Κεφάλαιο 57: Η Μάχη της Ανφάνης Ξεκινά
Η Ανφάνη είχε να δει τέτοια μάχη αρκετούς αιώνες, και κανείς δεν θα το περίμενε ότι θα χυνόταν τόσο αίμα σε ένα μέρος τόσο ειρηνικό και γαλήνιο. Τώρα η παραλιακή πόλη είχε μετατραπεί σε ένα μέρος βγαλμένο μέσα από την Κόλαση, με τους νεκρούς, τα αίματα, τους Ξωτικόλακες που σκότωναν και πολλοί από αυτούς έπιναν από τα θύματα τους, τις φωτιές και την Κόκκινη Ενέργεια που φώτιζε την πλάση. Τόσο δυνατά χτυπούσαν οι Νυχτερινοί του Άνθιμου τους εχθρούς τους, αλλά η ιδίου χρώματος ενέργεια προερχόταν και από τους άλλους Ξωτικόλακες, εκείνους της Ελπινίκης, οι οποίοι υπερασπίζονταν με πάθος τα Ξωτικά και τους συμμάχους τους και πολεμούσαν ενάντια σε εκείνον που κάποτε τους είχε ξεγελάσει και τους είχε κάνει υποχείρια του. Οι πολεμικές τους ενδυμασίες ήταν κόκκινες με μαύρες κάπες και το σύμβολο με το κοράκι κεντημένο στην πλάτη, για να ξεχωρίζουν από τις ολόμαυρες των Νυχτερινών με σύμβολο τη νυχτερίδα.
Τα στρατεύματα είχαν διασκορπιστεί παντού και οι πολεμιστές είχαν μπερδευτεί αναμεταξύ τους. Έτσι, μπορούσες να δεις Μάγους να συνεργάζονται με τα Σκοτεινά Ξωτικά της Ελπινίκης ή Ξωτικά να πολεμούν σε ίδιες ομάδες με Ανθρώπους των Πέντε Βασιλείων. Βέλη εκτοξεύονταν από τόξα, σπαθιά και μαγικές ενέργειες συγκρούονταν, ενώ και το πυροβολικό γάζωνε τους εχθρούς με τις σφαίρες σκόρδου από τα όπλα τους. Η Ηλέκτρα είχε βρει τον Διονύση και τη Ναυσικά και πολεμούσαν μαζί. Κάποια στιγμή, είδε μια ομάδα εχθρών να πλησιάζουν με πολύ άγριες διαθέσεις. Το Ξωτικό του Ηλεκτρισμού ύψωσε τα χέρια της προς τα επάνω και απελευθέρωσε από όλο της το σώμα τεράστια ποσότητα ηλεκτρισμού, ο οποίος φαινόταν να βγαίνει ακόμα και από τα μάτια της. Ο Διονύσης έμεινε να την κοιτάει εντυπωσιασμένος, δεν την είχε ξαναδεί να μάχεται και τον είχε γοητεύσει ήδη. Εκτόξευσε τους κεραυνούς της προς τους μισούς εχθρούς, οι οποίοι κραύγασαν κι έπεσαν στο έδαφος. Ο Διονύσης μετατράπηκε σε σκόνη και χτύπησε έτσι αρκετούς από τους άλλους μισούς, ενώ και η Ναυσικά επιτέθηκε για να βοηθήσει ρίχνοντας νερό με πίεση από το σπαθί της, τόσο ορμητικό που έκοβε σαν λεπίδα τους εχθρούς. Όμως ένας από αυτούς σταμάτησε την επίθεση, καθώς η Κόκκινη Ενέργεια του πρόλαβε και διέκοψε την ενέργεια του νερού. Έβαλε το σπαθί της εμπόδιο, όμως και πάλι ο αντίπαλος της ήταν πιο δυνατός και την έριξε στο έδαφος.
Την πλησίασε απειλητικά και γλείφοντας τα χείλη του, έτοιμος να της πιει το αίμα, ενώ και άλλοι απ' τους δικούς του πλησίασαν. Η Ηλέκτρα και ο Διονύσης είχαν επίσης στριμωχτεί και δεν μπορούσαν να πλησιάσουν για να τη βοηθήσουν... Τότε όμως άρχισαν από κάπου να πετάγονται βέλη σαν βροχή, πετυχαίνοντας όλους σχεδόν από τους Ξωτικόλακες οι οποίοι δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν. Έπειτα μια φιγούρα πετάχτηκε μπροστά της κι άρχισαν ο ένας μετά τον άλλον να πέφτουν νεκροί ή βαριά λαβωμένοι σε δευτερόλεπτα καθώς τους χτύπησε με μανία. Η Ναυσικά πρόλαβε να δει ένα χείμαρρο από κόκκινα μαλλιά καθώς και Κόκκινη ενέργεια ενάντια στις κόκκινες των αντιπάλων. Δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλάβει ποια ήταν η σωτήρας της... Όταν το πεδίο καθαρίστηκε από εχθρούς, τα τρία νεαρά ξωτικά την κοίταξαν εντυπωσιασμένοι.
Έπειτα η Φωτεινή πλησίασε την αγαπημένη της.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε και της έδωσε το χέρι της να τη σηκώσει. Η Ναυσικά το πήρε, βρέθηκε αμέσως στην αγκαλιά της και τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα παθιασμένο από την ένταση της μάχης φιλί για λίγα δευτερόλεπτα, για πρώτη φορά χωρίς να νοιάζονται αν θα τις δουν.
«Τώρα είμαι.» της είπε έπειτα. «Σε ευχαριστούμε.» Παρόλο που ήταν γεμάτη από το μαύρο αίμα των εχθρών ήταν πανέμορφη. «Είσαι υπέροχη έτσι όπως πολεμάς τώρα.» συμπλήρωσε με ένα ντροπαλό χαμόγελο. Η Ηλέκτρα και ο Διονύσης πλησίασαν με την πρώτη να χειροκροτεί.
«Ουάου, Φωτεινή, είσαι φοβερή και με αυτή τη μορφή! Δεν ήξεραν από που τους ήρθε!» αναφώνησε ενθουσιασμένη και αγκαλιάστηκαν γελώντας.
«Μας είχαν στριμώξει πολύ άσχημα. Αν δεν ερχόσουν εγκαίρως, ίσως να ήμασταν και οι τρεις νεκροί τώρα.» συμπλήρωσε ο Διονύσης. «Και όχι τίποτα άλλο, ακόμα τώρα γνωριστήκαμε με την Ηλέκτρα. Δεν θα ήθελα να τη χάσω...» Η Ηλέκτρα τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν και η Φωτεινή χάρηκε πολύ για αυτούς, όμως ύστερα σοβάρεψε απότομα:
«Πρέπει να συνεχίσουμε και να προσέχουμε περισσότερο από εδώ και στο εξής.» τους είπε και έφυγαν όλοι μαζί για να πολεμήσουν και με άλλους εχθρούς. Στο εξής πήγαιναν σαν ομάδα και η Φωτεινή, που ως νέα Ξωτικόλακας είχε αστείρευτη δύναμη, αντοχή και σβελτάδα, ήταν πολύτιμη βοήθεια και τους έσωσε ουκ ολίγες φορές ακόμα. Ο Διονύσης και η Ναυσικά ορμούσαν μπροστά με τα σπαθιά τους και τις δυνάμεις τους, η Ηλέκτρα χτυπούσε με κύματα ηλεκτρισμού ενώ η Φωτεινή πότε έριχνε τα βέλη της από μακριά, πότε βοηθούσε με την Κόκκινη Ενέργεια και το σπαθί της από κοντά.
{...}
Στη μεγάλη Παραλία της Ανφάνης, εκεί όπου την ίδια στιγμή θα γινόταν η υποδοχή του Καλοκαιριού, η άμμος βαφόταν κόκκινη από το αίμα.
Ο Έλιος με τον Νίμο βρίσκονταν εκεί και πολεμούσαν σκληρά μαζί με αρκετά στρατεύματα, όμως οι εχθροί τους είχαν σπρώξει ως τη θάλασσα, και εκεί τα πράγματα θα ήταν δύσκολα για όσα ξωτικά δεν ήταν του νερού. Επικεφαλής των εχθρικών στρατευμάτων ήταν ο Μύρωνας, ο οποίος είχε αναλάβει με μεγάλη επιτυχία το νέο του ρόλο ως Πέμπτος Λοχαγός. Ο Νίμος πάλευε ενάντια τους σκοτώνοντας και τραυματίζοντας, με το σπαθί του και το νερό που πετούσε από αυτό σε μακρινούς εχθρούς το οποίο τους έκοβε στα δυο, ενώ και ο ίδιος είχε γίνει μούσκεμα από το νερό που πεταγόταν από τον ίδιο και από τους δικούς του. Έσφαξε έναν ακόμα εχθρό με το σπαθί του και κοίταξε προς τη θάλασσα, η οποία είχε αρχίσει να αγριεύει και να σχηματίζονται κύματα στην επιφάνεια της, σαν να ήθελε η Θεά Ύδρα να του δώσει κάποιο σημάδι ότι ήταν μαζί τους και ότι θα τους βοηθούσε. Τότε του ήρθε μια ιδέα σαν επιφοίτηση και κόβοντας δρόμο και εχθρούς έφτασε στον Έλιο.
«Άρχοντα μου! Βρήκα τρόπο να τους απωθήσουμε από την παραλία!» φώναξε για να τον ακούσει. Ο Έλιος με τρεις κινήσεις τερμάτισε τη ζωή ενός ακόμα εχθρού και πλησίασε τον Αρχηγό του Νερού.
«Πες μου και γρήγορα, προτού χάσουμε κι άλλους!» του είπε.
«Προσπαθήστε να εκκενώσετε την παραλία, και εγώ με όσα ξωτικά του νερού είναι διαθέσιμα θα σηκώσουμε κύματα και θα τους απωθήσουμε.» είπε όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσε, για να μην ακούσουν οι εχθροί το σχέδιο. Εκείνη τη στιγμή κάποιοι εχθροί τους επιτέθηκαν, τους αντιμετώπισαν με επιτυχία και στράφηκαν ξανά ο ένας στον άλλον.
«Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις, Αρχηγέ του Νερού, διαφορετικά είμαστε καταδικασμένοι είτε να σκοτωθούμε από αυτούς, είτε να πνιγούμε στη θάλασσα!» είπε ο Έλιος.
«Εννοείται πως ξέρω τι κάνω, Άρχοντα μου. Ξέρω καλά τη θάλασσα. Θα μας βοηθήσει. Μόνο όσοι δεν είστε του νερού απομακρυνθείτε όσο το δυνατόν περισσότερο για να μη σας χτυπήσει το τσουνάμι.»
Στη λέξη «τσουνάμι» ο Έλιος γούρλωσε τα μάτια.
«Ηρεμήστε, δεν θα είναι κανονικό τσουνάμι. Μερικά παλιρροϊκά κυματάκια μόνο.» είπε ο Νίμος. Ο Ξωτικός Άρχοντας ακόμα δεν ήταν βέβαιος για την επιτυχία του σχεδίου, όμως δεν υπήρχε άλλη λύση εκεί που έφτασαν και είχε τυφλή εμπιστοσύνη στον Νίμο. Δεν ήταν τυχαία το πιο δυνατό Ξωτικό του Νερού άλλωστε...
«Υποχώρηση! Φύγετε όλοι από την παραλία! Τα Ξωτικά του Νερού μονάχα με τον Αρχηγό Νίμο! Γρήγορα!» φώναξε και όσοι τον άκουσαν άρχισαν να τρέχουν μακριά. Οι μισοί Νυχτερινοί τους κυνήγησαν, όμως τα Ξωτικά του Νερού τους επιτέθηκαν κατόπιν διαταγής του Νίμου.
«Μην τους αφήσετε να ξεφύγουν! Τώρα θα νιώσουν την οργή της θάλασσας!» φώναξε και προσπάθησε να μεταφέρει το μήνυμα μέσω δαιμονίων στα ξωτικά του, ξεκινώντας από το δικό του δαιμόνιο, τον Γλάρο.
Μέσα σε λίγη ώρα ένα μεγάλο μέρος του στρατεύματος του είχε συγκεντρωθεί στα ρηχά της θάλασσας σε ετοιμότητα. Ο Μύρωνας και οι δικοί του πλησίασαν επιθετικά και ο Πέμπτος Λοχαγός κοίταξε τον Αρχηγό του Νερού χαμογελώντας ειρωνικά.
«Τι θα κάνεις, θαλασσινέ;! Θα δραπετεύσετε κολυμπώντας εσύ και οι δικοί σου;! Δεν θα γλιτώσετε ούτε έτσι! Έχουμε απεριόριστες αντοχές ακόμα και στο νερό! Ειδικά εγώ, που ήμουν Ξωτικό του Νερού!» του φώναξε.
«Α, ναι;! Για δοκιμάστε όμως να πολεμήσετε ενάντια στην ίδια τη Θάλασσα! Τώρα!» φώναξε ο Νίμος στους δικούς του και άρχισε να κάνει κυκλικές κινήσεις με το σπαθί του και το σώμα του, σαν να χόρευε βαλς με τη θάλασσα ενώ κύματα άρχισαν να υψώνονται γύρω του. Οι δικοί του τον μιμήθηκαν και σύντομα οι Νυχτερινοί αντίκρισαν με τρόμο κύματα ύψους πέντε μέτρων περίπου να υψώνονται απειλητικά από πάνω τους.
«Υποχώρηση! Δεν είναι απλά κύματα! Είναι Μαγεία της Θάλασσας! Υποχωρήστε!» φώναξε στους δικούς του και άρχισαν να τρέχουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν γρήγοροι, μα η θάλασσα ήταν γρηγορότερη, και σύντομα τα κύματα τους, τους χτύπησαν αλύπητα, και με τη δύναμη χιλιάδων λεπίδων έκοψαν τους περισσότερους. Δεν σκοτώθηκαν όλοι, μα αποδυναμώθηκαν αρκετά και μειώθηκε σημαντικά ο αριθμός τους. Τα κύματα έφτασαν μέχρι μπροστά από την κεντρική είσοδο του Αρχοντικού, σχεδόν στο δρόμο κι έπειτα άρχισαν να υποχωρούν πάλι πίσω στη θάλασσα, την ίδια στιγμή που ο Νίμος και οι δικοί του πιο δυνατοί από ποτέ χτυπούσαν και τους τελευταίους που έμειναν. Ο Μύρωνας παρασύρθηκε από το νερό και βγήκε μουσκεμένος και φανερά εκνευρισμένος που είχε χάσει όλους σχεδόν τους δικούς του, υποχωρώντας άτακτα προς τα ενδότερα της πόλης.
{...}
Στο εσωτερικό του εξοχικού του Νίμου κανένας δεν κοιμόταν από όσους είχαν μείνει πίσω. Όχι ότι ήταν και πολλοί, δηλαδή... Όλο σχεδόν το υπηρετικό προσωπικό, η Μάντισσα Ορτανσία που ήταν πολύ μεγάλη για να πολεμήσει, η ετοιμόγεννη Λαίδη Αθηνά καθώς και μερικοί φρουροί για προστασία. Η Αθηνά βρισκόταν μαζί με τη μαία της στο δωμάτιο της και παρακολουθούσε απ' το μπαλκόνι τη μάχη με μεγάλη αγωνία, ώσπου άκουσαν πανικόβλητες φωνές να λένε ότι έπρεπε όλοι να υποχωρήσουν στους επάνω ορόφους του σπιτιού. Την ίδια στιγμή, είδαν μεγάλα κύματα να υψώνονται στη θάλασσα, να πέφτουν με ορμή στην παραλία, παρασύροντας τους εχθρούς στο πέρασμα τους και σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς, έπειτα το νερό έφτασε μέχρι την αυλή του αρχοντικού και ακόμα παραπέρα προτού μαζευτεί πάλι πίσω στη θάλασσα. Το μυαλό της Αθηνάς έτρεξε κατευθείαν στον Έλιο. Ήξερε ότι πολεμούσε στην παραλία και ήλπιζε να είχε προλάβει να υποχωρήσει. Και κάνοντας αυτές τις σκέψεις, ένιωσε έναν δυνατό πόνο στην κοιλιά και διπλώθηκε στα δύο, γονάτισε σχεδόν και κρατήθηκε από τα κάγκελα.
«Αρχόντισσα μου;!» αναφώνησε η μαία και την κράτησε αμέσως.
«Είμαι... εντάξει.» είπε εκείνη μορφάζοντας από τον πόνο και έκανε να σηκωθεί, όμως τότε ένιωσε έναν δεύτερο σπασμό και κάτι υγρό να τρέχει στα πόδια της. Η μαία την κράτησε ξανά.
«Ελάτε, πάμε να σας βοηθήσω να ξαπλώσετε.» της είπε.
«Έσπασαν... έσπασαν τα νερά. Νομίζω πως ήρθε η ώρα.» κατάφερε να ψελλίσει η Ξωτικιά Αρχόντισσα. Η μαία με μεγάλη αγωνία τη βοήθησε να στηριχθεί πάνω της για να τη μεταφέρει στο κρεβάτι της.
Έτσι θα γεννούσε η Λαίδη Αθηνά τη μικρή πριγκίπισσα, εν μέσω πολέμου και μάλιστα μάχης που γινόταν κυριολεκτικά έξω απ' το κατώφλι του σπιτιού που τους φιλοξενούσε, την ίδια στιγμή που ο σύζυγος της και πατέρας του μωρού μαχόταν ενάντια στο κακό με κίνδυνο της ζωής του.
{...}
Η Ελπινίκη και οι δικοί της τα πήγαιναν πολύ καλά. Είχαν ήδη καταφέρει να σκοτώσουν αρκετούς εχθρούς, που κάποτε ήταν σύμμαχοι τους. Κάποιους μάλιστα τους θυμόταν η Σκοτεινή Αρχόντισσα από τον καιρό που υπηρετούσε τον Άνθιμο, όμως χωρίς κανένα συναίσθημα και με απόλυτα στοχευμένες κινήσεις τους τραυμάτιζε και τους σκότωνε με τα δύο της σπαθιά και την Κόκκινη Ενέργεια, τον έναν μετά τον άλλον. Κάποια στιγμή, μια επίθεση της κόπηκε από ένα μεγάλο σπαθί με νεκροκεφαλή στη λαβή του, το οποίο κρατούσε ένα χέρι με παραμορφωμένα δάχτυλα. Είδε κόκκινα ζωηρά μάτια να ξεπροβάλλουν πίσω από ξανθιές ατίθασες αφέλειες και ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στα σαρκώδη χείλη του.
«Τελικά, το έχει η μοίρα μας να συγκρουόμαστε συνέχεια, Αρχόντισσα Ελπινίκη...» της είπε ο πρώην Τρίτος, νυν Πρώτος Λοχαγός.
«Αρίσταρχε.» είπε και τον κοίταξε για λίγο ανέκφραστη, έπειτα ξεκίνησε μια σειρά επιθέσεων τις οποίες αυτός απέκρουε με μεγάλη ευκολία.
Ο Αρίσταρχος με στοχευμένες κινήσεις, άρχισε να κινείται εναντίον της ταχύτατα. Τα δυο σπαθιά της απέκρουαν τις επιθέσεις του, τόσο από το σπαθί όσο και απ' την Κόκκινη Ενέργεια, όταν όμως προσπαθούσε εκείνη να του καταφέρει αιφνίδιο χτύπημα, εκείνος ήταν λες και προέβλεπε τις κινήσεις της. Στο μεταξύ λίγα μέτρα πιο πέρα, η Λάμια πάλευε με τον Δούκα, μια μάχη στην οποία ο μικρός δράκος επικρατούσε.
"Αρχόντισσα μου, μην ξεχνάς, ο Λόρδος Αρίσταρχος προβλέπει τις κινήσεις σου! Θα είναι σχεδόν αδύνατον να τον νικήσεις όσο έχει εκείνη τη συσκευή..." της μίλησε μέσα στο μυαλό της το δαιμόνιο. Η Ελπινίκη έριξε μια ματιά στην ειδική συσκευή που έμοιαζε με τετράγωνο ρολόι και την οποία ο Αρίσταρχος άγγιζε κάθε τόσο. Άραγε έβλεπε μπροστά στο μέλλον, λίγα δευτερόλεπτα μετά με αυτήν;
«Για ποιον παλεύεις στα αλήθεια, Ελπινίκη;» τη ρώτησε ο καθώς το έδαφος γύρω τους σείστηκε και ένας αέρας, προερχόμενος από την Κόκκινη Ενέργεια που ανάβλυζε και από τα δύο σκοτεινά πλάσματα, τους παρέσερνε τα μαλλιά. «Για εκείνον τον Κόσμο που δεν θα σε αποδεχτεί ποτέ; Κι αν κερδίσετε, τι θα κάνεις μετά; Θα μείνεις κλεισμένη στη Σκοτεινή Διάσταση για πάντα.» Η Ελπινίκη έσπρωξε με δύναμη και κατάφερε να τον αποκρούσει. «Πες μου, γιατί παλεύεις; Τι είναι αυτό που αποζητάς;» συνέχισε και συγκρούστηκαν ξανά στιγμιαία. «Λύτρωση;» Κι άλλη σύγκρουση των σπαθιών. «Γιατί εναντιώθηκες στον Λόρδο Άνθιμο, ενώ σου πρόσφερε τόσα πολλά; Σου πρόσφερε ζωή και εσύ τον πρόδωσες.» Η Ελπινίκη επιτέθηκε αυτή τη φορά, για να τη σταματήσει πάλι το υπερμέγεθες σπαθί.
«Ο Άνθιμος μας καταδίκασε.» του απάντησε. Οι ματιές τους ενώθηκαν με ένταση, περιμένοντας ποιος θα κάνει την επόμενη κίνηση ή, ίσως, πώς θα συνεχιστεί η στιχομυθία τους.
«Και για πρώτη φορά εδώ και εξήντα χρόνια, νιώθω πραγματικά ελεύθερη.» είπε η Ελπινίκη. «Κατάφερα να μετατρέψω τη Σκοτεινή Διάσταση του Άνθιμου σε ένα ασφαλές μέρος για όλα τα σκοτεινά πλάσματα. Με ρωτάς για τι παλεύω. Παλεύω για το δίκαιο και το σωστό, τα οποία κατάλαβα πλέον ποια είναι. Επειδή υπάρχει ακόμα το καλό στον Κόσμο και δεν θα αφήσω τον Άνθιμο και όλους εσάς να το καταστρέψετε τελείως!»
«Α! Ώστε τελικά έχεις ψυχή, ε; Και δεν σε είχα ικανή να νοιάζεσαι για κανέναν άλλον πέραν του Ωρίωνα.»
Η οργή φάνηκε πως πυροδότησε την επόμενη επίθεση της Ελπινίκης, καθώς απώθησε με δύναμη τον Αρίσταρχο.
«Μην αναφέρεις το όνομα του. Δεν το αξίζεις. Και όταν τελειώσω μαζί σου, θα πάω να βρω τον Άνθιμο ώστε να τον καταστρέψω ή θα πεθάνω προσπαθώντας. Αυτός είναι ο σκοπός μου πλέον.» Ο Αρίσταρχος επέστρεψε μπροστά της με ταχύτητα και κατέβασε με δύναμη το σπαθί του. Η Σκοτεινή γυναίκα το σταμάτησε ξανά με τα δικά της. Η πίεση ήταν μεγαλύτερη από πριν όμως και έπεσε στα γόνατα με τον Αρίσταρχο από πάνω της.
«Παράτα τα, Ελπινίκη. Έχω δει το μέλλον σου. Ακόμα και αν καταφέρεις να νικήσεις εμένα, δεν θα βγεις ζωντανή από τη μάχη σου με τον Άνθιμο και αυτή τη φορά, δεν θα σε σώσει κανένας. Η πιστεύεις πως θα επιστρέψει ο Ωρίωνας από τους νεκρούς για να σε βοηθήσει, όπως έκανε πάντα;» Ένα ακόμα χτύπημα του, την έριξε στο έδαφος.
Έχει δίκιο. Είπε μέσα της η Ελπινίκη. Δεν κέρδισα ποτέ μια μάχη μόνη μου. Πάντοτε βρισκόσουν εκεί, με βοηθούσες και με έσωνες, Ωρίωνα... Στο στρατόπεδο όπου με έσωσες από τη Δομινίκη, στη μάχη μας με τα Ορκ στην οποία με έσωσες τόσες φορές... κι έπειτα στη μάχη μου ενάντια στον Νικηφόρο... Ίσως με είχε σκοτώσει αν δεν επενέβαινες εσύ να συνεχίσεις τη μάχη στη θέση μου. Κι όταν έφυγες και πάλεψα ενάντια στον Άνθιμο, έχασα και θα πέθαινα. Θα καιγόμουν στον ήλιο αν δεν... Η σκέψη της κόπηκε απότομα και άνοιξε τα μάτια της διάπλατα σε μια συνειδητοποίηση και μια ιδέα που της ήρθε.
«Γιατί δεν με σκοτώνεις; Τι περιμένεις;» ρώτησε τον Αρίσταρχο, που τόση ώρα είχε μείνει ακίνητος από πάνω της.
«Τι...;» απάντησε εκείνος, ενώ κατάλαβε πως τόση ώρα είχε αφαιρεθεί.
«Τόση ώρα θα μπορούσες να με είχες σκοτώσει, ειδικά με τη δύναμη που έχεις να προβλέπεις την κάθε μου κίνηση. Και αντί για αυτό, εσύ έχεις πιάσει συζήτηση μαζί μου. Έχει να κάνει με το λόγο για τον οποίο με έσωσες από τον ήλιο στο Νότιο Βασίλειο;»
«Σου εξήγησα, σε έσωσα μόνο επειδή είχα μια ελπίδα ότι θα άλλαζες γνώμη και γυρνούσες μετανιωμένη στον Άνθιμο.»
«Λες ψέματα.» του είπε με ψυχρό ύφος, έπειτα σε κλάσματα του δευτερολέπτου είχε σηκωθεί, βρέθηκε πίσω από τον Αρίσταρχο και του επιτέθηκε με το ένα σπαθί της.
Εκείνος πρόλαβε να γυρίσει, έτσι τον έκοψε πολύ ελαφριά στο χέρι.
«Εντάξει, το παραδέχομαι.» της είπε τελικά. Είχαν πάψει για λίγο να πολεμούν και απλά κοιτάζονταν, με τις φλόγες από το κυρίως πεδίο της μάχης μερικά μέτρα παραπέρα να τους φωτίζουν.
«Δεν θέλω να σε σκοτώσω επειδή... επειδή έχω συναισθήματα για εσένα.» της αποκάλυψε και εκείνη πάγωσε, παρόλο που το είχε υποπτευθεί. «Ήμουν πολύ εγωιστής για να τα παραδεχθώ μπροστά σου, έτσι απλά τα έκρυβα, πάλευα να τα διώξω... Σε έβλεπα με τον Ωρίωνα και αναρωτιόμουν τι συνέβαινε ανάμεσα σας και ποια ήταν η σχέση που είχατε. Ήσασταν απλά φίλοι, οικογένεια, εραστές;» Έλεγε αυτά αρχίζοντας να περιφέρεται γύρω της, αποφεύγοντας να την κοιτάξει. «Είδα ένα κοινό μας μέλλον, ένα μέλλον στο οποίο γίνεσαι δική μου, γυναίκα μου, κι ύστερα εγώ ως Άρχοντας της Σκοτεινής Διάστασης κυβερνώ στο πλευρό σου. Όμως, σε ένα άλλο μέλλον στο οποίο με αρνείσαι... πεθαίνεις στη συνέχεια.»
«Με ποιον τρόπο;» τον ρώτησε μόνο.
«Δεν ξέρω, δεν είδα ξεκάθαρα. Πάντως ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο. Μόνο μαζί μου θα παραμείνεις ζωντανή, Ελπινίκη.» Σε ένα δευτερόλεπτο βρέθηκε μπροστά της, ανήμπορος να συγκρατήσει τον εαυτό του πλέον. Εκείνη δεν αντιστάθηκε. Τα πρόσωπα τους είχαν έρθει σε απόσταση αναπνοής και τα δαιμόνια τους έκπληκτα, σταμάτησαν τη μάχη τους κι έμειναν να τους κοιτούν.
«Γίνε δικιά μου και εγώ θα παρατήσω τον Άνθιμο και θα έρθω να ζήσω μαζί σου στη Σκοτεινή Διάσταση.
«Δεν έχω καρδιά να σου χαρίσω, Αρίσταρχε. Δεν ξέρω τι ακριβώς ερωτεύθηκες σε εμένα. Είμαι τελείως κενή.» του είπε ενώ τα κόκκινα μάτια και των δύο είχαν ενωθεί.
«Κι όμως, μόλις πριν λίγο μου παραδέχθηκες ότι νοιάζεσαι για πολλά άτομα, για όλους τους υπηκόους σου τους οποίους θέλεις να προστατεύσεις. Είχα ένα προαίσθημα πως δεν είσαι τόσο κενή τελικά και να που τώρα επιβεβαιώθηκε.»
Το χέρι του βρέθηκε στη μέση της, ενώ το άλλο κρατούσε ακόμα το σπαθί. Εκείνη κρατούσε ακόμα γερά και τα δύο σπαθιά της.
«Έλα μαζί μου και θα καταφέρουμε πολλά, Ελπινίκη...» της είπε και τα χείλη του όρμησαν στα δικά της απότομα.
Εκείνη ανταποκρίθηκε στο φιλί του, ένα φιλί άγριο και παθιασμένο που ξύπνησε μέσα της έναν πόθο που είχε καιρό να νιώσει, με φόντο τους ήχους της μάχης που μαινόταν γύρω τους. Για λίγα δευτερόλεπτα ξέχασαν κι οι δυο τους σκοπούς για τους οποίους πολεμούσαν. Έπειτα όμως, ο Αρίσταρχος άκουσε ένα κρακ και αμέσως ένιωσε ένα σπαθί να μπήγεται μέσα στο στομάχι του. Το φιλί τους διακόπηκε κι άνοιξε τα μάτια, για να αντικρίσει τα ψυχρά της Ελπινίκης, που τον είχε καρφώσει με το δεξί της σπαθί, σπάζοντας του τη συσκευή που έβλεπε το μέλλον και τραυματίζοντας τον συγχρόνως. Κοίταξε προς τα κάτω, τη ζημιά που του είχε προκαλέσει, έπειτα ξανά εκείνη.
«Αυτό δεν το είχα προβλέψει...» είπε και έπεσε στα γόνατα. «Τελικά είσαι όντως άκαρδη, Ελπινίκη, με όλη τη σημασία της λέξης.»
«Σου το είπα.» του είπε μόνο εκείνη κοιτάζοντας τον από πάνω και έπειτα τον προσπέρασε.
«Που πας;» αναφώνησε ο Αρίσταρχος καθώς έφευγε ενώ το μαύρο αίμα ανάβλυζε από την πληγή. «Γύρνα πίσω και τέλειωσε το!» της φώναξε. Ο Δούκας έσπευσε αμέσως στο πλευρό του, ενώ η Λάμια ακολούθησε την αφέντρα της.
«ΕΛΠΙΝΙΚΗ!» ούρλιαξε ο Αρίσταρχος όμως εκείνη τον αγνόησε.
Η Ελπινίκη δεν μπόρεσε να τον σκοτώσει, παρόλο που είχε κερδίσει τη μάχη. Δεν είχε κερδίσει δίκαια, αλλά με δόλια μέσα, εκμεταλλευόμενη τα αισθήματα του για εκείνη. Για λίγο σκέφτηκε να ενδώσει, όμως την καρδιά της, όταν εκείνη υπήρχε, την είχε δώσει σε άλλον και δεν ήθελε να δώσει μόνο το σώμα της και να ρισκάρει να πάρει τη διακυβέρνηση της Σκοτεινής Διάστασης ο Αρίσταρχος, κυβερνώντας την ως ένας άλλο Λόρδος Άνθιμος. Δεν τον εμπιστευόταν ούτε στο ελάχιστο, και ας φαινόταν ειλικρινής η εξομολόγηση του. Έτσι επέστρεψε στη μάχη και στο σκοπό της.
*****
Δεν είδαμε τους βασικούς ήρωες σε αυτό το κεφάλαιο, είδαμε όμως κάποιους από τους άλλους ήρωες και είχαμε κάποιες εξελίξεις. Έχουμε γεννητούρια (να μας ζήσει η νέα πριγκίπισσα της Χώρας των Ξωτικών 😍👼) και επίσης είχαμε εξομολόγηση του Αρίσταρχου στην Ελπινίκη και ένα φιλί. Πως σας φάνηκε ο αιφνιδιασμός της Ελπινίκης; Το γεγονός ότι δεν τον σκότωσε, θεωρώντας πως δεν θα ήταν δίκαιο αφού δεν τον κέρδισε δίκαια;
Στο επόμενο κεφάλαιο, πριν την πολυαναμενόμενη μάχη Ιάσονα vs Γιάννη, σκέφτομαι να δούμε flashback με την ιστορία του Αρίσταρχου, πιστεύω πως ταιριάζει εδώ είτε τελικά πεθάνει είτε όχι. Εσείς τι λέτε;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top