Κεφάλαιο 61: Μετά τη Λήξη της Μάχης
Ο Έλιος παρέμεινε ξαπλωμένος στο έδαφος, αδύναμος, χτυπημένος και εξαντλημένος από τη μάχη του με τον Άνθιμο όπως και όλοι οι αξιωματικοί του. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι η Μάχη της Ανφάνης είχε επιτέλους τελειώσει και ευχαρίστησε τους Θεούς που τον αξίωσαν να ζήσει άλλη μια μέρα για να δει ξανά τη γυναίκα του και να γνωρίσει το μωρό τους, όταν θα ερχόταν. Το φως του ήλιου άρχισε να τον λούζει και να τον ζεσταίνει, όμως με το ξημέρωμα, μια αφύσικη ησυχία απλώθηκε στην πλάση. Κανένα πουλί δεν κελάηδησε όπως κάθε πρωινό, σαν να πενθούσαν και αυτά τους νεκρούς. Τα λόγια του Άνθιμου αντηχούσαν ακόμα στο μυαλό του Ξωτικού Άρχοντα:
«Αλλιώς είχε δει ο Ιάσονας το θάνατο σου...» Άρα, κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, θα πέθαινε, αφού το είχε δει ο Ιάσονας αυτό ήταν σίγουρο, αν έλεγε την αλήθεια ο Άνθιμος. Το μόνο που του απέμενε να κάνει τώρα, ήταν να περάσει όσο πιο όμορφες στιγμές γινόταν με την Αθηνά και την κόρη τους και να φροντίσει ώστε να μη μείνουν απροστάτευτες όταν εκείνος θα έφευγε και ο θρόνος θα έμενε κενός.
«Άρχοντα Έλιε!» διέκοψε μια φωνή τις σκέψεις του. Ανασηκώθηκε με δυσκολία. Ήταν η Ελπινίκη με τη Ροζαλία.
Η Ελπινίκη, μετά τη μάχη της με τον Αρίσταρχο, άρχισε να αναζητεί τον Άνθιμο, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, εγκατέλειψε την προσπάθεια να τον βρει, γιατί το τάγμα της τη χρειαζόταν και αυτό είχε περισσότερη σημασία. Εξάλλου, ήξερε καλά πως η στιγμή να αναμετρηθεί μαζί του δεν είχε έρθει ακόμα. Στο Νότιο Χωριό. Εκεί θα τελείωναν όλα, εκεί που είχαν αρχίσει. Εκεί που ο Άνθιμος τη μεταμόρφωσε και την καταδίκασε, εκεί θα τον έκανε να πληρώσει για όλα τα κρίματα του ή τουλάχιστον θα προσπαθούσε, κι αν επρόκειτο να πεθάνει στον τόπο καταγωγής της δεν την ένοιαζε καθόλου. Κάποια στιγμή ωστόσο, πληροφορήθηκε από κάποιον δικό της ότι ο Άνθιμος πολεμούσε ενάντια στον Άρχοντα Έλιο και τους πέντε Αρχηγούς του και έσπευσε εκεί για να βοηθήσει. Προτού φύγει, άνοιξε μια πύλη για τη Σκοτεινή Διάσταση και την άφησε ανοιχτή με κάποιον να τη φυλάει, γιατί ήξερε πως σε λίγο θα ξημέρωνε. Η Ροζαλία την ακολούθησε στο ξέφωτο όπου πάλευαν οι δύο Άρχοντες. Τώρα που έφτασαν όμως ήταν πλέον αργά. Είχε ξημερώσει και ο Άνθιμος είχε υποχωρήσει.
Η Ροζαλία κοίταξε τους πεσμένους Αρχηγούς των Στοιχείων γύρω της και η ματιά της σταμάτησε σε έναν συγκεκριμένο.
«Ορέστη...» είπε με αγωνία κι έτρεξε κοντά του.
Η Ελπινίκη πλησίασε τον Έλιο και τον βοήθησε να σηκωθεί.
«Τι κάνετε εδώ, Αρχόντισσα Ελπινίκη; Πρέπει να υποχωρήσετε κι εσείς. Θα καείτε.»
«Έχω αφήσει μία πύλη ανοιχτή για τους δικούς μου. Όσο για εμάς, έχουμε λίγο χρόνο ακόμα.»
«Τελείωσε... Κερδίσαμε τη μάχη, αλλά σίγουρα με πολύ βαριές απώλειες.» της είπε.
«Ναι... Έχασα και εγώ πολλούς.» είπε εκείνη σκύβοντας το κεφάλι με πρωτοφανή θλίψη. «Η επόμενη μάχη θα είναι στο Νότιο Χωριό. Μήπως ανέφερε ο Άνθιμος το πότε;» ρώτησε έπειτα.
«Σε τρεις μήνες.» της απάντησε και η Ελπινίκη ένευσε.
«Τότε έχουμε αρκετό καιρό για να προετοιμαστούμε.»
Στο μεταξύ η Ροζαλία είχε γονατίσει πλάι στον Ορέστη και του κρατούσε το χέρι. Εκείνος άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε. Είχε χρόνια να δει το φως του ήλιου να τη λούζει έτσι και για λίγο πίστεψε πως βρισκόταν μέσα σε κάποιο όνειρο με θύμισες του παρελθόντος.
«Ροζαλία...» ψέλλισε γαλήνιος, και δεν ένιωθε πια πόνο από τις πληγές της μάχης. Εκείνη αναστέναξε ανακουφισμένη που ήταν ζωντανός.
«Τελείωσε, Ορέστη. Η μάχη της Ανφάνης έληξε. Ο Άνθιμος και οι δικοί του υποχωρούν, όμως χτυπηθήκατε όλοι. Πρέπει να βρούμε κάποιον θεραπευτή να σας γιατρεύσει.»
«Είμαι ήδη καλύτερα τώρα που είδα εσένα...» της είπε και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον.
Τότε μόνο συνειδητοποίησε πως η Ροζαλία δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί, εκτεθειμένη στις ακτίνες του ήλιου.
«Πρέπει να φύγεις.» της είπε. «Ο ήλιος θα σε κάψει.» Και ανασηκώθηκε με τη βοήθεια της.
Την ίδια στιγμή, καθώς η Ελπινίκη μιλούσε ακόμα με τον Έλιο, ένιωσε ένα κάψιμο στο δέρμα του προσώπου και των χεριών της. Κοίταξε το χέρι της και είδε καπνό να βγαίνει από αυτό. Το ίδιο συνέβη και με τη Ροζαλία.
«Θα βρισκόμαστε σε επικοινωνία, Άρχοντα Έλιε. Αν συναντήσουμε κάποιον θεραπευτή στο δρόμο μας προς την πύλη, θα τον στείλουμε να θεραπεύσει τις πληγές σας.» είπε η Σκοτεινή Αρχόντισσα και πλησίασε τη Λοχαγό της. «Φεύγουμε, Ροζαλία.» της είπε και εκείνη σηκώθηκε αφήνοντας απρόθυμα το χέρι του Ορέστη. Τον αποχαιρέτησε με ένα ακόμα θλιμμένο βλέμμα και έπειτα, με ταχύτητα φωτός ακολούθησε την αρχόντισσα της.
Στο δρόμο προς την πύλη, συνάντησαν τους θεραπευτές Ζαχαρία και Χρυσάνθη.
«Ο Άρχοντας σας και οι Πέντε Αρχηγοί είναι τραυματισμένοι. Βρίσκονται στο ξέφωτο ανατολικά από εδώ.» τους είπε η Ροζαλία και εκείνοι έσπευσαν αμέσως εκεί. Οι δυο Σκοτεινές γυναίκες κατάφεραν να περάσουν τελευταίες την πύλη, αφού όλοι οι δικοί τους είχαν αποχωρήσει πρώτα, και να εισέλθουν ασφαλείς και ανακουφισμένες στη Σκοτεινή Διάσταση.
Λίγη ώρα μετά, ο Ζαχαρίας και η Χρυσάνθη είχαν θεραπεύσει τον Έλιο και συνέχισαν με τους Αρχηγούς του. Ο Ορέστης πλησίασε τον Άρχοντα, ο οποίος είχε καθίσει σε ένα βράχο καθώς το φως του πρωινού τον έλουζε.
«Εκείνη ήταν, έτσι; Η Ροζαλία ήταν η γυναίκα για την οποία έκανε λόγο ο Άνθιμος.» τον ρώτησε εκείνος. Ο Αρχηγός της Φωτιάς χαμήλωσε το βλέμμα.
«Μάλιστα, Άρχοντα μου. Είχαμε ένα παρελθόν και... δεν ήθελα να παντρευτώ τη Λυδία, όμως υπέκυψα τελικά στις πιέσεις των γονιών μου και αναγκάστηκα να αρνηθώ την αληθινή μου αγάπη. Και όταν την είδα ξανά μετά από τόσα χρόνια... κατάλαβα ότι ακόμα έχω αισθήματα για αυτήν. Όμως τα πολεμάω και δεν έχει συμβεί τίποτα μεταξύ μας, το ορκίζομαι.»
Ο Έλιος απλά ένευσε. Πλησίασαν και ο Νίμος με την Άντρια, οι οποίοι κατάλαβαν για ποιο πράγμα συζητούσαν ο Άρχοντας τους και ο Ορέστης. Στο μεταξύ ο Ζαχαρίας θεράπευε τον Νικόδημο ενώ η Χρυσάνθη τον Αιμίλιο.
«Άρχοντα μου, όσο για αυτά που μάθατε για εμάς...Θα μας... καταδικάσετε; Θα μας μαρτυρήσετε στους Ανώτερους Άρχοντες;» ρώτησε ο Νίμος διστακτικά.
«Όχι, Αρχηγέ Νίμο. Δεν θα το κάνω. Μου είστε πολύτιμοι, και στο κάτω- κάτω δεν έχετε κάνει κάτι πολύ κακό. Όμως θέλω να προσέχετε όλοι σας, γιατί οι Ανώτεροι έχουν κατασκόπους παντού. Εγώ μπορεί να μη σας μαρτυρήσω σε αυτούς, κάποιος άλλος όμως ίσως το κάνει και θα κινδυνεύσετε. Για αυτό σας παρακαλώ να είστε όσο πιο διακριτικοί γίνεται.» τους είπε ο Έλιος προς μεγάλη έκπληξη όλων και σηκώθηκε. «Ελάτε. Έχουμε δουλειά να κάνουμε. Πρέπει να μετρήσουμε τις απώλειες και τις καταστροφές μας.» τους είπε με ύφος πένθιμο, επαναφέροντας τους σε αυτό που έπρεπε να αντιμετωπίσουν τώρα.
{...}
Σκοτεινή Διάσταση
Η Ελπινίκη με τη Ροζαλία βρίσκονταν ξανά στην ασφάλεια της Σκοτεινής Διάστασης, στο σπίτι και καταφύγιο τους. Η Σκοτεινή Αρχόντισσα δεν ήθελε να μιλήσει ακόμα για τη μάχη που προηγήθηκε με τους υπηκόους της, ούτε να μετρήσουν απώλειες. Για την ώρα ήθελε μόνο ένα ποτό, έτσι απελευθέρωσε από τα καθήκοντα τους το στρατό της για σήμερα και μαζί με την καλή της φίλη και Λοχαγό, χωρίς καν να αλλάξουν ρούχα ή να καθαριστούν από το αίμα και τη σκόνη της μάχης πέρα από ένα σύντομο πλύσιμο στο πρόσωπο, πήγαν στο αγαπημένο τους σαλόνι/μπαρ και έφτιαξαν κοκτέιλ με αίμα.
Η Ελπινίκη κάθισε σιωπηλή πλάι στη Ροζαλία και για λίγα λεπτά, τίποτα δεν ακουγόταν, πέρα από τις γουλιές που κατέβαζαν κάθε τόσο.
Τελικά η Αρχόντισσα μίλησε:
«Ο Αρίσταρχος με φίλησε.» είπε, για να εισπράξει ένα σοκαρισμένο βλέμμα από τη φίλη της.
«Τι;! Πως, πότε, που;!» αναφώνησε όταν το πρώτο σοκ πέρασε.
«Κατά τη διάρκεια της μονομαχίας μας. Είπε πως έχει αισθήματα για εμένα και πως ήταν ικανός να προδώσει τον Άνθιμο για χάρη μου, αν του το ζητούσα.» Παρέλειψε τα λόγια του σχετικά με τις προβλέψεις του για τα πιθανά μέλλοντα. Αν επρόκειτο όντως να ίσχυε το μέλλον στο οποίο η ίδια πέθαινε, αυτό δεν ήθελε να το ξέρει από τώρα η Ροζαλία.
«Και τότε, με φίλησε και εγώ τον άφησα.» συνέχισε με φωνή άχρωμη.
«Και...; Τι ένιωσες;» τη ρώτησε σοβαρά η Ροζαλία.
«Τίποτα πέρα από σωματικό πόθο. Όμως στη συνέχεια τον κάρφωσα με το ένα σπαθί μου, καταστρέφοντας του τη φορητή χρονομηχανή και ίσως ένα μέρος του συκωτιού του.»
«Τον... σκότωσες;»
«Όχι. Δεν ξέρω. Τον άφησα να αιμορραγεί και έφυγα για να βρω τον Άνθιμο. Δεν ξέρω γιατί να σου πω την αλήθεια. Κάτι με εμπόδισε να τον αποτελειώσω.»
«Και πολύ καλά έκανες! Γιατί αν ο Αρίσταρχος λέει την αλήθεια και έρθει με το μέρος μας, αν επιβιώσει φυσικά, θα είναι ένας πολύτιμος σύμμαχος.»
«Όχι, χωρίς τη φορητή του χρονομηχανή θα μας είναι άχρηστος. Από αυτήν έβλεπε το μέλλον, κοντινό και μακρινό. Τώρα ούτε στον Άνθιμο θα είναι χρήσιμος.»
«Μα θα έχει πληροφορίες και στοιχεία για τον Άνθιμο!» αναφώνησε η κοπέλα με τα ροζ - γκρι μαλλιά.
«Δεν τον εμπιστεύομαι ούτε στο ελάχιστο.» αντέτεινε η άλλη. «Ίσως δεν εννοούσε καν όσα έλεγε, ίσως ήταν ένα καλοστημένο σχέδιο του Άνθιμου, για να με αποπλανήσει και να πάρει τη Σκοτεινή Διάσταση. Δεν θα τον αφήσω...» είπε και συνέχισαν να πίνουν το ποτό τους σιωπηλές.
«Εσύ και ο Αρίσταρχος...» είπε μετά από λίγο η Ροζαλία με το γνωστό της παιχνιδιάρικο ύφος. «Ποιος να το φανταζόταν. Πάντως θα κάνατε ωραίο ζευγάρι.»
«Πάψε.» της είπε η Ελπινίκη αυστηρά, όμως και στα δικά της χείλη είχε χαραχτεί μια υποψία χαμόγελου.
{...}
Ανφάνη, Χώρα των Ξωτικών
Στο φως του ήλιου φαινόταν όλο το μέγεθος της καταστροφής. Ο Έλιος και οι πέντε Αρχηγοί του, θεραπευμένοι πλέον, περπατούσαν ανάμεσα σε πεσμένους φοίνικες, γκρεμισμένα σπίτια, νεκρούς και τραυματίες τους οποίους οι Θεραπευτές πάλευαν με όσες δυνάμεις είχαν να θεραπεύσουν. Ειδικά ο Νίμος πονούσε περισσότερο από όλους για την Ανφάνη, την πόλη στην οποία είχε γεννηθεί και μεγαλώσει, και δάκρυζε σε κάθε μικρή ή μεγάλη καταστροφή που αντίκριζε, σε κάθε νεκρό ξωτικό που θυμόταν.
«Θα πληρώσει ο Άνθιμος...» είπε σφίγγοντας τις γροθιές του με οργή.
Ο Γιάννης, ο Ηρακλής και η υπόλοιπη παρέα, έκαναν και εκείνοι ό,τι μπορούσαν για να βοηθήσουν, πρόσφεραν νερό στους πληγέντες, τους έδιναν κουράγιο, μετέφεραν τραυματίες σε σημεία όπου βρίσκονταν θεραπευτές, όλοι εκτός από τη Φωτεινή, η οποία είχε αποχωρήσει όπως ήταν φυσικό μαζί με το στρατό της Ελπινίκης στη Σκοτεινή Διάσταση, αφού αποχαιρέτησε πρώτα τους φίλους και την αγαπημένη της, ανακουφισμένη που είχαν βγει όλοι ζωντανοί από αυτή τη μάχη. Η Ιφιγένεια θεράπευε κι εκείνη μαζί με τους γονείς της. Εφόσον η Θεραπεία της ήταν απεριόριστη, χωρίς να της εξαντλεί ενέργεια, ήταν μια πολύ σημαντική βοήθεια. Τα δάκρυα της είχαν στερέψει πια και είχε αφοσιωθεί στο καθήκον της ως Θεραπεύτρια και τίποτα άλλο.
Δεν θα σκεφτόταν ξανά τον Ιάσονα, δεν άξιζε να χύσει ούτε δάκρυ παραπάνω για τον τρόπο που τη χρησιμοποίησε και για όσα έκανε. Αφού δεν κατάφερε ούτε εκείνη να τον σώσει, τότε δεν υπήρχε καμία ελπίδα για αυτόν.
{...}
Ο Αρίσταρχος ακροβατούσε κάπου ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, έχοντας αρχίσει να χάνει την επαφή με το περιβάλλον γύρω του. Ένιωθε ένα κάψιμο, το οποίο όμως δεν τον πονούσε, όπως δεν τον πονούσε ούτε η πληγή από το σπαθί της Ελπινίκης πια, μέσα από την οποία το μαύρο αίμα του ξεχείλιζε ακόμα.
Πεθαίνω; Αυτό ήταν; αναρωτήθηκε. Ποιος να το φανταζόταν ότι θα πέθαινα τόσο εύκολα και μάλιστα από τη λεπίδα της γυναίκας που αγαπούσα... Τουλάχιστον... Τουλάχιστον της μίλησα για το πως νιώθω, γεύτηκα έστω και για λίγο τα χείλη της. Έζησα μερικά δευτερόλεπτα ευτυχίας, ύστερα από μια ζωή γεμάτη με πόνο, αυτολύπηση και πλήξη...
Και καθώς τα σκεφτόταν αυτά, το μυαλό του γύρισε πίσω στη ζωή του, όχι στη ζωή τους ως Σκοτεινό Ξωτικό πλάι στον Άνθιμο αλλά στην προηγούμενη ζωή του ως Ξωτικό της Φωτιάς...
{...}
Πύρινη Πόλη, 300 περίπου χρόνια πριν
Ο ερχομός του γιου του Άρχοντα Αντίλοχου, άρχοντα της Πύρινης Πόλης, κάπου στα βόρεια της χώρας, έφερε μεγάλη χαρά σε όλο το χωριό και έγινε γιορτή μεγάλη μετά τη γέννηση του, την οποία ο Άρχοντας Αντίλοχος και η Αρχόντισσα Σεραφίνα διοργάνωσαν προς τιμήν του νεογέννητου ξωτικού της φωτιάς, συνεχιστή της σπουδαίας αρχοντικής αυτής γενιάς και διαδόχου της εξουσίας αυτής της μεγάλης πόλης με την τεράστια ιστορία. Ήταν και οι δύο πολύ δυνατά Ξωτικά της Φωτιάς, έτσι ήταν σίγουροι ότι και ο γιος τους θα κληρονομούσε τις δυνάμεις τους. Δεν είχαν ιδέα όμως ότι αυτή η δύναμη θα ήταν καταστροφική.
Τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής του Αρίσταρχου, όπως τον βάφτισαν, ήταν πολύ ευτυχισμένα. Όλοι τον λάτρευαν και οι γονείς του τον κακομάθαιναν. Ο πατέρας του είχε αρχίσει ήδη να τον προετοιμάζει για το ρόλο που θα αναλάμβανε μια μέρα, να τον εκπαιδεύει με σκοπό να ελέγχει τη φωτιά αλλά και να του εξηγεί πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος του άρχοντα της πόλης τους, που θα αναλάμβανε κάποια μέρα. Ο μικρός είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα ότι θα κυβερνούσε μια μέρα την Πύρινη Πόλη και συνέχεια για αυτό μιλούσε στους φίλους του και καμάρωνε.
Ήταν όμως δύσκολο παιδί. Πολύ συχνά είχε ξεσπάσματα θυμού και η Σεραφίνα καθόλου υπομονή, μιας και ποτέ της δεν ένιωσε έτοιμη να γίνει μητέρα. Δεν το ήθελε στα αλήθεια το παιδί της, ένιωθε απλά πως ήταν καθήκον της να φέρει στον κόσμο και να αναθρέψει τον διάδοχο της Πύρινης Πόλης. Όσο ο Αντίλοχος τον εκπαίδευε υπομονετικά και του έδειχνε όλη του την αγάπη, άλλο τόσο η Σεραφίνα του φώναζε και τον χτυπούσε όταν δεν καθόταν καλά, πάντοτε όμως όταν δεν ήταν παρών ο σύζυγος της. Μετά όμως αμέσως το μετάνιωνε και του ζητούσε συγνώμη, τον αγκάλιαζε και του ορκιζόταν πως δεν θα το ξανακάνει για να μην τη μαρτυρήσει στον πατέρα του, έτσι ο μικρός πάντα τη συγχωρούσε, μιας κι είχε ανάγκη τη στοργή της, και δεν ήθελε να θυμώσει τον μπαμπά του έτσι δεν του έλεγε ποτέ τίποτα. Όμως το μικρό, ξανθό ξωτικό ήταν σαν ένα ηφαίστειο που κοιμόταν και σύντομα θα εκρύγνητο.
Ήταν πέντε χρονών και κάτι, όταν έγινε. Η μητέρα του προσπαθούσε να τον βάλει να κοιμηθεί για λίγο το μεσημέρι, μήπως βρει λίγο την ησυχία της γιατί είχε κουραστεί να τον κυνηγάει πάνω- κάτω στο σπίτι για να μην κάνει κάποια ζημιά ή κάψει τίποτα. Όμως ο μικρός αρνούνταν πεισματικά να κοιμηθεί γιατί ήταν γεμάτος ενέργεια κι ήθελε να παίξει κι άλλο. Ο Αντίλοχος έλειπε για να εκτελέσει κάποια απ' τα καθήκοντα του ως Άρχοντας.
«Άσε με σου λέω, δεν θέλω!» φώναξε ο Αρίσταρχος, καθώς η μητέρα του τον τραβούσε από το χέρι για να τον βάλει στο κρεβάτι.
«Αρίσταρχε, για τελευταία φορά! Πρέπει να κοιμηθείς! Όλα τα παιδιά κοιμούνται το μεσημέρι για να ξεκουράζονται!» του φώναξε η Σεραφίνα.
«Δεν είμαι κουρασμένος! Δεν θέλω να κοιμηθώ, θέλω να παίξω και να περιμένω τον μπαμπά μου!» πείσμωσε κι άλλο μικρός πατώντας το πόδι του κάτω με νεύρα.
«Μη μου κάνεις πείσματα εμένα!» φώναξε ακόμα πιο δυνατά εκείνη και τον τράβηξε ακόμα δυνατότερα με αποτέλεσμα να τον πονέσει, πυροδοτώντας μια πρωτόγνωρη οργή στον νεαρό δαμαστή της Φωτιάς.
«ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΣΟΥ ΕΙΠΑ! ΔΕΝ ΘΕΛΩ!!» ούρλιαξε και τότε, ένιωσε όλη τη συσσωρευμένη οργή να συγκεντρώνεται στα χέρια του και να εξαπολύεται από αυτήν σε μορφή φωτιάς επάνω στη μητέρα του.
Προτού καταλάβουν κι οι δυο τι συνέβη, η Σεραφίνα είχε καλυφθεί ήδη με φλόγες οι οποίες την κατάπιναν και πάλευε να τις διώξει ουρλιάζοντας, όμως ούτε η δική της φωτιά κατάφερε να ελέγξει εκείνη του γιου της για να αμυνθεί. Ο Αρίσταρχος είχε μείνει σοκαρισμένος και την κοιτούσε ανήμπορος να αντιδράσει. Περίμενε πως θα μαχόταν και θα έσβηνε τη φωτιά του, αφού ως Ξωτικό της Φωτιάς και η ίδια είχε αυτή τη δυνατότητα. Όμως η μητέρα του εξακολουθώντας να ουρλιάζει, έπεσε στα γόνατα καθώς παραμορφωνόταν και έλιωνε μπροστά στα έντρομα μάτια του γιου της. Ο Αρίσταρχος δεν μπορούσε να κουνηθεί. Δεν ήθελε να σκοτώσει τη μαμά του... Όμως η θερμότητα που ένιωθε ήταν τόσο δυνατή, που δεν μπορούσε ούτε εκείνος να τη σβήσει. Η φωτιά άρχισε να εξαπλώνεται από το μικρό του κορμί σε όλο το δωμάτιο.
Εκείνη τη στιγμή επέστρεφε ο Αντίλοχος. Πρώτα είδε τον καπνό από το πάνω πάτωμα του αρχοντικού, έπειτα τις φλόγες.
«Θεοί μου...» ψέλλισε κι άρχισε να τρέχει προς τα επάνω ανεβαίνοντας δυο- δυο τις σκάλες. Έφτασε στο παιδικό δωμάτιο, από όπου προερχόταν η γνώριμη μυρωδιά της φωτιάς και της καμένης σάρκας. Το θέαμα που αντίκρισαν τα γαλανά μάτια του ανάμεσα απ' τις φλόγες ήταν φριχτό: στη μέση του δωματίου κειτόταν το καμένο σώμα της συζύγου του, ενώ μπροστά της στεκόταν ο τρομοκρατημένος γιος του, με φλόγες να αναβλύζουν ακόμα από τα παιδικά του χεράκια και να καίνε τα πάντα.
«Αρίσταρχε!» Με δυο δρασκελιές έφτασε μπροστά του και του άρπαξε τα χέρια, σταματώντας για λίγο τις φλόγες. «Τι έκανες;! Έκαψες τη μητέρα σου;! Ε! Εσύ το έκανες, πες μου!» ούρλιαξε μπροστά στο πρόσωπο του.
Ο μικρός απλά ένευσε με τον τρόμο ακόμα ζωγραφισμένο στα μαύρα μάτια του, τρόμο για τον ίδιο του τον εαυτό, και παραδέχτηκε την ενοχή του. Ο Αντίμαχος τότε βγάζοντας μια οργισμένη κραυγή, έβγαλε φωτιά από τα δικά του χέρια, όπως κρατούσε εκείνα του γιου του, και την εξαπέλυσε όλη εκεί, σφίγγοντας τα συγχρόνως σαν μέγγενη. Ο Αρίσταρχος άρχισε να ουρλιάζει κι αυτός από τον πόνο και να παλεύει μάταια να βγάλει τα χέρια του από εκείνα του πατέρα του. Το πρόσωπο του ήταν μια οργισμένη μάσκα, δεν ήταν αυτός ο μπαμπάς του που ήξερε... Κι έπειτα, όλα έσβησαν. Όλη η φωτιά μαζεύτηκε πίσω στα χέρια του Αρίσταρχου και ο Αντίλοχος πήρε τα δικά του, αφήνοντας τον γιο του να σωριαστεί στα γόνατα και να ξεσπάσει σε ένα κλάμα με μια μίξη φόβου, πόνου και θρήνου για τη νεκρή μητέρα του που ο ίδιος σκότωσε.
Κοίταξε τα τρεμάμενα χέρια του, παλεύοντας να ξαναβρεί τις αναπνοές του. Ήταν καμένα και τα δάχτυλα του παραμορφωμένα, και δεν μπορούσε να τα κουνήσει.
«Σου κατέστρεψα τα χέρια. Τώρα δεν θα μπορείς πια να χρησιμοποιείς τη φωτιά.» άκουσε τη φωνή του πατέρα του από πάνω του να λέει με χαρακτηριστική ηρεμία, που ήταν ανησυχητική σε σχέση με αυτό που μόλις έγινε.
Λίγη ώρα μετά, είχε οδηγήσει τον γιο του σε έναν από τους ξενώνες. Δεν θα παρέμενε σε εκείνο το παιδικό δωμάτιο όπως ήταν φυσικό. Ο Αρίσταρχος καθόταν στο διπλό κρεβάτι, με σκυμμένο το κεφάλι και κοιτούσε πάλι τα χέρια του. Είχε ηρεμήσει κάπως και μονάχα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του σιωπηλά. Ο πατέρας του κάθισε μπροστά του στα γόνατα για να έρθει στο ύψος του και του είπε:
«Λυπάμαι. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Τώρα δεν θα ξανακάνεις κακό σε κανέναν. Όμως κανείς δεν πρέπει να μάθει... Δεν πρέπει να μαθευτεί τι έκανες και τι τέρας είσαι. Για αυτό θα σε κρατήσω εδώ μέσα, κλεισμένο στο Αρχοντικό. Μονάχα εδώ θα είσαι ασφαλής.»
Ο Αρίσταρχος τον κοίταξε με παράπονο στο βλέμμα. Ήθελε να του πει ότι δεν το έκανε επίτηδες, ότι δεν είχε σκοπό να κάψει τη μαμά του όμως εκείνη τη στιγμή δεν μπόρεσε να κρατηθεί, όμως δεν ήξερε αν θα τον πίστευε... Ήδη τον θεωρούσε τέρας και θα τον κλείδωνε μέσα στο σπίτι τους, για πάντα ίσως. Δεν είπε τίποτα. Έσκυψε μόνο πάλι το κεφάλι, αποδεχόμενος τη μοίρα του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top