περιμένει και επέλεξε τελικά τον Νίμο, όμως εκείνη δεν έκανε τίποτα τέτοιο. Μόνο άρχισε με γρήγορες κινήσεις, ανυπόμονα, να τον απαλλάσσει από την πολεμική ενδυμασία και στη συνέχεια να αγγίζει το σώμα του όπου τον άφηνε γυμνό. Της έβγαλε και εκείνος τα ρούχα ανάμεσα σε παθιασμένα φιλιά και αγγίγματα και έπεσαν κατευθείαν στο κρεβάτι, όπου ενώθηκαν με πάθος και ένταση. Θυμήθηκαν πόσο είχε λείψει το κορμί του ενός στον άλλον και πως μόνο μαζί ήθελαν να είναι.
Ο Σωκράτης πίστευε ότι μόνο η Αντιγόνη ήταν ικανή να τον σώσει πλέον. Αν δεν είχε και αυτήν στη ζωή του, θα κατρακυλούσε ξανά στον αλκοολισμό και την αυτολύπηση, ειδικά μετά την οριστική αποτυχία του να φέρει τον Ιάσονα προς το φως. Όμως έδιωξε όλες αυτές τις σκέψεις όταν βρέθηκε μέσα της.
Όταν αργότερα τελείωσαν και επανήλθαν οι ανάσες τους, όταν την κράτησε στην αγκαλιά του, μόνο τότε κατάφερε να μιλήσει:
«Ξανακύλησα, Αντιγόνη.» της είπε. Εκείνη ανασήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε με τα όμορφα μπλε μάτια της.
«Όσον καιρό είχα εξαφανιστεί, από τη στιγμή που ο Ιάσονας ακολούθησε τον Άνθιμο, ξανακύλησα στο ποτό, ενώ είχα κάνει τόση πρόοδο, ήμουν τόσον καιρό καθαρός χάρη σε εσένα. Κατάλαβα όμως πόσο λάθος τρόπος ήταν αυτός για να αντιμετωπίσω τις τύψεις για την αποτυχία μου. Και κατάλαβα επίσης πως δεν θέλω να σε χάσω... Είσαι σημαντική για εμένα, αγάπη μου και μόνο εσύ μπορείς να με σώσεις. Τόσον καιρό που ήμασταν χώρια, σε σκεφτόμουν με τον Νίμο και τρελαινόμουν. Δεν έπρεπε να φύγω έτσι. Έπρεπε να συνεχίσω να σε διεκδικώ...» Η γυναίκα τον διέκοψε σφραγίζοντας του το στόμα με ένα ακόμα φιλί.
«Δεν συνέβη τίποτα ουσιαστικό με τον Νίμο όσο έλειπες.» του είπε έπειτα και ο Μάγος συγκράτησε τον αναστεναγμό ανακούφισης που του ήρθε. «Μονάχα ένα φιλί ανταλλάξαμε στην παραλία, κι ύστερα του είπα πως ήθελα να είμαστε απλά φίλοι... Μόνο μαζί σου θέλω να είμαι, Σωκράτη. Και θα σε βοηθήσω να κόψεις μια για πάντα το ποτό.» Φιλήθηκαν ξανά. Ο Σωκράτης ένιωσε ένα μικρό τσίμπημα ζήλειας καθώς τη σκεφτόταν να φιλάει εκείνο το Ξωτικό στην παραλία, όμως καθώς το φιλί τους βάθαινε το ξέχασε και αυτό. Τώρα ήταν μαζί και μόνο αυτό είχε σημασία.
Έκαναν πάλι έρωτα. Αυτή τη φορά ήταν η Αντιγόνη από πάνω του, είχε εκείνη τον έλεγχο και τον τρέλανε περισσότερο από κάθε μάγισσα με την οποία είχε πλαγιάσει. Εκείνης της άρεσε που είχε πάρει πρωτοβουλία και μπορούσε να έχει τα ηνία, πράγμα το οποίο δεν είχε τολμήσει ποτέ με τον Ιάκωβο.
Ύστερα έμειναν για αρκετή ώρα ακόμα αγκαλιά, προτού εκείνος σηκωθεί απρόθυμα, λέγοντας της ότι είχε υποχρεώσεις που τον περίμεναν στη Χώρα των Μάγων μετά από τη σκληρή μάχη που έδωσαν.
Δεν της είπε τίποτα σχετικά με όλα αυτά, ούτε για την αποτυχημένη προσπάθεια όλων να πάρουν τον Ιάσονα με το μέρος τους. Η Αντιγόνη το είχε καταλάβει, ήδη από τη στιγμή που είδε τον γιο της πιο απογοητευμένο και συντετριμμένο από ποτέ.
«Ο Αγησίλαος θα με περιμένει στην κεντρική είσοδο για να ανοίξει πύλη.» της είπε όταν ήταν έτοιμος. Εκείνη τον ακολούθησε μέχρι την πόρτα του δωματίου και εκεί τη φίλησε ξανά και της είπε:
«Αυτή τη φορά, δεν φεύγω για πάντα. Θα ξανάρθω, στο υπόσχομαι. Ότι και αν γίνεται, πάντα θα επιστρέφω σε εσένα.» και η Αντιγόνη ένιωσε ξανά ευτυχισμένη, ακόμα και μέσα σε όλο αυτό το χάος και την απειλή του πολέμου που επικρατούσε.
{...}
Νυχτερινή Διάσταση
Οι κραυγές του Αρίσταρχου από τα βασανιστήρια που περνούσε στα σκοτεινά μπουντρούμια του Μαύρου Κάστρου, αντηχούσαν στα αυτιά όσων τύχαινε να περνούν απ' έξω ή ακόμα και πάνω απ' το σημείο στο οποίο τον κρατούσαν, αιχμάλωτο και δεμένο με μαγικές αλυσίδες οι οποίες εμπόδιζαν την Κόκκινη Ενέργεια να βγει. Ακόμα και αν δεν τον είχαν τόσο περιορισμένο όμως, ο Πρώτος Λοχαγός δεν θα μπορούσε να αποδράσει, καθώς η δίψα για αίμα που τον έκανε όλο και πιο αδύναμο θα καθιστούσε κάτι τέτοιο αδύνατον. Του έδιναν μονάχα λίγες σταγόνες αίμα την ημέρα, ίσα για να τον κρατούν στις αισθήσεις του, ενώ πολλές φορές οι βασανιστές του έφερναν και θύματα μπροστά του, εγκληματίες από τον Κόσμο των Ανθρώπων, των οποίων το αίμα έπιναν μπροστά του με σαδιστική ικανοποίηση καθώς εκείνος πάλευε μάταια τρελαμένος από δίψα και εκλιπαρούσε να του δώσουν λίγο.
Μέσα στα βασανιστήρια ήταν φυσικά και το μαστίγωμα στο γυμνό του σώμα, αλλά και βρέξιμο με καυτό νερό, το οποίο δεν θα του άφηνε μόνιμα εγκαύματα όμως ήταν εξίσου επίπονο όσο αν ήταν ένας κοινός θνητός. Τέτοιο πόνο είχε να νιώσει από τότε που ήταν μικρός και του κατέστρεψε ο πατέρας του τα χέρια. Κι ύστερα, ήταν η απόλυτη μοναξιά, τις ώρες που δεν τον βασάνιζαν και ο αποχωρισμός από το δαιμόνιο του που έκαναν την κατάσταση αβάσταχτη, καθώς ο Δούκας κρατείτο κι εκείνος αιχμάλωτος στη Φυλακή Δαιμονίων. Κανένας δεν είχε έρθει να τον δει όλες αυτές τις μέρες, ούτε καν η Θέκλα, με την οποία ήταν αρκετά κοντά και υποτίθεται ότι τον είχε σε εκτίμηση αφού την έσωσε και ήταν κάποτε Λοχαγός της. Μονάχα ένας ήρθε και αυτόν δεν τον περίμενε με τίποτα.
Ο Ιάσονας με ένα ποτήρι αίμα στο χέρι, στεκόταν έξω απ' το κελί όπου κρατούσαν τον Αρίσταρχο.
«Που πηγαίνετε με αυτό, Υψηλότατε; Απαγορεύεται να δώσετε αίμα σε κάποιον βασανιζόμενο.» του είπε ο ένας εκ των δύο φρουρών. Το ελεύθερο χέρι του Μαγικού βρέθηκε στα ξαφνικά γύρω από το λαιμό του. Ο άλλος φρουρός έβαλε το χέρι του στη λαβή του σπαθιού του, δεν το τράβηξε όμως. Ήξερε ότι ο γιος του Άρχοντα τους ήταν πολύ πιο δυνατός από τον ίδιο.
«Θέλεις να μάθει ο πατέρας μου ότι μου αρνήθηκες την είσοδο, κάθαρμα;» ρώτησε με απειλητική φωνή ο Ιάσονας αυτόν που κρατούσε και του οποίου το λαιμό έσφιγγε. «Είμαι ο Πρίγκιπας της Σκοτεινής Διάστασης και μπορώ να έχω πρόσβαση όπου θέλω μέσα στο κάστρο. Έγινα κατανοητός;»
«Μ... Μάλιστα, Υψηλότατε... Με συγχωρείτε.» απάντησε ο άλλος και τον άφησε απότομα.
«Τελείωνε, άνοιξε μου την πόρτα.» διέταξε ο Ιάσονας και ο φρουρός του άνοιξε τη βαριά, χωρίς κάγκελα πόρτα του κελιού. Μέσα στο σκοτάδι, διέκρινε μια μορφή αξιολύπητη, που δεν θύμιζε σε τίποτα τον κάποτε περήφανο Πρώτο Λοχαγό.
Τα χέρια του ήταν δεμένα με αλυσίδες που κρέμονταν απ' το ταβάνι, κρατώντας τον γονατιστό και σκυφτό, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Τα ξανθά μαλλιά του έπεφταν βρώμικα και υγρά από την υγρασία και το καυτό νερό με λάσπη που του είχαν ρίξει λίγο πριν, ενώ το δέρμα του ήταν γεμάτο με πληγές με μαύρο αίμα να τρέχει και εγκαύματα, τα οποία δεν θεραπεύονταν εξαιτίας της περιορισμένης κατανάλωσης αίματος και της έλλειψης δύναμης. Το μόνο ρούχο που φορούσε ήταν ένα μαύρο κουρέλι δεμένο γύρω από τη μέση του το οποίο έπεφτε γύρω από τα πόδια του.
Μόλις τον πλησίασε λίγο και μύρισε το αίμα, ο Αρίσταρχος σήκωσε το κεφάλι του και γρύλισε διψασμένα, τραβώντας μάταια τις αλυσίδες του για να ελευθερωθεί. Ο Ιάσονας πλησίασε κι άλλο και έφερε το ποτήρι στα χείλη του, ανασηκώνοντας το πρόσωπο του για να τον βοηθήσει να πιει. Ο Αρίσταρχος ήπιε το αίμα λαίμαργα και όταν τελείωσε, αρκετές σταγόνες από αυτό έσταξαν από τα χείλη στο σαγόνι του και από εκεί στο πάτωμα μπροστά του.
«Δεν είναι πολύ, είναι όμως αρκετό για να σε ξεδιψάσει προς το παρόν.» του είπε ο Ιάσονας. Ο Αρίσταρχος ύψωσε αργά το βλέμμα του στο δικό του.
«Είσαι το τελευταίο άτομο που περίμενα να δω εδώ κάτω.» είπε. «Γιατί ήρθες; Και γιατί μου έδωσες αίμα να πιω;»
«Επειδή... Ένα άτομο από το παρελθόν μου, μου είχε μάθει να μην κρατάω κακία σε κανέναν, ακόμα και σε άτομα που είχαν σκοπό να με βλάψουν.» του απάντησε και η ματιά του θαρρείς ότι έλαμψε για λίγο, ότι ταξίδεψε στα παλιά, σε μια άλλη ζωή ίσως.
«Α, ναι... Αναφέρεσαι σε εκείνη τη νεαρή Θεραπεύτρια.» συμπέρανε ο Αρίσταρχος, έπειτα συμπλήρωσε: «Πόσο ανόητο πράγμα ο έρωτας, πάντως... Σε κάνει αδύναμο. Στο όνομα του μπορεί να προδώσεις μέχρι και εκείνον που σε έσωσε. Είδες που με έφτασε εμένα...»
«Γιατί δεν ακολούθησες την Ελπινίκη, αφού την αγαπούσες, όπως λες; Δεν ήξερες ότι σε περίμενε τιμωρία αν επέστρεφες στον Άνθιμο;» τον ρώτησε ο Ιάσονας.
«Επειδή η εγωίστρια, δεν με δέχτηκε!» φώναξε με όση φωνή του έβγαινε ο Αρίσταρχος και οι αλυσίδες του κροτάλισαν στο ξέσπασμα οργής του. «Θέλει τη Σκοτεινή Διάσταση μόνο για τον εαυτό της, δεν θα τη μοιραζόταν ποτέ με άλλον άρχοντα. Όμως την περιμένει μέλλον ζοφερό και σύντομο με το δρόμο που επέλεξε...»
«Τι άλλο έχεις δει, σχετικά με εμένα και την Ιφιγένεια;» τον ρώτησε τότε ο Μαγικός αλλάζοντας πάλι το θέμα συζήτησης.
«Τι σημασία έχει; Εξάλλου τώρα δεν έχω πια τη μαντική ικανότητα...» απάντησε παραιτημένος ο άλλος.
«Όταν είχες τη συσκευή όμως, κάτι είχες δει. Κάτι το οποίο είδε και ο Άνθιμος στις σκέψεις σου και μου το κρύβει. Τι ήταν αυτό;» απαίτησε να μάθει.
Ο Αρίσταρχος χαμογέλασε μειλίχια, παρά τον πόνο απ' τις πληγές του.
«Δεν έχει σημασία... Θα μάθεις σύντομα.» του απάντησε. Ο Ιάσονας κανονικά θα έπρεπε να θυμώσει, να τον πιέσει να του πει παραπάνω, όμως κάτι τον συγκράτησε. Ίσως επειδή η κατάσταση του κρατουμένου ήταν ήδη δυσμενής και δεν ήθελε να τον πιέσει άλλο, ίσως πάλι να μην ήθελε να ακούσει για κάποιο μέλλον το οποίο μπορεί και να μη συνέβαινε ποτέ.
«Καλώς.» είπε. «Πάντως ήθελα να ξέρεις, δεν ήρθα εδώ για να σου πάρω τη θέση, Αρίσταρχε. Και σε συγχωρώ για τις σκέψεις που έκανες να με βγάλεις απ' τη μέση. Εξάλλου τιμωρείσαι ήδη και με το παραπάνω.» και με αυτά τα λόγια, του γύρισε την πλάτη για να φύγει, όμως η φωνή του τον διέκοψε:
«Ιάσονα;» Στράφηκε ξανά προς το μέρος του.
«Είμαστε όντως παιδιά του Άνθιμου, ή είμαστε όλοι αιχμάλωτοι του στην πραγματικότητα;» Ο Ιάσονας δεν μπορούσε η δεν ήθελε να απαντήσει σε αυτό. Γύρισε μόνο
και βγήκε απ' το κελί του, κλείνοντας την πόρτα και βυθίζοντας τον ξανά στο σκοτάδι και την απομόνωση, μέχρι το επόμενο βασανιστήριο του.
{...}
Οι τριάντα ημέρες πέρασαν, αν και στον Αρίσταρχο φάνηκαν σαν ένας αιώνας. Η τιμωρία του ολοκληρώθηκε και επανασυνδέθηκε με τον Δούκα. Πονούσε παντού και χρειάστηκε αρκετές ακόμα μέρες για να αναρρώσει και να τραφεί αρκετά ώστε να κλείσουν όλες οι πληγές και να εξαφανιστούν τα σημάδια και τα εγκαύματα. Όταν ήταν σε θέση να περπατήσει ξανά, ανέλαβε πάλι τα καθήκοντα του ως Πρώτος. Ο Άνθιμος τον κάλεσε στο γραφείο του εκείνη τη μέρα.
«Ελπίζω να έβαλες μυαλό, καλέ μου Αρίσταρχε και να μην κάνεις σκέψεις να με προδώσεις ξανά.» Ο Αρίσταρχος χαμήλωσε το κεφάλι πιο ταπεινωμένος από ποτέ και στις σκέψεις του ο Άρχοντας διέκρινε όντως φόβο και μεταμέλεια. Δεν τον ένοιαζε που παρέμενε μαζί του από φόβο και όχι από πίστη ή θαυμασμό τώρα πια, εξάλλου βρισκόταν τόσο κοντά στο σκοπό του τώρα και σύντομα τίποτα από όλα αυτά δεν είχε σημασία.
«Μάλιστα, άρχοντα μου. Κατάλαβα το λάθος μου.» του είπε και ο Άνθιμος ένευσε χαμογελώντας ικανοποιημένος.
Πήρε ξανά την πένα του και επέστρεψε σε αυτό που έκανε, στη συγγραφή δηλαδή του ημερολογίου του.
«Καλώς. Μπορείς να επιστρέψεις στα καθήκοντα σου.» Ο Αρίσταρχος βγήκε απ' το δωμάτιο κουτσαίνοντας. Κάποιος σαδιστής βασανιστής του είχε καταστρέψει τους μύες του ποδιού και θα έκαναν καιρό να επανέλθουν.
Τις ημέρες που ακολούθησαν, εκείνος και ο Ιάσονας ήρθαν λίγο πιο κοντά. Είχε εκτιμήσει το γεγονός ότι τον είχε επισκεφθεί στη φυλακή του και του προσέφερε αίμα, έστω και αυτό το λίγο, και κάποια στιγμή του διηγήθηκε την ιστορία του. Ήταν πολύ απελευθερωτικό να τα αφηγείται όλα αυτά σε ένα τρίτο άτομο μετά τον Λόρδο Άνθιμο και τον Δούκα, ένα άτομο που ήταν έξω από όλα αυτά και δεν είχε ζήσει καν την εποχή που έζησε αυτός σαν Ξωτικό.
Λίγες ημέρες μετά, βρήκε εκείνον και τον Αντίνοο σε ένα απ' τα κοινά σαλόνια του κάστρου να παίζουν ένα περίεργο παιχνίδι με ένα ξύλινο ταμπλό, ζάρια και κάτι στρογγυλά πλακέ πιόνια. Έμοιαζε με σκάκι, αλλά παιζόταν πολύ πιο γρήγορα.
«Φτου, να πάρει!» φώναξε ο Αντίνοος νευριασμένος κάποια στιγμή. «Πάλι εξάρες έφερες;! Μπας και κάνεις τίποτα μαγικά με τα ζάρια και με κλέβεις;!»
«Είμαι απλά τυχερός.» απάντησε ο Ιάσονας με ένα μειδίαμα. Ο Αρίσταρχος πλησίασε, ακόμα κουτσαίνοντας, και τους κοίταξε με σοβαρό ύφος.
«Τι κάνετε;» τους ρώτησε.
«Α, γεια σου, Αρίσταρχε. Βλέπω είσαι καλύτερα. Τίποτα, μωρέ, ο Ιάσονας μου μαθαίνει ένα παιχνίδι από τον Κόσμο των Ανθρώπων, τάβλι λέγεται. Αν και έχω μια υποψία ότι με κλέβει...» γρύλισε έπειτα κοιτάζοντας ξανά τον Μαγικό.
«Μου το είχε μάθει ο θετός μου πατέρας, ο Φαίδωνας.» είπε ο Ιάσονας, προσπαθώντας να διώξει για ακόμα μια φορά απ' το μυαλό του τις χαρούμενες και ξέγνοιαστες εκείνες αναμνήσεις.
«Χμ... Και πως παίζεται αυτό το... τάβλι;» ρώτησε ο Αρίσταρχος.
Ο Ιάσονας του εξήγησε εν συντομία τον τρόπο παιχνιδιού. Όταν τελείωσε, ο Αρίσταρχος είπε:
«Αυτό είναι ένα παιχνίδι για ηλίθιους. Παίξτε σκάκι καλύτερα.»
«Θα παίζαμε, αλλά ο Αντίνοος δεν έχει ούτε την υπομονή, ούτε το μυαλό για να παίξει σκάκι.» απάντησε σοβαρά ο Ιάσονας. Ο Αρίσταρχος γέλασε, σιγανά στην αρχή και ύστερα λίγο πιο δυνατά, παρασύροντας και τον νεαρό. Μόνο ο Αντίνοος απέμεινε να κοιτάει από τον έναν στον άλλον ενοχλημένος, όμως τελικά γέλασε και αυτός φωναχτά.
«Για άλλο σας ήθελα όμως.» σοβάρεψε έπειτα απότομα ο Αρίσταρχος. «Ο Λόρδος Άνθιμος μας θέλει για συμβούλιο. Βρείτε και τη Θέκλα και τον Μύρωνα και συγκεντρωθείτε όλοι στην Αίθουσα Συμβουλίων.»
«Ωχ... Πάλι συμβούλιο;» δυσανασχέτησε βαριεστημένα ο Αντίνοος. «Αφού δεν κοντεύει ο καιρός για την επόμενη μάχη...»
«Μάλλον θα μας ανακοινώσει την ακριβή ημερομηνία, οπότε βιαστείτε. Ξέρετε ότι δεν θέλει να καθυστερούμε στα συμβούλια...»
{...}
Λίγη ώρα μετά, οι Πέντε Λοχαγοί κάθονταν στο μεγάλο τραπέζι στην αίθουσα συμβουλίων.
«Αγαπητοί μου Λοχαγοί.» ξεκίνησε ο Άνθιμος. «Πέρασε ήδη ένας μήνας από τη Μάχη της Ανφάνης και πρέπει να αρχίσουμε να προετοιμαζόμαστε ήδη για την επόμενη μάχη. Ο λόγος λοιπόν που σας κάλεσα όλους εδώ, είναι για να σας ανακοινώσω και επίσημα την ημερομηνία που θα συμβεί αυτό, εφόσον τον τόπο τον γνωρίζετε ήδη. Δύο μήνες λοιπόν από τώρα, δηλαδή τον Σεπτέμβριο, λίγο μετά τη Γιορτή του Φθινοπώρου, θα χτυπήσουμε στο Νότιο Χωριό. Οι εχθροί μας γνωρίζουν ήδη ότι θα επιτεθούμε εκεί, οπότε σίγουρα θα μας περιμένουν, αφού οι ανόητοι θα θέλουν να γιορτάσουν και τον ερχομό του Φθινοπώρου. Ωστόσο δεν θα γνωρίζουν την ακριβή ημερομηνία. Πιθανόν να νομίζουν ότι θα επιτεθούμε κάποια από τις δύο νύχτες της Γιορτής του Φθινοπώρου, όπως είχαμε κάνει και στη Γιορτή του Καλοκαιριού. Εμείς όμως θα αφήσουμε να περάσουν κάποιες μέρες για να επαναπαυθούν. Αυτή τη φορά, θα έχουμε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.» κατέληξε ο Άνθιμος χαμογελώντας σατανικά.
****************************************************************************
Επιτέλους κεφάλαιο μετά από καιρό!!
Πως σας φάνηκε; Είναι λίγο μικρότερο από ότι σας έχω συνηθίσει, όμως έπρεπε να το κόψω εκεί, για να προχωρήσουμε ακόμα δύο μήνες μετά και να προετοιμαστούμε για την επόμενη μάχη.
Είδαμε τον Γιάννη και την υπόλοιπη παρέα συντετριμμένους, καθώς τώρα συνειδητοποίησαν πιο καθαρά ότι ο Ιάσονας είναι όντως εχθρός τους και μάλιστα ακολουθεί τον Άνθιμο με τη θέληση του. Είχαμε επίσης επανασύνδεση Σωκράτη και Αντιγόνης, ένα ζευγάρι που δεν είχα σκεφτεί στην αρχή της ιστορίας όμως μου προέκυψε στην πορεία και ήδη έχω λατρέψει να γράφω... Ύστερα είδαμε λίγο από τη Νυχτερινή Διάσταση, ο Ιάσονας έχει έρθει πιο κοντά με τον Αρίσταρχο και τον Αντίνοο... Και τέλος, ανακοινώθηκε και επίσημα η ημερομηνία της επόμενης μάχης. Πιστεύετε ότι τα Ξωτικά και οι σύμμαχοι θα είναι έτοιμοι;
Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε ξανά το Νότιο Χωριό! Λέω ξανά γιατί το είχαμε δει και στο Πρώτο Βιβλίο στις αναμνήσεις του Ωρίωνα. Άραγε πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα στη σημερινή εποχή και μετά τον αφανισμό των Ορκ; Και πως θα αντιμετωπίσει η Ελπινίκη τις αναμνήσεις του παρελθόντος της εκεί;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top