Κεφάλαιο 59: Έλιος Εναντίον Άνθιμου

Η Ιφιγένεια δεν μπορούσε να το πιστέψει καθώς προσπαθούσε να θεραπεύσει τον Γιάννη. Ο Ιάσονας του το έκανε αυτό; Ακόμα δεν μπορούσε να το δεχτεί. Ο Ηρακλής δεν έλεγε τίποτα, μόνο περίμενε και εκείνος με αγωνία, γονατιστός από την άλλη πλευρά. Σε λίγα λεπτά, το χρώμα είχε επιστρέψει στο πρόσωπο του Γιάννη καθώς έκλειναν οι πληγές του.

«Διέφυγε τον κίνδυνο.» είπε η Ιφιγένεια με ανακούφιση, συνεχίζοντας όμως να διαχέει τη βιολετί ενέργεια μέσα από τα χέρια της στο σώμα του, ώσπου τελικά ο Γιάννης άνοιξε τα μάτια του. Το έργο της είχε τελειώσει, οπότε απομάκρυνε τα χέρια της.

«Ιφιγένεια...» ψέλλισε ο φίλος της. «Τα κατάφερε ο Ηρακλής. Σε βρήκε και με έσωσες. Πίστεψα για δεύτερη φορά ότι θα πέθαινα...»

«Εκείνος... Σου το έκανε αυτό;» ρώτησε διστακτικά εκείνη.

«Ναι... Ο Ιάσονας με τραυμάτισε. Εγώ φταίω. Τον προκάλεσα... Ήθελα να δω μέχρι που μπορούσε να φτάσει. Αν θα μου έκανε κακό, ή αν απλά θα πάλευε αμυντικά.» της είπε αυτά που δεν ήθελε να ακούσει.

«Όμως... Όμως δεν σε σκότωσε, έτσι δεν είναι; Θα μπορούσε να το κάνει.»

«Η πληγή ήταν θανάσιμη, Ιφιγένεια.» είπε ο Ηρακλής με θλίψη. «Θα πέθαινε αργά αν δεν σε έβρισκα για να τον σώσεις. Λυπάμαι που το λέω, αλλά ο Ιάσονας έχει πάρει ένα δρόμο χωρίς γυρισμό. Δεν είναι αυτός που ξέραμε.»

Η θλίψη της νεαρής Θεραπεύτριας ξαφνικά μετατράπηκε σε κάτι πρωτόγνωρο, κάτι που δεν συνήθιζε να νιώθει: οργή. Ένιωθε εξοργισμένη με τον Ιάσονα. Μέχρι τώρα, ήλπιζε ακόμα πως θα υπήρχε ελπίδα. Έκανε σενάρια μέχρι και για ένα πιθανό σχέδιο στο οποίο είχε καταφέρει να ξεγελάσει τον Άνθιμο, ίσως έλεγχε τις σκέψεις του μπροστά του... Αν όμως συνέβαινε πράγματι αυτό, τότε δεν θα έκανε κακό στους φίλους του. Δεν θα τραυμάτιζε τον Γιάννη, τον καλύτερο του φίλο, τουλάχιστον όχι τόσο σοβαρά, ακόμα και αν βρισκόταν σε άμυνα. Όντως ο Ιάσονας είχε αλλάξει ανεπανόρθωτα. Εκείνο το «γιατί» όμως, ακόμα αντηχούσε στο μυαλό της.

Γιατί να επιστρέψει, να τους δώσει πληροφορίες για τον Άνθιμο και να τους ξεγελάσει όλους ότι μετάνιωσε; Γιατί να της πει ότι την αγαπάει και να της κάνει έρωτα αφού σκόπευε να επιστρέψει σε εκείνον; Μήπως τελικά μετάνιωσε που επέστρεψε στο φως; Μήπως κατάλαβε λανθασμένα ότι ανήκε στη Νυχτερινή Διάσταση, ότι ο Κόσμος δεν θα τον δεχόταν ποτέ; Συγκρατώντας όμως την οργή της, σηκώθηκε και βοήθησε μαζί με τον Ηρακλή και τον Γιάννη να σηκωθεί.

«Πρέπει να επιστρέψουμε στη μάχη.» είπε εκείνος. «Η νύχτα είναι μεγάλη ακόμα.»

«Είσαι εντάξει, φίλε μου; Μπορείς να παλέψεις;» τον ρώτησε ο Ηρακλής.

«Ναι. Και πρέπει να συνεχίσω να παλεύω. Όλοι μας πρέπει. Κι αν πετύχουμε ξανά τον Ιάσονα, να τον δούμε σαν έναν κοινό εχθρό αυτή τη φορά.»

Η Ιφιγένεια συμφώνησε, κάνοντας την καρδιά της πέτρα. Πόσο θα ήθελε να μην πονούσε, να μην ένιωθε καθόλου συναισθήματα, σαν την Ελπινίκη... Αν έλεγε αλήθεια και δεν ένιωθε όντως τίποτα κι εκείνη. Επιστρατεύοντας όσο κουράγιο μπορούσε, συγκράτησε τα δάκρυα της και ακολούθησε τα δύο αγόρια στο πεδίο της μάχης. Εκεί, συνάντησαν τον Σωκράτη μαζί με τους γονείς του. Είχαν για την ώρα κρατήσει πίσω τα στρατεύματα του εχθρού, οπότε για λίγο το τοπίο ήταν καθαρό και μπόρεσαν να τους πλησιάσουν, την ίδια ώρα που οι στρατιώτες- μάγοι τους πολεμούσαν στο βάθος.

«Παιδιά!» αναφώνησε ο Σωκράτης. Βλέποντας το αίμα στη στολή του Γιάννη, βρέθηκε αμέσως μπροστά του.

«Τι συνέβη; Πληγώθηκες... Εγώ φταίω. Υποσχέθηκα στη μητέρα σου να σε προσέχω κι όμως διέφυγες της προσοχής μου. Τι ηλίθιος που είμαι...!»

Μόλις τελείωσε το φράση του, ο Μάγος έβγαλε μέσα από το πανωφόρι της σκούρας μπλε στολής του ένα φλασκί με ποτό και ήπιε μερικές γουλιές.

«Μην πίνεις άσκοπα, Σωκράτη. Μια χαρά είμαι τώρα. Πάλεψα με... τον Ιάσονα και με τραυμάτισε, όμως η Ιφιγένεια με έσωσε.» προσπάθησε να τον καθησυχάσει ο Γιάννης, ρίχνοντας μια ματιά στους παππούδες του πρώην κολλητού του.

«Με τον Ιάσονα;!» αναφώνησε ο Παύλος.

«Ναι, Άρχοντα Παύλο. Δυστυχώς, έχει αλλάξει οριστικά. Υπέκυψε στην πλύση εγκεφάλου που του έκανε ο Άνθιμος. Έκανε λόγο για έναν καλύτερο Κόσμο, έναν Κόσμο που θα είναι παράδεισος μόνο για όσους ακολουθήσουν τον Άνθιμο και εκείνον. Έναν Κόσμο βυθισμένο στην αιώνια νύχτα και χτισμένο επάνω σε συντρίμμια και πτώματα. Ακριβώς τα πιστεύω του Άνθιμου δηλαδή.» είπε και είδε τη θλίψη και την απογοήτευση να διαγράφεται στα πρόσωπα όλων τους.

«Πρέπει να τον βρούμε και να προσπαθήσουμε να τον μεταπείσουμε! Ίσως όλοι μαζί καταφέρουμε κάτι!» είπε η Μοργκάνα γεμάτη αγωνία.

«Είναι μάταιο. Δεν θα μας ακούσει.» είπε ο Ηρακλής.

«Πρέπει να κάνουμε μια προσπάθεια.» είπε ο Σωκράτης. «Δεν μπορεί να ξέχασε όλα όσα ζήσατε, όλες τις στιγμές μαζί με εσάς, με εμένα και με όλους μας. Θα έχει μείνει έστω και λίγο φως μέσα του. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι εκείνο το καθίκι ο Άνθιμος του άλλαξε μυαλά.»

«Ο Άρχοντας Έλιος μας απαγόρευσε να τον πλησιάσουμε, όμως θα είναι απασχολημένος. Εκείνος και όλοι οι Αρχηγοί των Στοιχείων θα πάνε να βρουν τον Άνθιμο και να τον πολεμήσουν.» πήρε το λόγο ο Παύλος και στράφηκε στα παιδιά: «Βρείτε όσους πιστεύετε ότι μπορούν να μας βοηθήσουν. Φίλους δικούς σας και του Ιάσονα ίσως... Θα συναντηθούμε εδώ ξανά σε μισή ώρα και θα πάμε να βρούμε τον Ιάσονα.»

«Πάνω στη μάχη, θα προσπαθήσουμε να του αλλάξουμε γνώμη. Αν δεν καταφέρουμε να τον μεταπείσουμε ούτε με αυτόν τον τρόπο, θα ακολουθήσουμε τον δικό μου.» είπε η Αρχόντισσα Μοργκάνα.

«Ο οποίος είναι...;» απόρησε ο Γιάννης.

«Θα τον αιχμαλωτίσουμε και θα τον στείλουμε επιτόπου στη Χώρα των Μάγων, αν καταφέρουμε να τον πιάσουμε. Εκεί θα έχουμε περισσότερο χρόνο να τον αλλάξουμε, να τον φέρουμε ξανά στο φως. Είναι παράτολμο βέβαια, γιατί τότε ίσως ο Άνθιμος φέρει τον πόλεμο σε εμάς για να τον διασώσει. Ας είναι όμως. Θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να σώσουμε τον εγγονό μας, αν υπάρχει έστω μια τελευταία ελπίδα.»

Όλοι συμφώνησαν με το σχέδιο και η Ιφιγένεια αναθάρρησε. Ίσως αν έβλεπε εκείνη ξανά, να κατάφερνε να του αλλάξει γνώμη, αν πράγματι την αγαπούσε κι αν σήμαινε κάτι όσα έζησαν την προηγούμενη νύχτα.

«Πηγαίνετε τώρα να βρείτε όσους μπορείτε. Εμείς θα συγκεντρώσουμε μια ομάδα μάγων και εσύ, Σωκράτη, βρες τον Αγησίλαο.» έδωσε εντολή ο Παύλος.

«Μάλιστα, πατέρα.» είπε ο γιος του και η ομάδα χωρίστηκε.

{...}

Σε μια μεγάλη πλατεία της Ανφάνης, η μάχη είχε εξελιχθεί αρκετά καλά για τον Άνθιμο, ο οποίος χαμογελούσε με ικανοποίηση βλέποντας τα πτώματα των εχθρών παντού γύρω του. Τα περισσότερα από αυτά τα πτώματα είχαν στερέψει από αίμα, καθώς οι δικοί του έπιναν ελεύθερα σβήνοντας τη δίψα τους. Έχαναν βέβαια τη μάχη, είχε χάσει πολλούς στρατιώτες, ο Αρίσταρχος ήταν εξαφανισμένος, μπορεί και να είχε σκοτωθεί. Όμως δεν τον ένοιαζε καθόλου, γιατί το τίμημα που θα πλήρωναν οι εχθροί για τη νίκη τους θα ήταν πολύ μεγάλο και θα τους έριχνε τις άμυνες για την επόμενη μάχη.

«Άνθιμε!» άκουσε ξαφνικά μια γνώριμη φωνή. Γύρισε και είδε τον Άρχοντα Έλιο, τους Τέσσερις Αρχηγούς των Στοιχείων, καθώς επίσης και τον Αρχιθεραπευτή του, να στέκονταν αντίκρυ του.

Ένα ειρωνικό χαμόγελο σχηματίστηκε αμέσως στα χείλη του.

«Ω... Ο αγαπητός Άρχοντας Έλιος. Κι έλεγα κι εγώ, που κρύβεται αυτή η ψυχή; Δεν θα έρθει να με πολεμήσει, ή τόσο πολύ με φοβάται πλέον;»

«Δεν σε φοβάμαι, Άνθιμε! Θα σε σταματήσω εδώ και τώρα και θα πληρώσεις για όσα έκανες!» του φώναξε εκείνος, προκαλώντας του ένα κύμα γέλιου.

«Με ποιους; Με αυτούς τους πέντε μόνο; Αξίζω όσο πολλοί περισσότεροι από εσάς, αγαπητέ. Θέλεις να ρισκάρεις να χάσεις και τους πέντε αρχηγούς σου;»

«Παράτα τα, Άνθιμε! Δες πόσους έχεις χάσει και εσύ!»

«Αυτοί δεν είναι τίποτα μπροστά στην καταστροφή που έχω προκαλέσει στην όμορφη Ανφάνη. Θα δεις στο φως της ημέρας, καλέ μου...»

«Θα πάρω εκδίκηση για την Ανφάνη, τέρας!» φώναξε ο άλλοτε χαλαρός Νίμος, που στεκόταν αποφασισμένος πλάι στον Έλιο.

«Ας του κλείσουμε το στόμα επιτέλους, Άρχοντα μου.» είπε ο Ορέστης ανάβοντας φωτιά στο σπαθί του. Στο πλάι του στάθηκαν επίσης οι υπόλοιποι Αρχηγοί, η Άντρια, ο Αιμίλιος και ο Αρχιθεραπευτής Νικόδημος.

Ο Άνθιμος έριξε πάλι μια ματιά σε όλους τους, ζυγιάζοντας τους έναν - έναν με το βλέμμα του και έπειτα γέλασε και είπε:

«Νομίζεις ότι μπορείς να με νικήσεις; Με αυτούς;! Δεν είναι καν πιστοί στους νόμους των Ξωτικών!»

«Άνθιμε...» γρύλισε προειδοποιητικά ο Ορέστης.

«Τι θες να πεις με αυτό;» αναρωτήθηκε ο Έλιος.

«Μην τον ακούτε, Άρχοντα μου! Προσπαθεί να παίξει με το μυαλό σας!»

«Ναι, ε; Λοιπόν, Άρχοντα Έλιε, δεν είχα σκοπό να στα αποκαλύψω αυτά, όμως αφού με προκάλεσαν οι Αρχηγοί σου δεν μπορώ να κάνω αλλιώς: Ο Αρχηγός της Φωτιάς παριστάνει τον ηθικό σύζυγο και οικογενειάρχη, ενώ στην πραγματικότητα ποθεί μια άλλη που δεν είναι καν Ξωτικό, πραγματικό τουλάχιστον. Στο μυαλό του έχει απιστήσει ήδη.»

«Κάθαρμα!» φώναξε ο Ορέστης.

«Τι...;» απόρησε γεμάτος δυσάρεστη έκπληξη ο Έλιος.

Οι υπόλοιποι αρχηγοί έδειξαν να σοκάρονται, εκτός από τον Νίμο, ο οποίος έσκυψε το κεφάλι.

«Και ο Αρχηγός του Νερού είναι ερωτευμένος με μία θνητή και την παραμονή της Πρώτης Νύχτας του φεστιβάλ φιλιόταν μαζί της στην παραλία.»

«Λέει αλήθεια;» ρώτησε ο Έλιος τους δυο αρχηγούς του.

«Αλήθεια είναι. Διάβασε τις σκέψεις μας ο μπάσταρδος! Όμως αυτά δεν είναι επί του παρόντος, Άρχοντα μου! Τώρα προέχει να πολεμήσουμε τον Άνθιμο! Θα τα συζητήσουμε μετά τη μάχη όλα αυτά!»

«Δεν τελείωσα με τις αποκαλύψεις, Αρχηγέ της Φωτιάς.» συνέχισε ο Άνθιμος. «Η Αρχηγός της Γης πλαγιάζει με γυναίκες. Για αυτό εδώ και χρόνια δεν δέχεται να παντρευτεί, παρά τις πιέσεις των Ανώτερων Αρχόντων. Όσο για τον Αρχιθεραπευτή, του αρέσουν τα τυχερά παιχνίδια, οι πόρνες και ο τζόγος.» Οι δυο Αρχηγοί στους οποίους αναφερόταν άνοιξαν διάπλατα τα μάτια τους, καθώς και οι δικές τους σκέψεις και πάθη βγήκαν στην επιφάνεια.

«Λοιπόν, Έλιε; Πως κάνετε λόγο περί ηθικής εσείς τα Ξωτικά, τη στιγμή που οι ανώτεροι δεν τηρείται καν τους νόμους ηθικής;» συνέχισε ο Άνθιμος.

Ο Άρχοντας Έλιος τους κοιτούσε τώρα απογοητευμένος και ήταν σχεδόν σίγουροι ότι θα ακολουθούσε τιμωρία μετά τη μάχη.

Σίγουρα θα τους αποκάλυπτε στους Ανώτερους Άρχοντες και θα τους δίκαζαν για αυτό. Όμως ο Έλιος απλά γύρισε πάλι προς τον Άνθιμο και του είπε:

«Κανείς δεν είναι τέλειος. Οι Αρχηγοί μου έχουν πάθη και σκοτεινές επιθυμίες, το παραδέχομαι. Όμως με έχουν υπηρετήσει πιστά έως τώρα και έχουν οδηγήσει σωστά τα στρατεύματα στη μάχη, όπως και στον προηγούμενο πόλεμο.» έσφιξε ακόμα περισσότερο το σπαθί του, πιάνοντας τη λαβή του και με τα δύο χέρια σε θέση επίθεσης. «Όπως θα πολεμήσουν μαζί μου τώρα και εσένα. Όλοι πάνω του!» πρόσταξε και αμέσως ξεκίνησαν απανωτές επιθέσεις, τις οποίες ο Άνθιμος περίμενε ήδη.

Μια μάζα φωτιάς, ένα κύμα νερού και μια ριπή ανέμου έφυγαν συγχρόνως σχεδόν από τα σπαθιά, τις οποίες ο Άνθιμος απέκρουσε. Στη συνέχεια ένα κλαδί από το χέρι της Άντριας τον εγκλώβισε καθώς τυλίχθηκε γύρω του. Ο Ορέστης άφησε την οργή να τον κυριεύσει, πυροδοτώντας τις φλόγες σε όλο του το σώμα και έπειτα, συγκεντρώνοντας τες στο σπαθί του, του πέταξε πάλι φωτιά. Τον πέτυχε, αλλά του έκανε ελάχιστη ζημιά. Έπειτα ο Άνθιμος έβαλε όλη του τη δύναμη και αφού έσπασε τα δεσμά του, έριξε στον καθένα τους από μία μάζα σκοτεινής ενέργειας μέσα απ' το σπαθί του. Τους έριξε μερικά μέτρα μακριά και ο Νικόδημος έσπευσε πρώτα στον Νίμο, που ήταν ο πιο κοντινός, για να τον θεραπεύσει, την ίδια στιγμή που ο Άνθιμος όρμησε στον Έλιο κι άρχισαν να μονομαχούν συγκρούοντας απανωτά τα σπαθιά τους. Ο Έλιος τότε θυμήθηκε τις αποκαλύψεις του Ιάσονα σχετικά με το παρελθόν του Άνθιμου και τις αδυναμίες του. Θα μπορούσε άραγε να τα χρησιμοποιήσει αυτά όντως εναντίον του, ή επρόκειτο για παγίδα; Τι είχε στο μυαλό του;

«Γιατί έστειλες τον Ιάσονα σε εμάς, Άνθιμε;» ρώτησε σε μία σύγκρουση των σπαθιών, καθώς προσπαθούσε συγχρόνως να τον κρατήσει. «Γιατί τον έβαλες να μας αποκαλύψει τις αδυναμίες σου, το παρελθόν σου... και κυρίως ότι σκότωσες το ίδιο σου το δαιμόνιο;»

Ο Άνθιμος έδειξε να τα χάνει για λίγο, χωρίς όμως να χάσει την ισορροπία του, δεν μετακινήθηκε ούτε χιλιοστό. Όμως έβγαλε ένα επιφώνημα ξαφνιάσματος.

Μόλις ένα δευτερόλεπτο αργότερα όμως, ο Έλιος κατάλαβε ότι προσποιούνταν, αφού ξέσπασε σε γέλιο.

«Νόμιζες ότι όντως θα με σόκαρες, ε; Νομίζεις ότι με στοιχειώνει ακόμα το παρελθόν μου; Όχι, Έλιε... Από τη στιγμή που το μοιράστηκα με τον γιο μου, δεν με πληγώνει πια. Το έχω αποδεχθεί. Αυτός είμαι. Σκότωσα το δαιμόνιο μου και μαζί του τον παλιό, αδύναμο εαυτό μου. Τώρα είμαι δυνατότερος. Ο μόνος λόγος που τον έβαλα να σας παραπλανήσει ήταν για να σε φέρει ενώπιον μου και να νομίζεις για λίγο πως έχεις το πάνω χέρι, ενώ στην πραγματικότητα το παρελθόν της οικογένειας σου θα έπρεπε να στοιχειώνει εσένα!» φώναξε στο τέλος και με μια αστραπιαία κίνηση τον έριξε στο έδαφος. Στάθηκε από πάνω του και τον σημάδεψε με τη λεπίδα του ποτισμένη με Μαύρη Ενέργεια.

«Έμαθες λοιπόν τι κάθαρμα ήταν ο πατέρας σου και πως φερόταν στους υπηκόους του. Τι κρίμα που δεν ήμουν εγώ αυτός που τον σκότωσε. Έμαθα ότι από στιγμή σε στιγμή, η Χώρα των Ξωτικών θα αποκτήσει μια μικρή πριγκίπισσα. Τι κρίμα που δεν θα προλάβει να σε γνωρίσει...» Και ύψωσε το σπαθί του προς το μέρος του, όμως τότε μια γνώριμη, γυναικεία κραυγή τον διέκοψε:

«Άρχοντα μου!» Όλα έγιναν σε κλάσματα του δευτερολέπτου.

Ένα κύμα φωτιάς εκτοξεύθηκε από το σπαθί του Ορέστη προς τον Άνθιμο, όμως δεν βρήκε ποτέ το στόχο του. Αντιθέτως, χτύπησε ένα άλλο κορμί που μπήκε μπροστά. Ο Αρχηγός της Φωτιάς έπαυσε τις φλόγες με μια κίνηση του χεριού του, χωρίς να ξέρει γιατί. Ο Άνθιμος τότε στράφηκε και είδε να κείτεται στο έδαφος η Λίλιαν. Το κορμί της κάπνιζε και πάσχιζε να ανασάνει. Βρέθηκε αμέσως από πάνω της. Οι Αρχηγοί του Έλιου έκαναν να πλησιάσουν, όμως ο Ξωτικός Άρχοντας τους σταμάτησε όταν είδε τον εχθρό τους να παίρνει με προσοχή στα χέρια του το σώμα της κοπέλας.

«Αφήστε τον. Δεν είμαστε σαν αυτόν.»

Η Λίλιαν δεν ήταν από τα μάχιμα Σκοτεινά ξωτικά. Δεν είχε εκπαιδευτεί ποτέ για μάχη, δεν είχε κρατήσει σπαθί και στον προηγούμενο πόλεμο έμεινε πίσω στο παλάτι. Το ίδιο θα συνέβαινε κανονικά και σε αυτόν, όμως τα σχέδια της άλλαξαν.

Μετά την απόρριψη της από τον Ιάσονα και, για ακόμα μια φορά, από τον Άνθιμο, η Λίλιαν έχασε πια το νόημα της ζωής της. Κατάλαβε πια ότι ο Σκοτεινός Άρχοντας δεν θα την αγαπούσε ποτέ, ότι θα τη χρησιμοποιούσε πάντα για να ικανοποιεί τις ορέξεις του κι εκείνη θα υπέφερε για τον έρωτα του. Δεν θα έβρισκε ποτέ την ευτυχία, την αγάπη, τον αληθινό έρωτα. Το μόνο άτομο που την αγαπούσε πραγματικά ήταν η αδελφή της, όμως ήταν σίγουρη ότι η Βίβιαν θα τα κατάφερνε, είχε μάθει να επιβιώνει και να τα βγάζει πέρα πολύ καλύτερα από την ίδια. Και κυρίως εκείνη δεν υπέφερε από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Έτσι πήρε την απόφαση να πολεμήσει κι εκείνη για τον Άρχοντα της, και όταν ερχόταν η ώρα να θυσιαζόταν για εκείνον. Μόνο έτσι ίσως καταλάβαινε ο Άνθιμος την αξία της...

«Λίλιαν...» την επανάφερε για λίγο στην πραγματικότητα η φωνή του.

«Άρχοντα μου...» Βρισκόταν στην αγκαλιά του κι ένιωθε πιο ασφαλής από ποτέ. Το σώμα της έκαιγε, ένιωθε πως άρχιζε ήδη να εξαϋλώνεται. Επιτέλους, τώρα θα έβρισκε επιτέλους τη λύτρωση. Και τι υπέροχος τρόπος για να πεθάνει...

«Τι δουλειά έχεις εδώ; Γιατί το έκανες αυτό;» τη ρώτησε και διέκρινε για πρώτη φορά ίσως την έγνοια στη φωνή του.

«Επειδή... Σ' αγαπώ και ήθελα να στο αποδείξω, Άρχοντα μου...»

«Ανόητο κορίτσι... Νόμιζες πως θα με σκότωνε αυτή η απλή επίθεση του ανόητου Αρχηγού της Φωτιάς; Εσένα όμως... Εσύ είσαι πολύ πιο αδύναμη από εμένα.»

«Δεν με πειράζει... Σου είχα πει ότι θα έκανα τα πάντα για εσένα. Ακόμα και να πεθάνω. Πες μου όμως, εσύ με αγάπησες έστω και λίγο;»

Ο Άνθιμος δεν ήθελε να της πει ψέματα. Όμως στις σκέψεις της έβλεπε πόσο πολύ ήθελε να ακούσει αυτά τα λόγια από τα χείλη του, για να φύγει ήρεμη και να βρει επιτέλους τη γαλήνη. Όσο τέρας και αν ήταν δεν ήθελε να της το στερήσει αυτό. Εξάλλου, μπορεί να μην την αγαπούσε, όμως του ήταν σημαντική.

«Φυσικά και σε αγάπησα, μικρή μου. Ακόμα σε αγαπώ.» της είπε και χάιδεψε απαλά το μάγουλο της. Εκείνη του χαμογέλασε πιο ευτυχισμένη από ποτέ.

«Τι κρίμα που το ακούω τώρα αυτό, λίγο πριν από το τέλος...» είπε με αδύναμη φωνή.

«Σσσς... Κοιμήσου τώρα, γλυκιά μου. Ξεκουράσου.» είπε καθώς της χάιδευε τα μαλλιά. Η Λίλιαν έκλεισε τα μάτια της παραδομένη εντελώς στην αγκαλιά του σαν σε ύπνο γλυκό, έπειτα αργά άρχισε να γίνεται στάχτη και να χάνεται από τα χέρια του.

Έπειτα, ο Άνθιμος σηκώθηκε και τίναξε απαλά τις στάχτες της από τα μαύρα, πολεμικά ρούχα του, έπειτα τις κοίταξε για λίγο και είπε:

«Κακόμοιρο κορίτσι...» Για λίγο φάνηκε σχεδόν σαν να πενθούσε την ερωμένη του, όμως έπειτα αλλάζοντας τελείως ύφος και διάθεση είπε: «Τέλος πάντων, που είχαμε μείνει; Α, ναι! Ετοιμαζόμουν να αποτελειώσω τον άρχοντα σας.» Και με μια αστραπιαία κίνηση, έφερε το σπαθί στο χέρι του, χρησιμοποιώντας ένα σκιώδες πλοκάμι Μαύρης Ενέργειας, όρμησε ξανά στον Έλιο και η σκληρή μάχη ανάμεσα σε εκείνον και τους Πέντε Αρχηγούς του συνεχίστηκε. 

{...}

Σε κάποιο άλλο σημείο της Ανφάνης, ο Παύλος, η Μοργκάνα, ο Σωκράτης και τα παιδιά είχαν πλησιάσει τον Ιάσονα. Οι φίλοι του είχαν καταφέρει επίσης να βρουν τη Φωτεινή, τη Ναυσικά, την Ηλέκτρα και τον Διονύση, και όλοι μαζί σαν ομάδα ήταν αποφασισμένοι να τον πολεμήσουν βοηθώντας τους Μάγους στο σχέδιο τους. Ο Σωκράτης είχε επίσης ζητήσει από τον Αγησίλαο να τους ακολουθήσει.

Μόλις τους είδε ο Ιάσονας, τους κοίταξε για λίγο με μια υποψία έκπληξης στο πρόσωπο του, όμως ακόμα και έτσι δεν μπόρεσαν να τον διαβάσουν. Έπρεπε να περάσουν πρώτα από πολλούς εχθρούς για να φτάσουν κοντά του, βοηθώντας συγχρόνως τους δικούς τους που πολεμούσαν εκεί, και ο Ιάσονα βρίσκοντας ευκαιρία προσπάθησε να διαφύγει, όμως βρέθηκε μπροστά του ο Άρχοντας Παύλος. Ένα λευκό, εκτυφλωτικό φως βγήκε μέσα από τη ράβδο του, και το πρόσωπο του Άρχοντα των Μάγων φαινόταν πιο όμορφο και γαλήνιο από ποτέ.

«Έλα μαζί μας, Ιάσονα.» του είπε με ήρεμη φωνή. «Δεν έχει σημασία τι έκανες έως τώρα. Θα σε βοηθήσουμε... Ακόμα και αν δεν σε αποδεχθούν τα Ξωτικά, εμείς θα σε αγκαλιάσουμε και θα σε δεχθούμε στον κόσμο μας. Δεν είσαι μόνο γιος του Άνθιμου, είσαι επίσης εγγονός μου, δισέγγονος του σπουδαίου Μάγου Γιλβέρτου.» Τα λόγια του λίγο έλειψαν να τον πείσουν. Όμως έπειτα θυμήθηκε το σκοπό του, θυμήθηκε για ποιο λόγο πάλευε και ότι είχε ορκιστεί να μην κάνει πίσω. Η Κόκκινη Λάμψη που απλώθηκε από το σώμα του έσβησε το φως του Μάγου και τον έριξε στο έδαφος. Ο Ιάσονας στάθηκε από πάνω του.

«Τώρα θυμήθηκες πως είμαι εγγονός σου; Τόσα χρόνια με είχατε αρνηθεί δεν το σκέφτηκες; Που ήσασταν όταν εγώ αναρωτιόμουν ποιος ήμουν και γιατί είχα μαγικές δυνάμεις;! Που ήσασταν όταν απελπισμένος έψαχνα απαντήσεις;! Όταν οι συμμαθητές μου στον Κόσμο των Ανθρώπων με αποκαλούσαν φρικιό και οι υποτιθέμενοι γονείς μου δεν είχαν απαντήσεις να μου δώσουν;!» ξέσπασε.

«Αρκετά!» άκουσε μια φωνή πίσω του.

Ήταν ο Σωκράτης.

«Δεν είσαι ο εαυτός σου! Το σκοτάδι μέσα σου μιλάει, Ιάσονα! Διώξε το! Μπορείς ακόμα να σώσεις τον εαυτό σου και τον Κόσμο!»

«Ο Κόσμος δεν αξίζει να σωθεί, Σωκράτη!» Έριξε μια ματιά πίσω του. Είδε τη Μοργκάνα και όλους σχεδόν τους φίλους του να τον κοιτούν ικετευτικά, έτοιμοι να τον συγχωρέσουν και να τον υποδεχθούν πίσω για ακόμα μια φορά. Ένιωσε ανακούφιση που ο Γιάννης είχε θεραπευτεί και δεν τον σκότωσε. Το βλέμμα του σταμάτησε στην Ιφιγένεια. Τόσο πληγωμένη εξαιτίας του... Της είχε κλέψει την αθωότητα και δεν ήξερε αν θα ήταν ξανά η ίδια, όχι πριν τελειώσουν όλα, τουλάχιστον. Μα δεν θα τον λύγιζε κανένας τους, ούτε καν εκείνη. Έβγαλε ξανά τα φτερά του και ετοιμάστηκε να πετάξει μακριά, όμως μόλις απογειώθηκε ένα χτύπημα σαν αστραπή τον έριξε κάτω ξανά και πρόλαβε να δει μια πράσινη λάμψη.

«Δεν έχεις να πας πουθενά!» του φώναξε ο Σωκράτης, ο οποίος τον είχε χτυπήσει αναγκαστικά. «Δεν θα σε αφήσουμε να επιστρέψεις στον Άνθιμο! Θα έρθεις μαζί μας με το καλό ή με το άγριο!» Ο Ιάσονας σηκώθηκε στα γόνατα. Τα φτερά του είχαν χτυπηθεί άσχημα, θα έκαναν ώρα να θεραπευτούν και να μπορέσει να πετάξει ξανά. Σηκώθηκε και κοίταξε τον Σωκράτη, έπειτα τους υπόλοιπους.

«Τότε δεν μου αφήνετε άλλη επιλογή. Πρέπει να σας πολεμήσω.» είπε. Έβγαλε το σπαθί του και αφού το πότισε με Κόκκινη Ενέργεια, συγκρούστηκε αστραπιαία με τη διπλή λόγχη του θείου του. Όλοι έσπευσαν να βοηθήσουν, προτού ο Μαγικός κάνει ένα ακόμα τραγικό λάθος για το οποίο θα μετάνιωνε.

Ξεκίνησε μία ακόμα σκληρή μάχη για τον Ιάσονα, όχι μόνο ενάντια στην οικογένεια και τους φίλους του μα κυρίως ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό. 

*******************************************************

Ουφ!! Τόσες μέρες το έγραφα, και πάλι δεν μου βγήκε όπως το περίμενα. Αφήστε που βρισκόμαστε στο 59ο κεφάλαιο, ακόμα βλέπουμε την πρώτη μεγάλη μάχη, έχουμε άλλες δύο και αγχώνομαι για το πόσο μεγάλο θα βγει το βιβλίο. Στο μέλλον σκέφτομαι σοβαρά να το χωρίσω σε δύο βιβλία, όπως θα γίνει αντίστοιχα και με το πρώτο. Δηλαδή το πρώτο βιβλίο θα γίνει 1 και 2, ενώ το δεύτερο 3 και 4, το επόμενο 5 και ούτω καθεξής. Το κακό είναι ότι θα χαθούν τα σχόλια με τα όμορφα λόγια σας... 

Τέλος πάντων, πάμε στα του κεφαλαίου τώρα: Είδαμε μονομαχία Άνθιμου ενάντια στον Έλιο και σ' όλους τους Αρχηγούς. Εδώ σκέφτηκα ότι θα είχε ενδιαφέρον στην επόμενη μάχη, να δούμε τους Πέντε Αρχηγούς να μάχονται ενάντια στους Πέντε Λοχαγούς και τον Άνθιμο ξανά ενάντια στον Έλιο. Δεν το έχω γράψει στο πλάνο, όμως το σκέφτηκα αργότερα επειδή οι Αρχηγοί των Στοιχείων είναι πέντε, όπως και οι Λοχαγοί του Άνθιμου. Ποιος θα συγκρουστεί με ποιον είναι το θέμα...

Επίσης, τι έχετε να πείτε για τη θυσία της Λίλιαν; Αδικη θα πω εγώ αλλά η κοπέλα είχε φτάσει σε απόγνωση. Ένα ακόμα άτομο που κατέστρεψε ο Άνθιμος...

Είδαμε επίσης και μια άλλη μάχη, αν και όχι πολύ, εκείνη του Ιάσονα ενάντια στον Παύλο και τους υπόλοιπους. Πως σας φάνηκαν; Στο επόμενο λογικά θα δούμε και το τέλος της Μάχης της Ανφάνης. Ποιος θα κερδίσει και ποια θα είναι τα επακόλουθα; 

Μέχρι την επόμενη φορά, σας φιλώ και να προσέχετε 🖤🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top