Κεφάλαιο 52: Ραντεβού στην Ανφάνη

Όλα έδειχναν ένα συνηθισμένο, ήσυχο απόγευμα στην αγορά της Ανφάνης. Τίποτα δεν προμήνυε τον πόλεμο και την καταστροφή που ερχόταν, ο κόσμος συνέχιζε να ψωνίζει στα διάφορα τουριστικά μαγαζιά ή να πίνει καφέ. Ο Ιάσονας και η Ιφιγένεια ήταν ένα από τα ερωτευμένα ζευγαράκια που περπατούσαν ανάμεσα τους. Κάποιοι κοίταζαν τον Ιάσονα περίεργα. Να τον είχαν αναγνωρίσει ως τον Τέταρτο Μαγικό άραγε;

Μπήκαν σε ένα μαγαζί με ρούχα και εκεί, ο Ιάσονας αγόρασε ένα κόκκινο κοντομάνικο πουκάμισο, μαύρο τζιν και παπούτσια επίσης μαύρα.

«Με συγχωρείς για τα σκούρα χρώματα.» είπε στην Ιφιγένεια βγαίνοντας, καθώς εκείνη είχε τη διακριτικότητα να μην το σχολιάσει μέσα στο μαγαζί αυτό. «Το ξέρω πως είναι καλοκαίρι, όμως έρχεται πόλεμος και επιπλέον, η Νυχτερινή Διάσταση με έχει επηρεάσει περισσότερο από όσο δείχνω. Μου είναι δύσκολο να αποχωριστώ το κόκκινο, πόσο μάλλον το μαύρο.»

«Αυτό είναι το λιγότερο, Ιάσονα.» του είπε το κορίτσι. «Είναι απλά χρώματα. Μου φτάνει που είσαι εδώ και θα πολεμήσουμε μαζί. Άσε που... είσαι υπέροχος ότι και αν φορέσεις.» είπε αυτά τα λόγια σκύβοντας το κεφάλι ντροπαλά. Ο Ιάσονας έσφιξε το χέρι της μέσα στο δικό του κοιτάζοντας ευθεία μπροστά.

«Δεν θέλω να κινδυνεύσεις, Ιφιγένεια.» της είπε. «Το ξέρω πως νοιάζεσαι πολύ για τους γύρω σου και ότι θα ρίσκαρες και τη ζωή σου προσπαθώντας να θεραπεύσεις κάποιον, αλλά υποσχέσου μου να προσέχεις και τον εαυτό σου, γιατί εγώ δεν θα μπορώ να είμαι πάντα δίπλα σου για να σε προσέχω.»

«Στο υπόσχομαι.» του είπε εκείνη, ψιθυρίζοντας σχεδόν.

Ο Ιάσονας χαμογέλασε, προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα:

«Τι θα έλεγες για ένα παγωτό; Έχω να φάω από πέρυσι το καλοκαίρι. Δεν είχαμε αυτή την πολυτέλεια στη Νυχτερινή Διάσταση και σίγουρα όχι στο Δάσος της Σύγχυσης.»

«Δεν θα έλεγα όχι...» απάντησε το κορίτσι χαμογελώντας.

Ήταν τόσο γλυκό να τον βλέπει σιγά- σιγά να ανοίγεται ξανά και να απολαμβάνει τις μικρές χαρές της ζωής... Περπάτησαν ως την προκυμαία, που ήταν ένας ξύλινος πεζόδρομος πλάι στη θάλασσα ενώ από κάτω έλαμπαν τα καταγάλανα νερά, μέσα στα οποία έπλεαν διάφορα καΐκια και σκάφη, όλα στολισμένα για τη Γιορτή του Καλοκαιριού.

Πήραν παγωτό από έναν υπαίθριο πωλητή εκεί και το απολάμβαναν στο χέρι συνεχίζοντας τη βόλτα τους, περπατώντας αργά ο ένας πλάι στον άλλον.

«Μίλησα με τον Γιάννη σχετικά με αυτό που συνέβη μεταξύ σας και... τον συγχώρησα.» της είπε ξαφνικά. Η Ιφιγένεια ένιωθε άβολα να συζητήσει για αυτό το θέμα ξανά, όμως έπρεπε να κλείσουν εκείνο το κεφάλαιο.

«Χαίρομαι για αυτό.» του είπε. «Και... εμένα; Με συγχωρείς;»

«Κοίτα, η αλήθεια είναι ότι πληγώθηκα. Φυσικά και ήθελα να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου, στο είχα πει λίγο πριν την εξορία μου να με ξεχάσεις, να δώσεις την καρδιά σου σε άλλον. Όταν όμως σκέφτηκα έστω και για λίγο ότι αυτός ο άλλος θα μπορούσε να είναι ο Γιάννης, με τον οποίο έχουμε μοιραστεί τόσα πολλά... ζήλεψα. Θόλωσα, και ο Άνθιμος με έκανε να πιστεύω πως δεν είχα πια θέση ανάμεσα σας κι έχασα κάθε θέληση να παλέψω. Μαζί με όλα τα άλλα, έκανα το λάθος και ακολούθησα τον Άνθιμο και τους Νυχτερινούς στη Διάσταση της Νύχτας. Εκεί όμως είχα όλο το χρόνο να το σκεφτώ, να σε συγχωρέσω και να σε καταλάβω, παρόλο που εξακολουθώ να νιώθω πληγωμένος. Ωστόσο θέλω να ξέρω... Πως ήταν; Ένιωσες τίποτα, όπως όταν φιλούσες εμένα; Ή ήταν απλά μια παρηγοριά;»

«Ιάσονα, δεν θέλω να μιλήσω άλλο για αυτό.»

«Έχει σημασία για μένα όμως, Ιφιγένεια.» είπε ο Ιάσονας και σταμάτησε, στάθηκε απέναντι της και την κοίταξε. «Πες μου, ένιωσες τίποτα;»

«Δεν ένιωσα τίποτα.» του απάντησε την αλήθεια. «Δηλαδή... τίποτα που να συγκρίνεται με όσα ένιωσα για εσένα.»

«Αυτό μου αρκεί.» της είπε και έπειτα της χαμογέλασε ξανά, προκαλώντας της μια ανάσα ανακούφισης.

Συνέχισαν να περπατούν καθώς ο ήλιος άρχισε να δύει.

«Έκανα άσχημα πράγματα στη Νυχτερινή Διάσταση, Ιφιγένεια.» μίλησε ξανά ύστερα από λίγο και ενώ είχαν τελειώσει τα παγωτά τους. «Πράγματα για τα οποία δεν είμαι περήφανος. Ένα από αυτά... δεν το είπα ούτε στα αγόρια.» Χαμήλωσε κι άλλο τη φωνή του για να μην τους ακούσει κάποιος και συμπλήρωσε: «Στο Δάσος της Σύγχυσης, αναγκάστηκα να τραφώ με αίμα ζώων, γιατί το κρέας τους και οι καρποί που σπάνια έβρισκα δεν μου έφταναν. Επιπλέον, το αίμα τους με έκανε πιο δυνατό και μπορούσα πλέον να μεταμορφώνομαι κατά βούληση. Στη Νυχτερινή Διάσταση όμως... ήπια και ανθρώπινο αίμα. Σκότωσα για να τραφώ, ενώ είχα και άλλες εναλλακτικές.»

Η Ιφιγένεια δεν ήξερε τι να πει. Πώς μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο ο Ιάσονας, που είχε ορκιστεί να μάχεται πάντα για το καλό και δεν είχε βλάψει κανέναν, παρά μόνο τους εχθρούς τους στον πόλεμο και αυτούς αναγκαστικά, επειδή δεν είχε άλλη επιλογή;

«Ήταν κακός άνθρωπος βέβαια, ή τουλάχιστον έτσι μου είπαν. Από εκείνους τους εγκληματίες που στέλνουν οι Προμηθευτές για τον Άνθιμο και τους Λοχαγούς του, ξέρεις. Όμως αυτό δεν με δικαιολογεί. Βλέπεις, έχασα τον εαυτό μου, η σκοτεινή μου φύση βγήκε ακόμα περισσότερο στην επιφάνεια. Το μυαλό μου γύρισε πίσω σε εκείνη τη στιγμή που πήγα να σε βλάψω, και... αν και το έκανα για να προστατεύσω εσένα και τους άλλους, διότι έτσι έγινα ακόμα δυνατότερος... σκέφτηκα πως έτσι όπως σκότωσα εκείνον, θα μπορούσα να κάνω το ίδιο και με εσένα, τυφλωμένος από δίψα.»

«Δεν το έκανες όμως, Ιάσονα.» του είπε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα της. «Δεν με έβλαψες ποτέ.»

«Επειδή με σταμάτησε ο Ωρίωνας.»

«Την πρώτη φορά, τότε που δεν ήξερες ακόμα πώς να ελέγξεις τη σκοτεινή σου φύση, η οποία μόλις σου είχε εμφανιστεί. Τη δεύτερη και την τρίτη φορά που μεταμορφώθηκες μπροστά μου όμως, από μόνος σου συγκρατήθηκες. Βοήθησα και εγώ βέβαια σε αυτό, επαναφέροντας σε με τη Θεραπεία μου, όμως εσύ ήσουν που βρήκες τη δύναμη και τη θέληση να αντισταθείς, διαφορετικά ούτε η Θεραπεία μου δεν θα σε σταματούσε. Και την επόμενη φορά, θα είναι ακόμα πιο εύκολο, σωστά;»

«Η αλήθεια είναι πως τώρα πια έχω περισσότερη αυτοσυγκράτηση, ακόμα και σε εκείνη τη μορφή. Όμως δεν σου εγγυώμαι ότι θα είσαι ασφαλής εκατό τις εκατό κοντά μου. Για αυτό, θέλω να απομακρύνεσαι όσο το δυνατόν περισσότερο όταν με βλέπεις πλήρως μεταμορφωμένο.»

Η Ιφιγένεια συμφώνησε σιωπηλά. Μετά από μια ήρεμη σιωπή που συνόδευε το βάδισμα τους, ο Ιάσονας μίλησε ξανά. Ήθελε και αυτό να το βγάλει από μέσα του.

«Εκείνη η... η κοπέλα, τέλος πάντων... Η Λίλιαν...» Η Ιφιγένεια πάγωσε στο άκουσμα του ονόματος της, καθώς εικόνες από την αιχμαλωσία της επανήλθαν στο μυαλό της και κυρίως, η πιο δυσάρεστη ανάμνηση της εκεί, ο ξυλοδαρμός από την «αγαπημένη» ιερόδουλη του Άνθιμου. Άραγε εκείνη είχε πλευρίσει τον Ιάσονα; Του είχε πει τι ακριβώς της είχε κάνει και γιατί; Οι απορίες της θα λύνονταν πολύ σύντομα:

«Μου είπε τι σου έκανε. Το είχες αναφέρει και εσύ στον Ωρίωνα μετά τη μάχη μας, αλλά με όλα όσα συνέβησαν μετά το ξέχασα και ντρέπομαι για αυτό. Η Λίλιαν μου το είπε με περισσότερες λεπτομέρειες. Ήταν απαίσιο. Λυπάμαι που έπρεπε να το περάσεις αυτό εξαιτίας μου.»

«Το περίμενα ότι θα κατηγορούσες τον εαυτό σου για αυτό. Είχες εισβάλλει στο κάστρο και πάλευες με τον Ωρίωνα εκείνη την ώρα.»

«Ναι... Για αυτό ένιωσα τεράστια ευθύνη. Εξαιτίας μου έφυγε ο Ωρίωνας από το πόστο του και σε άφησε αφύλαχτη.»

«Δεν θα έπρεπε να νιώθεις έτσι, Ιάσονα. Ό,τι έγινε, ανήκει στο παρελθόν όπως είπα και πριν. Σταμάτα πια να κατηγορείς και να καταδικάζεις τον εαυτό σου. Αρκετά σε καταδίκασαν και σε αδίκησαν οι άλλοι...» του είπε σε αυστηρό τόνο η Ιφιγένεια, πράγμα σπάνιο για εκείνη.

Ο Ιάσονας δεν το σχολίασε περαιτέρω αυτό, όμως ένιωσε την ανάγκη να της πει και το άλλο:

«Ξέρεις... Η Λίλιαν...» ξεκίνησε διστακτικά. «Λίγο πριν μου αποκαλύψει αυτό... μου ρίχτηκε.» είπε και ένιωσε ένα τεράστιο βάρος να φεύγει από πάνω του.

Η Ιφιγένεια ένιωσε σαν ένα μαχαίρι να μπήγεται στην καρδιά της. Για πρώτη φορά ένιωσε το θυμό, τη ζήλια και την προδοσία όλα μαζί να φωλιάζουν στην ψυχή της.

Για στάσου όμως! Της είπε η φωνή της λογικής. Και εσύ έκανες κάτι με άλλον όσο ήσασταν χώρια και μάλιστα όχι με οποιονδήποτε, αλλά με τον ίδιο του τον κολλητό! Αυτός δηλαδή πώς θα έπρεπε να νιώθει;

«Τι κάνατε;» τόλμησε να ρωτήσει, προσπαθώντας να μην του δείξει πως ένιωθε.

«Φιληθήκαμε και... πήγε να γίνει και κάτι παραπάνω, όμως εγώ το σταμάτησα. Δεν μπορούσα να προχωρήσω. Ήθελα η πρώτη μου φορά να είναι κάτι άλλο, κάτι πιο ξεχωριστό με κάποια ξεχωριστή.» Διέκοψε πάλι το βάδισμα της και την κοίταξε στα μάτια. «Εσένα, Ιφιγένεια. Εσένα σκέφτηκα και σταμάτησα.»

Η Ιφιγένεια ένιωσε να κοκκινίζει, και κάθε αρνητικό συναίσθημα πήγε περίπατο. Πρώτον, επειδή μόλις ανακάλυψε πως ούτε ο Ιάσονας είχε επαφές στο παρελθόν, πράγμα το οποίο δεν περίμενε, και δεύτερον, μόλις της εξομολογήθηκε ότι ήθελε εκείνη να ήταν η πρώτη του. Στη σκέψη εκείνη, τα μάγουλα της φλογίστηκαν και ένιωσε ένα σκίρτημα, κάτι σαν ζεστασιά ανάμεσα στα πόδια της.

«Δεν έχω σταματήσει να σε σκέφτομαι όλον αυτόν τον καιρό, τόσο στο Δάσος της Σύγχυσης, πολύ περισσότερο όμως αφού συναντηθήκαμε για λίγο και χωριστήκαμε ξανά, όσο καιρό βρισκόμουν στη Σκοτεινή Διάσταση.» συνέχισε ο Ιάσονας με τα πρόσωπα τους να έχουν έρθει πολύ κοντά.

Τα χέρια του με μεγάλο δισταγμό την άγγιξαν και τυλίχθηκαν χαμηλά γύρω από τη μέση της, ενώ τα δικά της ακούμπησαν στο στήθος του.

«Ούτε εγώ, Ιάσονα.» κατάφερε μόνο να πει. «Ούτε εγώ σταμάτησα να σε σκέφτομαι και να περιμένω την επιστροφή σου. Και τώρα θέλω να τα ζήσω όλα μαζί σου, για όσο μπορούμε μέχρι την καταστροφή.»

Δεν είπαν τίποτε άλλο. Αργά, η απόσταση μεταξύ τους μηδενίστηκε και τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα φιλί γεμάτο προσμονή και πιο δυνατά συναισθήματα από ποτέ. Ένιωσαν λες κι όλος ο πόνος έφυγε μακριά. Οι αισθήσεις όλες ξύπνησαν και τα σώματα ζητούσαν πολλά παραπάνω... Ήθελαν να γίνουν ένα, και δεν ήξεραν πόσο θα άντεχαν ακόμα μέχρι να συμβεί αυτό. Δεν ήθελαν να τελειώσει αυτή η στιγμή, έπρεπε όμως να σταματήσουν για να πάρουν ανάσα. Ο Ιάσονας ένωσε έπειτα τα μέτωπα τους, αγγίζοντας το πρόσωπο της απ' το πλάι και έμειναν για λίγο έτσι με λαχανιασμένες ανάσες.

Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, της έδωσε ένα ακόμα φιλί, πιο σύντομο αυτή τη φορά και ύστερα την κοίταξε, της χαμογέλασε και πιάνοντας το χέρι της άρχισαν να περπατούν ξανά στην προκυμαία.

«Ζήλεψες προηγουμένως που σου είπα αυτό για τη Λίλιαν.» της είπε έπειτα από λίγο για να την πειράξει.

«Ναι, το παραδέχομαι.» απάντησε η Ιφιγένεια σκύβοντας το κεφάλι. «Αν και δεν θα έπρεπε γιατί και εγώ φιλήθηκα με άλλον. Οπότε, τώρα είμαστε... πώς το λέτε πίσω στην πατρίδα σου; Α, ναι. Πάτσι.» είπε στον ίδιο περιπαικτικό τόνο.

«Ναι, με τη διαφορά όμως ότι αυτή που φίλησα εγώ δεν ήταν φίλη σου...»

Ο Ιάσονας σώπασε αμέσως, συνειδητοποιώντας ότι είχε πει βλακεία.

Ηλίθιε, έπρεπε να καταστρέψεις και αυτή τη στιγμή; Πρώτα τη φιλάς κι ύστερα αυτό; είπε στον εαυτό του.

«Συγνώμη. Δεν ξέρω γιατί το είπα αυτό...» της είπε.

«Δεν πειράζει, Ιάσονα. Είναι λογικό να μην το έχεις ξεπεράσει ακόμα. Θέλει χρόνο κάτι τέτοιο, και ας είπαμε πως θα το αφήσουμε πίσω μας.»

Η αλήθεια ήταν πως την πλήγωσαν λίγο αυτά τα λόγια του, παρόλο που ήξερε πως είχε δίκιο. Όμως αυτό που είχε σημασία τώρα ήταν το χέρι του που κρατούσε τρυφερά το δικό της, το δειλινό που τους έλουζε με τα απαλά χρώματα του και η ήρεμη θάλασσα που συντρόφευε τα βήματα τους. Περπάτησαν λίγο ακόμα και ύστερα, ο Ιάσονας είπε:

«Βράδιασε σχεδόν. Όσο και αν δεν θέλω να τελειώσει το ραντεβού μας, πρέπει να γυρίσουμε πίσω για να ετοιμαστούμε για το φεστιβάλ.»

Η Ιφιγένεια συμφώνησε, έτσι πήραν το δρόμο του γυρισμού. Ένιωθε μια γλυκιά ανυπομονησία για απόψε το βράδυ, για την πρώτη νύχτα του φεστιβάλ, την οποία η αγωνία για τον επερχόμενο πόλεμο μόλις και μετά βίας επισκίαζε. Τι θα συνέβαινε άραγε απόψε; Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά καθώς σκεφτόταν όλες τις προοπτικές. Αν τους δινόταν η ευκαιρία, θα γινόταν δική του χωρίς δεύτερη σκέψη, γιατί μετά ποιος ξέρει τι τους περίμενε... Έτρεμε στην ημέρα που θα ξημέρωνε, όμως προσπαθούσε να μην το σκέφτεται από τώρα.

Έφτασαν στο Εξοχικό και αφού πήγαν μαζί ως το διάδρομο που βρίσκονταν τα δωμάτια τους, αποχαιρετίστηκαν, ανανεώνοντας το ραντεβού τους για το φεστιβάλ. Η Ιφιγένεια αφού μπήκε μέσα, στηρίχθηκε για λίγο στην πόρτα, με ένα χαμόγελο να στολίζει τα χείλη της τα οποία δάγκωσε στην πρόσφατη ανάμνηση του φιλιού τους και όσων την έκανε να νιώσει. Ένιωθε ευτυχισμένη, παρόλο που ήταν γλυκόπικρη η ευτυχία. Αφού πήρε μερικές βαθιές ανάσες, έστειλε μήνυμα στην Ηλέκτρα ότι επέστρεψε. Μέσα σε λίγα λεπτά, η κολλητή της μαζί με τη Ναυσικά βρίσκονταν ήδη στο δωμάτιο της, μαζί με τα ρούχα, τα κοσμήματα και τα καλλυντικά τους για να ετοιμαστούν όλες μαζί για το φεστιβάλ.

«Πες μας τα πάντα!» τόνισε η Ηλέκτρα με τον ενθουσιασμό να λάμπει στα μάτια της.

«Μην την πιέζεις. Μπορεί να ντρέπεται.» είπε η Ναυσικά.

«Εμάς να ντραπεί καλέ, τις κολλητές της; Για πες, Ιφιγένεια, πως περάσατε;»

«Δεν πειράζει, Ναυσικά. Φυσικά και θα σας πω.» είπε η Ιφιγένεια και τους περιέγραψε εν συντομία το ραντεβού της, όπως και στη Νάρα την οποία έβγαλε από τη διάσταση των δαιμονίων.

Η Ηλέκτρα, όπως το περίμενε, τσίριξε από ενθουσιασμό όταν τους είπε ότι φιλήθηκαν και την αγκάλιασε αμέσως.

«Αχ, μπράβο, κορίτσι μου! Το ήξερα! Πόσο χαίρομαι που τα ξαναβρήκατε...!» της είπε.

«Ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόσασταν για να σας δώσει δύναμη για όσα έρχονται.» συμπλήρωσε η Ναυσικά.

«Χαίρομαι πολύ για εσάς, Ιφιγένεια.» της είπε και η Νάρα.

Μετά από λίγο άρχισαν να ετοιμάζονται, ενώ στην παραλία από κάτω, κόσμος είχε αρχίσει ήδη να μαζεύεται. Μέσα σε μία ώρα περίπου ήταν έτοιμες. Η Ιφιγένεια φόρεσε το φόρεμα που της είχε προτείνει νωρίτερα η Ηλέκτρα, μην μπορώντας να κάνει αλλιώς γιατί της το είχε υποσχεθεί, συνδυάζοντας το με χρυσά πέδιλα με λίγο τακούνι και λουριά που έδεναν μέχρι πάνω στις γάμπες. Η Ναυσικά φόρεσε ένα μπλε, μακρύ αλλά σχετικά απλό φόρεμα, ανάλαφρο και με σκίσιμο στο πλάι, ενώ η Ηλέκτρα επέλεξε ένα λευκό, κοντό φόρεμα, με κίτρινες λεπτομέρειες, λουλούδια και φουσκωτά μανίκια που του έδιναν μια παραμυθένια αίσθηση.

Ο Ιάσονας ετοιμαζόταν και εκείνος μαζί με τους κολλητούς του, εξιστορώντας και σε αυτούς τι συνέβη στο ραντεβού. Έδειξαν και οι δυο απερίγραπτη χαρά. Ενδόμυχα, φοβήθηκε λίγο μήπως ήταν άβολο να μιλήσει για το φιλί τους στον Γιάννη, όμως εκείνος δεν έδειξε ζήλια ούτε αμηχανία, αντιθέτως του είπε πόσο χάρηκε και ευχήθηκε τα καλύτερα για αυτούς, έχοντας πράγματι αφήσει πίσω του ό,τι είχε συμβεί.

«Ξέρεις... Είπα στην Έλενα ότι επέστρεψες, νωρίτερα που μιλήσαμε.» του είπε ύστερα. «Δεν μπόρεσα να της το κρύψω... Αλλά μην ανησυχείς, μου υποσχέθηκε να μην πει τίποτα στους άλλους στον Νότο αν τύχει και μιλήσουν.» πρόλαβε να συμπληρώσει.

«Εντάξει, δεν με πειράζει.» τον διαβεβαίωσε ο Ιάσονας.

«Εγώ πάντως δεν είπα τίποτα στην Άσπα. Είναι διαφορετικό, γιατί με εκείνη ήσασταν πιο κοντά αφού κάναμε περισσότερο καιρό παρέα.» είπε ο Ηρακλής.

«Ακριβώς. Εκείνη θα πληγωθεί περισσότερο όταν... Εάν συμβεί οτιδήποτε.»

Οι φίλοι του απόρησαν με αυτά τα μυστήρια λόγια και αντάλλαξαν μια ανήσυχη ματιά, όμως δεν τα σχολίασαν.

Ο Ιάσονας φόρεσε τα καινούρια ρούχα που πήρε, που επίσης δεν σχολιάστηκαν από τα άλλα δύο αγόρια, οι οποίοι φόρεσαν όπως ήταν φυσικό πιο ανάλαφρα και καλοκαιρινά ρούχα. Ο Γιάννης τζιν βερμούδα και ένα γαλάζιο πουκάμισο, ενώ ο Ηρακλής ένα μπεζ παντελόνι και καφέ λινό πουκάμισο μισάνοιχτο στο στήθος.

{...}

Η Ιφιγένεια και οι δύο φίλες της κατέβηκαν στο σαλόνι που οδηγούσε στην πίσω πόρτα για να βγουν στην παραλία, όπου θα τις περίμεναν τα τρία αγόρια όπως είχαν συμφωνήσει. Μπροστά από την πίσω έξοδο, βρίσκονταν οι γονείς της Ιφιγένειας και ο Αρχηγός Νίμος, ο οποίος είχε μόλις υποδεχθεί τρεις καλεσμένες και μιλούσε μαζί τους.

Οι καλεσμένες ήταν επίσης μια μεγάλη έκπληξη για τα τρία νεαρά ξωτικά.

«Ελπινίκη; Ροζαλία;!» αναφώνησε έκπληκτη και χαρούμενη η Ιφιγένεια.

«Φωτεινή;» συμπλήρωσε ξέπνοα η Ναυσικά, μόλις συνειδητοποίησε ποια ήταν η τρίτη καλεσμένη. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη που έβλεπαν ότι η φίλη τους ήταν καλά και που θα συμμετείχε στο φεστιβάλ. Την αγκάλιασαν με συγκίνηση, πρώτα η Ηλέκτρα, έπειτα η Ιφιγένεια και, τέλος, η Ναυσικά, με την οποία η αγκαλιά ήταν λίγο πιο θερμή, παρά τη χαμηλή θερμοκρασία του πρώην ξωτικού της φωτιάς και νυν Σκοτεινού Ξωτικού. Το όνομα της όμως συμβόλιζε φως, και πράγματι η Φωτεινή απόψε ακτινοβολούσε από υγεία και δύναμη περισσότερο από ποτέ, και ας τη θεωρούσαν κάποιοι ζωντανή- νεκρή όπως όλους τους βρικόλακες και γενικά τα Σκοτεινά πλάσματα.

Για τις δύο φίλες της και την αγαπημένη της, ήταν ακριβώς το ίδιο ξωτικό που γνώριζαν. Οι μοναδικές αλλαγές ήταν τα κόκκινα μάτια και το χλωμό δέρμα, που τόνιζε ακόμα περισσότερο τα επίσης κόκκινα μαλλιά της, όπως και η δύναμη της, που δεν ήταν πια η Φωτιά. Όμως τίποτα από αυτά δεν είχε σημασία. Τους έφτανε που ήταν καλά και αυτό το όφειλαν στην Ελπινίκη. Η Ιφιγένεια αγκάλιασε επίσης εκείνη και τη Ροζαλία, όταν η πρώτη χαρά και συγκίνηση που είδε ξανά τη φίλη της πέρασε.

«Για να σε δω... Αχ, είσαι πανέμορφη, Ιφιγένεια!» αναφώνησε η Ροζαλία.

«Ναι, κούκλα όπως πάντα!» συμπλήρωσε η Λίντα πεταρίζοντας γύρω της.

«Ευχαριστώ. Και εσείς είστε υπέροχες.» τους είπε.

Όντως, και οι τρεις Ξωτικόλακες ήταν πανέμορφες και καλοκαιρινές. Η Ροζαλία φορούσε ένα ροζ κοντό φόρεμα που ταίριαζε απόλυτα με τα μαλλιά της και λευκά πέδιλα με τακούνι, ενώ η Φωτεινή ένα μακρύ λινό φόρεμα στα χρώματα του πορτοκαλί και του κίτρινου. Ακόμα και η Ελπινίκη είχε αποχωριστεί για λίγο το γοτθικό στυλ της, αν και όχι το μαύρο χρώμα, καθώς είχε φορέσει ένα μαύρο αλλά καλοκαιρινό, μακρύ φόρεμα, με ελαφρύ ύφασμα, σκίσιμο στο πλάι και μια χρυσή ζώνη, ενώ το μακιγιάζ της ήταν έναν τόνο πιο ελαφρύ από ότι συνήθως.

«Πώς και ήρθατε;» τις ρώτησε η Ιφιγένεια.

«Ο Χρονομάγος Αγησίλαος μας ανακοίνωσε την επιστροφή του Μαγικού και θέλαμε να μιλήσουμε μαζί του, αλλά και με τον Άρχοντα σας σχετικά με την επερχόμενη επίθεση του Άνθιμου. Ο στρατός μας ήδη ετοιμάζεται για μάχη.» εξήγησε η Ελπινίκη.

«Εκτός αυτού, ο Άρχοντας Νίμος μας είχε στείλει πρόσκληση μερικές μέρες πριν.» συμπλήρωσε η Ροζαλία. «Οπότε, καταλαβαίνεις. Αφορμή έψαχνα για να την πείσω να έρθουμε στο περίφημο Φεστιβάλ της Ανφάνης και να υποδεχθούμε το Καλοκαίρι.»

«Εγώ επέμενα ότι δεν είναι καιρός για γιορτές και φεστιβάλ αυτός.»

«Ω, έλα τώρα, Ελπινίκη... Αφού ξέρω ότι κι εσύ έχεις ανάγκη από λίγη διασκέδαση και ας μην το παραδέχεσαι.»

«Ναι, ότι πεις...» είπε σοβαρά και δήθεν αδιάφορα η Ελπινίκη και έστρεψε το βλέμμα της αλλού.

Η Ιφιγένεια γέλασε, απολαμβάνοντας τη στιχομυθία της. Μετά κοιτάχτηκαν για λίγο όλοι και έπειτα η Ηλέκτρα είπε:

«Λοιπόν; Πάμε κι εμείς στην παραλία σιγά- σιγά; Θα μας περιμένουν τα αγόρια και θα χαρούν πολύ να σε δουν, Φωτεινή.»

«Πάμε.» συμφώνησε εκ μέρους όλων η Ιφιγένεια και κίνησαν μαζί με τις επισκέπτριες, τους γονείς της και τον Νίμο για την Παραλία.

Το Φεστιβάλ της Ανφάνης είχε μόλις αρχίσει, ακόμα και με τη σκιά του πολέμου να κινείται ήδη πάνω από τη Χώρα των Ξωτικών.

********************************

Πως σας φάνηκε αυτό το κεφάλαιο; Εγώ δεν έμεινα και τόσο ικανοποιημένη... Δεν ξέρω γιατί. Θα μπορούσε να είχε βγει και καλύτερο. Είδαμε όμως το ραντεβού του Ιάσονα και της Ιφιγένειας και ένα φιλί τους μετά από καιρό!! Επιτέλους!! Στο επόμενο θα δούμε το Φεστιβάλ (επίσης επιτέλους). Τι εκπλήξεις επιφυλάσσει άραγε για τους ήρωες μας; Για δώστε προβλέψεις, τι πιστεύετε πως θα συμβεί; 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top