Κεφάλαιο 54: Το Φεστιβάλ της Ανφάνης (Μέρος ΄Β)

Η νύχτα του φεστιβάλ συνεχιζόταν και όλοι φαίνονταν πως περνούσαν καλά. Πολλοί χόρευαν, άλλοι έπιναν και άλλοι έκαναν βόλτες, συζητούσαν ή περιηγούνταν στους πάγκους με τις διάφορες δραστηριότητες. Η παρέα μας διασκέδαζαν και εκείνοι πίνοντας, χορεύοντας και απολαμβάνοντας τη μουσική των καλλιτεχνών. Αυτή τη στιγμή, είχε ανέβει στην πίστα ένα πολύ γνωστό συγκρότημα στη Χώρα των Ξωτικών, με ροκ προς μέταλ ήχους με γκόθικ στοιχεία. Η τραγουδίστρια ήταν ένα ξωτικό με χλωμό δέρμα, μαύρα μακριά μαλλιά και ανοιχτά γαλάζια μάτια. Η φωνή της μελωδική, ερχόταν σε απόλυτη αρμονία με το δυναμικό ροκ ήχο που έπαιζαν οι μουσικοί του συγκροτήματος. Ακόμα και η Ελπινίκη παραδέχτηκε πως ήταν πολύ κοντά στα δικά της μουσικά γούστα και κουνούσε το κεφάλι της ρυθμικά στη μουσική τους.

Κάποια στιγμή απομακρύνθηκε από την υπόλοιπη παρέα και κάνοντας δρόμο ανάμεσα απ' τον κόσμο, κατευθύνθηκε προς την ερημική μεριά της παραλίας. Η Ιφιγένεια την είδε και την άφησε για λίγο μόνη της, μετά από λίγο όμως αποφάσισε να πάει να τη βρει. Χρειαζόταν και εκείνη να ηρεμήσει λίγο απ' το χορό, τον κόσμο και την ένταση που αισθανόταν πλάι στον Ιάσονα. Καθόταν κάτω στην άμμο, με την πλάτη της ακουμπισμένη πάνω σε ένα βράχο και κοιτούσε τα αστέρια.

«Ωραία βραδιά απόψε, ε;» τη ρώτησε το κορίτσι και εκείνη έστρεψε το κόκκινο βλέμμα της πάνω της. Η μουσική ακουγόταν ακόμα από πίσω της καθώς δεν ήταν πολύ μακριά από το χώρο του φεστιβάλ, αλλά υπήρχε περισσότερη ησυχία εδώ. Ακουγόταν επίσης και ο απαλός κυματισμός της θάλασσας, καθώς επίσης και κάποια γέλια, μάλλον από κάποιο ζευγάρι που είχε επίσης απομακρυνθεί.

«Ναι.» της απάντησε η Ελπινίκη. «Στον Ωρίωνα θα άρεσε εδώ. Φαίνονται πολλά αστέρια.»

Η Ιφιγένεια πήγε να καθίσει δίπλα της, όμως δίσταζε να καθίσει με το κοντό φόρεμα της στην άμμο και τελικά παρέμεινε όρθια.

«Ξέρω ότι του άρεσαν τα αστέρια. Το είχα δει στις αναμνήσεις του.» είπε και αυτομάτως θυμήθηκε με θλίψη πόσα είχαν περάσει αυτά τα δύο ξωτικά και πόσο αδικημένοι ήταν.

«Ναι... Και δυστυχώς στη Σκοτεινή Διάσταση δεν φαίνονταν ποτέ.» Έμειναν για λίγο σιωπηλές, έπειτα η Ελπινίκη μίλησε πάλι: «Πιστεύω πως σου είχε δείξει και... εμάς όταν ήμασταν παιδιά. Παίζαμε μαζί πλάι σε μια λίμνη, ένα βάλτο για την ακρίβεια, ότι πιο κοντινό είχαμε σε θάλασσα στο Νότιο Χωριό. Φανταζόμασταν όμως πως ήταν θάλασσα και για την ακρίβεια αυτή εδώ η παραλία.»

«Ναι, το είχα δει και αυτό.» απάντησε με ένα μελαγχολικό χαμόγελο η Ιφιγένεια, έπειτα άλλαξε θέμα: «Ποιες είναι οι σκέψεις σου για την επιστροφή του Ιάσονα.»

Η Ελπινίκη κοίταξε προς τη θάλασσα προτού απαντήσει:

«Θα σου πω την αλήθεια. Έχω τις επιφυλάξεις μου, αλλά ελπίζω να βγω λάθος.»

Η Ιφιγένεια απογοητεύτηκε κάπως με αυτή τη δήλωση, αλλά χαιρόταν που ήταν ειλικρινής μαζί της.

«Όμως δεν πιστεύω πως θα κάνει κάτι που θα σε πληγώσει.» συμπλήρωσε προς έκπληξη της η Σκοτεινή γυναίκα. «Πήγαινε πίσω σε εκείνον τώρα. Δεν μας απομένουν πολλές ώρες ειρήνης, οπότε ζήσε όσα περισσότερα μπορείς μαζί του απόψε.» Η Ιφιγένεια ένευσε και αυτό έκανε, επέστρεψε στο χώρο του φεστιβάλ, στην παρέα της και στον Ιάσονα.

...

Η Αντιγόνη καθόταν στο μπαρ και έπινε μονάχη της. Από ότι έμαθε, ο Σωκράτης είχε έρθει, μαζί με τους γονείς του, μέσω πύλης από τη Χώρα των Μάγων το πρωί της ίδιας μέρας, όμως δεν έμειναν για πολύ. Ήθελαν μόνο να δουν τον Ιάσονα και να του μιλήσουν. Απογοητεύτηκε που ο Πρίγκιπας- Μάγος δεν αναζήτησε την ίδια, ειδικά μετά από αυτό που είχαν ζήσει και το γράμμα του που την πλήγωσε. Καταλάβαινε πως βιαζόταν γιατί έπρεπε να προετοιμαστούν για τη μάχη, όμως θα μπορούσε να τη βρει και να της μιλήσει έστω και για λίγο. Και αν δεν κατάφερναν να ξαναβρεθούν πριν τη μάχη και εκείνος... όχι, αυτό ήταν κάτι που δεν ήθελε καν να σκέφτεται. Παράλληλα ένιωθε ένοχη για αυτές τις σκέψεις. Ερχόταν πόλεμος, ο γιος της θα ρίσκαρε τη ζωή του για ακόμα μια φορά κι αυτή καθόταν και σκεφτόταν εκείνον σαν ερωτοχτυπημένη έφηβη.

Ο Νίμος, αφού τελείωσε με τους χαιρετισμούς και τις συζητήσεις με τους καλεσμένους του, πλησίασε και κάθισε στο σκαμπό δίπλα της, βγάζοντας έναν αναστεναγμό κούρασης αλλά και ανακούφισης συγχρόνως.

«Συγνώμη που σε άφησα μόνη σου για τόσο πολύ. Δημόσιες σχέσεις βλέπεις...» της είπε.

«Καταλαβαίνω. Είσαι ο οικοδεσπότης και διοργανωτής του φεστιβάλ εξάλλου.» του απάντησε χαμογελώντας η Αντιγόνη.

«Τι έχεις; Σε έβλεπα σκεπτική όλο το βράδυ.» τη ρώτησε αμέσως μετά και έκανε νόημα στον μπάρμαν για να παραγγείλει.

«Ε να... Για τον πόλεμο και όλα αυτά... Σκέφτομαι τον γιο μου, που θα κινδυνεύσει πάλι. Πέρασα μεγάλη αγωνία στον προηγούμενο πόλεμο, κρυμμένη στο πολυτελές μας κρησφύγετο με τον Ιάκωβο, και άλλη τόση αγωνία όταν παραλίγο να τον χάσω.» Με το ζόρι κρατήθηκε να μην δακρύσει σε αυτά τα λόγια, ενώ και η φωνή της ράγισε.

Ο Νίμος ένευσε με κατανόηση κι έπειτα έδειξε το άδειο πλέον ποτήρι της, ενώ ο μπάρμαν περίμενε υπομονετικά την παραγγελία τους.

«Να κεράσω άλλο ένα;» τη ρώτησε.

«Ευχαριστώ.» του απάντησε.

«Άλλο ένα από αυτό που πίνει η κυρία και ένα σπέσιαλ δικό μου, ξέρεις εσύ.»

«Μάλιστα, κύριε.» αποκρίθηκε ο μπάρμαν και άρχισε αμέσως να αναμειγνύει τα κοκτέιλ τους βάζοντας τα κατάλληλα ποτά μέσα στα σέικερ και ανακινώντας τα.

«Είναι και κάτι άλλο που σε βασανίζει, σωστά;» τη ρώτησε έπειτα ο Νίμος. «Έμαθες για τη σύντομη επίσκεψη του Σωκράτη.»

«Ακριβώς.»

Τα ποτά τους ήταν έτοιμα. Της Αντιγόνης είχε χρώμα κόκκινο όπως το φόρεμα που φορούσε και του Νίμου μπλε σαν τη θάλασσα, διακοσμημένο με κομμάτια ανανά, μάνγκο και ροδάκινου. Τσούγκρισαν και ήπιαν. Η Αντιγόνη για την ακρίβεια, άδειασε το μισό μονομιάς.

«Ει, ήρεμα! Δεν θέλουμε να γίνεις χάλια... Ο γιος σου αύριο θα σε χρειάζεται πριν τη μάχη.» της είπε ο Νίμος. Η θνητή γυναίκα άφησε το ποτήρι της στον πάγκο με δύναμη καθώς ένιωσε το αλκοόλ να της καίει το λαιμό.

«Μα να μην έρθει να μου πει ούτε μια κουβέντα; Ούτε ένα γεια;» είπε μισό- μεθυσμένη.

«Μην τον παρεξηγείς. Έχει πολλά στο κεφάλι του τελευταία. Ο ανιψιός του επέστρεψε από τη σκοτεινή πλευρά, δεν είναι και λίγο... και ετοιμάζονται και για πόλεμο. Δεν είναι σαν εμάς τα Ξωτικά που διασκεδάζουμε ακόμα και σε τέτοιες καταστάσεις...» είπε αυτά τα λόγια χαμηλόφωνα. «Είμαι σίγουρος ότι πριν τη μάχη θα έρθει να σε βρει.»

Η Αντιγόνη χαμογέλασε με αυτά τα λόγια. Της στεκόταν όντως σαν φίλος τελικά, παρά το ερωτικό ενδιαφέρον που είχε δείξει για αυτήν και το φιλί τους την προηγούμενη μέρα.

Ο Νίμος τότε είδε κάτι άλλο που του τράβηξε την προσοχή. Ο Ορέστης καθόταν μόνος λίγο παραπέρα στη μπάρα, έπινε και κοιτούσε τη Ροζαλία, η οποία χόρευε μόνη της κοντά στην παρέα της Ιφιγένειας. Ήξερε τι είχε στο μυαλό του ο φίλος του και έπρεπε να τον αποτρέψει απ' το να κάνει κάτι το οποίο ίσως τον κατέστρεφε αργότερα.

«Με συγχωρείς λίγο... Επιστρέφω αμέσως.» είπε στην Αντιγόνη και τον πλησίασε. «Μην το κάνεις.» του είπε. «Ξέρω τι έχεις στο μυαλό σου. Μην την πλησιάσεις απόψε... Θα πληγωθείτε κι οι δύο... ή μάλλον, και οι τρεις. Και ο γιος σου; Τι θα πει αν το μάθει;» Ο Ορέστης έστρεψε το βλέμμα του πάνω του.

«Δεν αντέχω, φίλε μου... Θέλω να τη φιλήσω και να την ξανακάνω δικιά μου. Ίσως να μη βγούμε ζωντανοί από αυτό τον πόλεμο και δεν θέλω να φύγω με απωθημένα.» του είπε.

«Και προτιμάς να φύγεις έχοντας πληγώσει τη Λυδία;» αντέτεινε.

«Το να πληγωθεί κάποιος είναι μονόδρομος.» είπε ο Ορέστης και έπειτα, αφού άδειασε το υπόλοιπο ποτό του και το άφησε στον πάγκο, σηκώθηκε από το σκαμπό. «Χαλάρωσε. Δεν θα κάνω τίποτα. Απλά θα χορέψω μαζί της.» είπε κλείνοντας το μάτι στον φίλο του, όμως δεν τον καθησύχασε καθόλου.

Στην πίστα, το κέφι είχε ανάψει. Όλοι κινούνταν στο ρυθμό μιας νέας μπάντας που εμφανίστηκε, άλλοι σε ζευγάρια με τα κορμιά τους να στριφογυρνούν σε απόλυτη αρμονία, άλλοι σε παρέες κι άλλοι μόνοι τους. Υπήρχαν και κάποιοι μεθυσμένοι στρατιώτες από τη Χώρα των Πέντε Βασιλείων, οι οποίοι είχαν ξεφύγει προσπαθώντας να πνίξουν την αγωνία τους για τον επερχόμενο πόλεμο στο ποτό, γελούσαν συνεχώς με το παραμικρό και στραβοπατούσαν χορεύοντας άτσαλα. Ο Νίμος ήλπιζε να μη δημιουργήσουν πρόβλημα... Αν και άλλο ήταν το κύριο πρόβλημα του τώρα... Αγχωνόταν πραγματικά για το τι θα έκανε ο Ορέστης, μα αποφάσισε να τον αφήσει στην ησυχία του με τη Ροζαλία, να κάνει αυτό που ένιωθε και επέστρεψε στην Αντιγόνη για να της κάνει παρέα και να τη βοηθήσει να ξεχαστεί, προσπαθώντας να μην ξεφύγει και εκείνη απ' το ποτό.

Η Ροζαλία χόρευε κι εκείνη μόνη της, παραδομένη στο ρυθμό. Η Λίντα έπαιζε λίγο πιο πέρα με τα δαιμόνια της Ιφιγένειας και της Ηλέκτρας. Οι νότες γέμιζαν το είναι της και το σώμα της κινούνταν σαν να είχε δική του βούληση. Πάντοτε της άρεσε ο χορός για την ελευθερία που την έκανε να νιώθει. Είχε πιει και λίγο, ίσα για να έρθει στο κέφι. Η Ελπινίκη είχε προσλάβει και έναν δικό τους μπάρμαν από τη Σκοτεινή Διάσταση, ο οποίος βοηθούσε τον μπάρμαν του Νίμου και παρασκεύαζε επίσης ποτά με αίμα για τις ίδιες.

Ξάφνου συνειδητοποίησε πως δεν χόρευε πλέον μόνη της. Ένα άλλο σώμα την πλησίασε από πίσω και δυο χέρια τυλίχθηκαν γύρω από τη μέση της. Η αύρα του ήταν πολύ γνώριμη, ένιωσε ζεστασιά και ασφάλεια και ασυναίσθητα σκέπασε τα χέρια του με τα δικά της χορεύοντας μαζί του. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, στράφηκε προς το μέρος του και είδε ποιος ήταν ο μυστηριώδης παρτενέρ της. Ήταν ο Ορέστης, ο οποίος την κοιτούσε με το ίδιο πάθος και ένταση όπως τότε. Τα χέρια του βρέθηκαν ξανά στη μέση της και συνέχισαν να λικνίζονται μαζί χωρίς να μιλάνε.

Ήξερε πως ήταν λάθος, ήξερε πως έπρεπε να το σταματήσει, όμως δεν μπορούσε. Κάθε δύναμη να αντισταθεί πήγε περίπατο και για λίγο δεν υπήρχε ούτε ο πόλεμος, ούτε η οικογένεια του, ούτε η δική της πλέον σκοτεινή φύση. Και ο Ορέστης απ' τη μεριά του, δεν νοιαζόταν αν θα τους έβλεπαν μαζί. Κάποια στιγμή, έγειρε και ψιθύρισε στο αυτί της. Η καυτή του ανάσα την ανατρίχιασε και η μυρωδιά του την τρέλαινε, σαν το πιο γλυκό αίμα που είχε μυρίσει ποτέ της. Παρόλα αυτά, δεν θα του έκανε ποτέ κακό.

«Δεν πίστευα ποτέ πως θα σε έβρισκα εδώ.» της είπε. «Όπως τότε σε εκείνο το πανηγύρι σε εκείνο το χωριό, θυμάσαι;»

Φυσικά και θυμόταν, πώς θα μπορούσε να ξεχάσει; Ήταν σαν σήμερα, στη Γιορτή του Καλοκαιριού. Γινόταν ένα πανηγύρι σε ένα χωριό λίγο έξω απ' την Έλφια, και της είχε προτείνει να πάνε μαζί, μιας και κανένας δεν θα τους ήξερε εκεί, επειδή έκρυβαν τη σχέση τους. Είχαν χορέψει όπως και τώρα, μονάχα πιο ξέγνοιαστοι, χωρίς να σκέφτονται το μέλλον. Κι ύστερα πήγαν στην καλύβα τους στο δάσος κι έκαναν έρωτα μέχρι το πρωί.

Τώρα που το ξανασκεφτόταν η Ροζαλία, από τότε ήταν απαγορευμένη η σχέση τους, από τότε υπήρχαν εμπόδια. Πάντοτε πρόσεχαν να μην τους δουν μαζί, και εκείνη η έξοδος σε εκείνο το πανηγύρι ήταν η μοναδική τους δημόσια εμφάνιση. Ίσως να μην έπρεπε ποτέ να ήταν μαζί.

«Ορέστη... είναι λάθος.» του είπε, χωρίς όμως να κάνει την κίνηση να απομακρυνθεί. Τι μου συμβαίνει; Θα έπρεπε να τον μισώ μετά από αυτό που μου έκανε, μετά από όλον αυτόν τον πόνο που μου προκάλεσε.

«Πώς γίνεται να είναι λάθος, τη στιγμή που μόνο μαζί σου είμαι ήρεμος και ευτυχισμένος; Μονάχα εσύ τιθασεύεις την οργή που έχω από τη φύση μου. Από τη μέρα που σε είδα ξανά μετά από τόσα χρόνια...»

«Σταμάτα.» του είπε.

«Θέλεις να έρθω να σε σώσω, Ροζαλία;» της είπε η Λίντα μέσα στο μυαλό της, που έβλεπε πως την πολιορκούσε το Ξωτικό της Φωτιάς και διάβαζε τις σκέψεις της.

Όχι. Της απάντησε. Είμαι εντάξει. Και παραδέχτηκε στον εαυτό της πως δεν ήθελε να σωθεί, όσο και αν πονούσε.

«Πάντοτε έπρεπε να κρυβόμαστε.» του εξέφρασε μια απ' τις προηγούμενες σκέψεις της. «Κι όταν με αρνήθηκες... δεν υπήρχε γυρισμός για εμένα. Με κατέστρεψες, Ορέστη. Με κατέστρεψες κι όμως δεν μπορώ να σε μισήσω.»

«Μακάρι να μπορούσα να επανορθώσω για ό,τι έγινε, να αναπληρώσω το χαμένο μας χρόνο.» της είπε.

«Αυτό δεν γίνεται.»

«Το ξέρω.»

Την έκανε μια στροφή και έπειτα, την κόλλησε ξανά στο σώμα του και την έγειρε προς τα πίσω στηρίζοντας την πλάτη της με το χέρι του, ενώ το άλλο χέρι του άγγιξε το μηρό της ψηλά, έπειτα τη σήκωσε ξανά στο ύψος του και ήρθαν πιο κοντά από ποτέ. Τα χέρια της βρέθηκαν στο στήθος του και ένιωσε τη θέρμη του κάτω απ' το πουκάμισο του.

Ξαφνικά τα πρόσωπα τους βρέθηκαν τόσο κοντά, που μπορούσε να δει τις λεπτομέρειες από τα κεχριμπαρένια μάτια του, τις καστανές κηλίδες μέσα στο χρυσαφί. Και εκείνος χάθηκε μέσα στα κόκκινα δικά της, στον πειρασμό που τον τραβούσε στην αμαρτία σαν μαγνήτης. Το βλέμμα του κατηφόρισε στα χείλη της, που ήταν κόκκινα και ζουμερά όπως τα θυμόταν τότε. Και εκείνη τα άνοιξε έτοιμα να τον υποδεχθούν. Τότε όμως, η λογική επανήλθε στο μυαλό της Ροζαλίας, τον έσπρωξε βιαστικά και έσπασε το αγκάλιασμα τους.

«Όχι, όχι. Είναι λάθος από όλες τις απόψεις, Ορέστη... Επειδή έγινα Σκοτεινό Ξωτικό, επειδή δεν μπορώ να κλάψω, αυτό δεν σημαίνει και ότι δεν μπορώ να πληγωθώ. Δεν σκοπεύω να ξανακάνω το ίδιο λάθος.» του είπε κι απομακρύνθηκε τρέχοντας και ανοίγοντας δρόμο μέσα από τον κόσμο, αφήνοντας τον μόνο στην πίστα να την κοιτάει απογοητευμένος και βαθιά πληγωμένος και ο ίδιος.

Η Ροζαλία απομακρύνθηκε από την πίστα και βρέθηκε σε ένα σημείο με λιγότερο κόσμο. Εισέπνευσε βαθιά το θαλασσινό αεράκι, λες και χρειαζόταν το οξυγόνο του για να τη συνεφέρει.

Τι πήγα να κάνω; είπε μέσα της. Αυτό το φιλί, αν συνέβαινε, θα την κατέστρεφε ξανά, γιατί σίγουρα δεν θα σταματούσαν μόνο εκεί. Ο Ορέστης ήταν ο πρώτος της σε όλα, ο πρώτος της έρωτας, το πρώτο της φιλί, ο πρώτος που άγγιξε το κορμί της. Είχε πλαγιάσει με μερικούς ακόμα στη Σκοτεινή Διάσταση, με ιερόδουλους που είχαν αυτό το σκοπό, όμως αυτό ήταν κάτι τελείως επιφανειακό και το έκανε μονάχα για να τον ξεπεράσει. Και τώρα που νόμιζε πως το είχε καταφέρει αυτό, εμφανίστηκε ξανά αυτός για να της το διαψεύσει.

«Ροζαλία;» Η Λίντα την είχε ακολουθήσει φτερουγίζοντας και κάθισε πάνω στον ώμο της.

«Είναι λάθος, Λίντα. Έπρεπε να σε αφήσω να επέμβεις.» της είπε. «Σίγουρα κάποιος θα μας έβλεπε, αυτό δεν το σκέφτηκε εκείνος; Η γυναίκα του και ο γιος του βρίσκονταν κοντά... Δεν τον ένοιαζε καθόλου; Και αν δεν μας έβλεπαν απόψε, θα μας ανακάλυπταν σίγουρα αργότερα, αν το συνεχίζαμε. Εκείνος θα έχανε τη θέση του, μπορεί ακόμα και να τον εξόριζαν οι Ανώτεροι Άρχοντες, ενώ και η οικογένεια του θα στιγματιζόταν για μια ζωή. Όμως γιατί νιώθω τόσο άσχημα που το σταμάτησα;»

«Γιατί τον αγαπάς ακόμα, γλυκιά μου. Και όσο κι αν τον αντιπαθώ για τον τρόπο που σου φέρθηκε τότε, που σε αρνήθηκε και σε πέταξε σαν σκουπίδι, σαν να ήσουν κάποια του δρόμου με μόνο σκοπό να ικανοποιήσει τις ορέξεις του... Ομολογώ ότι μόνο μαζί του θα ήσουν πραγματικά ευτυχισμένη. Όμως θα ήταν γλυκόπικρη ευτυχία, ποτέ δεν θα ζούσατε ξέγνοιαστοι τον έρωτα σας. Και τώρα υπάρχει και η γυναίκα του στη μέση, θα ήταν μεγάλη αμαρτία να γίνεις εσύ η αιτία για απιστία.»

«Έχεις δίκιο.» της είπε. «Εξάλλου τώρα έρχεται πόλεμος και πρέπει να επικεντρωθούμε σε αυτόν. Ένας ακόμα λόγος να μη σκέφτομαι τον έρωτα η τι θα μπορούσε να συμβεί εάν ενέδιδα στον πειρασμό.»

{...}

Εν το μεταξύ στην άλλη πλευρά του φεστιβάλ, η Ιφιγένεια και ο Ιάσονας χόρευαν ξανά, αφού είχαν κάνει ένα διάλειμμα για να φάνε, να πιούν και να συμμετάσχουν σε δραστηριότητες μαζί με την υπόλοιπη παρέα.

Τώρα χόρευαν ένα κάπως αργό και αισθησιακό κομμάτι, με τα σώματα τους να κινούνται σε απόλυτη αρμονία λες και έκαναν έρωτα, και η νεαρή Θεραπεύτρια αναρωτιόταν πώς θα ήταν αν το έκαναν όντως απόψε. Θα μπορούσαν να φύγουν εδώ και τώρα οι δυο τους και να... όχι, όχι, και μόνο που το σκεφτόταν κοκκίνιζε από ντροπή και ηδονή συγχρόνως. Και ο Ιάσονας δεν της το είχε προτείνει τόση ώρα, που σήμαινε ότι μπορεί και εκείνος να είχε ενδοιασμούς. Όμως θυμήθηκε τα λόγια της Ελπινίκης προηγουμένως:

Δεν μας απομένουν πολλές ώρες ειρήνης, οπότε ζήσε όσα περισσότερα μπορείς μαζί του απόψε.

Είχε δίκιο. Δεν τους είχε απομείνει πολύς χρόνος και ποιος ξέρει τι θα έφερνε ο πόλεμος... Εξάλλου και ο Ιάσονας μπορεί να το ήθελε όσο και η ίδια, αλλά να δίσταζε να κάνει κίνηση μην τυχόν και τον παρεξηγήσει ή να φοβόταν μήπως δεν ήταν έτοιμη και να μην ήθελε να την πληγώσει. Όμως δεν άντεχε άλλο... Αν δεν έκανε την κίνηση εκείνη, σίγουρα θα το μετάνιωνε αργότερα. Ύψωσε το κεφάλι της για να φτάσει το αυτί του και του είπε, με την καρδιά της να αναπηδά στο στήθος της:

«Πάμε κάπου οι δυο μας;» Εκείνος την κοίταξε για λίγο ξαφνιασμένος, έπειτα κατέβασε το βλέμμα του στα χείλη της και πιο κάτω, στο στήθος της...

Ένιωθε να την καίει μόνο με το βλέμμα του. Μήπως ήταν λάθος τελικά; Όμως τώρα δεν θα έκανε πίσω. Το είχε πάρει απόφαση.

«Πάμε.» της είπε και έπειτα, εκείνη τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε κάπου μέσα από τον κόσμο. Ο Ιάσονας την ακολούθησε σαν υπνωτισμένος, σαν να μην είχε δική του βούληση. Ήθελε και εκείνος σαν τρελός να μείνει λίγο μόνος μαζί της... Όμως, ενώ περίμενε να τον οδηγήσει στην ερημική μεριά της παραλίας, εκείνη χωρίς να αφήνει λεπτό το χέρι του, πέρασε τους φοίνικες και μπήκε στο εσωτερικό του εξοχικού από την πίσω πόρτα.

«Ιφιγένεια, στάσου.» της είπε, και εκείνη σταμάτησε και τον κοίταξε. Τα πράσινα της μάτια καρφώθηκαν στα δικά του, τα μάγουλα της ήταν αναψοκοκκινισμένα. Να ήταν απ' το ποτό ή από κάτι άλλο;

«Που πηγαίνουμε;» τη ρώτησε.

«Στο... δωμάτιο μου.» του απάντησε εκείνη χαμηλώνοντας το βλέμμα και κοκκινίζοντας κι άλλο.

«Όχι, Ιφιγένεια... Δεν πρέπει. Έχουμε πιει αρκετά και ίσως αύριο το μετανιώσουμε...»

«Εγώ έχω πιει μόνο ένα και αυτό πολύ ελαφρύ. Ξέρω τι μου γίνεται και τι θέλω απόψε. Εσένα.» είπε εκείνη και επιστρατεύοντας όλο της το θάρρος, έπεσε στην αγκαλιά του, ένωσε τα χείλη τους με πάθος και κάθε αντίσταση του Ιάσονα κάμφθηκε.

Τρελαινόταν, ήθελε να την κάνει δική του, όμως δεν έπρεπε. Το ένα του χέρι χώθηκε μέσα στα μαλλιά της και το άλλο πήγε χαμηλά στη μέση της... Διέκοψε σύντομα όμως, όταν η λογική επανήλθε.

«Θα το μετανιώσεις...» της είπε με τα χείλη τους ακόμα να ακουμπούν, χωρίς όμως να κάνει την κίνηση να απομακρυνθεί.

«Δεν πρόκειται.» του είπε και τον φίλησε ξανά, πιο βαθιά, πιο διψασμένα.

Τότε εκείνος βάθυνε κι άλλο το φιλί τους και την έσφιξε κι άλλο πάνω του. Έπειτα, η Ιφιγένεια διέκοψε, τον κοίταξε ξανά για λίγο με την προσμονή ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της και πήρε ξανά το χέρι του μέσα στο δικό της. Και ο Ιάσονας έπαψε να σκέφτεται και απλά την άφησε να τον οδηγήσει στο δωμάτιο της. Όσο και αν προσπάθησε δεν κατάφερε να αντισταθεί. Το θέμα ήταν, αν θα μπορούσε αυτό που θα συνέβαινε να τον σώσει και να τον βγάλει απ' το σκοτάδι, ή αν θα την τραβούσε και εκείνη μαζί του σε αυτό...

*********************************************

Είχαμε πικάντικες εξελίξεις σε αυτό το κεφάλαιο, συμφωνείτε; Και ακόμα πιο πικάντικες θα έχουμε στο επόμενο... Επιτέλους, έφτασε η ώρα να ενωθούν τα παιδιά μας!! Ο Ιάσονας μας έκανε τον δύσκολο, αλλά δεν είδαμε να κάνει και καμιά τρελή προσπάθεια να αντισταθεί...🤭

Πώς θα είναι η πρώτη τους φορά και τι θα ακολουθήσει; Γιατί φοβόταν ο Ιάσονας και δίσταζε να προχωρήσουν; Τι σημαίνουν οι σκέψεις του στο κλείσιμο του κεφαλαίου; Όλα θα απαντηθούν στο επόμενο!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top