Κεφάλαιο 55: Μαγική Ένωση
Μπήκαν στο δωμάτιο και όταν η πόρτα έκλεισε πίσω τους, τα χείλη τους ενώθηκαν ξανά.
Τα φιλιά του ενός ήταν σαν οξυγόνο για τον άλλον και συνοδεύονταν από το τραγούδι που έπαιζε εκείνη τη στιγμή και τις φωνές του κόσμου στην παραλία, που ακόμα ακούγονταν από το ανοιχτό παράθυρο. Εκείνη τη μοναδική στιγμή, ο Ιάσονας πίστευε πως η Ιφιγένεια ήταν η μόνη που μπορούσε να τον σώσει από τον ίδιο του τον εαυτό. Τα χείλη τους κινούνταν στον ίδιο ρυθμό, ενώ τα ρίγη που διαπερνούσαν τα κορμιά τους ήταν πιο ισχυρά από κάθε είδος μαγείας.
Διέκοψε για λίγο τα φιλιά τους, την κοίταξε στα μάτια κι έπειτα την έπιασε διστακτικά από το χέρι και την οδήγησε στο κρεβάτι της. Κάθισε σ' αυτό και την έβαλε να καθίσει επάνω στα πόδια του ενώ τύλιξε τα χέρια του γύρω απ' τη μέση της. Τα δικά της τα ακούμπησε στο στέρνο του, ήθελε να νιώσει την καρδιά του που χτυπούσε δυνατά για εκείνη.
Τη φίλησε πάλι, δάγκωσε απαλά το κάτω χείλος της και η γλώσσα του εισχώρησε στο στόμα της για να βρει τη δικιά της, οδηγώντας την ξανά σε ρυθμό. Όμως σύντομα διέκοψε απότομα το φιλί τους και την κοίταξε λαχανιασμένος.
«Φοβάμαι.» της είπε.
«Τι φοβάσαι, αγάπη μου;»
«Τώρα που... έχω γευτεί αίμα, φοβάμαι μήπως πάνω στο πάθος... σου κάνω κακό.»
«Μη φοβάσαι, Ιάσονα... Σε εμπιστεύομαι. Ξέρω πως δεν πρόκειται να μου κάνεις κακό.» του είπε και τον φίλησε ξανά.
Το χέρι του πήγε προς τα κάτω, στο γλουτό της και με μία κίνηση την ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι. Τα χείλη του κατέβηκαν στο λαιμό της, όπου άφησε υγρά φιλιά κατεβαίνοντας προς τα κάτω. Τη φίλησε έπειτα πάνω από το φόρεμα, φτάνοντας στην κοιλιά της και σταματώντας εκεί.
Ανασήκωσε το φόρεμα της μέχρι εκείνο το σημείο, έπειτα ανασηκώθηκε κι έβγαλε το πουκάμισο του, δίνοντας της έτσι ένα θέαμα του πάνω μέρους του σώματος του, το οποίο τόσο καιρό που ήταν χώρια είχε γίνει ακόμα πιο γραμμωμένο. Η Ιφιγένεια κοκκίνισε όταν κατάλαβε ότι την είδε να τον θαυμάζει κι εκείνος της χαμογέλασε λοξά.
Σήκωσε το φόρεμα της πάλι, μέχρι που το έβγαλε αφήνοντας την μόνο με τα λευκά δαντελωτά της εσώρουχα. Κοίταξε το στήθος της.
«Τι; Μόνο εσύ θα θαυμάζεις εμένα;» τη ρώτησε χαμογελώντας πονηρά. Έγειρε και τη φίλησε χωρίς να περιμένει απάντηση, κι έπειτα άρχισε να κατεβαίνει ξανά προς τα κάτω αφήνοντας υγρά μονοπάτια, φιλώντας την παντού, ώσπου έφτασε στο εσώρουχο της. Κατέβηκε προσπερνώντας εκείνο το σημείο, δεν ήταν ακόμα η ώρα... Αντί για αυτό, φίλησε το εσωτερικό των μηρών της, ενώ εκείνη αναστέναζε ντροπαλά. Φίλησε το δεξί της πόδι μέχρι κάτω, ώσπου να φτάσει στο σανδάλι της το οποίο έλυσε κι αφαίρεσε με αργές κινήσεις, έπειτα έκανε το ίδιο με το αριστερό και άρχισε να το φιλάει κι αυτό, ώσπου έφτασε ξανά στο εσωτερικό του μηρού της.
Το χέρι του βρέθηκε στην περιοχή της πάνω από το εσώρουχο και την έτριψε εκεί.
«Είσαι τόσο υγρή...» της είπε κάνοντας την να κοκκινίσει, η ηδονή της να ανακατεύεται με τη ντροπαλοσύνη της πρώτης φοράς, του πρώτου αγγίγματος.
Τα δάχτυλα του γλίστρησαν μέσα από το εσώρουχο και άγγιξαν την περιοχή της εκεί. Ανατρίχιασε ολόκληρη και ακούγοντας ένα πιο δυνατό αναστεναγμό της, ο Ιάσονας χαμογέλασε στραβά. Δεν φαινόταν και τόσο αθώος πλέον, όμως της άρεσε και αυτή η πλευρά του.
Ανέβηκε ξανά προς τα πάνω και φίλησε τα χείλη της, το λαιμό της, έγλυφε και άφηνε απαλά φιλιά συνεχώς, θέλοντας να το απολαύσουν κι οι δυο όσο το δυνατόν περισσότερο, παρόλο που ήθελε σαν τρελός να τη νιώσει ολόκληρη. Τα χέρια του την ανασήκωσαν ελαφρώς για να βγάλει το σουτιέν της το οποίο πέταξε στο πάτωμα πλάι στο πουκάμισο του.
Ήταν ημίγυμνη μπροστά του, ο πόθος όμως που ένιωθε για εκείνον την έκανε να ξεχνά τη ντροπή και τη συστολή της. Έσκυψε κι έγλειψε τα μικρά, στητά στήθη της, το ένα μετά το άλλο, ενώ τα άγγιζε συγχρόνως εναλλάξ. Ύστερα, τα χέρια του πήγαν στο εσώρουχο της και την κοίταξε σαν να περίμενε την άδεια της για να συνεχίσει. Εκείνη του ένευσε και ανασήκωσε τον κορμό της για να τον βοηθήσει να το βγάλει.
Πλέον ήταν τελείως γυμνή μπροστά του. Τα χείλη τους ενώθηκαν για ακόμα μία φορά, με τον Ιάσονα να είναι όμως γερμένος στο πλάι και όχι από πάνω της, ενώ το ένα του χέρι πήγε στην περιοχή της, κινήθηκε αργά προς τα κάτω και πέρασε ένα δάχτυλο μέσα της. Άρχισε να το κουνάει αργά και οι αναστεναγμοί της πνίγονταν μέσα στα φιλιά τους. Μετά από λίγο σηκώθηκε και έβγαλε το παντελόνι του. Βλέποντας τι του είχε προκαλέσει η Ιφιγένεια, κοκκίνισε ξανά κι ο Ιάσονας τρελάθηκε μ' αυτό, έγλειψε τα χείλη του και επιτέθηκε ξανά στα δικά της, ενώ το χέρι του της πρόσφερε για ακόμα μία φορά αναστεναγμούς καθώς βρέθηκε ξανά εκεί κάτω... Μετά από λίγη ώρα και ενώ ένιωθε πως δεν άντεχε άλλο, ανασηκώθηκε και έβγαλε και το εσώρουχο της.
Πήρε θέση ανάμεσα στα πόδια της και με αργές κινήσεις μπήκε μέσα της κοιτάζοντας την στα μάτια, μια στιγμή μαγική. Ο πόνος δεν την ένοιαζε την Ιφιγένεια, γιατί η ηδονή ήταν πιο δυνατή. Η μυρωδιά της τον τρέλανε, ειδικά εκείνη του αίματος που κύλησε ανάμεσα απ' τα πόδια της στο σεντόνι. Είδε μια φλέβα στο λαιμό της να πάλλεται και για μια στιγμή αναρωτήθηκε πώς θα ήταν αν γευόταν το αίμα της... Όμως τότε θυμήθηκε πόσο την αγαπούσε, πόσο σημαντική ήταν για εκείνον και επικεντρώθηκε μόνο στο ερωτικό τους πάθος.
Μπαινόβγαινε μέσα της αργά, φιλώντας την συγχρόνως παθιασμένα, ενώ εκείνη αναστέναζε μέσα στο στόμα του μη μπορώντας πλέον να συγκρατηθεί. Ήταν σαν μουσική στα αυτιά του. Συνέχισε να κινείται με πιο δυνατές ωθήσεις, ενώ με τα χέρια του ανασήκωσε ελαφρά τον κορμό της για να τη νιώσει περισσότερο και οδήγησε τα πόδια της να τυλιχτούν γύρω από τη μέση του.
Οι αναστεναγμοί και οι βαριές τους ανάσες γέμισαν πλέον το δωμάτιο. Τα χείλη της πρόφεραν το όνομα του καθώς ένιωσε να πλησιάζει στην κορύφωση.
«Ιάσονα...» είπε με μια πνιχτή ανάσα.
«Αφέσου, μωρό μου. Μη συγκρατείσαι άλλο. Θέλω να τελειώσεις για εμένα.» της είπε με φωνή αισθησιακή. Μετά από μια ακόμα πιο δυνατή ώθηση η Ιφιγένεια ένιωσε να τελειώνει, ένιωσε να μουδιάζει όλο το κορμί της και η ηδονή να απλώνεται παντού και να την οδηγεί σε άγνωστα μονοπάτια, όλο της το είναι γέμισε με εκείνον. Ο Ιάσονας είδε εκείνη τη στιγμή τα μάτια της να αστράφτουν και να γίνονται βιολετί, ενώ η ίδια ενέργεια ξέφυγε απ' τα χέρια της που βρίσκονταν τυλιγμένα στην πλάτη του και απλώθηκε σ' όλο το κορμί του, οδηγώντας και τον ίδιο στη μαγική στιγμή της κορύφωσης και άφησε τον εαυτό του ελεύθερο να τελειώσει μέσα της. Τα μάτια του που ήταν ενωμένα με τα δικά της έλαμψαν με πράσινο φως. Για μερικά δευτερόλεπτα, ένιωσαν πως βρέθηκαν σε μια μαγική διάσταση οι δυο τους, εκεί που μόνο η αγάπη κι ο έρωτας χωρούσαν.
Έμειναν για λίγα λεπτά ακόμα ενωμένοι, να προσπαθούν να βρουν τις ανάσες τους, ενώ τα μάτια τους είχαν επανέλθει στα φυσιολογικά χρώματα. Ο Ιάσονας μόλις ηρέμησε, ξάπλωσε πλάι της αποκαμωμένος και την έβαλε στην αγκαλιά του.
«Μου φαίνεται απίστευτο...» ψιθύρισε μόλις ξαναβρήκε τη φωνή του.
«Κι εμένα.» συμφώνησε η Ιφιγένεια. Ανασήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε στα μάτια.
«Σ' αγαπώ.» της είπε και η καρδιά της έχασε ένα χτύπο. «Σ' αγαπώ τόσο πολύ και δεν αντέχω μακριά σου. Θέλω να το ξέρεις πως θα κάνω τα πάντα για να μπορέσουμε να είμαστε μαζί. Μην τα ξεχάσεις αυτά τα λόγια.»
«Κι εγώ σ' αγαπώ, Ιάσονα.» του είπε και δάκρυσε. «Και θα είμαστε μαζί. Στο υπόσχομαι.»
Ο Ιάσονας τη φίλησε απαλά. Σύντομα όμως, η ψυχή του μαύρισε και πάλι, καθώς η λογική κάλυψε όλα τα συναισθήματα. Θυμήθηκε ποιος ήταν, με ποιανού το μέρος ήταν.
Μέχρι το πρωί, δεν θα βρίσκομαι μαζί σου, Ιφιγένεια. Είπε από μέσα του. Δυστυχώς, έτσι πρέπει να γίνει, αγάπη μου. Πονάω που θα σε αφήσω, αλλά πρέπει. Πρέπει να φύγω ξανά και να επιστρέψω στον πατέρα μου, για να μπορέσω να χτίσω ένα μέλλον όπου θα μπορούμε εμείς οι δύο να είμαστε μαζί. Θα σε πληγώσει η φυγή μου το ξέρω, όμως δεν μπορώ να σου πω τίποτα. Ελπίζω να έρθει η στιγμή που θα καταλάβεις και θα με συγχωρέσεις σύντομα.
Λίγο πριν το ξημέρωμα, ο Ιάσονας ξύπνησε. Είχε αργήσει και έπρεπε ήδη να έχει επιστρέψει στον Άνθιμο και τους άλλους. Ο Αρίσταρχος θα τον περίμενε για να περάσουν μαζί στη Νυχτερινή Διάσταση. Όμως, περιμένοντας να αποκοιμηθεί η Ιφιγένεια για να φύγει, τον πήρε και τον ίδιο ο ύπνος. Τώρα εκείνη ήταν ξαπλωμένη στο πλάι, ενώ εκείνος βρισκόταν πίσω της, αγκαλιάζοντας την ακόμα με το χέρι του γύρω της προστατευτικά. Ανασηκώθηκε και την κοίταξε για λίγο, έπειτα έκανε στην άκρη τα μαλλιά της και τη φίλησε απαλά στο μάγουλο. Εκείνη αναδεύτηκε για λίγο, κάτι ψιθύρισε στον ύπνο της, αλλά δεν ξύπνησε. Κοιμόταν ευτυχισμένη και γαλήνια. Ο Ιάσονας σηκώθηκε με αργές κινήσεις για να μην την ξυπνήσει. Μάζεψε τα ρούχα του και ντύθηκε, έπειτα έριξε μια τελευταία ματιά στην Ιφιγένεια. Πόνεσε στη σκέψη ότι θα την άφηνε για ακόμα μια φορά. Ήξερε όμως ότι την άφηνε σε καλά χέρια, ο Γιάννης κι ο Ηρακλής θα την κρατούσαν ασφαλή, αλλά και ο ίδιος ο Άρχοντας Έλιος δεν θα άφηνε να της συμβεί τίποτα. Περπάτησε ως την πόρτα και την άνοιξε. Έβαλε στην άκρη τα συναισθήματα του και έφυγε, κλείνοντας την απαλά.
Περπατώντας με μεγάλη προσοχή για να μη γίνει αντιληπτός από άλλα μάτια και αυτιά, κίνησε ως το δικό του δωμάτιο, όπου και άλλαξε στην ενδυμασία των Νυχτερινών. Ζώστηκε με τα όπλα του, έβαλε και τη μαύρη κάπα, ανέβασε την κουκούλα και έπειτα πήδησε απ' το παράθυρο, προσγειώθηκε σαν αιλουροειδές κι εξαφανίστηκε με μεγάλη ταχύτητα.
{...}
Ο Αρίσταρχος τον περίμενε μέσα στο φοινικόδασος, με τον Δούκα στον ώμο του.
«Άργησες.» του είπε. «Λίγο ακόμα και θα κινδύνευα να με κάψει ο ήλιος που θα έβγαινε, περιμένοντας σε. Πέρασες καλά στο φεστιβάλ;»
«Πάμε πίσω στη Νυχτερινή Διάσταση. Θα περιμένει ο... πατέρας μου.» του είπε χωρίς να απαντήσει στην ειρωνική του ερώτηση. Ο Πρώτος Λοχαγός στράφηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, άνοιξε την πύλη και πέρασε πρώτος. Ο Ιάσονας προτού περάσει κοίταξε για λίγο πίσω του και για μία ακόμα φορά αποχαιρέτησε τον έξω κόσμο και την Ανφάνη, αυτό το παραδεισένιο τοπίο που την επόμενη μέρα θα ήταν γεμάτο με νεκρούς και συντρίμμια πολέμου.
Βρήκαν τον Άνθιμο στην αίθουσα του θρόνου μαζί με τους υπόλοιπους λοχαγούς και μερικούς ακόμα υπηκόους του, τους οποίους ενημέρωνε για την επερχόμενη μάχη και έδινε οδηγίες.
«Επιτέλους, Αρίσταρχε. Γιατί αργήσατε τόσο;» ρώτησε.
«Ρωτήστε τον υιό σας, Άρχοντα μου.» του είπε δείχνοντας τον Ιάσονα:
«Προέκυψε κάτι το οποίο δεν είχα υπολογίσει...» απάντησε μόνο εκείνος. Ο Άρχοντας τον πλησίασε και τον κοίταξε με τα διαπεραστικά κόκκινα μάτια του. Οι σκέψεις του γυμνές πέρασαν μέσα από αυτά, ενώ πάλεψε μάταια να τις συγκρατήσει. Προσπάθησε να μη σκεφτεί την Ιφιγένεια, το γυμνό της κορμί που πριν από μερικές ώρες έλιωνε στα χέρια του.
«Ω... Βλέπω διασκέδασες αρκετά στο φεστιβάλ της Ανφάνης, ειδικά με τη μικρούλα Θεραπεύτρια. Εντάξει λοιπόν, αν είναι έτσι, συγχωρεμένος. Ένα χειροκρότημα για τον γιο μου κυρίες και κύριοι που σήμερα έγινε άντρας!» αναφώνησε θριαμβευτικά και όλοι σχεδόν οι παρευρισκόμενοι χειροκρότησαν και φώναξαν «μπράβο» ή «συγχαρητήρια», ο Αντίνοος μάλιστα σφύριξε βάζοντας δυο δάχτυλα στο στόμα.
Ο Ιάσονας περίμενε ανέκφραστος μέχρι οι πανηγυρισμοί να κοπάσουν. Μισούσε που ο Άνθιμος το αποκάλεσε έτσι αυτό που έζησαν, «διασκέδαση». Για εκείνον ήταν πολλά παραπάνω.
«Αυτές οι σκέψεις ήταν ιδιωτικές.» είπε τότε κοιτάζοντας άγρια τον Άνθιμο.
«Καλά, δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπεσαι... Το σημαντικό πάντως είναι, Ιάσονα, ότι έφερες εις πέρας με επιτυχία το σχέδιο. Αν και... τους είπες πολλά παραπάνω από όσα είχαμε συμφωνήσει. Δεν είχαμε πει να αποκαλύψεις που θα χτυπήσουμε μετά την Ανφάνη...»
«Ήταν ο μόνος τρόπος να με εμπιστευτούν. Η Ελπινίκη είχε αρχίσει να με υποπτεύεται.»
«Μφφ... Πάλι μπλέκεται στα πόδια μας αυτή...»
«Σιωπή, Αντίνοε!» είπε ο Άνθιμος και στράφηκε ξανά στον Ιάσονα: «Δεν πειράζει, εξάλλου ξέρεις πολύ καλά ότι προτιμώ να πολεμάω ενάντια σε έναν καλά προετοιμασμένο στρατό. Ακόμα και αν γνωρίζουν τα σχέδια μας, δεν θα έχουν καμία ελπίδα. Και η Ανφάνη θα πέσει πρώτη, απόψε κιόλας.» συνέχισε με σκοτεινό βλέμμα γεμάτο μίσος, έπειτα ευθύμησε ξανά. «Λοιπόν Ιάσονα, όσο έλειπες, στρατολόγησα έναν ακόμα λοχαγό ως Πέμπτο. Γνώρισε τον Μύρωνα.» είπε και έδειξε ένα άγνωστο μέχρι στιγμής σκοτεινό ξωτικό. Είχε ένα αρκετά γοητευτικό πρόσωπο με έντονες γωνίες και σκούρα καστανά, σπαστά μακριά μαλλιά, ενώ το δαιμόνιο του ήταν μια νυχτερίδα.
«Μύρωνα, από εδώ ο γιος μου ο Ιάσονας, Πρίγκιπας της Νυχτερινής Διάστασης και Τέταρτος Λοχαγός.»
Ο Μύρωνας έκανε μια θεατρική υπόκλιση.
«Χαίρω ιδιαιτέρως που σας γνωρίζω από κοντά, Υψηλότατε.» είπε.
«Ο Μύρωνας ήταν Υπολοχαγός στον Πέμπτο Λόχο της προδότριας Ελπινίκης, όμως δεν συμφώνησε ποτέ στην αλλαγή πλευράς της. Έτσι, όπως ήταν φυσικό ήρθε με το μέρος μας και του ανήκει δικαιωματικά η θέση του Πέμπτου Λοχαγού.» εξήγησε ο Άνθιμος. «Τώρα που ολοκληρώθηκαν οι συστάσεις λοιπόν και αφού ο Ιάσονας εκτέλεσε με επιτυχία την αποστολή του, ας πάμε στην αίθουσα συμβουλίων, αγαπητοί μου Λοχαγοί, για να μιλήσουμε πιο αναλυτικά για το σχέδιο της αποψινής μάχης. Όσο για εσάς τους υπόλοιπους, επιστρέψτε στην προπόνηση σας.»
Το μυαλό του Ιάσονα γύρισε δύο μέρες πίσω, όταν ο Άνθιμος τον διέταξε να επιστρέψει για λίγο στη Χώρα των Ξωτικών, παριστάνοντας πως μετάνιωσε και θα ήταν πλέον με το μέρος τους.
«Θα τους δώσεις όσες πληροφορίες χρειάζεται για εμένα ώστε να σε εμπιστευθούν. Ακόμα και πιο προσωπικά πράγματα που σου έχω αποκαλύψει. Δεν θα έχω τίποτα πια να κρύψω. Και αποκαλύπτοντας τους δήθεν τις αδυναμίες μου, θα στρέψεις τον Έλιο εναντίον μου και θα τον σκοτώσω.» του είπε με μοχθηρό χαμόγελο.
«Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό.» αρνήθηκε στην αρχή ο Ιάσονας. «Δεν μπορώ να προδώσω για δεύτερη φορά τους φίλους μου, την Ιφιγένεια και όσα άτομα με νοιάζονται. Όλος ο υπόλοιπος Κόσμος είναι εχθροί μου, μα εκείνοι δεν μου φταίνε σε τίποτα.»
«Καλέ μου Ιάσονα...» Ο Άνθιμος πλησίασε και έβαλε ένα χέρι στον ώμο του με δήθεν πατρική στοργή.
Διατηρώντας εκείνο το χαμόγελο συνέχισε:
«Δεν έχεις φίλους. Κανένας δεν σε νοιάζεται. Ακόμα και οι γονείς που σε υιοθέτησαν, θα έχουν αποδεχθεί τη φυγή σου έως τώρα και θα σε μισούν. Νομίζεις πως θα σε δεχτούν αν μια μέρα εμφανιστείς μπροστά τους μετά από όσα έχεις κάνει; Πώς θα τους κοιτάξεις στα μάτια και θα τους πεις πως πίνεις ανθρώπινο αίμα; Πως τώρα πια είσαι περισσότερο Ξωτικόλακας από ποτέ;» Αυτά τα λόγια έβαλαν σε σκέψεις τον Ιάσονα. «Όχι, Ιάσονα. Δεν χωράς πλέον σ' αυτόν τον Κόσμο. Όχι με τη μορφή που έχει τώρα, τέλος πάντων. Όταν τον αλλάξουμε όμως, όταν τον φτιάξουμε στα μέτρα μας, τότε θα είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θέλεις και η Ιφιγένεια θα γίνει δική σου. Αυτός δεν είναι ο σκοπός σου μεταξύ άλλων, μαζί με την επιθυμία σου για εκδίκηση σε αυτούς που σε εξόρισαν;»
«Ναι, αυτός είναι.» απάντησε σκύβοντας το κεφάλι ο Μαγικός.
«Τότε, κάνε αυτό που σου λέω.»
Έτσι λοιπόν, έχοντας ήδη απαγάγει την Ορτανσία, ο Άνθιμος έβαλε σε εφαρμογή το νέο σχέδιο για να μάθει πληροφορίες για τους εχθρούς του, αλλά και να τους δώσει έμμεσα το ραντεβού για μάχη, βυθίζοντας τους στο φόβο όπως έκανε πάντα. Το θέμα ήταν να μην είχε προβλέψει η Ορτανσία το σχέδιο και να μην καταλάβαινε τίποτα, πράγμα που ευτυχώς δεν έγινε. Ο Ιάσονας την "διέσωσε", για να κερδίσει ακόμα περισσότερο την εμπιστοσύνη του Έλιου, την ελευθέρωσε, λέγοντας πως πλέον βρισκόταν εκεί παρά τη θέληση του και δραπέτευσαν μαζί. Ο Αρίσταρχος είχε φροντίσει να ανοίξει μια πύλη για τη Χώρα των Ξωτικών, την οποία ο Ιάσονας είπε στην Μάντισσα πως ανακάλυψε δήθεν τυχαία και πως μάλλον κάποιος την είχε ξεχάσει ανοιχτή.
Έτσι συνέβησαν όλα και ο Ιάσονας πρόδωσε για δεύτερη φορά τους φίλους του. Πέρασε μερικές όμορφες στιγμές μαζί τους και ειδικά με την Ιφιγένεια, και εκείνες τις στιγμές ένιωθε πως ήταν όλα φυσιολογικά, πως ήταν ένας από αυτούς, σαν να μην επρόκειτο σύντομα να τελειώσουν όλα και να επιστρέψει στον βιολογικό του πατέρα και στο δρόμο που εκείνος του είχε χαράξει.
{...}
Η Ιφιγένεια ξύπνησε από το απαλό αεράκι που έμπαινε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο, το οποίο βρισκόταν δίπλα ακριβώς από το κρεβάτι της. Χαμογέλασε γαλήνια και ένιωσε το πρόσωπο της να φλογίζεται, καθώς θυμήθηκε τη χθεσινή νύχτα που πέρασε με τον Ιάσονα, την πρώτη φορά που έκαναν έρωτα. Ήταν όλα τόσο όμορφα... Ήταν τόσο προσεκτικός, γλυκός αλλά και παθιασμένος συγχρόνως, κι ύστερα της είπε επιτέλους ότι την αγαπούσε. Δεν το πίστευε αυτό που έζησαν. Μακάρι να μην υπήρχε ο πόλεμος στη μέση, να μην τον είχαν να επισκιάζει εκείνες τις στιγμές και την ευτυχία τους.
Ό,τι και αν συνέβαινε όμως, αυτό που έζησαν θα της έδινε δύναμη να πολεμήσει. Κι όσο πολεμούσε στο πλευρό του, όλα θα πήγαιναν καλά, σωστά; Δεν θα άφηνε εκείνον ή κάποιον από τους φίλους τους να χαθεί. Θα τους προστάτευε και θα τους γιάτρευε από κάθε πληγή με τη θεραπεία της. Χαμογελώντας ξανά, γύρισε πλευρό για να δει τον Ιάσονα, όμως το στρώμα πλάι της ήταν κενό. Για λίγο αναρωτήθηκε μήπως όλα όσα συνέβησαν τη χθεσινή νύχτα ήταν ένα όμορφο όνειρο, όμως ήταν γυμνή, και ο κόκκινος λεκές από αίμα στο κατωσέντονο ήταν η απόδειξη της ένωσης τους. Πού να είχε πάει άραγε; Πάντως από το μπάνιο ακουγόταν ησυχία.
«Ιάσονα;!» τον κάλεσε όμως δεν πήρε απάντηση.
Μάλλον δεν θα είναι εδώ. Σκέφτηκε. Ίσως πήγε να μας φέρει πρωινό στο δωμάτιο ή να τον κάλεσαν για συμβούλιο. Θα τον δω μετά, υποθέτω.
Αφού σηκώθηκε, έστρωσε το κρεβάτι της, πήγε στο μπάνιο και έκανε ένα ντους, έπειτα ντύθηκε και έμεινε για λίγο να κοιτάζει το κρεβάτι.
Θα ζητούσε να της δώσουν καθαρά σεντόνια ώστε να τα αλλάξει μόνη της. Ντρεπόταν να δουν το λεκέ από αίμα οι καμαριέρες του Άρχοντα Νίμου.
Έπειτα έβγαλε από τη Διάσταση των Δαιμονίων τη Νάρα ώστε να μοιραστεί μαζί της τα νέα σχετικά με την όμορφη εμπειρία της πρώτης φοράς που έκανε έρωτα. Το δαιμόνιο της χάρηκε πολύ για εκείνη.
«Όμως όταν ξύπνησα εκείνος απλά... έλειπε, και δεν έχει επιστρέψει ακόμα.» είπε με μια ελαφριά ανησυχία στη φωνή της η Θεραπεύτρια.
«Μην ανησυχείς, καλή μου. Ας κατέβουμε στην τραπεζαρία για πρωινό και ίσως τον βρούμε εκεί. Μπορεί να τον κάλεσαν για κάποιο συμβούλιο ή να τον ήθελαν κάτι σχετικό με τη μάχη που έρχεται.» την καθησύχασε η γάτα.
Κατέβηκαν στην τραπεζαρία, όπου το πρωινό είχε αρχίσει να σερβίρεται αλλά δεν είχαν καταφθάσει ακόμα όλοι. Ήταν και η Ηλέκτρα με τη Ναυσικά και τη Φωτεινή εκεί, προς μεγάλη έκπληξη της.
«Καλημέρα.» τους είπε όταν πλησίασε. «Φωτεινή; Πέρασες εδώ τη νύχτα τελικά.» Όσο και αν προσπάθησε να στρέψει την προσοχή αλλού, δεν κατάφερε να αποφύγει το βλέμμα της Ηλέκτρας, η οποία την κοιτούσε χαμογελώντας πονηρά.
«Ναι. Ήθελα να αποχαιρετήσω τη Ναυσικά και να περάσω άλλη μια νύχτα μαζί της πριν την πρώτη, μεγάλη μάχη. Θα πολεμήσω κι εγώ, μαζί με τα Σκοτεινά Ξωτικά της Λαίδης Ελπινίκης. Δέχθηκα εκπαίδευση και παρόλο που εκείνη επέμενε πως δεν ήμουν έτοιμη, κατάφερα τελικά να την πείσω με τη βοήθεια της Ροζαλίας.» απάντησε το Ξωτικό της Φωτιάς.
«Αυτά είναι καλά νέα, αν αυτό πραγματικά θέλεις να κάνεις.»
«Εννοείται αυτό. Η μάχη για τη σωτηρία του Κόσμου είναι καθήκον όλων όσων ξέρουμε να πολεμάμε. Δεν θα μπορούσα να μείνω πίσω στη Σκοτεινή Διάσταση με σταυρωμένα τα χέρια, ειδικά τη στιγμή που θα ήξερα ότι οι φίλοι και η αγαπημένη μου θα κινδύνευαν.» και έριξε μια ματιά γεμάτη αγάπη στη Ναυσικά. «Ωστόσο θα πρέπει να φύγω. Η Αρχόντισσα Ελπινίκη είπε πως θα έρθει να με παραλάβει σε λίγο από την κεντρική είσοδο. Θα με χρειαστούν για τις τελευταίες προετοιμασίες. Εξάλλου, δεν μπορώ να φάω πρωινό μαζί σας πλέον για ευνόητους λόγους, και κινδυνεύω να με κάψει και ο ήλιος αν πλησιάσω κάποιο ανοιχτό παράθυρο.»
Τα τρία κορίτσια αποχαιρέτησαν τη φίλη τους, η οποία τις αγκάλιασε όλες, δίνοντας τους κουράγιο. Με τη Ναυσικά η αγκαλιά κράτησε λίγο παραπάνω.
«Να προσέχεις.» της είπε το Ξωτικό του Νερού.
«Θα τα πούμε στη μάχη.» είπε έπειτα η Φωτεινή και απομακρύνθηκε. Τότε η Ηλέκτρα στράφηκε στην Ιφιγένεια με το πιο κατεργάρικο χαμόγελο που είχε δει ποτέ της:
«Λοιπόν... Από ότι φαίνεται δεν πέρασαν καλά μόνο η Φωτεινή και η Ναυσικά χθες τη νύχτα...»
«Τι θες να πεις...;» έκανε πως δεν καταλαβαίνει η Θεραπεύτρια.
«Έλα τώρα... Μυστικά από εμάς; Σας είδα που φύγατε με τον Ιάσονα προς το εσωτερικό του σπιτιού. Για πες, ποια ήταν η συνέχεια;» τη ρώτησε για να τη δει να κοκκινίζει ολόκληρη.
«Ηλέκτρα, μην τη φέρνεις σε δύσκολη θέση... Αν δεν θέλει να μας πει είναι δικαίωμα της.» της είπε η Ναυσικά.
«Όχι, όχι. Δεν πειράζει, κορίτσια. Θα σας πω. Εξάλλου φίλες μου είστε. Χθες τη νύχτα, ο Ιάσονας κι εγώ...»
«Καλημέρα, κορίτσια.» Η φωνή του Ζαχαρία τους διέκοψε, ο οποίος μαζί με τη Χρυσάνθη είχαν μόλις κατέβει.
«Καλημέρα μπαμπά, μαμά.» τους είπε η Ιφιγένεια, ευχαριστώντας τους από μέσα της που την έσωσαν από την «ανάκριση» της κολλητής της, έστω και προσωρινά.
Τότε τους ειδοποίησαν ότι μπορούσαν να καθίσουν στο τραπέζι για πρωινό και η Ηλέκτρα με την Ιφιγένεια αγκαζέ άρχισαν να κατευθύνονται προς τις καρέκλες.
«Μετά δεν μου τη γλιτώνεις... Θα μου τα πεις όλα.» της είπε τότε. Κάθισαν και άρχισαν να τρώνε το πρωινό με τα αχνιστά κρουασάν, τους δροσιστικούς χυμούς και τους αναζωογονητικούς καφέδες, το τελευταίο ειρηνικό πρωινό τους πριν τη μεγάλη καταστροφή. Άρχισαν να καταφθάνουν και άλλοι από τους καλεσμένους που ξυπνούσαν, ανάμεσα τους ο Γιάννης και ο Ηρακλής. Κανένας όμως δεν κάθισε στη θέση δίπλα στην Ιφιγένεια. Ήξεραν όλοι πολύ καλά ότι ανήκε στον Ιάσονα.
Μόνο που αυτή η θέση παρέμεινε κενή καθ' όλη τη διάρκεια του πρωινού, γιατί την ίδια στιγμή, στη Νυχτερινή Διάσταση, ο Ιάσονας έκανε σχέδια για τον πόλεμο στο πλευρό του Άνθιμου.
************************
Για ακόμα μια φορά θα σας πω τη γνωστή ατάκα "μπορείτε να με βρίσετε ελεύθερα" μετά από την ψυχρολουσια ύστερα από τη μαγική νύχτα που πέρασαν ο Ιάσονας με την Ιφιγένεια 😅
Τελικά ο Ιάσονας τους πρόδωσε πάλι και τους κορόιδεψε, από ότι φαίνεται... Ποια θα είναι τα συναισθήματα της Ιφιγένειας, των φίλων του και των υπολοίπων όταν μάθουν για τη φυγή του;
Δεν θα πω τίποτα άλλο. Τα σχόλια δικά σας και θα τα πούμε στο επόμενο !!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top