Κεφάλαιο 60: Το Τέλος της Μάχης

Ωραιόπολη, Βασίλειο του Νότου

Ο Φαίδωνας και η Ευτυχία δεν είχαν ύπνο. Και πως να είχαν δηλαδή, αφού ο γιος τους, όχι απλά συμμετείχε σε αυτόν τον πόλεμο, αλλά ήταν και με το μέρος του εχθρού, εκείνου που ήθελε να καταστρέψει κι έπειτα να κατακτήσει τον Κόσμο. Συμμετείχε κι εκείνος στις καταστροφές που έβλεπαν με αγωνία στα έκτακτα δελτία ειδήσεων, τα οποία όλη νύχτα ενημέρωναν τον κόσμο σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στη Χώρα των Ξωτικών, έτσι παρόλο που αυτή τη φορά, ο πόλεμος δεν μαινόταν στο βασίλειο τους, ένιωθαν λες και βρισκόταν έξω ακριβώς από την πόρτα τους.

Παρακολουθούσαν ο ένας πλάι στον άλλον, καθισμένοι στον καναπέ σαν σε αναμμένα κάρβουνα τις εξελίξεις της μάχης, έβλεπαν τους ρεπόρτερ να δείχνουν την καταστροφή της Ανφάνης γύρω τους, ενώ προσπαθούσαν και εκείνοι να αποφεύγουν ξώφαλτσες επιθέσεις από εχθρικές μαγικές ενέργειες, και ήξεραν ότι ο γιος τους ήταν μέρος όλου αυτού.

«Το παιδί μας, Φαίδωνα... Ο Ιάσονας μας.» ψέλλισε η Ευτυχία δακρύζοντας κάποια στιγμή, χωρίς να ξεκολλήσει τα μάτια της από την οθόνη. «Που κάναμε λάθος; Δεν τον μεγαλώσαμε σωστά, σαν να τον είχα γεννήσει εγώ; Δεν τον κρατούσα στην αγκαλιά μου όταν έκλαιγε τις νύχτες, προσπαθώντας να τον ηρεμήσω και να τον ταΐσω; Δεν του διδάξαμε αξίες για τη φιλία, την οικογένεια και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο; Που κάναμε λάθος;» Ο άντρας της αναστέναξε, ήταν και εκείνος καταβεβλημένος.

«Δεν κάναμε πουθενά λάθος, Ευτυχία.» της είπε. «Ειδικά εσύ ήσουν υπέροχη μητέρα για εκείνον. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πως πάλευες να τον ταΐσεις με το μπιμπερό όταν τον είχαμε βρει, ενώ του έλειπε το γάλα από το στήθος της βιολογικής του μητέρας και η αγκαλιά της. Στην πορεία όμως, έμαθε και στη δική σου αγκαλιά κι άρχισε να νιώθει ασφάλεια. Κι εγώ... Εγώ προσπάθησα να είμαι ο καλύτερος πατέρας που θα μπορούσε να έχει. Όμως, η μοίρα τα έφερε έτσι και επέλεξε αυτό το δρόμο, γλυκιά μου. Το σκοτάδι υπήρχε από πάντα μέσα του, και το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε εμείς ήταν απλά να καθυστερήσουμε την εμφάνιση του. Από τότε που άρχισε να έχει εκείνους τους εφιάλτες, ήξερα κατά βάθος ότι η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη, και προσπάθησα να το αποτρέψω αυτό. Θυμάμαι μια φορά του είχα πει: Όταν παλεύεις με τα τέρατα, πρόσεξε να μη γίνεις κι εσύ ένα από αυτά. Τότε δεν το είχα συνειδητοποιήσει, τώρα όμως ξέρω ότι εκείνα τα λόγια μου ήταν από το προαίσθημα μου ότι ο Ιάσονας θα ολισθήσει προς το κακό.»

Η Ευτυχία άρπαξε το μπράτσο του σαν σανίδα σωτηρίας και τον κοίταξε με μάτια υγρά.

«Φαίδωνα... Σε παρακαλώ, πες μου πως υπάρχει ελπίδα να σωθεί; Ότι ακόμα και τώρα υπάρχει η πιθανότητα να μετανιώσει και να γυρίσει σε εμάς;»

«Δεν ξέρω τι να σου απαντήσω σ' αυτό, Ευτυχία. Ο Ιάσονας πέρασε πολλά που εμείς ίσως καν φανταζόμαστε. Ποιος ξέρει τι έζησε στην εξορία του στο Δάσος της Σύγχυσης... Κι έπειτα τον πήρε ο Άνθιμος κοντά του στη Νυχτερινή Διάσταση και ποιος ξέρει τι του είπε και τον έπεισε να συμμετάσχει σε όλο αυτό. Όλα αυτά τον άλλαξαν και δεν ξέρω αν υπάρχει γυρισμός. Όμως μη σταματάς να ελπίζεις, γλυκιά μου. Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία.» της είπε και η Ευτυχία συμφώνησε.

Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ο γιος της είχε αλλάξει ανεπανόρθωτα. Πίστευε ότι υπήρχε ακόμα μέσα του το καλό, και προσευχόταν να γίνει ένα θαύμα και να βγει ξανά στην επιφάνεια. Και δεν θα έπαυε να το πιστεύει αυτό και να ελπίζει πως θα ερχόταν η στιγμή που θα τον έσφιγγε ξανά στην αγκαλιά της. Θα του τα συγχωρούσε όλα, ό,τι κι αν είχε κάνει. 

{...}

https://youtu.be/nDz5SzpA3Xw

Ανφάνη, Χώρα των Ξωτικών

Ο Ιάσονας χτυπούσε και δεχόταν χτυπήματα, κανένα ικανό να τον σκοτώσει βέβαια γιατί δεν ήταν αυτός ο σκοπός τους. Χρησιμοποιούσε περισσότερο την Κόκκινη Ενέργεια πλέον, παρά την Πράσινη.

Όσο περισσότερο χρησιμοποιεί την Κόκκινη Ενέργεια, τόσο πιο πολύ βυθίζεται στο σκοτάδι... σκέφτηκε ο Σωκράτης προτού δεχτεί ένα χτύπημα του Ιάσονα στην κοιλιά. Στη συνέχεια, ο Μαγικός απώθησε ένα βέλος του Γιάννη, απέφυγε τις σφαίρες του Ηρακλή με ιλιγγιώδη ταχύτητα και επιτέθηκε στο επόμενο άτομο που βρέθηκε μπροστά του, τη Φωτεινή. Άρχισαν να μονομαχούν με τα σπαθιά τους σαν ισοδύναμοι, καθώς και εκείνη πλέον είχε Κόκκινη Ενέργεια. Οι φίλοι της πρώτη φορά την έβλεπαν να μονομαχεί και με σπαθί εκτός από τόξο.

«Ιάσονα, σταμάτα όσο είναι νωρίς!» φώναξε ο Σωκράτης, όταν συνήλθε από το χτύπημα χάρη στη θεραπεία της Ιφιγένειας.

«Ναι, Ιάσονα! Ποτέ δεν είναι αργά!» του φώναξε και ο Παύλος. Όμως ο Σκοτεινός Μαγικός συνέχισε απτόητος και επιτέθηκε στη Ναυσικά. Το νερό άρχισε να την κυκλώνει σαν ασπίδα προστασίας και να απωθεί τα χτυπήματα του Ιάσονα.

Κάποια στιγμή όμως, το σπαθί του διαπέρασε το νερό της και την έριξε στο έδαφος. Δεν πρόλαβε να πλησιάσει όμως, καθώς δέχτηκε ένα χτύπημα από πίσω το οποίο τον έκαψε ελαφρώς. Στράφηκε και είδε τη Φωτεινή πάλι, μόνο που πίσω της στεκόταν πελώρια η Πέρσα, το θρυλικό δαιμόνιο- φοίνικας, η οποία είχε απλωθεί γύρω της και για λίγο μπορούσε να δαμάσει τη φωτιά.

«Παρά τη μεταμόρφωση της, η Πέρσα κράτησε ακόμα τη Δύναμη της Φωτιάς.» είπε ο Ηρακλής εντυπωσιασμένος όπως όλοι.

«Ναι... Και μπορεί να τη χαρίζει για λίγο στη Φωτεινή.» Η Φωτεινή όρμησε με φωτιά αυτή τη φορά στον Ιάσονα και η μονομαχία τους συνεχίστηκε, ώσπου αποδυναμώθηκε και εκείνη. Στη συνέχεια, ένας κεραυνός από την Ηλέκτρα τον χτύπησε.

«Πλήγωσες την κολλητή μου, Ιάσονα! Πρόδωσες όλους εμάς, τους φίλους σου! Μα κυρίως πρόδωσες τον ίδιο σου τον εαυτό!» του φώναξε.

Ο Ιάσονας με μια κραυγή την έσπρωξε και την απώθησε. Ακολούθησαν επιθέσεις από τη Ναυσικά, τον Διονύση και τη Φωτεινή ξανά, ενώ συγχρόνως απέφευγε τα βέλη του Γιάννη και τις σφαίρες του Ηρακλή. Φυσικά, τον στόχευαν σε μη ζωτικά σημεία, όπως είχαν συμφωνήσει, ήταν σίγουροι όμως πως ακόμα κι αν τον πετύχαιναν δεν θα του έκαναν ζημιά, τόσο δυνατός που είχε γίνει, απλώς θα τον αποδυνάμωναν και τότε ίσως είχαν μια ευκαιρία να του μιλήσουν.

Η Ιφιγένεια παρακολουθούσε τη μάχη με μεγάλη αγωνία, έτοιμη να επέμβει αν κάποιος τραυματιζόταν σοβαρά. Ευτυχώς, μέχρι στιγμής μονάχα κάποιες γρατσουνιές και κοψίματα είχαν όλοι. Ήταν ακόμα εξοργισμένη με τον Ιάσονα, δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι λίγο έλειψε να σκοτώσει τον Γιάννη. Μήπως ο Γιάννης είχε δίκιο; Μήπως μέσα σε όλα τα άλλα, δεν τους είχε συγχωρέσει για ό,τι είχε συμβεί κι ήθελε εκδίκηση; Όση οργή και αν της προκαλούσε όμως το θέαμα του να πολεμάει ενάντια στους φίλους τους και την οικογένεια του, τόσο την έθλιβε συγχρόνως. Αν της δινόταν μια ευκαιρία να τον πλησιάσει... Τότε ίσως να κατάφερνε να τον σώσει, να χρησιμοποιήσει τη Θεραπεία της για να γιατρεύσει την ψυχή του, όπως είχε κάνει ήδη άλλες δύο φορές.

Μόνο που τότε ήταν αλλιώς. Τότε το τέρας είχε βγει από μέσα του κι εκείνη κατάφερε να τον δαμάσει. Τώρα ο Ιάσονα φαινόταν να έχει τον απόλυτο έλεγχο και συνείδηση και να ελέγχει εξ ολοκλήρου τον Σκοτεινό εαυτό του, βγάζοντας όταν χρειαζόταν φτερά και Κόκκινη Ενέργεια. Πως θα κατάφερνε να τον σώσει, τη στιγμή που ο ίδιος δεν ήθελε κάτι τέτοιο, όντας αποφασισμένος να ακολουθήσει το κακό; Ο ίδιος της το είχε πει, τότε που ο Ωρίωνας της ζήτησε να μην τον θεραπεύσει αλλά να τον αφήσει να φύγει.

«Δεν μπορείς να σώσεις κάποιον όταν δεν το θέλει», της είχε πει.

Ο Ιάσονας συνέχισε να πολεμάει, μόνος του προς όλους του, να πληγώνει και να πληγώνεται. Πιότερο έμοιαζε με αγώνα αντοχής η μάχη, καθώς προσπαθούσαν όλοι μαζί να τον αποδυναμώσουν. Η επόμενη επίθεση ήρθε από τον Διονύση, ο οποίος έγινε στάχτη και βρέθηκε μπροστά του την αμέσως επόμενη στιγμή σε ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού. Ποιος ήταν αυτός; Καινούργιο μέλος της παρέας; Τα παιδιά φαίνονταν να τον γνωρίζουν... Μήπως κάποιο καινούργιο φλερτ της Ιφιγένειας; Μήπως τον αντικατέστησε τόσο σύντομα. Θα του άξιζε να τον χτυπήσει λίγο πιο δυνατά, αν ήταν έτσι... Έκανε τις επιθέσεις του πιο σφοδρές και το σπαθί του Ξωτικού της Σκόνης έπεσε, όμως προτού προλάβει να του επιτεθεί ξανά, μια χρονοπύλη άνοιξε πίσω του και έπεσε πάνω του ο Αγησίλαος χτυπώντας τον. Γύρισε και συγκρούστηκε μαζί του, έπειτα ο Αγησίλαος άνοιξε πύλη κάτω από τα πόδια του, μπήκε μέσα σ' αυτήν και βγήκε ξανά από πίσω του χτυπώντας τον με το σπαθί. Στη συνέχεια, μια μαύρη μάζα ενέργειας σχηματίστηκε μπροστά του. Ο Ιάσονας σηκώθηκε και είδε μπροστά του τη Μοργκάνα σ' όλο της το μεγαλείο. Φαινόταν πιο δυνατή, σκοτεινή και επιβλητική από ποτέ καθώς τα μαύρα μαλλιά της ανέμισαν εξαιτίας της Μαύρης Ενέργειας που την κύκλωνε.

Όμως το βλέμμα της έγινε γαλήνιο και καθησυχαστικό, καθώς τον πλησίασε κι έβαλε τα χέρια της στους ώμους του.

«Έχω βρεθεί εκεί που είσαι, Ιάσονα. Ξέρω πως είναι να χάνεσαι μέσα στο σκοτάδι, να μην ξέρεις καν ποιος είσαι. Μη φοβάσαι. Εμείς θα σε αποδεχτούμε μαζί με το σκοτάδι σου.» Πάλι φάνηκε να μαλάκωσε η έκφραση του Ιάσονα, όμως έπειτα πήρε ξανά το ψυχρό προσωπείο του και έβγαλε το σπαθί του. Η Μοργκάνα έβγαλε κι εκείνη το δικό της και πολέμησαν σφόδρα για λίγο οι δυο τους, με την Κόκκινη και τη Μαύρη Ενέργεια να εναλλάσσονται. Τελικά η Αρχόντισσα των Μάγων υποχώρησε και βρέθηκε ξανά δίπλα στον Παύλο. Ο Σωκράτης πλησίασε και αυτός.

«Είναι μάταιο. Δεν θα μας ακούσει. Πρέπει να εφαρμόσουμε το δικό μου σχέδιο.» τους είπε. Οι δυο άντρες συμφώνησαν και αφού μετέφεραν τα λόγια της και στους υπόλοιπους, που ακόμα πολεμούσαν όλοι μαζί τον Ιάσονα, άρχισαν να κάνουν προσπάθειες να τον αποδυναμώσουν για να τον αιχμαλωτίσουν.

Ο Ιάσονας δεχόταν τώρα πιο δυνατά χτυπήματα από όλους. Μετά από ένα κύμα φωτιάς από τη Φωτεινή και την Πέρσα, δέχτηκε μία ακόμα επίθεση νερού από τη Ναυσικά κι έπειτα, ένα ηλεκτρικό κύμα από τα χέρια της Ηλέκτρας σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα τον εξάντλησαν κι έριξε τις άμυνες του. Τότε ο Σωκράτης είπε ένα ξόρκι και πέταξε ένα μαγικό σχοινί από Πράσινη Ενέργεια, το οποίο δέθηκε γύρω από το ένα χέρι του. Την ίδια στιγμή, ένα ίδιο σχοινί αλλά φτιαγμένο από ηλεκτρισμό, προήλθε από τα χέρια της Ηλέκτρας και έπιασε το άλλο χέρι του, το δεξί. Η Μοργκάνα, που βρέθηκε πίσω του, έβγαλε κι εκείνη δύο σχοινιά από σκιά και σκοτάδι τα οποία τον εγκλώβισαν καθώς τυλίχθηκαν γύρω από τον κορμό του. Ο Ιάσονας έκανε προσπάθειες να σπάσει τα δεσμά του, μάταια όμως.

«Κρατάτε γερά!» φώναξε ο Σωκράτης. Ο Αγησίλαος άνοιξε μια πύλη προς τη Χώρα των Μάγων, όμως ήταν αδύνατον να τον πετάξουν μέσα. Ο Ιάσονας, παρόλο που είχε χάσει τις δυνάμεις του, αντιστεκόταν σθεναρά κι ήταν αμετακίνητος.

«Ιάσονα!» ακούστηκε τότε η φωνή της Ιφιγένειας.

Τον πλησίασε αργά, όπως τότε που τον είχαν αιχμαλωτίσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ύστερα από τη μάχη του με τον Άνθιμο και τη δεύτερη φορά που μεταμορφώθηκε. Ο Ιάσονας ύψωσε το βλέμμα του στο δικό της το οποίο είχε γίνει βιολετί και συνοδευόταν από δάκρυα. Η ενέργεια μέσα από τα μαγικά σχοινιά όσο πήγαινε τον αποδυνάμωνε και τον έκανε να πέσει στα γόνατα. Το Ξωτικό πλησίασε αργά και γονάτισε μπροστά του.

«Γιατί, Ιάσονα; Αυτό απάντησε μου μόνο. Γιατί τα έκανες όλα αυτά, γιατί ακολούθησες τον Άνθιμο και συμφώνησες στο σκοτεινό του σκοπό; Και αφού είχες σκοπό να παραμείνεις στη σκοτεινή πλευρά, γιατί επέστρεψες για λίγο και μας έδωσες ψεύτικες ελπίδες; Γιατί με έκανες δική σου και μου είπες πως μ' αγαπάς; Ήταν ψέματα όλα, έτσι δεν είναι;» Η φωνή της, γεμάτη παράπονο, τον πονούσε πολύ περισσότερο από ότι τα δεσμά του και οι πληγές από τη μάχη.

«Δεν ήταν ψέματα, Ιφιγένεια. Στα αλήθεια σ' αγαπώ και δεν προσποιήθηκα τίποτα μαζί σου. Ό,τι κάνω... το κάνω και για εσένα. Για να φτιάξω έναν κόσμο όπου θα μπορούμε να είμαστε μαζί χωρίς να απαγορεύεται.» της είπε χαμηλώνοντας το βλέμμα.

Η Ιφιγένεια σηκώθηκε με την οργή να επιστρέφει και τον κοίταξε από πάνω τώρα.

«Τι κόσμο, Ιάσονα;! Έναν κόσμο γεμάτο στάχτες και αποκαΐδια, φτιαγμένο με το αίμα αθώων;! Πιστεύεις στα αλήθεια ότι θα σε ακολουθήσω σε κάτι τέτοιο;!» φώναξε, και ήταν ίσως η πρώτη φορά που την έβλεπε τόσο εξοργισμένη. Η βιολετί φλόγα στα μάτια της έγινε πιο σκούρα, σχεδόν μοβ.

«Σε κάθε πόλεμο υπάρχουν θύματα και από τις δύο πλευρές. Είναι αναγκαίες θυσίες που πρέπει να γίνουν. Σε παρακαλώ, κάνε μόνο λίγη υπομονή και θα καταλάβεις.»

«Αναγκαίες θυσίες;! Ακούς τον εαυτό σου;! Τελικά έγινες όντως ίδιος με τον Άνθιμο.» του είπε και η βιολετί λάμψη στα μάτια της έσβησε. «Όχι, αν είναι έτσι δεν θέλω να είμαι μαζί σου. Είναι μάταιο πια να προσπαθώ να σε σώσω.»

«Η πύλη θα κλείσει!» φώναξε ο Αγησίλαος. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο!»

«Ούτε τα δεσμά μας θα αντέξουν για πολύ ακόμα!» φώναξε η Μοργκάνα.

«Δες τι χάνεις, Ιάσονα! Η Ιφιγένεια δεν θέλει να είναι μαζί σου στον κόσμο που ονειρεύεσαι μαζί με τον Άνθιμο, κι έχει δίκιο! Σε παρακαλώ, προσπάθησε να σκεφτείς λογικά και έλα μαζί μας!» έκανε μια τελευταία προσπάθεια να τον πείσει ο Σωκράτης.

«Ναι, Ιάσονα! Σε παρακαλώ, αγόρι μου, ποτέ δεν είναι αργά! Όλα θα τα φτιάξουμε!» του φώναξε και η Μοργκάνα.

«Και θα έχεις και όλους εμάς, τους φίλους σου, να σε στηρίξουμε!» συμπλήρωσε ο Ηρακλής.

«Αφήστε με ήσυχο! Παρατήστε με όλοι σας!» φώναξε τότε ο Ιάσονας και η Κόκκινη Ενέργεια τον κάλυψε ολόκληρο.

Με μια κραυγή, έσπασε τα δεσμά του και η Κόκκινη Ενέργεια ξεχύθηκε και απλώθηκε παντού γύρω του σαν κύμα, ρίχνοντας τους όλους αρκετά μέτρα μακριά στο έδαφος. Κάποιοι πρόλαβαν να τον δουν να φεύγει πετώντας, μεταμορφωμένος στην πλήρη δαιμονική μορφή του.

Ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος που σηκώθηκε. Ζαλισμένος ακόμα από το χτύπημα, κύριο μέλημα του ήταν αν χτύπησαν τα παιδιά και σε εκείνους έτρεξε πρώτα, αφού οι γονείς του και ο Αγησίλαος σηκώνονταν επίσης και φαίνονταν και εκείνοι να μην έχουν χτυπήσει.

«Είστε καλά;! Χτύπησε κανείς;!» αναφώνησε, βοηθώντας πρώτα τον Γιάννη να σηκωθεί, έπειτα τσεκάροντας τους έναν- έναν. Ευτυχώς, ήταν όλοι τους καλά, σωματικά τουλάχιστον, αν και γεμάτοι μικρές πληγές από τη μάχη και σκόνη. Μονάχα μία δεν έλεγε να σηκωθεί, αν και με μια σύντομη ματιά δεν είχε χτυπήσει πουθενά. Η Ιφιγένεια είχε παραμείνει ξαπλωμένη στο έδαφος, αγκαλιάζοντας τα γόνατα της και κλαίγοντας, έχοντας πλέον παραδώσει κάθε ελπίδα ότι θα μπορούσε να σώσει τον αγαπημένο της.

«Ιφιγένεια;» Η Ηλέκτρα ήταν εκείνη που την πλησίασε πρώτη και γονάτισε πλάι της. «Σήκω, κορίτσι μου. Έχουμε μάχη ακόμα μπροστά μας.»

«Όλα τέλειωσαν, Ηλέκτρα. Ο Ιάσονας τελείωσε για μένα. Δεν θέλω να τον ξαναδώ, ούτε να τον σώσω θα προσπαθήσω ξανά. Είναι μάταιο.» είπε εκείνη ανάμεσα στους λυγμούς της. Η κολλητή της αναστέναξε απογοητευμένη καθώς χάιδευε απαλά την πλάτη της.

«Το ξέρω. Αλλά πρέπει να σταθείς στα πόδια σου και να συνεχίσεις. Έχουμε καθήκον απέναντι στη χώρα μας και στον Κόσμο όλο.»

Ο Γιάννης απομακρύνθηκε οργισμένος κλοτσώντας τις πέτρες, με τον Ηρακλή να τον ακολουθεί, ενώ ο Σωκράτης ξέσπασε και εκείνος:

«Δεν το πιστεύω ότι μας ξέφυγε έτσι μέσα από τα χέρια μας!» φώναξε. Ο Παύλος και η Μοργκάνα τον πλησίασαν.

«Λυπάμαι, γιε μου. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε.» του είπε ο πατέρας του.

«Το σκοτάδι του είναι πολύ ισχυρό. Μπορούσα να το νιώσω να τυλίγει μέχρι και το δικό μου.» είπε η Μοργκάνα.

«Μήπως του έχει κάνει μάγια ο Άνθιμος;» ρώτησε ο Αγησίλαος.

«Όχι.» απάντησε σίγουρος ο Σωκράτης. «Αν όντως υπήρχε κάποιο ξόρκι που να έδενε τον Ιάσονα με εκείνον και να υπάκουε τυφλά στις εντολές του, θα το ένιωθα. Δεν μπόρεσα να ανιχνεύσω κανένα ξόρκι πάνω του. Ο Ιάσονας είναι στα λογικά του και δρούσε με δική του βούληση, αν και ακόμα παλεύει μέσα του.»

«Άρα υπάρχει ελπίδα.» είπε η Ηλέκτρα, που άκουσε τη συζήτηση.

Η Ιφιγένεια είχε ανασηκωθεί καθιστή τώρα στο έδαφος και στο πλάι της βρίσκονταν η Φωτεινή με τη Ναυσικά, οι οποίες την παρηγορούσαν.

«Δεν ξέρω αν υπάρχει ελπίδα.» απάντησε ο Σωκράτης στο Ξωτικό του Ηλεκτρισμού. Εκείνη δάκρυσε και ο Διονύσης την αγκάλιασε.

«Αν όμως είναι γραφτό ο Ιάσονας να επιστρέψει στο φως, θα επιστρέψει πάση θυσία. Αλλά θα το κάνει μόνος του, χωρίς την παρέμβαση κανενός. Εμείς πρέπει να αφοσιωθούμε τώρα στο καθήκον μας απέναντι στη σωτηρία του Κόσμου.» συμπλήρωσε ο Παύλος. «Ξεκουραστείτε λίγο και επιστρέφουμε στην κυρίως μάχη.»

Ο Σωκράτης απομακρύνθηκε για να πιει από το φλασκί του. Το άδειασε σχεδόν όλο.

{...}

Ο Άνθιμος είχε το πάνω χέρι. Τους είχε αποδυναμώσει όλους, ενώ αυτή η μάχη έμοιαζε να μην έχει τελειωμό. Ο Αιμίλιος και η Άντρια βρίσκονταν ήδη κάτω, αδύναμοι και άσχημα χτυπημένοι. Χτύπησε με Μαύρη Μαγεία για ακόμα μια φορά τον Νίμο, ρίχνοντας τον αρκετά μέτρα μακριά, ενώ όταν ο Νικόδημος έσπευσε να τον θεραπεύσει, τον χτύπησε και εκείνον. Ο Ορέστης του όρμησε σε μία ακόμα επίθεση με φωτιά, όμως ένα σκιώδες, μαύρο πλοκάμι βγήκε από το σώμα του, τυλίχθηκε γύρω από το λαιμό του Αρχηγού της Φωτιάς και αφού τον σήκωσε λίγο πάνω απ' το έδαφος, τον πέταξε με δύναμη κάτω. Ο Έλιος με μια κραυγή και υψωμένο σπαθί του όρμησε, και συγκρούστηκαν οι δυο τους σε μια μονομαχία πιο σκληρή από πριν. Ούτε και ήξερε που έβρισκε τη δύναμη ο Ξωτικός Άρχοντας να παλεύει ακόμα. Όλοι του οι Αρχηγοί βρίσκονταν κάτω, δεν ήξερε πόσες ελπίδες είχε... Ο Σκοτεινός Άρχοντας κατάφερε και τον πέταξε κι εκείνον, αφού τον αφόπλισε πρώτα τραυματίζοντας του το χέρι. Ο Έλιος πάλεψε να ανασηκωθεί και τον είδε για μία ακόμα φορά από πάνω του, με εκείνο το απαίσιο, σαρδόνιο χαμόγελο.

«Αλλιώς το είχε δει ο Ιάσονας. Τι κρίμα... Το περίμενα πιο συναρπαστικό.» είπε με προσποιητό παράπονο στη φωνή του.

«Τι εννοείς, απαίσιε;» του έφτυσε.

«Το θάνατο σου. Δεν περίμενα να είναι τόσο εύκολο να σε σκοτώσω, και μάλιστα από την πρώτη μάχη... Ας είναι όμως. Αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, θα σε αποτελειώσω τώρα.» και ύψωσε το σπαθί του προς το μέρος του.

Ο Έλιος το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν η Αθηνά και η κόρη τους, την οποία ποτέ δεν θα γνώριζε και θα γινόταν αυτό ακριβώς που φοβούνταν εκείνος κι η Αθηνά: θα έπεφταν όλοι πάνω της, θα την ανάγκαζαν να παντρευτεί ξανά για να κυβερνήσει αρσενικός... Κι έπειτα, τι θα απογίνονταν οι υπήκοοι του σε ετούτο τον πόλεμο; Πως θα πολεμούσαν χωρίς εκείνον;

Λυπάμαι... Σας απογοήτευσα όλους. Τουλάχιστον θα πεθάνω ηρωικά, σαν τον πατέρα μου. Και ας ήταν ό,τι ήταν... Δεν πρόλαβε να σκεφτεί κάτι άλλο, γιατί τότε κάτι σταμάτησε το χέρι του Σκοτεινού Άρχοντα που είχε υψώσει το σπαθί. Ήταν το φως του ήλιου, το οποίο έπεσε αμέσως πάνω του και τον έκανε να φαίνεται ακόμα πιο χλωμός από ότι ήταν. Παρασυρμένος από τη μάχη και το σατανικό ενθουσιασμό, δεν είχε αντιληφθεί το φως που χάραζε στον ορίζοντα.

«Τελείωσε κιόλας;» είπε, σαν παιδί που του έλεγαν ότι το παιχνίδι είχε τελειώσει και ότι έπρεπε να επιστρέψει σπίτι. «Τελικά όντως δεν ήταν γραφτό να πεθάνεις σήμερα, Έλιε. Θα δείξω έλεος αφού ξημέρωσε, γιατί πρέπει εγώ και οι δικοί μου να υποχωρήσουμε. Δεν θέλω να καούν άλλα παιδιά μου στον ήλιο...» είπε ο Άνθιμος. «Θα τα πούμε στο Νότιο Χωριό σε τρεις μήνες.» Και με ένα τελευταίο, ειρωνικό μειδίαμα, έβαλε το σπαθί ξανά στη θήκη του και απομακρύνθηκε με ταχύτητα φωτός. Ο Έλιος σηκώθηκε με δυσκολία. Στο βάθος, μπορούσε να διακρίνει αρκετούς από το στρατό του Άνθιμου να υποχωρούν τρέχοντας, ακολουθώντας τον άρχοντα τους στο σημείο όπου θα άνοιγε πύλη για τη Νυχτερινή Διάσταση.

Η μάχη της Ανφάνης είχε τελειώσει. Τα Ξωτικά και οι Σύμμαχοι ήταν οι νικητές, αλλά με τι κόστος...;  

********

Πάει κι αυτό το κεφάλαιο, πάει και η μάχη της Ανφάνης, κι αν κρατήσουν και οι υπόλοιπες μάχες τόσα κεφάλαια, μαζί με τα ενδιάμεσα, μας βλέπω να φτάνουμε τα 100, καινούργιο ρεκόρ κεφαλαίων για εμένα 😜 Πως σας φάνηκε τούτο εδώ; Μου πήρε αρκετές μέρες να το τελειώσω και ομολογώ ότι ειδικά στη μάχη του Ιάσονα με τους φίλους του ένιωσα πως το χάνω λίγο. Όμως ξαναβρήκα την έμπνευση μου και το συνέχισα. 

Στο επόμενο θα δούμε τον απολογισμό της μάχης, αντιδράσεις και από τα δύο μέτωπα, αψιμαχίες αλλά και ευχάριστα γεγονότα, γεννητούρια, επανασύνδεση ενός ζευγαριού (ποιοι να είναι άραγε;) Από όλα θα έχουμε!! Δεν ξέρω αν θα χωρέσουν όλα αυτά σε ένα κεφάλαιο, ίσως πάρει και δύο. Αυτά από εμένα!! Τα σχόλια δικά σας, αν θέλετε φυσικά και θα τα πούμε στο επόμενο 🖤🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top