Κεφάλαιο 53: Το Φεστιβάλ της Ανφάνης (Μέρος Ά)
Η Παραλία της Ανφάνης έσφυζε από κόσμο και ζωή εκείνη τη νύχτα. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν μία ακόμα ειρηνική νύχτα στη Χώρα των Ξωτικών, ένα ακόμα φεστιβάλ στα πλαίσια της Γιορτής του Καλοκαιριού όπως γινόταν κάθε χρόνο, λες και ο πόλεμος δεν είχε χτυπήσει ποτέ την πόρτα των Ξωτικών, λες και ο Άνθιμος δεν σχεδίαζε να χτυπήσει ξανά. Τόσο ξωτικά από όλη τη χώρα, όσο και Άνθρωποι αυτή τη φορά, πολεμιστές που είχαν σταλθεί από τη Χώρα των Πέντε Βασιλείων και ακόμα παρέμεναν στη Χώρα των Ξωτικών, είχαν επισκεφθεί την Ανφάνη για να παρευρεθούν στο πιο διάσημο φεστιβάλ. Οι περισσότεροι αγνοούσαν την επιστροφή του Μαγικού και την προειδοποίηση του ότι ο Λόρδος Άνθιμος σχεδίαζε επίθεση στην ίδια την Ανφάνη την αμέσως επόμενη νύχτα. Όσο για εκείνους τους λίγους που το γνώριζαν, θα ζούσαν τη νύχτα εκείνη όσο καλύτερα μπορούσαν, προσπαθώντας να μη σκέφτονται ότι είχαν απομείνει σχεδόν είκοσι τέσσερις ώρες ειρήνης, ελευθερίας και ξεγνοιασιάς.
Ο Νίμος είχε σχεδιάσει τα πάντα στην εντέλεια όπως κάθε χρόνο. Εξέδρα συναυλιών, πάνω στην οποία θα τραγουδούσαν γνωστά συγκροτήματα της χώρας και διάφοροι άλλοι καλλιτέχνες, πάγκοι δραστηριοτήτων, παρουσιάσεων και μίνι παραστάσεων, καθώς και κιόσκια με λιχουδιές και αναμνηστικά. Και φυσικά, δεν έλειπε το μεγάλο μπαρ με τα εξωτικά και καλοκαιρινά ποτά.
Ο Ιάσονας στεκόταν στην είσοδο της παραλίας μαζί με τον Ηρακλή και τον Γιάννη και περίμεναν τα κορίτσια της παρέας. Για την ακρίβεια, μία λαχταρούσε να δει η καρδιά του απόψε, να τη φιλήσει ξανά και ξανά και να τη νιώσει, να περάσουν μαζί όσες στιγμές τους απέμεναν, και ας ήξερε πως ήταν λάθος.
«Σαν να μην πέρασε μια μέρα, φίλοι μου.» διέκοψε τις σκέψεις του ο Ηρακλής, που πέρασε τα χέρια του πάνω από τους ώμους των δύο κολλητών του. «Να 'μαστέ πάλι εδώ, έναν ολόκληρο χρόνο μετά, μια ανάσα πριν τον πόλεμο, να γιορτάζουμε την τελευταία μας νύχτα ειρήνης.»
«Είναι λίγο ειρωνικό, αν το καλοσκεφτείς.» είπε σκεπτικός ο Γιάννης. «Να διασκεδάζουμε απόψε σαν να μη συμβαίνει τίποτα, σαν να μην πρόκειται να ζήσουμε ξανά τον πόλεμο, να δούμε γύρω μας θάνατο και καταστροφή.»
«Αλλάξαμε όλοι μας από πέρυσι πάντως.» συνέχισε ο Ηρακλής. «Ειδικά εσείς οι δύο, και δεν αναφέρομαι μόνο στις δυνάμεις... Συμφωνείς, Ιάσονα;»
«Ιάσονα; Που ταξιδεύεις, ρε;» τον ρώτησε ο Γιάννης, όταν είδαν πως δεν απαντούσε.
Όμως τον Ιάσονα άλλο τον ένοιαζε τώρα. Κοιτούσε σαν μαγεμένος προς την κατεύθυνση από όπου ερχόταν εκείνη.
«Ω, να και τα κορίτσια μας...! Και... τι έκπληξη...! Είναι και οι Σκοτεινές μαζί; Και η Φωτεινή;!» είπε ενθουσιασμένος ο Γιάννης, όμως ο Ιάσονας μονάχα μία έβλεπε, εκείνη για την οποία η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, αποδεικνύοντας του για μία ακόμα φορά πως δεν είχε χάσει την ψυχή του ακόμα. Δεν έδωσε καν σημασία στις επισκέπτριες από τη Σκοτεινή Διάσταση και στη Φωτεινή, μπορεί και να μην πρόσεξε καν ότι ήρθαν κι εκείνες. Το βλέμμα του ενώθηκε με της Ιφιγένειας καθώς εκείνη τον πλησίασε και για λίγο ο κόσμος γύρω τους φαινόταν θολός, σαν να μην υπήρχε. Ήταν πανέμορφη. Φορούσε ένα κοντό, πράσινο φόρεμα με λουλούδια, πράσινα πέδιλα με λουριά τα οποία ανέβαιναν ως πάνω στις καλοσχηματισμένες γάμπες της, τα μαλλιά της σαν χρυσός καταρράκτης ξεχύνονταν στον ένα ώμο της, το ίδιο χτένισμα που είχε κάνει πριν από ένα χρόνο και που της ταίριαζε πολύ, ενώ το μακιγιάζ της σε γήινους τόνους τόνιζε τα λεπτεπίλεπτα χαρακτηριστικά της, τα πράσινα μάτια της και τα ροζ ζουμερά χείλη της. Ένα ήταν το σίγουρο: απόψε ο Ιάσονας δεν θα κατάφερνε να της αντισταθεί.
Τον πλησίασε και για λίγο έμειναν απλά να κοιτούν ο ένας τον άλλον σαν να τους είχε μαγέψει κάποιο μαγικό, ερωτικό ξόρκι. Ύστερα, η Ιφιγένεια καθάρισε το λαιμό της αμήχανα και κατάφερε να σπάσει τη σιωπή:
«Γεια.» του είπε ντροπαλά.
«Γεια. Είσαι πιο όμορφη από ποτέ απόψε.» της είπε, κι αναρωτήθηκε μέσα του αν ακούστηκε πολύ απότομος ή αμήχανος. Πού ήταν ο Ντέριος τώρα που τον χρειαζόταν για συμβουλές; Τον είχε αφήσει στο δωμάτιο που φιλοξενούνταν, για να μη γίνει στόχος και τον αναγνωρίσουν μέσω του σπαθιού του.
«Ευχαριστώ, Ιάσονα. Και... κι εσύ είσαι υπέροχος.»
Ήταν πράγματι και εκείνος πανέμορφος, αυτό το στυλ, σε συνδυασμό με το κάτι πιο σκοτεινό που έβγαζε πλέον η γοητεία του, την έλκυαν σαν μαγνήτης προς αυτόν.
«Αχ, τι ωραίοι που είστε μαζί...! Ταιριάζετε απόλυτα! Έτσι, Ελπινίκη;» άκουσαν μια φωνή δίπλα τους. Γύρισαν και κατάλαβαν πως ήταν της Ροζαλίας, η οποία μαζί με τη Λίντα τους θαύμαζαν με ονειροπόλο βλέμμα.
«Ναι, τέλος πάντων.» απάντησε η Ελπινίκη με το συνηθισμένο ψυχρό της στυλ. Το βλέμμα του Ιάσονα στάθηκε πάνω της. Τι έκανε εκείνη εδώ; Άραγε είχαν ειδοποιηθεί και οι Σκοτεινοί για την επιστροφή του; Οι απαντήσεις του δόθηκαν αμέσως από τον Άρχοντα Νίμο. «Ιάσονα, η Αρχόντισσα Ελπινίκη και η Λοχαγός Ροζαλία ήθελαν να σε δουν και να σου μιλήσουν.»
«Κρατήστε όμως τους τόνους χαμηλά, και θα πρέπει να πάμε για λίγο κάπου πιο ιδιωτικά για να μιλήσουμε.» είπε ο Έλιος. Είχε μόλις καταφθάσει με τη σύζυγο του, η οποία ένιωθε πράγματι καλύτερα και οι συσπάσεις είχαν σταματήσει, έτσι φόρεσε ένα άνετο, αεράτο φόρεμα και τον ακολούθησε στο φεστιβάλ.
«Θα έρθω να σας βρω σε λίγο.» είπε ο Ιάσονας στους φίλους του και έπειτα, προτού ακολουθήσει τον Έλιο και τις δύο αρχόντισσες, στράφηκε στην άλλη έκπληξη της βραδιάς, τη Φωτεινή: «Γεια σου, Φωτεινή. Τα παιδιά μου είπαν τι σου συνέβη και λυπάμαι πολύ, όμως χαίρομαι που τουλάχιστον είσαι καλά.»
«Ω, ναι, είμαι πολύ πιο δυνατή τώρα. Και εγώ χαίρομαι που επέστρεψες, Ιάσονα, και θα κάνεις τελικά το σωστό.» του απάντησε η κοκκινομάλλα, έπειτα έπιασε το μπράτσο της Ναυσικάς και αποχώρησε μαζί με τους υπόλοιπους προς τους πάγκους του φεστιβάλ.
Ο Έλιος, η Αθηνά, οι δυο Σκοτεινές και ο Ιάσονας πήγαν σε ένα σημείο κάπου πίσω από το μπαρ, ανάμεσα σε φοίνικες που τους έκρυβαν και μακριά από αδιάκριτα αυτιά. Ο Νίμος έμεινε πίσω, για να συνεχίσει να υποδέχεται τους καλεσμένους και να βεβαιωθεί συγχρόνως ότι κανένας δεν θα τους ακολουθούσε για να κατασκοπεύσει.
«Λοιπόν;» έκανε ερωτηματικά ο Ιάσονας μόλις βεβαιώθηκαν πως δεν τους άκουγαν.
«Εγώ δεν θα πω πολλά. Απλά ότι... χαίρομαι που πήρες τελικά τη σωστή απόφαση και ότι ελπίζω να είναι αληθινή η επιστροφή σου, όχι κάποιο σχέδιο του πατέρα σου.» είπε η Ελπινίκη.
«Αρχόντισσα μου!» αναφώνησε η Ροζαλία. «Μην είσαι τόσο αυστηρή μαζί του... Εγώ σε εμπιστεύομαι, Ιάσονα.»
«Δεν είμαι ο πατέρας μου.» είπε εκείνος απευθυνόμενος προς την αρχόντισσα.
«Και εγώ είχα άπειρους ενδοιασμούς στην αρχή, Αρχόντισσα Ελπινίκη.» της είπε έπειτα ο Έλιος. «Όμως, μετά τις πληροφορίες που μας έδωσε ο Ιάσονας για τον Άνθιμο, καθώς και για την προειδοποίηση του για την επερχόμενη επίθεση, αποφάσισα να τον εμπιστευθώ. Δεν πιστεύω πως θα μας προδώσει...»
«Συμφωνώ μαζί σου, Άρχοντα μου.» Είπε η Αθηνά.
«Πού αλλού θα χτυπήσει; Σίγουρα δεν θα είναι η μοναδική μάχη στην Ανφάνη.» τον ρώτησε έπειτα η Ελπινίκη.
«Όντως, η Ανφάνη θα είναι μόνο η αρχή.» απάντησε ο Ιάσονας, και έπειτα από μία παύση την κοίταξε ξανά και συμπλήρωσε: «Το Νότιο Χωριό θα είναι η επόμενη επίθεση του. Δεν γνωρίζω σε πόσο καιρό μετά την πρώτη μάχη.»
Η Ροζαλία κοίταξε ανήσυχη την Ελπινίκη, το πρόσωπο της οποίας παρέμεινε ανέκφραστο, είχε όμως παραμείνει ακίνητη στη θέση της.
«Από εκεί δεν κατάγεστε, Αρχόντισσα Ελπινίκη;» εξέφρασε τη σκέψη της ο Άρχοντας Έλιος.
«Ακριβώς. Εκεί έζησα όλη μου τη ζωή ως Ξωτικό. Οι περισσότερες αναμνήσεις είναι δυσάρεστες, και αν μπορούσα να νιώσω συναισθήματα, θα έλεγα πως με πονάνε. Όμως έχω και ευχάριστες αναμνήσεις, και για εκείνες αξίζει να παλέψω και να βοηθήσω στην υπεράσπιση εκείνου του μέρους.» είπε εκείνη.
«Τι άλλο παρέλειψες να μας πεις, Ιάσονα; Πού αλλού θα χτυπήσει ο Άνθιμος;» τον ρώτησε σαν να τον κατηγορούσε ο Έλιος.
«Μετά το Νότιο Χωριό, θα χτυπήσει στο Δάσος των Ανθέων.» είπε κι όλοι αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές. «Και, στη συνέχεια, στην ίδια την Έλφια. Σκοπεύει να κατακτήσει το παλάτι της και, τέλος, να ανέβει στο Βουνό Δίκορφο, να σκοτώσει τους Ανώτερους Άρχοντες και να απλώσει από το ναό τους τη Σκοτεινή Διάσταση σε όλη τη χώρα.»
Δεν μπορούσε να αναφέρει ότι στο όραμα του, είχε δει και τον Έλιο να πεθαίνει. Πώς θα του το έλεγε έτσι απλά και μπροστά στην έγκυο γυναίκα του μάλιστα;
«Γιατί δεν μας τα είπες νωρίτερα όλα αυτά;» τον ρώτησε εκείνος.
«Επειδή... είναι μακρινά σχέδια ακόμα. Τώρα προέχει να υπερασπιστούμε την Ανφάνη.»
«Πρέπει να ειδοποιήσω τους Ανώτερους Άρχοντες ώστε να είναι προετοιμασμένοι!» αναφώνησε ο Έλιος.
«Δεν χρειάζεται από τώρα. Όπως είπα, το σημαντικό τώρα είναι να βγούμε ζωντανοί από την αυριανή μάχη και σε αυτή να επικεντρωθούμε. Μπορεί να περάσουν μήνες μέχρι την επόμενη επίθεση.»
«Εντάξει. Έχεις δίκιο.» υποχώρησε τελικά. «Αυτό θα κάνουμε, λοιπόν, αύριο θα ανακοινώσω σε όλους την επερχόμενη επίθεση του Άνθιμου, θα προετοιμάσουμε το στρατό μας και θα καλέσουμε ενισχύσεις για να υπερασπιστούμε την Ανφάνη. Περιμένουμε ήδη τους Μάγους.»
«Και εμείς θα πολεμήσουμε στο πλάι σας. Η Σκοτεινή Διάσταση θα σταθεί δίπλα σας ως σύμμαχος και θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σταματήσουμε τον Άνθιμο και τους Νυχτερινούς.» είπε η Ελπινίκη.
«Ευχαριστούμε, Αρχόντισσα Ελπινίκη. Μετά τη λήξη του φεστιβάλ, προτείνω να επιστρέψετε άμεσα στη διάσταση σας και να αρχίσετε να προετοιμάζετε το στρατό σας. Τώρα όμως, για να μην ανησυχήσουμε ακόμα τον κόσμο, ας γιορτάσουμε την πρώτη νύχτα του φεστιβάλ, η οποία δυστυχώς θα είναι και η μοναδική της Γιορτής του Καλοκαιριού.» είπε με μια θλίψη ο Έλιος και άρχισαν να κατευθύνονται όλοι μαζί προς τον κυρίως χώρο του φεστιβάλ.
Μόλις έφτασαν εκεί, ο Ορέστης με την οικογένεια του, τους πλησίασαν. Πάγωσε μόλις είδε τη Ροζαλία, λες κι ήταν Ξωτικό του Πάγου κι όχι της Φωτιάς. Ήταν υπέροχη μέσα στο ροζ φόρεμα της και τα μαλλιά της παιχνίδιζαν ανάλογα με το φωτισμό, παίρνοντας όλες τις αποχρώσεις του ροζ πάνω στη γκρίζα βάση τους. Τα κόκκινα μάτια της ενώθηκαν αμέσως με τα δικά του.
«Αρχηγέ Ορέστη! Μόλις συζητήσαμε με την Αρχόντισσα Ελπινίκη και τη Λοχαγό Ροζαλία για τις λεπτομέρειες του επερχόμενου πολέμου.» του ανακοίνωσε ο Έλιος κι ήταν σαν να τον ξύπνησε από ένα όνειρο που δεν ήθελε να ξυπνήσει. Φυσικά, η Λυδία και ο Τηλέμαχος είχαν μάθει και εκείνη για τις τελευταίες εξελίξεις, αφού φιλοξενούνταν και εκείνοι στο εξοχικό του Νίμου και επιπλέον, ο Ορέστης δεν μπορούσε να τους το κρύψει για να προετοιμαστούν και εκείνοι ψυχολογικά.
Το βλέμμα του αποχωρίστηκε εκείνο της Ροζαλίας και στράφηκε στον άρχοντα του.
«Χαίρεται, Αρχόντισσα Ελπινίκη, Λοχαγέ Ροζαλία...» χαιρέτησε με μια ελαφριά υπόκλιση. «Ελπίζω να απολαύσετε το φεστιβάλ, παρ όλες τις δύσκολες στιγμές που έρχονται. Να σας συστήσω τη σύζυγο μου Λυδία και τον γιο μου Τηλέμαχο.» είπε και έδωσαν τα χέρια μεταξύ τους. Η Ροζαλία φοβόταν πολύ μην προδοθεί. Άραγε είχε μιλήσει ο Ορέστης στη σύζυγο του για εκείνη; Δεν μπόρεσε να εξιχνιάσει το βλέμμα της όταν έδωσαν τα χέρια, καθώς εκείνο συνοδευόταν από ένα ευγενικό χαμόγελο και τη φράση «Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω και από κοντά». Οι ενοχές την έζωσαν για μία ακόμα φορά. Ντρεπόταν πολύ για όσα ένιωθε ακόμα για τον Ορέστη και θύμωνε συγχρόνως με τον εαυτό της, που είχε ακόμα αισθήματα ύστερα από τον τρόπο που την είχε εγκαταλείψει.
Μετά από μια σύντομη συζήτηση σκορπίστηκαν. Ο Έλιος και η Αθηνά πήγαν να βρουν τον Νίμο, ο Ιάσονας την παρέα του ενώ η Ελπινίκη με τη Ροζαλία απομακρύνθηκαν όσο το δυνατόν πιο μακριά από τον Ορέστη. Άρχισαν να παρατηρούν τα πάντα γύρω τους, τα χρωματιστά λαμπάκια που κρέμονταν από πάνω τους, τον κόσμο, τις διάφορες παραστάσεις και τη σκηνή στο βάθος, όπου το πρώτο συγκρότημα ήδη είχε αρχίσει να παίζει.
«Ώστε αυτή είναι η παραλία της Ανφάνης...» είπε η Ελπινίκη . «Ξέρεις, όταν ήμασταν μικροί, εγώ και ο Ωρίωνας ονειρευόμασταν να έρθουμε μια μέρα εδώ. Το πιο κοντινό σε θάλασσα που είχαμε στο Νότιο Χωριό, ήταν ένας βάλτος, κι όμως μας άρεσε να φανταζόμαστε ότι βρισκόμασταν εδώ καθώς παίζαμε στις όχθες του. Ποιος να το φανταζόταν ότι θα την επισκεπτόμουν τελικά μόνη μου, και μάλιστα στη μορφή που βρίσκομαι τώρα.»
Η Ροζαλία χαμογέλασε μελαγχολικά.
«Λυπάμαι, Ελπινίκη. Θα πρέπει να σου λείπει πολύ και να τον σκέφτεσαι περισσότερο από ποτέ απόψε.» είπε. Η Ελπινίκη της έριξε μια λοξή ματιά.
«Μη λυπάσαι. Δεν νιώθω τίποτα έτσι κι αλλιώς. Μου λείπει, ναι, αλλά μονάχα σαν ανάμνηση.» της είπε, ωστόσο η Ροζαλία ήξερε ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν αλήθεια. Πολλές φορές την είχε πετύχει στο Κόκκινο Κάστρο να κοιτάζει το ασπρόμαυρο πορτραίτο του, να το αγγίζει με μια μελαγχολία στο βλέμμα, μια θλίψη την οποία δεν έδειχνε σε κανέναν, ούτε καν σε εκείνη.
Η συζήτηση τους διακόπηκε από τον Άρχοντα Νίμο.
«Κυρίες μου, επιτέλους βρήκα χρόνο και για εσάς. Πρώτη φορά στην Ανφάνη, να φανταστώ...»
«Ναι, ναι! Πρώτη φορά. Η Αρχόντισσα Ελπινίκη ονειρευόταν από μικρή να έρθει εδώ.» σχολίασε ενθουσιασμένη η Ροζαλία, για να εισπράξει μια αυστηρή ματιά από την αρχόντισσα της η οποία την έκανε να πνίξει ένα γέλιο.
«Τότε, είναι τιμή μου που είμαι εγώ ο οικοδεσπότης σας στην πρώτη σας επίσκεψη.» είπε ο Νίμος και μπήκε ανάμεσα τους, πιάνοντας τες αγκαζέ. Η Ελπινίκη σφίχτηκε αμήχανα, αλλά προς έκπληξη της Ροζαλίας αλλά και της ίδιας, δεν τραβήχτηκε ούτε τον έσπρωξε μακριά.
«Ελάτε, πάμε να σας ξεναγήσω στις δραστηριότητες μας.» είπε και απομακρύνθηκαν μαζί προς τους πάγκους.
[...]
Το φεστιβάλ προχωρούσε σε ξέφρενους ρυθμούς σαν ένα μεγάλο πάρτι, και όλοι φαίνονταν πως περνούσαν καλά. Ο Ιάσονας είχε βρει την παρέα του και τώρα χόρευαν όλοι μαζί στους ρυθμούς ενός συγκροτήματος. Κάποιοι τριγύρω, φάνηκαν να τον αναγνωρίζουν, μπορούσε να καταλάβει ότι μιλούσαν για αυτόν απορημένοι και φοβισμένοι, αλλά δεν έδωσε σημασία.
Το μόνο που ήθελε αυτή τη στιγμή ήταν να περάσει όσο περισσότερο χρόνο γινόταν με όλους τους φίλους του και με την Ιφιγένεια, την οποία πλησίαζε πότε- πότε και χόρευαν οι δυο τους χαμένοι στο δικό τους κόσμο.
Κάποια στιγμή, τον ένιωσε να κολλάει πίσω της, εγκλωβίζοντας την μέσα στο αγκάλιασμα του καθώς λικνίζονταν μαζί. Η ανάσα χάιδεψε το λαιμό της, κάνοντας τη δική της ανάσα να κοπεί και την καρδιά της να χάσει ένα χτύπο. Το σώμα της μούδιασε κι ένιωσε ξανά εκείνο το σημείο ανάμεσα στα πόδια της να φλογίζεται... Παραδόθηκε τελείως σε εκείνον και στο ρυθμό, ώσπου γύρισε για να τον κοιτάξει κατάματα ξανά. Γύρισαν και οι δύο έναν περίπου χρόνο πίσω, στο πρώτο τους φιλί, καθώς τα χείλη τους ενώνονταν ξανά, μόνο που αυτό το φιλί ήταν πολύ πιο παθιασμένο από το πρώτο, σαν φωτιά που τους έκαιγε και τους δυο. Τώρα δεν νοιάζονταν αν θα τους έβλεπαν και τι θα έλεγαν, μόνο τις στιγμές που θα ακολουθούσαν σκέφτονταν, ακόμα κι αν ήταν μετρημένες εκείνες οι στιγμές.
Οι υπόλοιποι της παρέας απομακρύνθηκαν διακριτικά χορεύοντας, για να τους αφήσουν να χορέψουν και να ζήσουν εκείνες τις στιγμές. Τις δικαιούνταν μετά από όσα πέρασαν χώρια. Ο Γιάννης τώρα χαιρόταν πραγματικά για αυτούς, δεν πονούσε ούτε ζήλευε όπως τότε... Η μόνη ζήλια που ίσως αισθανόταν, οφειλόταν στο γεγονός πως δεν ήταν κι η Έλενα εδώ.
«Έλα, μην είσαι έτσι.» άκουσε τον Ηρακλή δίπλα του, που κουνιόταν ελαφρά στο ρυθμό της μουσικής. «Κι εμένα μου λείπει το κορίτσι μου. Όμως σκέφτομαι πως όταν τελειώσουν όλα, θα την έχω ξανά στην αγκαλιά μου.»
Ο Γιάννης του ένευσε συμφωνώντας. Δεν ήθελε να σκέφτεται το χειρότερο σενάριο, ότι κάποιος από όλους τους ίσως να χανόταν σε αυτόν τον πόλεμο, όπως ο Αδριανός και ο Σεραφείμ στον προηγούμενο... Είχε δει με τα ίδια του τα μάτια πόσο εύκολα κοβόταν το νήμα της ζωής, το είχε ζήσει μάλιστα κι ο ίδιος αφού παραλίγο να πεθάνει. Όμως έπρεπε να γίνει ξανά ο αισιόδοξος εαυτός του που ήταν παλιά, που έδινε πάντα κουράγιο στους υπόλοιπους ακόμα και αν ο ίδιος μέσα του δεν είχε καθόλου...
Η Ηλέκτρα χόρευε με τον Τηλέμαχο, τον γιο του Ορέστη. Με την άκρη του ματιού της, είδε τη Ναυσικά να απομακρύνεται μαζί με τη Φωτεινή προς την ερημική μεριά της παραλίας, όπου κι άλλα ζευγάρια είχαν απομακρυνθεί. Δικαιούνταν κι εκείνες λίγες όμορφες στιγμές μαζί. Γνώριζε για τη σχέση που είχαν οι δύο φίλες της. Η Ναυσικά της το είχε εκμυστηρευτεί πρόσφατα και χάρηκε πάρα πολύ για εκείνες.
«Το γνωρίζεις κι εσύ;» τη ρώτησε ο Τηλέμαχος, διακόπτοντας τις σκέψεις της.
«Τι πράγμα;»
«Για αυτές τις δύο. Τη Φωτεινή με τη Ναυσικά.»
«Τι να ξέρω;» έκανε δήθεν την ανήξερη. Μα πως το έμαθε;
«Τις είχα δει, Ηλέκτρα. Τότε στη Γιορτή της Άνοιξης, πολύ πριν μεταμορφωθεί η Φωτεινή. Εκείνη και η Ναυσικά είναι μαζί, ζευγάρι. Για αυτό δεν με ήθελε η Φωτεινή όσο κι αν την κυνήγησα.»
Η Ηλέκτρα τον λυπήθηκε λίγο.
«Εσύ την θέλεις ακόμα;» τον ρώτησε. Ανασήκωσε τους ώμους του.
«Τι σημασία έχει; Οι γονείς μου με τους δικούς της είχαν συμφωνήσει να μας παντρέψουν σε μερικά χρόνια από τώρα, αν και η ίδια δεν γνώριζε τίποτα. Ο πατέρας μου με πίεσε να της μιλήσω, να την πλευρίσω ώστε να προετοιμάσω το έδαφος και να μην της έρθει απότομο. Όταν έφυγε προς το δάσος τότε στη Γιορτή της Άνοιξης, την ακολούθησα και είδα πως βρήκε τη Ναυσικά. Μη με παρεξηγήσεις, δεν έμεινα πολύ μόλις κατάλαβα τι σκόπευαν να κάνουν...» Μια ελαφριά αμηχανία συνόδευσε τη φωνή του εδώ. «Από τότε έψαχνα τον τρόπο να πω στον πατέρα μου πως δεν ήθελα να την παντρευτώ, χωρίς να αναφέρω τη σχέση της με τη Ναυσικά και τις προτιμήσεις της. Όμως, από τη στιγμή που η Φωτεινή έγινε ξωτικόλακας, δεν είχαμε μέλλον μαζί ούτως η άλλως, οπότε ακυρώθηκε το συνοικέσιο.»
Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον.
«Χαίρομαι που δεν τη μαρτύρησες, Τηλέμαχε.» του είπε. «Είσαι καλό παιδί τελικά.»
«Και εσύ φαίνεσαι καλή κοπέλα. Να πάω να φέρω ποτά;»
«Μια μαργαρίτα για εμένα, σε ευχαριστώ.» του είπε με ένα ευγενικό χαμόγελο. Ο Τηλέμαχος απομακρύνθηκε και βρέθηκε να χορεύει μόνη της, αναζητώντας την παρέα της. Έμπλεξε μέσα στο πλήθος όμως και έπεσε κατά λάθος πάνω σε ένα άγνωστο ξωτικό, ο οποίος υπέθεσε πως θα ήταν πάνω- κάτω στην ηλικία της.
Τα γκρίζα μάτια του ενώθηκαν απευθείας με τα δικά της κι ένιωσε κάτι περίεργο και ανεξήγητο, ένα σφίξιμο στο στομάχι και ένα πετάρισμα στην καρδιά.
«Συ...Συγνώμη... Τι αδέξια που είμαι... Έπεσα πάνω σου...» είπε και απόρησε με τον εαυτό της. Ποτέ της δεν έχανε τα λόγια της έτσι, ακόμα και μπροστά από ένα αγόρι.
«Δεν πειράζει... Εξάλλου μάλλον εγώ έπεσα πάνω σε εσένα.» της απάντησε εκείνος με βαθιά φωνή. «Διονύσης. Ξωτικό της Σκόνης, δηλαδή υβρίδιο του Αέρα και της Γης.» κι έτεινε το χέρι του προς χειραψία. Η Ηλέκτρα έκπληκτη το έπιασε και συστήθηκε κι εκείνη:
«Ηλέκτρα. Και...δεν θα το πιστέψεις, αλλά εγώ είμαι Ξωτικό του Ηλεκτρισμού, δηλαδή της Φωτιάς και του Νερού.»
«Απίστευτο... Δεν πίστευα ποτέ ότι θα γνώριζα κάποιο ξωτικό που θα είχε τα άλλα δύο στοιχεία της φύσης.»
«Αυτό ακριβώς! Την ίδια σκέψη είχα!» αναφώνησε ενθουσιασμένη.
«Λοιπόν, τι λες; Θα χορέψουν και τα τέσσερα στοιχεία της φύσης μαζί;»
«Φυσικά.» Έπιασε το χέρι του και την άφησε να την οδηγήσει στο ρυθμό, ξεχνώντας τον Τηλέμαχο ο οποίος επέστρεψε με δύο ποτά στα χέρια και τους κοίταξε απογοητευμένος.
***************************************************************************************
Δεν έγινε τίποτα συνταρακτικό σε αυτό το κεφάλαιο... Είδαμε συζητήσεις καθώς και πώς περνούσαν κάποιοι ήρωες, είδαμε λίγο χορό ανάμεσα σε Ιάσονα και Ιφιγένεια, κάποια φιλιά...😉Και, τέλος, γνώρισε και η Ηλέκτρα κάποιον, ενώ για αρχή φαινόταν σαν κάτι να υπάρχει ανάμεσα σε εκείνη και τον Τηλέμαχο. Έχουμε έναν νέο ήρωα, τον Διονύση, ο οποίος θα παίξει κάποιο ρόλο, έστω και μικρό, στη συνέχεια.
Επειδή έχουμε κι άλλα να δούμε, είπα να χωρίσω το φεστιβάλ σε δύο μέρη, για να μη βγει τεράστιο σαν ένα κεφάλαιο. Θα τα πούμε λοιπόν στο επόμενο με ακόμα περισσότερες εξελίξεις.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top