Κεφάλαιο 56: Προδότης

Στην Ανφάνη, η φύση γιόρταζε την τελευταία ημέρα της ειρήνης, ανυποψίαστη και αυτή για όσα θα ακολουθούσαν. Στη μεγάλη παραλία, η θάλασσα απόλυτα ήρεμη, άφηνε τα μικρά κυματάκια της να κυλήσουν απαλά στη λευκή άμμο και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν συνεχώς, ενώ το προσωπικό που είχε προσλάβει ο Νίμος μάζευαν τα απομεινάρια της πρώτης νύχτας του φεστιβάλ και έστηναν τους πάγκους για την επόμενη, τη νύχτα που θα υποδέχονταν το Καλοκαίρι, ανίδεοι ακόμα ότι αυτό το γεγονός δεν θα συνέβαινε φέτος και, αν έχαναν τον πόλεμο ενάντια στον Άνθιμο, δεν θα συνέβαινε ποτέ ξανά.

Στην ευάερη κι ευήλια τραπεζαρία του εξοχικού του Νίμου, ο Αρχηγός του Νερού μαζί με τους καλεσμένους του έτρωγαν πρωινό σαν να μη συνέβαινε τίποτα, σαν να μην επρόκειτο να ξεσπάσει πόλεμος. Οι περισσότεροι δεν είχαν όρεξη να φάνε βέβαια, έπρεπε όμως να έχουν δυνάμεις για τη μάχη που ερχόταν. Η Ιφιγένεια κοιτούσε μια τις φρυγανιές, στις οποίες έβαλε φρέσκο βούτυρο και μέλι από το Δάσος των Ανθέων αλλά δεν είχε φάει μέχρι στιγμής, μια την άδεια θέση δίπλα της. Είχε περάσει η ώρα, το πρωινό κόντευε να τελειώσει και ο Ιάσονας δεν είχε εμφανιστεί ακόμα. Τώρα είχε αρχίσει να ανησυχεί πραγματικά και μαύρες σκέψεις έπαιρναν τη θέση των φωτεινών και ελπιδοφόρων που έκανε νωρίτερα το πρωί.

«Πού είναι ο Ιάσονας, Ιφιγένεια; Δεν θα μας κάνει την τιμή;» τη ρώτησε ο Άρχοντας Έλιος.

«Δεν ξέρω. Δεν τον έχω δει καθόλου.» απάντησε η νεαρή σκύβοντας το κεφάλι. Ο Γιάννης κι ο Ηρακλής κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με αγωνία. Είχαν δει και εκείνοι την Ιφιγένεια να φεύγει με τον Ιάσονα την προηγούμενη νύχτα και δεν επέστρεψαν ποτέ στο φεστιβάλ, οπότε κατάλαβαν ότι κοιμήθηκαν μαζί και είχαν χαρεί για αυτούς, ωστόσο φάνηκε και στους δυο περίεργο κι ανησυχητικό που δεν ξύπνησαν και δεν κατέβηκαν μαζί στο πρωινό.

«Τι; Δεν ξυπνήσατε μαζί;» τη ρώτησε η Ηλέκτρα δίπλα της ψιθυρίζοντας.

Της ένευσε αρνητικά.

«Μην ανησυχείτε. Είμαι σίγουρος πως θα εμφανιστεί ο Ιάσονας.» πήρε το λόγο ο Ζαχαρίας. «Μπορεί να πήγε κάποια βόλτα στην παραλία ή ακόμα και στην αγορά της Ανφάνης. Θα τον αναζητήσουμε μετά.»

«Έχεις δίκιο, Θεραπευτή Ζαχαρία.» είπε ο Νίμος. «Το παιδί δεν πέρασε και λίγα. Ίσως χρειαζόταν λίγο χρόνο με τον εαυτό του, να καθαρίσει το μυαλό του και να προετοιμαστεί ψυχολογικά για όσα έρχονται.»

Και θα με άφηνε να ανησυχώ έτσι; είπε μέσα της με παράπονο η Ιφιγένεια. Θα έφευγε από δίπλα μου μετά την πρώτη νύχτα που κάναμε έρωτα, χωρίς ούτε καν ένα σημείωμα ότι θα επιστρέψει;

Μετά το πρωινό, ο Έλιος κάλεσε κοντά του τον Νίμο, τον Ζαχαρία και τα παιδιά και τους είπε:

«Δεν ξέρω που πήγε ο Μαγικός και γιατί, όμως πρέπει να τον βρούμε. Ξεκινάμε συμβούλιο σε λίγο και θα πρέπει να παρίσταται και αυτός. Και ύστερα θα πρέπει να τον παρουσιάσω στο λαό και να ανακοινώσω τα σχέδια του Άνθιμου που μας αποκάλυψε.»

«Θα τον βρούμε, Άρχοντα μου. Θα στείλω άτομα να ψάξουν στην παραλία και στην αγορά.» είπε ο Νίμος.

«Και εμείς θα βοηθήσουμε.» είπε ο Γιάννης. «Εγώ με τον Ηρακλή θα ψάξουμε στην παραλία και η Ιφιγένεια με τα κορίτσια γύρω από το σπίτι.»

Και έτσι έκαναν λοιπόν, όλοι όσοι μπορούσαν να βοηθήσουν χωρίστηκαν σε ομάδες και έψαξαν σε όλη σχεδόν την Ανφάνη για τον Ιάσονα, όμως πέρασαν ώρες, έφτασε το μεσημέρι σχεδόν και ακόμα δεν τον βρήκαν. Ο Έλιος επικοινώνησε μέχρι και με τους Μάγους και την Ελπινίκη, όμως ούτε εκείνοι τον είχαν δει στις διαστάσεις τους.

Είχαν συγκεντρωθεί στο σαλόνι του εξοχικού. Η αγωνία της Ιφιγένειας είχε φτάσει τώρα στα ύψη και δεν μπορούσε να σκεφτεί θετικά όπως συνήθως. Ήδη το μυαλό της έπλαθε το χειρότερο σενάριο, όμως δεν ήθελε να το δεχτεί ακόμα.

«Το ήξερα!» φώναξε ξαφνικά ο Έλιος γεμάτος οργή. «Το ήξερα πως δεν έπρεπε να τον εμπιστευθούμε! Με ξεγέλασε, και εμένα και όλους μας!»

«Τι θέλετε να πείτε, Άρχοντα μου;» είπε ο Ζαχαρίας.

«Εννοώ ότι ο Μαγικός μας πρόδωσε, Θεραπευτή! Δεν μετάνιωσε πραγματικά, δεν επέστρεψε στα αλήθεια σε εμάς! Σχέδιο του πατέρα του ήταν για να μαζέψει πληροφορίες και να μας παραπλανήσει! Και τώρα γύρισε πίσω σε αυτόν.»

«Όχι! Δεν το δέχομαι! Κάνετε λάθος, Άρχοντα Έλιε! Ο Ιάσονας δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο!» φώναξε η Ιφιγένεια πλησιάζοντας.

«Ας μη βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα, Άρχοντα μου.» μίλησε σαν ήρεμη θάλασσα ο Νίμος. «Αν σκόπευε να μας προδώσει, τότε γιατί μας έδωσε τόσες πληροφορίες για τον Άνθιμο; Γιατί μας ανακοίνωσε ότι θα χτυπήσει απόψε εδώ και μάλιστα μας αποκάλυψε τις επόμενες επιθέσεις του, αλλά και τις αδυναμίες του ώστε να ξέρουμε πώς να τον χτυπήσουμε;»

«Επειδή έτσι λειτουργεί ο Άνθιμος.» απάντησε ο Έλιος. «Γνωρίζοντας πότε θα πραγματοποιηθεί η μάχη, μπορεί μεν να είμαστε προετοιμασμένοι, αλλά η αναμονή μας βυθίζει στο φόβο και την αγωνία. Επιπλέον, ήθελε να κερδίσει την εμπιστοσύνη μας. Και δεν ξέρω καν αν ισχύουν οι πληροφορίες που μας έδωσε σχετικά με τα τρωτά του σημεία!» Πλησίασε την Ιφιγένεια και συμπλήρωσε: «Δέξου το, Ιφιγένεια. Ο Ιάσονας επέστρεψε στη Νυχτερινή Διάσταση και θα πολεμήσει εναντίον μας. Μας πρόδωσε για ακόμα μια φορά.»

Αμέσως ένιωσε την καρδιά της να βουλιάζει, σαν κάποιος να ήθελε να της πάρει κάθε καλό συναίσθημα που είχε, κάθε όμορφη ανάμνηση.

Όχι! Δεν μπορεί... Χθες βράδυ κάναμε έρωτα και μετά μου είπε πως μ' αγαπάει! Δεν θα με εγκατέλειπε έτσι! Φώναξε μέσα της ενώ τα πρώτα δάκρυα απειλούσαν να βγουν.

«Τον ξέρω καλά τον Ιάσονα.» μίλησε τότε ο Γιάννης. «Δεν θα μας κορόιδευε έτσι.»

«Συμφωνώ. Είμαι σίγουρος ότι συνέβη κάτι άλλο. Ίσως ο Άνθιμος τον απήγαγε, παίρνοντας τον με τη βία πίσω.» είπε ο Ηρακλής.

«Όχι. Μας πρόδωσε.» είπε η Μάντισσα Ορτανσία. «Το είχα δει σε όραμα ότι κάπως έτσι θα γίνει. Όμως, όπως όλοι ξέρουμε βλέπω οράματα μονάχα για ένα πιθανό μέλλον. Πίστευα πως ο νεαρός Μαγικός θα μετάνιωνε, θα το άλλαζε αυτό το σενάριο, ειδικά τη στιγμή που με έσωσε. Όμως ύστερα κατάλαβα ότι και αυτό επρόκειτο για ένα καλοστημένο σχέδιο του Άνθιμου, ακόμα και η απαγωγή μου και η διάσωση μου απ' τον Ιάσονα.» είπε, διαλύοντας κάθε ελπίδα από τις καρδιές των φίλων του. Στράφηκε στην Ιφιγένεια:

«Λυπάμαι, κορίτσι μου.»

«Ο Ιάσονας που ξέρατε πέθανε.» είπε ο Έλιος έντονα. «Τώρα πλέον είναι ένας άλλος. Ο Άνθιμος τον πήρε κοντά του, του έκανε πλύση εγκεφάλου και τον μετέτρεψε σε ένα πιόνι του. Δεν θα ασχοληθούμε άλλο μ' αυτόν όμως! Τώρα προέχει η μάχη που έρχεται και πρέπει να προετοιμαστούμε! Ξεχάστε τον Ιάσονα! Δεν θα ανακοινώσω καν την επιστροφή του στο λαό, σαν να μην ήρθε ποτέ. Αρχηγέ Ορέστη, Αρχηγέ Νίμο, ετοιμαστείτε για συμβούλιο και ειδοποιείστε όσους αξιωματικούς έχουμε διαθέσιμους εδώ. Μετά θα βγάλω λόγο στο λαό στην κεντρική πλατεία της Ανφάνης.»

«Και αν δεν γίνει η μάχη απόψε, Άρχοντα μου; Αν ήταν και αυτό ψέμα του Ιάσονα κατόπιν διαταγής του Άνθιμου ώστε να μας παραπλανήσει;» ρώτησε ο Ορέστης.

«Είτε θα γίνει είτε όχι, εμείς οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι. Θέλεις να ρισκάρουμε και να μην προετοιμαστούμε, Αρχηγέ Ορέστη; Εξάλλου, γνωρίζουμε όλοι καλά ότι ο Άνθιμος είναι πολλά πράγματα, αλλά όσον αφορά τις μάχες προτιμά να πολεμάει ενάντια σε έναν καλά προετοιμασμένο στρατό. Πηγαίνετε να ετοιμαστείτε τώρα! Και μην ξανακούσω για τον Ιάσονα. Όταν έρθει η ώρα, θα τον αντιμετωπίσουμε σαν εχθρό μας.»

Η Ιφιγένεια ελάχιστα από αυτά άκουσε. Δεν ένιωθε καλά. Έβλεπε θολά από τα δάκρυα κι η αναπνοή της με το ζόρι έβγαινε. Η καρδιά της πονούσε. Πώς μπόρεσε να τους το κάνει αυτό; Πώς μπόρεσε να το κάνει σε εκείνη; Θυμόταν τα λόγια του:

Σ' αγαπώ, Ιφιγένεια. Και θα είμαστε μαζί. Στο υπόσχομαι. Ψεύτικες υποσχέσεις και κούφια λόγια. Προτού προλάβουν να κυλήσουν τα δάκρυα της μπροστά σε όλους, βγήκε από την αίθουσα τρέχοντας.

«Κοριτσάκι μου...» είπε η μητέρα της και πήγε να την αγγίξει, μα την προσπέρασε. Έτρεξε έξω από το εξοχικό και βγήκε στην πίσω αυλή με τους φοίνικες. Εκεί άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να κλάψει, να ξεσπάσει ενώ η προδοσία της έτρωγε σαν σαράκι την καρδιά. Διπλή ήταν η προδοσία του Ιάσονα. Δεν είχε προδώσει μόνο το λαό τους, αλλά και τους φίλους τους και κυρίως εκείνη. Προσποιούνταν όλες αυτές τις ώρες που ήταν μαζί τους, παρίστανε πως ήταν και πάλι ένας από αυτούς. Κι ύστερα προσποιήθηκε ότι την αγαπούσε και τη χρησιμοποίησε για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του προτού φύγει πάλι. Ένιωθε πιο πληγωμένη και οργισμένη από ποτέ.

«Ιφιγένεια;» άκουσε τη φωνή της Ηλέκτρας. Εκείνη, ο Γιάννης κι ο Ηρακλής την είχαν ακολουθήσει. Η Θεραπεύτρια κοίταξε τη φίλη της με μάτια κατακόκκινα απ' το κλάμα.

«Του δόθηκα, Ηλέκτρα...» ομολόγησε, χωρίς να τη νοιάζει που ήταν και τα αγόρια μπροστά. «Κάναμε έρωτα και μου είπε πως μ' αγαπούσε. Και το πρωί που ξύπνησα είχε εξαφανιστεί. Γιατί το έκανε αυτό, αφού σκόπευε να επιστρέψει σ' εκείνον; Ήθελε απλά να διασκεδάσει μαζί μου;»

«Αχ, κορίτσι μου...» είπε η φίλη της και την αγκάλιασε. Η Ιφιγένεια ξέσπασε σε λυγμούς στην αγκαλιά της.

Ο Ηρακλής παρέμεινε στωικός ως συνήθως, όμως στο πρόσωπο του φαινόταν η θλίψη κι η απογοήτευση. Είδε τον Γιάννη δίπλα του να σφίγγει τις γροθιές του οργισμένος, και θα έλεγε κανείς πως ήταν έτοιμες να βγάλουν φωτιά.

«Επίτηδες το έκανε.» είπε σφίγγοντας τα δόντια. Η Ιφιγένεια κι η Ηλέκτρα γύρισαν και τον κοίταξαν με απορία. Ο Γιάννης ένωσε το βλέμμα του με της Ιφιγένειας.

«Δεν μας συγχώρησε ποτέ που φιληθήκαμε. Το έκανε για να σε τιμωρήσει.»

«Τι είναι αυτά που της λες;!»

«Την αλήθεια, Ηλέκτρα!» φώναξε. «Ο Έλιος έχει δίκιο. Ο Ιάσονας που ξέραμε δεν υπάρχει πια. Σίγουρα του έχει κάνει πλύση εγκεφάλου ο πατέρας του για να μας προδώσει έτσι. Είχε το θράσος να έρθει εδώ, να πει ψέματα ότι μετάνιωσε, να μας παριστάνει τον φίλο και να πληγώσει την Ιφιγένεια! Αυτό δεν μπορώ να το αφήσω έτσι. Από εδώ και πέρα ο Ιάσονας είναι εχθρός μας. Και αν τύχει και τον συναντήσω στη μάχη δεν θα του δείξω κανένα έλεος.»

Η Ιφιγένεια μπορούσε να καταλάβει ότι η οργή του Γιάννη προερχόταν από τον πόνο του. Όμως εκείνη δεν μπορούσε να τον μισήσει... Το μόνο που ήθελε ήταν να τον πιάσει στη μάχη και να τον ρωτήσει γιατί. Γιατί έπραξε όπως έπραξε, έζησε λίγες στιγμές μόνο ευτυχίας με όλους και κυρίως, γιατί την έκανε να του δώσει τα πάντα αν σκόπευε να φύγει μετά; Γιατί της έδωσε ψεύτικες υποσχέσεις; Ήλπιζε να κατάφερνε να του μιλήσει, ήξερε ότι στην ίδια δεν θα έκανε ποτέ κακό, ακόμα και πλήρως μεταμορφωμένος. Όσο για τους υπόλοιπους, σίγουρα δεν θα επιχειρούσε να επιτεθεί, όμως ποιος ξέρει πόση πλύση εγκεφάλου του είχε κάνει ο Άνθιμος... Κι αν η επιθυμία του για εκδίκηση τον τύφλωνε και στρεφόταν εναντίον τους;

{...}

Λίγη ώρα μετά, στήθηκε μια πρόχειρη εξέδρα στην κεντρική πλατεία της Ανφάνης και ο Έλιος ανέβηκε πάνω για να ανακοινώσει την έναρξη του πολέμου στους κατοίκους όλης της χώρας. Ήδη είχαν χάσει χρόνο αναζητώντας μάταια τον Ιάσονα και είχαν κάνει ελάχιστα σχέδια για την άμυνα τους. Ίσως να ήταν και αυτό ο σκοπός του Άνθιμου όταν τον έστειλε, να τους αποσπάσει την προσοχή η φυγή του, να τους κάνει να καθυστερήσουν και να τους ρίξει το ηθικό. Το κάθαρμα... έβρισε από μέσα του ο Έλιος καθώς ανέβαινε στην εξέδρα. Όλοι περίμεναν με αγωνία να μιλήσει. Εν το μεταξύ, είχαν ειδοποιηθεί και οι σύμμαχοι για τη φυγή και προδοσία του Ιάσονα. Οι Μάγοι λυπήθηκαν βαθύτατα, ο Παύλος, η Μοργκάνα, ειδικά ο Σωκράτης δεν μπορούσε να το πιστέψει. Δεν μπορούσαν να τον μισήσουν, όμως θα τον πολεμούσαν αναγκαστικά και κατά τη διάρκεια της μάχης θα προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν, ίσως υπήρχε ακόμα ελπίδα να σωθεί.

Το νέο μαθεύτηκε επίσης στη Σκοτεινή Διάσταση. Η Ελπινίκη και η Ροζαλία απογοητεύτηκαν και ειδικά η δεύτερη, το μυαλό της οποίας πήγε αμέσως στη φίλη της Ιφιγένεια. Πόσο πληγωμένη και προδομένη θα ένιωθε τώρα... Και σαν να μην έφτανε αυτό, θα έπρεπε να πολεμήσει και εναντίον του. Η ίδια μπορούσε να την καταλάβει καλύτερα από τον καθένα, αφού είχε νιώσει παρόμοια προδοσία, μόνο που ο Ορέστης το είχε κάνει με διαφορετικό τρόπο. Ήθελε πολύ να πάει να τη βρει και να την παρηγορήσει, όμως είχαν πολλή δουλειά με την Ελπινίκη καθώς ετοιμάζονταν πυρετωδώς για τη μάχη.

Εκεί που θα μιλούσε ο Έλιος στήθηκε επίσης και κάμερα η οποία θα μετέδιδε τα νέα σε ολόκληρη τη χώρα, ώστε να σταλούν ενισχύσεις όσο πιο σύντομα γινόταν και να προετοιμαστούν οι κάτοικοι, γιατί δεν απέκλειαν το ενδεχόμενο να χτυπούσε συγχρόνως και άλλα μέρη ο εχθρός.

«Αγαπητέ λαέ μου.» ξεκίνησε με θλίψη ο Έλιος. «Εδώ και αρκετό καιρό ετοιμαζόμαστε για έναν ακόμα πόλεμο, καθώς ο Λόρδος Άνθιμος μας απείλησε ξανά και αυτή τη φορά, σχεδιάζει να χτυπήσει απευθείας τη χώρα μας και όχι κάποια από τις χώρες των Ανθρώπων, για να συνεχίσει το σατανικό του σχέδιο να κατακτήσει τον Κόσμο και να εξαπλώσει τη Διάσταση της Νύχτας παντού. Αυτή η στιγμή δυστυχώς έφτασε και η πρώτη μάχη θα γίνει εδώ στην Ανφάνη, απόψε κιόλας.» Επιφωνήματα τρόμου ακούστηκαν και φοβισμένες ματιές φάνηκαν. «Ναι, πιστοί μου υπήκοοι. Η μέρα, ή μάλλον η νύχτα, για την οποία προετοιμαζόμασταν καιρό δυστυχώς έφτασε. Η δεύτερη νύχτα του φεστιβάλ δεν θα πραγματοποιηθεί απόψε. Δεν θα υποδεχθούμε το Καλοκαίρι, αλλά τον Άνθιμο και το στρατό του από Ξωτικόλακες. Το ξέρω ότι σας ήρθε ξαφνικό και φοβάστε, και είναι απόλυτα λογικό. Όμως ας μην αφήσουμε το φόβο να μας κρατήσει πίσω!» Σε αυτό το σημείο η φωνή και το ανάστημα του υψώθηκαν με θάρρος, εμπνέοντας αμέσως λαό και πολεμιστές. «Οργή πρέπει να νιώθουμε για εκείνο το σατανικό πλάσμα, που θέλει όχι μόνο να μας κλέψει το Καλοκαίρι μας, αλλά πολύ περισσότερο να καταστρέψει ό,τι καλό υπάρχει και να βυθίσει τον Κόσμο στο αιώνιο σκοτάδι! Και σας ρωτάω λοιπόν! Θα τον αφήσουμε;!» φώναξε δυνατά.

«ΟΧΙ!» απάντησε με μια φωνή η πλειοψηφία των Ξωτικών και των πολεμιστών των Πέντε Βασιλείων που βρίσκονταν εκεί.

«Και τι θα γίνει με τον Μαγικό, Εξοχότατε;! Είναι αλήθεια ότι επέστρεψε μετανιωμένος και εσείς τον συγχωρέσατε και τώρα πια είναι με το μέρος μας;!» ρώτησε κάποιος.

Ο Έλιος έσκυψε για λίγο το κεφάλι. Το περίμενε ότι ίσως να είχε μαθευτεί το νέο της επιστροφής του Μαγικού, ότι σίγουρα κάποιοι θα τον αναγνώρισαν. Τώρα έπρεπε να τους πει την αλήθεια και για τη φυγή του.

«Ναι, είναι αλήθεια.» απάντησε και το πλήθος αναθάρρησε, μόνο μέχρι να ακούσουν τη συνέχεια: «Όμως ο Μαγικός μας πρόδωσε για ακόμα μια φορά. Μας εξαπάτησε! Ήρθε εδώ μονάχα κατόπιν εντολής του πατέρα του, Λόρδου Άνθιμου, ο οποίος τον έστειλε για να μαζέψει πληροφορίες για αυτούς! Είχε το θράσος να γιορτάσει μαζί μας στο φεστιβάλ του Καλοκαιριού, παριστάνοντας πως είχε μετανιώσει, και σήμερα το πρωί είχε εξαφανιστεί!»

«Αίσχος! Εσχάτη προδοσία!» φώναξε κάποιος.

«Ακριβώς! Ο Ιάσονας εξακολουθεί να είναι εχθρός μας, ανεπιθύμητος, αναξιόπιστος, ψεύτης και άτιμος! Και θα πληρώσει και εκείνος πλάι στον πατέρα του! Μην του δείξει κανένας σας έλεος αν τον συναντήσετε και διασταυρωθούν τα όπλα σας!»

Όλοι σχεδόν άρχισαν να φωνάζουν εξοργισμένοι για την κοροϊδία και απάτη του Ιάσονα, ενώ η Ιφιγένεια δάκρυσε ξανά. Ο Ζαχαρίας που στεκόταν δίπλα της, την αγκάλιασε προσπαθώντας να την παρηγορήσει, παρόλο που δεν υπήρχαν λόγια να της πει.

Λίγη ώρα μετά, κατέφθασαν ενισχύσεις από τη Χώρα των Μάγων, με επικεφαλής τους Άρχοντες φυσικά και τον Σωκράτη. Η προδοσία του Ιάσονα τους πονούσε και τους τρεις, όμως τώρα έπρεπε να επικεντρωθούν στην υπεράσπιση της Ανφάνης και συνεπώς όλου του Κόσμου. Έφτασαν κι άλλα στρατεύματα από όλη τη χώρα, τα οποία παρέλαβαν και οδήγησαν στην Ανφάνη ο Αγησίλαος με τους Χρονομάγους του. Όλη την υπόλοιπη μέρα προετοιμάζονταν, οι Άρχοντες έκαναν συμβούλια και οι πολεμιστές βρίσκονταν σε ετοιμότητα σε διάφορα σημεία της πόλης, ενώ η παραλία είχε μετατραπεί σε στρατόπεδο. Εκεί που θα γινόταν ένα ακόμα πάρτι τη νύχτα που θα ακολουθούσε, θα γινόταν μάχη και θα χυνόταν αίμα.

Η νύχτα έπεσε κι όλα ήταν έτοιμα. Οι τελευταίες ενισχύσεις που κατέφθασαν ήταν φυσικά ο στρατός της Ελπινίκης από τη Σκοτεινή Διάσταση. Η Αρχόντισσα μίλησε για λίγο με τον Έλιο και τους υπόλοιπους για τα σχέδια άμυνας της πόλης και στη συνέχεια διασκόρπισε τα στρατεύματα της όπου χρειαζόταν ενίσχυση ο στρατός των Ξωτικών.

{...}

Στη Νυχτερινή Διάσταση, ο στρατός του Άνθιμου βρισκόταν παραταγμένος απέναντι του, έτοιμοι να εισβάλλουν στη Χώρα των Ξωτικών. Στο πλάι του στεκόταν ο Ιάσονας, ανέκφραστος και σοβαρός, μαζί με τους υπόλοιπους τέσσερις πλέον Λοχαγούς

«Πιστοί μου υπήκοοι!» άρχισε να λέει ο Σκοτεινός Άρχοντας. «Έφτασε επιτέλους η στιγμή να πάρουμε εκδίκηση για την προηγούμενη ήττα μας από τα Ξωτικά και τους συμμάχους τους, να τραφούμε με το αίμα τους και να συνεχίσουμε την πορεία προς το όνειρο μας να κατακτήσουμε τον Κόσμο! Μη δείξετε κανένα έλεος! Η Ανφάνη θα πέσει απόψε, όμως ακόμα και αν χάσουμε τη μάχη, θα τους έχουμε ρίξει ήδη το ηθικό και τις δυνάμεις τους, έτσι η επόμενες μάχες, που θα είναι και οι πιο σημαντικές, θα είναι ακόμα πιο εύκολες για εμάς! Ελάτε λοιπόν, Νυχτερινοί! Η ώρα της δόξας μας πλησιάζει ξανά, και αυτή τη φορά δεν θα αποτύχουμε με τον Μαγικό στο πλευρό μας!» φώναξε κι όλοι ξέσπασαν σε φρενήρεις πανηγυρισμούς.

«Λόρδος Άνθιμος! Λόρδος Άνθιμος!» φώναζαν ρυθμικά και για μία ακόμα φορά ο Άνθιμος ένιωσε σαν θεός, καθώς τρεφόταν η αλαζονεία του.

«Ελάτε λοιπόν! Ας ανοίξουμε τις πύλες!» διέταξε έπειτα. Ο Αρίσταρχος στάθηκε δίπλα του και με ένα νεύμα του, άρχισαν να ανοίγουν μαζί δύο πύλες προς την Ανφάνη, οι οποίες ενώθηκαν κι έγιναν μία μεγάλη. Το σημείο στο οποίο άνοιγαν ήταν η κεντρική πλατεία της Ανφάνης, όπου βρισκόταν επίσης ένα μεγάλο μέρος του στρατού των εχθρών τους.

Τα στρατεύματα του Άνθιμου άρχισαν να εισέρχονται, οι Ξωτικόλακες του έτρεχαν με μεγάλη ταχύτητα και συγκρούστηκαν αμέσως με τους πρώτους αντίπαλους πολεμιστές, ξωτικά, μάγους, ανθρώπους, αλλά και τα Σκοτεινά Ξωτικά της Ελπινίκης.

Οι περισσότεροι από αυτούς ένιωθαν περίεργα που μάχονταν ενάντια σε δικούς τους και σκότωναν άτομα που κάποτε ήταν σαν εκείνους, όμως είχαν ορκιστεί να υπηρετούν το καλό, οπότε δεν δίσταζαν.

Η νύχτα έλαμψε από τα χρώματα των μαγικών δυνάμεων των Μάγων, τη φωτιά των Ξωτικών της Φωτιάς, αλλά και τις Κόκκινες Ενέργειες των Σκοτεινών Ξωτικών. Ήχοι από όπλα που συγκρούονταν συνεχώς, πυροβολισμοί και πολεμικές κραυγές παντού. Ευτυχώς, η πόλη είχε προλάβει να εκκενωθεί, έτσι δεν υπήρχαν άμαχοι στα σπίτια και στα στενά της Ανφάνης.

Ο Γιάννης πολεμούσε εκτοξεύοντας φλεγόμενα βέλη, σαν Ξωτικό της Φωτιάς, παρόλο που ήταν μαζί με τους Τοξότες της πατρίδα του και ντυμένος με τη μπλε πολεμική στολή του Νότου. Παράλληλα ορμούσε μπροστά και εκτόξευε μάζες φωτιάς, κάνοντας πολύ μεγάλη ζημιά στον εχθρό. Ήδη μερικοί εχθροί είχαν πέσει νεκροί από τα βέλη και τις φλόγες του.

Και καθώς πολεμούσε μαζί με μερικούς άλλους τοξότες ρίχνοντας τα βέλη τους ενάντια στους Νυχτερινούς, τον είδε. Είδε τον Ιάσονα, μαζί με μερικούς δικούς του, να πολεμάει εναλλάσσοντας την πράσινη ενέργεια με κόκκινη και χτυπώντας με το σπαθί του με πολύ γρήγορες κινήσεις ξωτικά, μάγους και ανθρώπους χωρίς διακρίσεις. Δεν χωρούσε αμφιβολία πια. Είχε χάσει μια για πάντα την ψυχή του και ο Γιάννης δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να τον σταματήσει. 

***************************************

Ξεκίνησε η πρώτη μάχη, φίλοι μου, αν και κάπως βιαστικά όμως στα επόμενα κεφάλαια υπόσχομαι περισσότερες περιγραφές. Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; 

Πως πιστεύετε ότι θα εξελιχθεί η μάχη; Ο Ιάσονας θα συγκρουστεί με τους φίλους του; Θα έρθει άραγε αντιμέτωπος με την Ιφιγένεια; 

Μείνετε συντονισμένοι, γιατί πολύ αγωνιώδη κεφάλαια ακολουθούν, τα οποία θα προσπαθήσω να περιγράψω εξίσου καλά με το πρώτο βιβλίο!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top